Οι ηλικιωμένοι λένε μια ιστορία που άκουσαν από τους παππούδες τους. Υπήρξε μια κοιλάδα εκεί όπου υπάρχει η λίμνη Ρίτσα τώρα.
Οι άνθρωποι που ζούσαν στην κοιλάδα ήταν πλούσιοι, αλλά πολύ άπληστοι. Εκεί ζούσε μια χήρα όχι πολύ μακριά από αυτούς. Η χήρα είχε πολλά παιδιά. Ήταν πολύ φτωχή. Η γυναίκα εργαζόταν όλη μέρα και όλη νύχτα, αλλά δεν μπορούσε να παρέχει στα παιδιά της τα προς το ζην. Η οικογένεια έμενε χωρίς τροφή, πάντα πεινασμένη.Οι γείτονές της είχαν πλούσια συγκομιδή από κεχρί και σιτάρι. Η πλούσια οικογένεια κάλεσε την χήρα να εργαστεί, αλλά δεν της έδιναν πολλά χρήματα. Μερικές φορές έπαιρνε λίγο αλεύρι. Η χήρα ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ήξερε ότι δεν θα πάρει τίποτα παραπάνω από τους πλούσιους συγγενείς της. Μια μέρα η φτωχή οικογένεια δεν είχε τίποτα να φάει. Τα μικρά παιδιά έκλαιγαν.
- Θέλουμε να φάμε, θέλουμε να φάμε.
Η γυναίκα πήγε στους γείτονές της και πάλι, αλλά αρνήθηκαν να της δώσουν κάποια τρόφιμα. Όταν γύρισε πίσω στο σπίτι τα παιδιά της έκλαψαν πικρά. Στη συνέχεια, η γυναίκα γέμισε το κατσαρολάκι της με πετραδάκια και το έβαλε στη φωτιά.
Η χήρα και τα παιδιά της κάθισαν γύρω από τη φωτιά κοιτάζοντας το κατσαρόλακι.- θα μαγειρέψω για σας, περιμένετε λίγο, - είπε η χήρα.
Τα μικρά παιδιά έκλαιγαν. Σύντομα αποκοιμήθηκαν. Ένας γέρος ήρθε στην κοιλάδα. Ήθελε να περάσει τη νύχτα. Ο άνθρωπος πήγε στα σπίτια, αλλά κανείς δεν άνοιξε την πόρτα. Σύντομα ο γέρος έφτασε κοντά στο σπίτι της χήρας. Χτύπησε την πόρτα. Η γυναίκα βγήκε από το δωμάτιο. Τον κάλεσε στο σπίτι της. Ο γέρος μπήκε στο δωμάτιο και είπε - Θέλω να φάω πολύ. Μπορείτε να μου δώσετε κάποια τρόφιμα;
- Ω, ναι μπορώ - απάντησε η γυναίκα.
- Βλέπω τις πέτρες στο κατσαρολάκι. Τι θα μου δώσεις να φάω; - Ρώτησε ο γέρος.
- Δεν έχω τίποτα, αλλά θα περιμένω.
- Πρέπει να τηρήσω τη φιλοξενία και να σου δώσω φαγητό - είπε η χήρα.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα οι πέτρες στο κατσαρολάκι είχαν μετατραπεί σε αλεύρι. Η γυναίκα ήταν πολύ χαρούμενη και μαγείρευε το φαγητό. Η χήρα έδωσε το γεύμα στον καλεσμένο της. Ξύπνησε τα παιδιά της και έδωσε φαγητό και σ'αυτά. Όταν η χήρα σηκώθηκε νωρίς το πρωί ο γέρος είχε ήδη φύγει. Είδε νερό γύρω από το σπίτι της. Το νερό ήταν παντού.
Δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Η γυναίκα είδε ένα στενό μονοπάτι από το σπίτι της. Η χήρα πήρε τα παιδιά της και προχώρησε στο μονοπάτι.
Το νερό ανέβαινε ψηλότερα και ψηλότερα. Σύντομα η γυναίκα έφτασε στην όχθη. Εκείνη την ώρα η κοιλάδα είχε βυθιστεί. Μια όμορφη λίμνη εμφανίστηκε στο χώρο της κοιλάδας. Ονομαζόταν λίμνη Ρίτσα. Η χήρα και τα παιδιά της έζησαν ευτυχισμένοι στην όχθη της λίμνης Ρίτσα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μετάφραση: Ludmula Katsba, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου