kathimerini.gr
Στην «Πολιτεία» ο Σωκράτης επιχειρεί να πείσει τον Γλαύκωνα για την ανωτερότητα της φιλοσοφίας απέναντι στην ποίηση, τις οποίες θεωρεί αντίμαχες: «παλαιά μεν τις διαφορά φιλοσοφία τε και ποιητική», λέει. Προβαίνει μεν στην παραχώρηση να αποδεχτεί πως ο Ομηρος είναι «ποιητικώτατος και πρώτος των τραγωδοποιών», κρίνει όμως αποσκορακιστέα από την ιδανική πολιτεία την «ηδυσμένην Μούσαν» και αποφαίνεται: «Οι ύμνοι στους θεούς και τα εγκώμια για τους άξιους ανθρώπους είναι η μόνη ποίηση η οποία πρέπει να γίνει αποδεκτή στην πόλη. Αμα εσύ δεχθείς την τερπνή κι ευφραντική Μούσα στη λυρική ποίηση ή στα έπη, τότε βασιλιάδες στην πόλη θα είναι η ηδονή και ο πόνος αντί για το νόμο κι εκείνο το πράγμα που πάντοτε όλοι το παραδέχτηκαν ως το πιο ευγενικό, δηλαδή το λόγο!» (μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, 2002). Ο Σκουτερόπουλος αποδίδει με δύο λέξεις, «τερπνή και ευφραντική», το «ηδυσμένη» του πρωτοτύπου, το οποίο μας φέρνει αυτόματα στον νου το κατοπινό «ηδυσμένω λόγω» του αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας, όπου σαν ηδύσματα υπονοούνται ο ρυθμός, η μουσική, τα λεκτικά στολίδια. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί μεταφορικά έναν όρο της μαγειρικής, τα «ηδύσματα», «με κάποιαν απόχρωσιν περιφρονήσεως», όπως παρατηρούσε ο Ιωάννης Συκουτρής ως σχολιαστής της «Ποιητικής» του Αριστοτέλους.
Δεύτερη παραχώρηση του Πλάτωνα. Μπορεί «να την ξαποστείλαμε από την πόλη» την ευφραντική ποίηση, λέει ο Σωκράτης, θα επιτρέπαμε πάντως «στους υπερασπιστές της να παρουσιάσουν μια συνηγορία για αυτήν, σε πεζό λόγο, που να δείχνει ότι δεν είναι μόνον ευχάριστη αλλά και ωφέλιμη στις πολιτείες και στην ζωή των ανθρώπων [ως ου μόνο ηδεία αλλά και ωφέλιμη προς τας πολιτείας και τον βίον τον ανθρώπινόν εστιν]· κι εμείς θα τους ακούσουμε με συμπάθεια. Γιατί θα ’χουμε κέρδος αν αποδειχθεί ότι δεν είναι μόνον ευχάριστη αλλά και ωφέλιμη». Μια υπόθεση προς απόδειξη είναι λοιπόν κατά τον Σωκράτη/Πλάτωνα η ωφελιμότητα της τερπνής ποίησης, ή μια ευχή, όχι μια στέρεη αποδοχή από την πλευρά του, ούτε μια διαπίστωση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αλλωστε, ο φιλόσοφος, καθόλου βέβαιος ότι μπορεί να συνταχθεί μια πειστική απολογία για την ωφελιμότητα της «τερπνής ποίησης», συμπεραίνει ότι «αυτό το είδος της ποίησης δεν πρέπει να το παίρνουμε στα σοβαρά, σαν κάτι που ’χει αγγίξει την αλήθεια και είναι σημαντικό, αλλά όποιος την ακούει πρέπει να φυλάγεται από αυτήν».
Ξέρουμε μολαταύτα από άλλους διαλόγους ότι ο Πλάτων αναγνωρίζει πόσο διαφέρει η δουλειά του ποιητή από του πεζογράφου. Και το επισημαίνει με την ορολογία που επιλέγει. Και στο «Συμπόσιον» και στον «Φαίδρο» αποκαλεί τον πεζογράφο «ιδιώτη». Στον «Φαίδρο» (258d) ο Σωκράτης λέει ότι απαιτείται ιδιαίτερη εξέταση για να φανεί αν είναι καλογραμμένο ένα έργο, «είτε πολιτικόν σύγγραμμα είτε ιδιωτικόν», όπου πολιτικό = ποιητικό, και ιδιωτικό = πεζογραφικό. Τις εξισώσεις αυτές τις υπαγορεύει η συνέχεια του κειμένου, όπου ο Σωκράτης λέει ότι πρέπει να προσδιοριστεί αν ο συγγραφέας έγραψε «εν μέτρω ως ποιητής ή άνευ μέτρου ως ιδιώτης».
Στο «Συμπόσιον» (178a) ο Φαίδρος διατείνεται τα εξής για να αποδείξει την αρχαιότητα του Ερωτα: «γονής γαρ Ερωτος ούτ’ εισίν ούτε λέγονται υπ’ ουδενός ούτε ιδιώτου ούτε ποιητού». «Γονείς του Ερωτος ούτε υπάρχουν ούτ’ αναφέρονται από κανένα, πεζογράφον ή ποιητήν», μεταφράζει ο Συκουτρής και υποσημειώνει: «Ιδιώτης είν’ εδώ ο πεζογράφος εν αντιθέσει προς τον ποιητήν [...], διότι το έργον του δεν είναι δημόσιον λειτούργημα, δεν είναι διδάσκαλος του λαού, ούτε το παρουσιάζει εις δημοσίας τελετάς δι’ απαγγελίας ή διά παραστάσεως (διδασκαλίας), αλλά το καθιστά γνωστόν διά του βιβλίου, του οποίου η απόκτησις είναι υπόθεσις ιδιωτική» (Εστία, 2012).
Ιδού εδώ η διαφορά της ακρόασης από την ανάγνωση, και μάλιστα της ομαδικής ακρόασης, συνήθως μετά μουσικής, από την κατά μόνας ανάγνωση, αφού στην αρχαιότητα η ποίηση ήταν μια συλλογική ακροαματική τελετουργική διαδικασία. Η διαφορά αυτή προτείνεται και από τον Πλάτωνα, αμφισβητία κατά τα λοιπά της ποίησης, ως απαραγνώριστο στοιχείο ταυτότητας που ξεχωρίζει τον ποιητή, το δημόσιο πρόσωπο, τον πολίτη εντέλει, από τον πεζογράφο, που κινείται και λειτουργεί σαν άτομο, έξω από τους παραδοσιακούς τελετουργικούς θεσμούς της πόλης, και απευθύνεται επίσης σε άτομα.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι για να προχωρήσει στη διάκριση αυτή ο Πλάτων, ή μάλλον για να υιοθετήσει μια διάκριση ήδη αποδεκτή στο κοινωνικό πεδίο αλλά και στο πεδίο της τέχνης του λόγου, θυμάται καλά και υπολογίζει σοβαρά την ποιητική δράση του Σόλωνα. Θα γνώριζε βέβαια και τα στασιωτικά ποιήματα του Λέσβιου Αλκαίου, πολιτικά ποιήματα που συνιστούσαν παραινέσεις σε αγώνα κατά των τυράννων και υπέρ της ελευθερίας. Εντούτοις, ένας Αθηναίος δεν θα μπορούσε παρά να έχει κατά νουν πρωτίστως έναν Αθηναίο. Αλλωστε Πλάτων και Σόλων είναι μακρινοί συγγενείς: η Περικτιόνη, η μάνα του Πλάτωνα, ήταν από τη γενιά του Δροπίδη, αδερφού του Σόλωνα. Επιπλέον συνδέονται και πνευματικά, με τρόπο που ίσως ξενίζει: διά της Ατλαντίδας, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, στο τέλος του Βίου του Σόλωνα. Μεταφράζω: «Ο Σόλων βάλθηκε εκείνο τον καιρό να συνθέσει ένα μεγάλο ποίημα για τον μύθο ή την ιστορία της Aτλαντίδας, έχοντας στο μυαλό του όσα είχε ακούσει από τους λόγιους της Σαΐδας. Σταμάτησε όμως. Γέροντας πια, φοβήθηκε την έκταση του έργου. Κατά τον Πλάτωνα ο Σόλων τα παράτησε γιατί δεν είχε χρόνο, δεν έχει δίκιο όμως. [...] O Πλάτων φιλοδόξησε να καλλιεργήσει και να εξωραΐσει την υπόθεση της Aτλαντίδας, σαν έδαφος γόνιμης χώρας που έχασε τον ιδιοκτήτη της και που ο ίδιος το πήρε κληρονομιά σαν συγγενής. [...] Αρχισε όμως αργά και πέθανε πριν τελειώσει το έργο του». Πηγή παρ’ όλ’ αυτά για την Ατλαντίδα είναι δύο πλατωνικοί διάλογοι, ο «Τίμαιος» και ο «Κριτίας», γνωστός και ως «Ατλαντικός».
«Γέγραφε δε δήλον μεν ότι τους νόμους και δημηγορίας και εις εαυτόν υποθήκας, ελεγεία, και τα περί Σαλαμίνος και της Αθηναίων πολιτείας έπη πεντακισχίλια, και ιάμβους και επωδούς», λέει για τον Σόλωνα ο Διογένης ο Λαέρτιος στο σύγγραμμά του «Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή». Ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε ως πολίτης ο Σόλων είναι ξεχωριστός: ασκούσε την πολεμική του και σμίλευε το πάθος του για τη δημοκρατία συνθέτοντας ποιήματα. Γι’ αυτόν ο λόγος, και μάλιστα ο ποιητικός, ήταν πράξη. Εγκαινίασε έτσι και εμψύχωσε εξαιρετικά το πρότυπο του ποιητή-πολίτη, που δεν έχασε την αίγλη του ούτε στους «πιο μικρόψυχους καιρούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου