Μανώλης Γ. Βαρδής
Οι οριακές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου είναι οι στιγμές εκείνες που μπαίνει σε παρένθεση η χρονικότητα, χωρίς να καταργείται, και καλείται ο εαυτός να αντιμετωπίσει την παροδικότητα και την φθαρτότητα sub specie aeternitatis. Στην αντίθετη περίπτωση, σε καταπίνει η χρονικότητα, και απλά «τρέμεις» για την σωματική σου επιβίωση [1]. Τα μυστήρια της Εκκλησίας, πέραν των άλλων, επιτελούν σε αυτή την «άρση» και όχι κατάργηση της φθαρτής χρονικότητας. Το ίδιο, με άλλο πρόσημο, κάνει και η Τέχνη. Σε συνθήκες απειλής της ανθρώπινης ζωής (πόλεμος, φυσικές καταστροφές, ασθένειες) ευδοκιμούν τα έργα Τέχνης, διότι «αγγίζουν» τα όρια του ανθρωπίνου Είναι.
Έχει γίνει ήδη λόγος για το Δεκαήμερο του Βοκάκιου ή την Πανούκλα του Καμύ. Ένα ακόμα δείγμα της υψηλής τέχνης με αφορμή συνθήκες απειλής ολικής καταστροφής είναι και το αριστούργημα του Μπέργκμαν Έβδομη Σφραγίδα (1957). Για όσους την έχουν δει, θα θυμούνται την σχεδόν εναρκτήρια σκηνή που ο Θάνατος καλείται να παίξει σκάκι με τον γενναίο ιππότη, που έχει γυρίσει από τις Σταυροφορίες. Η σκηνή θα επαναληφθεί λίγες ακόμα φορές στη διάρκεια της ταινίας, καθώς μέσω της παρτίδας αυτής ο ιππότης κερδίζει χρόνο, μέχρι τον τελικό του θάνατο, για να στοχασθεί πάνω στο αίνιγμα του Θανάτου. Μέσω του ιππότη βλέπουμε το σκηνικό της πανώλης σε όλη την περιοχή. Και το σκηνικό είναι τρομαχτικό: περιλαμβάνει περιοδεύοντες αυτό- μαστιγούμενους σε υστερικές θρησκευτικές λιτανείες, συλλήψεις και κάψιμο γυναικών που θεωρούνται υπεύθυνες για το κακό διότι είναι φίλες του διαβόλου, εξαχρείωση του κόσμου μέσω κραιπάλης και διασκεδάσεων, αλλά και κορύφωση της βίας του ενός προς τον άλλο. Αυτό είναι το σκηνικό που θυμίζει Αποκάλυψη, οπότε εξηγείται και ο τίτλος της ταινίας που είναι από την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Σε μία επίσης χαρακτηριστική σκηνή ο ιππότης εξομολογείται σε ένα υβρίδιο μονολόγου- διαλόγου στον μεταμφιεσμένο σε εξομολογητή Θάνατο, και ακούμε τα εξής λόγια:
ΘΑΝΑΤΟΣ: Για τι περιμένεις;
ΙΠΠΟΤΗΣ: Θέλω γνώση
ΘΑΝΑΤΟΣ: Θέλεις εγγυήσεις
ΙΠΠΟΤΗΣ: Ονόμασέ τε όπως θέλεις. Είναι τόσο απάνθρωπα αδιανόητο να αιχμαλωτίσεις τον Θεό με τις αισθήσεις; Γιατί πρέπει να κρύβεται πίσω από ένα πέπλο από μισοδιατυπωμένες υποσχέσεις και θαύματα που δεν τα έχει δει κανείς;
(Ο Θάνατος δεν απαντάει)
ΙΠΠΟΤΗΣ:….Τί θα συμβεί σε εμάς που θέλουμε να πιστέψουμε αλλά δεν μπορούμε; Και τι θα συμβεί σ’ αυτούς που ούτε θέλουν να πιστέψουν;
(Επικρατεί πλήρης ησυχία)
ΙΠΠΟΤΗΣ: Γιατί δεν μπορώ να σκοτώσω τον Θεό που είναι μέσα μου; Γιατί συνεχίζει να ζει μέσα μου με αυτόν τον επίπονο και ταπεινωτικό τρόπο, παρόλο που Τον καταριέμαι και θέλω να Τον ξεριζώσω από την καρδιά μου; Γιατί, παρόλα αυτά, είναι μία πραγματικότητα ματαίωσης από την οποία δεν μπορώ να απαλλαγώ; Με ακούς;
ΘΑΝΑΤΟΣ: Nαι, σε ακούω
ΙΠΠΟΤΗΣ: Θέλω γνώση, όχι πίστη, ούτε υποθέσεις, αλλά γνώση. Θέλω ο Θεός να απλώσει το χέρι Του σε εμένα, να αποκαλυφθεί και να μου μιλήσει
ΘΑΝΑΤΟΣ: Αλλά παραμένει σιωπηλός
ΙΠΠΟΤΗΣ: Του φωνάζω στο σκοτάδι, αλλά δε φαίνεται να είναι κανείς εκεί
ΘΑΝΑΤΟΣ: Ίσως κανείς να μην είναι εκεί
ΙΠΠΟΤΗΣ: Τότε η ζωή είναι μία εξοργιστική φρίκη. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει έχοντας απέναντι το θάνατο, γνωρίζοντας ότι όλα είναι Τίποτα [2].
Η αγριότητα του Θανάτου και της (υπαρξιακής) αναζήτησης νοήματος ενώπιον αυτού του Θανάτου είναι, πιο πολύ, το σκηνικό της πλοκής. Σε πρώτο πλάνο ο Θάνατος δεν είναι ούτε άγριος ούτε τρομακτικός- μάλιστα σε μία σκηνή πριονίζει ο ίδιος ένα δέντρο για να «πάρει» κάποιον. Ο σκηνοθέτης «παίζει» με τις λαϊκές παραδόσεις, που συνδυάζουν το γκροτέσκο και το τρομακτικό. Το ίδιο θα συμβεί και με την τελευταία σκηνή που δείχνει τον χορό του Θανάτου σαν σε όραμα. Υπάρχουν και χαρακτήρες που δεν τους άγγιξε ο Θάνατος: είναι η απλοϊκή οικογένεια με το μικρό παιδάκι, είναι μορφές γήινες και αισθαντικές, μορφές χοϊκές γεμάτο έρωτα. Και κάτι ακόμη: το μουγγό κορίτσι που η μόνη φορά που μιλά, είναι για να πει «τετέλεσται» στην σκηνή του κάστρου, γονατίζει και αποδέχεται τον Θάνατο άφοβα και γεμάτη αγάπη. Η κατάφαση στην αιώνια ζωή συνδέεται με την κατάφαση στην έλευση του Θανάτου.
[1] Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αναλύσεις του Στέλιου Ράμφου: https://www.iefimerida.gr/ellada/ramfos-synenteyxi-koronoios-synenteyxi
[2] Α. Κυπριανίδου, Η λογική της μορφής του Θανάτου στον κινηματογράφο του Ingmar Bergman: «Η Έβδομη Σφραγίδα», Θεσσαλονίκη 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου