[Κατά το Ακριτικό έπος, ο Διγενής Ακρίτης καθυποτάξας πάσας τας άκρας και κατασχών πλείστας πόλεις και χώρας ανταρτών, έκτισε παρά τον ποταμόν Ευφράτην θαυμαστόν το κάλλος παλάτιον, όπου διέμενεν. Νοσήσας δε δεινοτάτην νόσον και αισθανόμενος επικείμενον τον θάνατον, εκάλεσε πλησίον του την σύζυγόν του, ότε δ' εψυχορράγει, απέθανε και αυτή εκ της λύπης της. Εις δε τα δημοτικά άσματα ο Διγενής αποθνήσκει, ηττηθείς εν πάλη προς τον Χάρον αλλ' αι διάφοροι παραλλαγαί του γενικωτάτου σχήματος τούτου εκφαίνουσι ποικίλους τύπους του θανάτου του ήρωος, των οποίων ίχνη τινά διακρίνονται και εις τας διασκευάς του έπους. Κατά τάς πληρεστέρας παραλλαγάς, καταπαλαισθείς υπό του Χάρου ο Διγενής κατάκειται εις την κλίνην, αναμένων τον θάνατον, Περιστοιχίζουν δ' αυτόν τα παλληκάρια του, εις τα οποία αφηγείται ανδραγαθίας αυτού. Είτα προσκαλεί την σύζυγόν του, και όπως μη μετά τον θάνατον του περιέλθη εις άλλον, την αποπνίγει εις τα αγκάλας του. Κατ' άλλας παραλλαγάς ο Χάρος ελλοχεύει πανταχού τον Διγενή ή ο Διγενής κτίζει κάστρον δια να μη τον εύρη ο Χάρος, αλλ' ουδέ ούτω τον αποφεύγει, ή ακούσας παρά φίλων του ότι επεφάνη άγνωστος ήρως (είναι δ' ούτος ο Χάρος) αν και επιθάνατος προκαλεί αυτόν εις αγώνα και ηττάται. Εις την δημοσιευομένην κατωτέρω κρητικήν παραλλαγήν του άσματος περί του θανάτου του Διγενή είναι καταφανέστατη η επίδρασις των κρητικών παραδόσεων. Ο γενναίος Ακρίτης προσέλαβεν εν Κρήτη τας διαστάσεις Τιτάνος, σχεδόν ουδέν διατηρούντος πλέον το ανθρώπινον. Και εις το άσμα τούτο, ως εις τας παραδόσεις, ο Διγενής διασκελίζει όρη, δισκεύει με ογκώδεις λίθους, ανασπά βράχους, νικά εις τον δρόμον ελάφους και αιγάγρους. Ο Χάρος δεν τολμά να παλαίση μετ' αυτοϋ, αλλά τον πληγώνει εξ ενέδρας.]
Α'
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση,
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε.
Β'
[Κατά το επόμενον άσμα ο Διγενής αποθνήσκει, νικηθείς εν πάλη προς τον Χάρον. Ο φοβερός αντίπαλος αυτού περιγράφεται κατά το πρότυπον των παραστάσεων του ψυχοπομπού αρχαγγέλου Μιχαήλ εν ταις αγιογραφίαις των εκκλησιών.]
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνης;
-Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργυαίς κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του."
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου