Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Ο έμπορος, ο κλέφτης και ο αρχιληστής.

Αποτέλεσμα εικόνας για fairytale painting
mikekourouvanis

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά από όλα τα μέρη του κόσμου ζούσε ένα αγόρι. Ζούσε σε μια φάρμα μαζί με τους ηλικιωμένους γονείς του και τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του. Όλοι τους ζούσαν από τα χωράφια και τα ζώα και τους άρεσε πολύ αυτή η ζωή. Όσο για το αγόρι που ήταν και ο μικρότερος της οικογένειας δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο.

Το αγόρι αυτό λοιπόν πάντα είχε στο μυαλό του μεγαλύτερα σχέδια απ το να δουλεύει στην φάρμα με τα ζώα και τα λαχανικά. Κάποια φορά όταν ήταν μικρότερο σε ηλικία είχε ταξιδέψει με τον πατέρα του στην πόλη, εκεί που ζούσαν πολλοί άνθρωποι και πλούσιοι έμποροι με μεγάλα άλογα και πλούσια σπίτια όπως επίσης και όμορφα φανταχτερά ρούχα. Από τότε λοιπόν η σκέψη του ταξίδευε εκεί. Βέβαια ο πατέρας του πάντα τον ορμήνευε και του έλεγε πως η πόλη δεν ήταν όπως την φανταζόταν, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να ονειρεύεται.

Ένα πρωί λοιπόν το αγόρι πήγε στον πατέρα του.

«Πατέρα θα φύγω» του είπε «θέλω να πάω στην πόλη να ζήσω και να δω αλλά πράγματα που εδώ στη φάρμα δεν θα δω ποτέ. Θέλω να πάω εκεί και να γίνω έμπορος μεγάλος και τρανός!»

Ο πατέρας πολύ στεναχωρήθηκε με αυτά που άκουσε γιατί αγαπούσε τον μικρότερο γιο του όσο και τα άλλα του παιδιά, αλλά του είχε αδυναμία. Επίσης τα χέρια του είχαν μάθει όλες τις δουλειές της φάρμας και ήταν πολύ χρήσιμα. Δεν θέλησε όμως να του αλλάξει την γνώμη.

«Πήγαινε τώρα να κάνεις τις δουλειές σου» του είπε «και αύριο με το πρώτο φως της ημέρας μπορείς να πας όπου θες με την ευχή μου».

Το αγόρι πολύ χάρηκε σαν άκουσε αυτά τα λόγια και βγήκε φουριόζος απ το σπίτι. Και η μέρα πέρασε γρήγορα και ήρθε το βράδυ, αλλά πέρασε και αυτό με την σειρά του.

«Πάρε αυτά» είπε ο πατέρας στο αγόρι την άλλη μέρα. «είναι φλουριά που μαζεύω από τότε που γεννήθηκε ο μεγάλος σου αδελφός και είναι για όταν τα χρειαστεί ο καθένας σας ξεχωριστά». Του έδωσε το πουγκί στο χέρι και το αγόρι το πήρε.

«Αυτό είναι το δικό σου μερτικό. Δεν είναι όσα θα ήθελα να έχεις αλλά κι αυτά αρκετά είναι. Φρόντισε λοιπόν να τα χρησιμοποιήσεις σωστά και όχι άσκοπα γιατί η ζωή έξω από εδώ έχει ομορφιές αλλά και πολλές δυσκολίες. Αν θες να γίνεις έμπορος μεγάλος πρέπει να είσαι σωστός και να βάζεις το χέρι στην τσέπη πρώτα για την δουλειά και ύστερα για όλα τα άλλα». Το αγόρι έβαλε το πουγκί με τα φλουριά στην τσέπη του και αφού πήρε την ευχή του πατέρα, χαιρέτησε την μάνα και τα αδέλφια του και έφυγε.

Έτσι λοιπόν το ταξίδι του ξεκίνησε όταν ο ήλιος φανερώθηκε πίσω απ τα βουνά. Περπατούσε για μέρες ενώ τις νύχτες κοιμόταν κάτω απ το φεγγάρι και τα δέντρα μιας και το καλοκαίρι βρισκόταν στα μισά του. Κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στο όνειρο του, την όμορφη πόλη με τις πολλές ευκαιρίες που από μικρός ονειρευόταν μέχρι που τα πρώτα σπίτια φανερώθηκαν στον ορίζοντα. Ήταν όμως νύχτα και έπρεπε να ξαποστάσει γιατί είχε κουραστεί πολύ.

«Δεν βαριέσαι» είπε στον εαυτό του «αύριο πρωί πρωί θα σηκωθώ και θα πάω μια ώρα δρόμο».

Όπως είχε ακουμπήσει την πλάτη του στο δέντρο ξαφνικά μέσα απ τα σκοτάδια φανερώθηκε μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα. Το αγόρι φοβήθηκε γιατί σκέφτηκε «τι δουλειά έχει τέτοια ώρα μες την νύχτα αυτή η κοπέλα» άσε που είχε ακούσει και ιστορίες για νεράιδες, ξωτικά και άλλα τέτοια πλάσματα, που έλεγαν πως αν τα συναντήσεις, μάτι δεν θα σε ξανάβλεπε πια.

«Ποια είσαι»; της είπε καθώς αυτή πλησίαζε «τι θέλεις από μένα»;

«Μην φοβάσαι» του είπε η κοπέλα «γιατί για το καλό σου ήρθα εδώ. Ήρθα να σε προειδοποιήσω πως στο δρόμο σου θα συναντήσεις μάτια που δεν βλέπουν αλλά βλέπουν και έναν κακό άνθρωπο που κακός δεν είναι στα αλήθεια η επειδή το διάλεξε, αλλά από ανάγκη. Να μην φοβηθείς και να κάνεις αυτό που λέει η καρδιά σου». Υστέρα από αυτά τα λόγια η κοπέλα έφυγε.

«Στάσου» φώναξε το αγόρι αλλά ήταν πια αργά γιατί η κοπέλα που ήταν νεράιδα πραγματική είχε εξαφανιστεί όπως εμφανίστηκε μέσα απ τα σκοτάδια.

«Άλλο και τούτο» είπε το αγόρι στον εαυτό του. «μωρέ καλύτερα να κοιμηθώ γιατί μου φαίνεται πως απ την κούραση τα μάτια και το μυαλό μου με κοροϊδεύουν».

Έπεσε λοιπόν και κοιμήθηκε αμέσως μέχρι που χάραξε η επόμενη μέρα. Την νεράιδα γρήγορα την είχε ξεχάσει, όπως ξεχνούσε και τα ονείρατα, πες από την κούραση πες από τη χαρά που επιτέλους έφτασε στην πόλη, δεν έχει σημασία.

Με το στόμα ανοιχτό είχε μείνει σαν μπήκε για τα καλά στην καρδιά της πόλης. Είχε μεγάλους δρόμους πλακόστρωτους που τους περπατούσαν άνθρωποι με ακριβά κοστούμια και παπούτσια λουστρίνια, κυρίες με φορέματα φανταχτερά και λουσάτα κάπελα όπως επίσης και άλογα μεγάλα με γυαλιστερό τρίχωμα που έσερναν πίσω τους άμαξες πολυτελείας. Τα μαγαζιά δε και οι ταβέρνες ήταν άλλο πράμα χωρίς αμφιβολία. Είχε φτάσει το απόγευμα όταν το αγόρι αποφάσισε να φάει κάτι γιατί η ώρα είχε περάσει γρήγορα και δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Έκανε λοιπόν κατά την ταβέρνα.

«Έχω τα χρυσά μου φλουριά» σκέφτηκε «μετά από τόσες μέρες στο δρόμο με σκέτο ψωμί και νερό ένα καλό φαί είναι ότι πρέπει, όπως επίσης και ένας ύπνος σε μαλακό στρώμα».

Μπήκε και στρώθηκε σε ένα τραπέζι και παρήγγειλε πολλά καλούδια όπως επίσης και κόκκινο κρασί. Έφαγε και ήπιε και ήρθε η ώρα να πληρώσει. Έβγαλε το πουγκί με τα φλουριά και έδωσε ένα στον ταβερνιάρη. Δεν ήξερε όμως πως ένας κλέφτης που καθόταν στο διπλανό τραπέζι είδε το χρυσάφι και εντύπωση μεγάλη του έκανε.

«Αρκετό χρυσάφι για να το βαστά στα χέρια του παιδί ντυμένο έτσι φτωχικά» σκέφτηκε ο κλέφτης. «ωραία, τούτος εδώ δεν είναι απ τα μέρη τα δικά μας όπως φαίνεται, γιατί αν ήταν θα πρόσεχε λίγο παραπάνω. Παιδί μικρό και άβγαλτο φαίνεται και χωρίς συντροφιά». Σηκώθηκε απ το τραπέζι και βγήκε έξω ενώ το αγόρι ακόμα καθόταν.

«θα το κοροϊδέψω και θα του πάρω τα φλουριά, σάμπως δεν το χω ξανακάνει; Η σάμπως δεν έχω κοροϊδέψει και ποιο έξυπνους από δαύτον. Και ούτε θα κοπιάσω και καθόλου. Μόνος του θα με βγάλει απ την δύσκολη θέση που βρίσκομαι. Φτάνει να βρω ένα καλό σχέδιο» σκέφτηκε τέλος και έκλεισε την πόρτα της ταβέρνας. Ύστερα από λίγη ώρα το αγόρι σηκώθηκε να φύγει για να πάει στο πανδοχείο. Είχε φτάσει το βράδυ και δεν σκόπευε να κοιμηθεί έξω αφού το ένα φλουρί του έφτανε και του περίσσευε για να φάει άλλο τόσο και να κοιμηθεί σε δωμάτιο.

Στο δρόμο δεν είχε καθόλου κίνηση, και το αγόρι περπάτησε μονάχο του για να βρει το πανδοχείο. Τότε ήταν που είδε ένα φουκαρά καθισμένο σε ένα παγκάκι να κλαίει και να καταριέται την μοίρα του. Απ την καλοκαρδοσύνη του το αγόρι στάθηκε και ρώτησε το φουκαρά τι του συνέβη.

«Άστα!» απάντησε πικρά αυτός «μην τα ρωτάς. Τέτοιο κακό ποτέ να μην σε βρει! Πολύ κακό μεγάλο!» έλεγε και ξανάλεγε και για να λέμε την αλήθεια να πως είχαν τα πράγματα. Ο φουκαράς δεν ήταν άλλος απ τον κλέφτη που είχε σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ο κλέφτης αυτός ήταν υπό την δούλεψη ενός άλλου, μεγάλου αρχιληστή. Ύστερα λοιπόν από μια παράνομη δουλειά, ο κλέφτης δεν έδωσε όλα τα κλεψιμαίικα στον αφέντη του, εκείνος όμως το έμαθε. Του όρισε λοιπόν δέκα μέρες διορία να τα επιστρέψει πίσω και με τόκο. Ο κλέφτης δεν μπόρεσε να μαζέψει όλα τα λεφτά, γιατί πια ο κόσμος πρόσεχε πολύ, άσε που είχε πάψει από καιρό να κουβαλά επάνω του χρυσά φλουριά. Γι αυτό λοιπόν όταν είδε το αγόρι θεώρησε πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία μιας και την επόμενη μέρα η διορία του έληγε. Όσο για τα φλουριά, έφταναν και περίσσευαν. Έφτανε να τον κοροϊδέψει και να του τα πάρει.

«Τι έπαθες άνθρωπε μου; Tι κακό σε βρήκε μωρέ και καταριέσαι την ζωή σου;» ρώτησε ξανά το αγόρι.

«Αφού θες να μάθεις θα σου πω την ιστορία μου». Είπε ο κλέφτης. «άκου λοιπόν πως έχουν τα πράγματα. Εγώ που με βλέπεις, είμαι ένα φτωχός άνθρωπος, άλλα δεν ήμουν πάντα έτσι. Που λες ένας πλούσιος έμπορος που ζει έξω απ την πόλη τούτη μου πήρε την κοπέλα που αγαπώ γιατί και αυτός την αγάπησε για τα ωραία της μάτια. Ο πατέρας της την αρραβώνιασε με δαύτον γιατί εκείνος είναι πλούσιος κι έμενα δεν μου την έδινε γιατί ήμουν εργάτης απλός. Αυτή όμως δεν τον αγαπά, γιατί μου έχει δώσει έμενα την καρδιά της όπως έχω δώσει κι εγώ σε αυτήν τη δική μου καρδιά.»

«Αφού την αγαπάς γιατί δεν πας να την πάρεις;» είπε το αγόρι.

«Εμ εδώ σε θέλω!» Είπε ο κλέφτης. «που να πάω να την κλέψω που δεν βλέπω μπροστά μου. Τα μάτια μου με πρόδωσαν βλέπεις απ την στενοχώρια, και δεν βλέπω τον δρόμο να πάω. Άσε με σου λέω γιατί θα σκάσω. Έχω ζητήσει βοήθεια, άλλα ποιος βοηθά έναν φτωχό. Άμα την πάρω πίσω θα βρω το φως μου ξανά και θα πάμε αλλού, μακριά από εδώ. Θα κάνω μια δουλειά και θα την έχω σαν βασίλισσα. Αλλά τι σου λέω κι εσένα τώρα. Άσε με στον πόνο μου.»

Το αγόρι πολύ στεναχωρήθηκε απ τα ψεύτικα λόγια του κλέφτη και χωρίς να το πολυσκεφτεί του είπε.

«Για σώπασε άνθρωπε μου κι εγώ θα σε βοηθήσω να πάρεις το δρόμο. Θα σε πάω όμως αύριο γιατί τώρα είμαι κουρασμένος. Σώπασε και θα δεις, θα την πάρεις πίσω την αγαπητικιά σου».

Ο κλέφτης τον ευχαρίστησε πολλές φόρες και αφού όρισαν το μέρος που θα βρισκόντουσαν το πρωί, χώρισαν μέχρι που ξημέρωσε.

Κίνησαν λοιπόν για το μέρος που τάχα βρισκόταν η κοπέλα. Στο δρόμο ο κλέφτης σκεφτόταν πώς να αρπάξει τα φλουριά. Του ήρθε η ιδέα να κάνει τον κουρασμένο. Με το που θα έβρισκε μια καλή πέτρα θα την πετούσε στο κεφάλι του αγοριού και όταν αυτό θα έπεφτε κάτω, αυτός θα άρπαζε το πουγκί με τα φλουριά και θα γινόταν άφαντος. Και έτσι κι έγινε. Είδε μια ωραία στρογγυλή πέτρα, όχι όμως μεγάλη αλλά μια μικρή, γιατί ήθελε να κλέψει τα φλουριά αλλά όχι και να σκοτώσει το αγόρι, μόνο να το ζαλίσει. Έκανε λοιπόν πως κουράστηκε και σταμάτησε τάχα να πάρει μια ανάσα. Την ώρα όμως που ήταν έτοιμος να χτυπήσει το αγόρι με την πέτρα να σου ένα τσούρμο ληστές που έρχονταν απ την άλλη μεριά της δημοσιάς. Αμέσως γνώρισαν τον κλέφτη που χρώσταγε τα λεφτά στον αφέντη τους και τον άρπαξαν πριν προλάβει να κάνει κακό στο αγόρι. Χωρίς πολλές κουβέντες τους άρπαξαν και τους δυο και του οδήγησαν στο άντρο τους που βρισκόταν κάμποση ώρα μακριά. Έτσι τους πήγαν και τους δυο μπροστά στον αρχιληστή.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα» είπε στον κλέφτη που είχε μαζευτεί απ τον φόβο του. «είπες να μου φέρεις τα χρωστούμενα από μόνος σου; Από πότε έγινες τόσο φιλότιμος;»

«Αφέντη να σου εξηγήσω» είπε ο κλέφτης.

«Τι να μου εξηγήσεις μωρέ; Τα λεφτά τα έφερες; Εκείνα που χρωστάς, τα ξέχασες;»

«Να τα λεφτά σου αφέντη» είπε ο κλέφτης «τα έδωσα στο αγόρι να τα κρατήσει, στην τσέπη του τα έχει. Ψάχτωνε να δεις».

Ένας απ τους κλέφτες πήρε το πουγκί απ το αγόρι που πολύ είχε στεναχωρηθεί γιατί τώρα του είχε έρθει στο μυαλό η νεράιδα που τον προειδοποίησε το περασμένο βράδυ. «μάτια που δεν βλέπουν αλλά βλέπουν» του είχε πει αλλά που να φανταστεί. Ο αρχιληστής μέτρησε τα φλουριά και μίλησε.

«Όλο το χρέος είναι εδώ και με το παραπάνω. Μπορείς να φύγεις τώρα. Άλλη φορά όμως να είσαι εντάξει στις δουλειές σου και να προσέχεις με ποιανού τα λεφτά ποντάρεις στα χαρτιά και τον τζόγο. Για να το θυμάσαι και να μην το ξανακάνεις θα κρατήσω κι εκείνα που περισσεύουν. Δρόμο τώρα και γρήγορα.»

Ο κλέφτης έφυγε με την ούρα στα σκέλια αλλά κατά κάποιο τρόπο χαρούμενος που ξεμπέρδεψε με αυτή την ιστορία.

«Εσύ όμως ποιος είσαι και τι γυρεύεις με ένα κλέφτη συντρόφια»; είπε ο αρχιληστής στο αγόρι. «θέλεις να κάνεις την κλεψιά επάγγελμα; Αν ναι λάθος άνθρωπο διάλεξες για δάσκαλο αν θες να ξέρεις».

Το αγόρι πια ήταν τόσο πικραμένο με αυτό που του έτυχε που είχε σκύψει το κεφάλι και δεν μιλούσε. Είχε πιαστεί κορόιδο.

«Θέλω να μου πεις την ιστορία σου» είπε ο αρχιληστής.

«Αχ» είπε το αγόρι «ποιος θες να είμαι, ένα χαζό αγόρι είμαι που νόμιζα πως θα έρθω στην πόλη να γίνω μεγάλος και τρανός έμπορος. Τι γύρευα εγώ απ τα ζώα και τα χωράφια να έρθω εδώ, καλά μου τα έλεγε ο πατέρας μου αλλά δεν τον άκουσα. Ούτε τα φλουριά μου έχω τώρα αλλά ούτε και τα μούτρα να γυρίσω πίσω. Θα στην πω όμως την ιστορία μου» είπε τέλος το αγόρι. Ο αρχιληστής άκουγε με ενδιαφέρον την ιστορία του αγοριού. Άκουσε για τα όνειρα του να γίνει έμπορος και για την ανυπομονησία του να φτάσει την πόλη. Άκουσε για την κοπέλα που τον προειδοποίησε αλλά δεν θυμήθηκε τα λόγια της όταν έπρεπε γιατί αν τα θυμόταν δεν θα βρισκόταν εκεί τώρα. Τέλος του είπε και για το ψέμα του κλέφτη πως τάχα του πήραν την αγαπητικιά.

«Αυτή είναι η ιστορία μου που λες» είπε με τα μούτρα κατεβασμένα. «Και τώρα αν θες δώσε μου ένα μέρος να κοιμηθώ και αν έχεις λίγο ψωμί να πάρω για το δρόμο και νερό γιατί τα φλουριά που περίσσεψαν φτάνουν να πληρωθείς».

Ο αρχιληστής τον κοιτούσε κάμποση ώρα και ύστερα μίλησε.

«Θα σου κι εγώ μια ιστορία, κάτσε λοιπόν κάτω να την ακούσεις». Είπε στο αγόρι «πριν χρόνια σε ένα μέρος όχι πολύ μακριά από εδώ ζούσαν δυο αδέλφια. Ήταν και τα δυο πριγκιπόπουλα αλλά ο ένας θα γινόταν βασιλιάς. Αυτός που όλα έδειχναν πως θα φορούσε το στέμμα ήταν ο μεγαλύτερος γιατί αυτόν αγαπούσε περισσότερο ο κόσμος. Ήταν καλός με τον λαό του και φίλος με πολλούς και επίσης πολύ δίκαιος. Ο μικρότερος αδελφός τους ήθελε όλους στα πόδια του και μπορεί να μην το έδειχνε αλλά όλοι ήξεραν πως ζήλευε τον μεγάλο του αδελφό. Προσπαθούσε με λόγια ψεύτικα, στα κρυφά, να παραπλανεί τον πατέρα του τον βασιλιά αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος για το ποιος έπρεπε να πάρει το θρόνο όταν αυτός θα πέθαινε μια μέρα.

Όπως όλοι μας θα φύγουμε από αυτή τη ζωή, έτσι και ο γέρο βασιλιάς πέθανε ύστερα από κάμποσο καιρό. Τότε ήταν που ο μικρός αδελφός προσπάθησε να πάρει το θρόνο και το στέμμα με το ζόρι στήνοντας καρτέρι στον μεγάλο του αδελφό για να τον σκοτώσει. Ο μεγάλος αδελφός όμως θες απ την καλή του την τύχη, θες επειδή έτσι του ήταν γραφτό κατάφερε να ζήσει γιατί οι πιστοί του φίλοι έψαξαν και τον βρήκαν μέσα στο δάσος και τον γλύτωσαν τελευταία στιγμή. Τον γιάτρεψαν στα κρυφά και τον πήραν μακριά απ το βασίλειο και τον έφεραν εδώ που ήμαστε εμείς τώρα.»

Το αγόρι τώρα θυμήθηκε τα λόγια της νεράιδας.

«Θα συναντήσεις έναν κακό άνθρωπο που κακός δεν είναι στα αλήθεια η επειδή το διάλεξε, αλλά από ανάγκη.»

«Εσύ είσαι αυτός που μου είπε η νεράιδα, εσύ είσαι που έγινες κακός από ανάγκη» είπε το αγόρι φωναχτά.

Ο αρχιληστής συνέχισε. «όταν ήμουν βαριά τραυματισμένος ήρθε στο προσκέφαλο μου μια κοπέλα με άσπρο φόρεμα κι εγώ φοβήθηκα, γιατί νόμιζα πως ήρθε να με πάρει από τούτο τον κόσμο. Μου είπε να μην φοβάμαι και πως ήρθε σε μένα για το κάλο μου. Μου είπε και κάτι άλλο όμως που δεν το ξέχασα ποτέ. Μια μέρα θα έρθει σε σένα ένα αγόρι, γιατί η τύχη του έτσι ορίζει. Δεν θα πάρεις απ το χέρι του χρυσάφι αλλά απ το χέρι που τον κορόιδεψε. Τότε θα είναι η κατάλληλη ώρα να πάρεις το βασίλειο σου πίσω αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να δώσεις το χρυσάφι πίσω στο παιδί και άλλες δέκα φορές ακόμα».

Έδωσε διαταγή λοιπόν να ζυγίσουν το χρυσάφι και να του δώσουν πίσω το πουγκί με τα φλουριά άλλες δέκα φορές.

«Πάρε αυτά γιατί έτσι ήταν γραφτό να σμίξουν οι τύχες μας. Μπορείς να φύγεις για την πόλη και να γίνεις έμπορος μεγάλος αλλά αν θες την γνώμη μου γύρνα πίσω στον πατέρα σου με το κεφάλι ψηλά. Πριν πάρεις οποιαδήποτε απόφαση όμως, σε προσκαλώ να έρθεις να γνωρίσεις τον τόπο μου και το βασίλειό μου».

Το αγόρι δέχτηκε μετά χαράς και αφού έγιναν οι κατάλληλες ετοιμασίες έφυγαν όλοι τους την επόμενη μέρα για το βασίλειο.

Εκεί ο κακός αδελφός που βασίλευε χρόνια ταλαιπωρούσε τον λαό του με φόρους και αδικίες πολλές και έτσι λοιπόν, όταν είδαν τον χαμένο πρίγκιπα τους, έτρεξαν όλοι να τον υποδεχτούν γιατί δεν τον είχαν ποτέ τους ξεχάσει. Όλος ο κόσμος έμαθε τότε την αλήθεια και έδιωξαν με τις κλωτσιές τον τύραννο βασιλιά και κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε. Ο πρίγκιπας που είχε αναγκαστεί να ζει στην παρανομία φόρεσε το στέμμα και αμέσως έδωσε εντολή να επιστραφούν τα κλεμμένα και με το παραπάνω σε όσους είχαν ληστέψει. Όλοι ήταν χαρούμενοι πια.

Όσο για το αγόρι, γύρισε στην φάρμα και τα είπε όλα στην οικογένεια του. Τα φλουριά τα έδωσε πίσω στον πατέρα του να τα φυλάξει ξανά, ενώ με το υπόλοιπο χρυσάφι αγόρασε γη και πολλά ζώα και είχε πολλά εμπορικά πάρε δώσε με τον βασιλιά που τώρα είχαν γίνει φίλοι. Έτσι έγινε μεγάλος έμπορος όπως το ονειρευόταν. Όσο για τον κλέφτη που τον κορόιδεψε, ο βασιλιάς έβαλε να τον βρουν και έφαγε ένα καλό χέρι ξύλο ώστε να το θυμάται για την υπόλοιπη ζωή του και να μην απλώσει χέρι ποτέ πια σε ξένα λεφτά.

Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου