Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Ξινήθρα-Bermuda Buttercup haiku

Σχετική εικόνα


Ταπεινή δείχνει, 
μα τούτη η ξινήθρα
κάμπους στολίζει

As humble it may looks,
the Bermuda Buttercup
vast plains decorates



Ζεστό κρασί-Mulled wine haiku

Αποτέλεσμα εικόνας για warm wine german

Ζεστό κρασάκι,
τυλιγμένη κουβέρτα.
Νύχτα χειμώνα.

Sweet mulled wine,
wrapped in a blanket
Winter night.

Janggeommu (Yi Eun-ju Style)


Janggeom, που σημαίνει κυριολεκτικά μακρύ σπαθί,είναι ένας χορός που εκτελείται με ένα μακρύ σπαθί..Η χορεύτρια φοράει ένα καπέλο καιμία στολή τα οποία ονομάζονται jeollip και jeonbok. Στην πραγματικότητα,ήταν ένας λαϊκός χορός μεταμφιεσμένων στις παλιότερες εποχές,αλλά έγινε χορός της βασιλικής αυλής κατά τη βασιλεία του Βασιλιά Sunjo την περίοδο της δυναστείας Joseon . Ο χορός είναι πολύ σοβαρός με τις κινήσεις με το μκρύ σπαθί και δείχνει μια εκλεπτυσμένη ομορφιά. 

Λι Πο:Ποιητής,ήρωας,προδότης και λάτρης του κρασιού



gefyrismoi.blogspot.gr

Είχα ανεβεί πια στο καράβι
κι όλη μου η έγνοια ήταν να φύγω
όταν ακούστηκε απ' την όχθη το τραγούδι σου
- απρόσμενα - που τραγουδούσες χτυπώντας ρυθμικά
το ποδαράκι σου.
Χίλια πόδια είναι βαθιά η Λίμνη του Λουλουδιού
της Αχλαδιάς
αλλά τόσο βαθιά δεν είναι, όσο η αγάπη
μέσα στο αντίο σου.

του Λι Πο
μτφρ: Α. Αγγελάκης


Ο Κινέζος ποιητής Λι Πο, γνωστός και ως Λι Μπάι, Λι Πάι και Λι Μπο, γεννήθηκε το 701. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρόγονοί του είχαν εξοριστεί στις αρχές του 7ου  αιώνα, πιθανόν λόγω κάποιου εγκλήματος, στην απομακρυσμένη περιοχή της βορειοδυτικής Κίνας, τη σημερινή Ξιν Γιάνγκ όπου κατοικούσαν Ουιγούροι σε καθεστώς αυτόνομης περιφέρειας. Ο λαός αυτός είναι τουρκογενής και παραμένει μέχρι σήμερα στην ίδια περιοχή.


Ο πατέρας του ήταν μικροεπιχειρηματίας και η μητέρα του έπλενε ρούχα συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα. Όταν ο Λι Πο έγινε πέντε ετών ο πατέρας του υπέβαλε αίτηση για την άρση του εκτοπισμού η οποία έγινε δεκτή από τις αρχές. Έτσι μετακόμισαν στην επαρχία Σετσουάν που θεωρείτο περισσότερο πολιτισμένη από τα χρόνια εκείνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής των προγόνων του στη βορειοδυτική Κίνα, η οικογένεια αναμίχθηκε με ντόπιους κι έτσι εξηγούνται τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του ποιητή. Σύμφωνα με περιγραφές ήταν ψηλότερος από το μέσο Κινέζο, με ευρύ στόμα και διογκωμένα μάτια.

Πολύ νωρίς επικεντρώθηκε στη μελέτη λογοτεχνικών και θρησκευτικών κειμένων αναζητώντας τον εσωτερικό κόσμο, αντίθετα από την κομφουκιανή εκπαίδευση της εποχής με την οποία ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι ήταν αρκετά εξοικειωμένος. Έτσι, αφοσιώθηκε στον Ταοϊσμό που τον προσέλκυσε έναντι του Κομφουκισμού, λόγω του ρομαντικού μυστικισμού. Μελετώντας σε βάθος τη θρησκεία αυτή, σε σχετικά πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Ταοϊστής Κάο Τιεν Σιχ του απένειμε και δίπλωμα. Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει να γράφει ποίηση. Μάλιστα, από το 720 ο κυβερνήτης της επαρχίας είχε προβλέψει ότι ο νεαρός Ταοϊστής θα γινόταν ένας σπουδαίος ποιητής ενώ θεωρώντας τον ιδιοφυΐα τού πρότεινε να παραμείνει κοντά του ως κρατικός υπάλληλος, πράγμα το οποίο ο ανήσυχος Λι Πο δεν δέχθηκε.  

Μετά από μια ταραγμένη εφηβεία, περίοδο κατά την οποία ασχολήθηκε και με την πολεμική τέχνη, άρχισε να στρέφεται στο στοχασμό με αποτέλεσμα στα 20 χρόνια του να εγκατασταθεί στα βουνά βόρεια της Σετσουάν ζώντας ως ερημίτης μαζί με έναν συμμαθητή του από τη σχολή Ταό και  κατοικίδια πουλιά. Από τότε ο Λι Πο άρχισε να αποκτά φήμη για τη σοφία και το ποιητικό του ταλέντο.

Μετά από τέσσερα χρόνια απομόνωσης, αισθανόμενος πλέον συναισθηματικά και πνευματικά ώριμος αποφάσισε να διευρύνει τους ορίζοντές του, και να γνωρίσει τον κόσμο έξω από τα όρια της  Σετσουάν. Ταξιδεύοντας βόρεια, πέρασε τον ποταμό Γιάνγκτσε και φτάνοντας στην επαρχία Χουμπέι εγκαταστάθηκε κοντά στη λίμνη Τάνγκ-τινγκ. Εκεί γνωρίστηκε με την Χσου Χσιν Σιχ, εγγονή του πρώην έπαρχου και παντρεύτηκαν το 727. Αν και απέκτησαν μαζί δέκα παιδιά το σαράκι της περιπλάνησης εξακολουθούσε να τρώει τον Λι Πο. Έτσι, εξακολουθούσε να ταξιδεύει στη χώρα, πότε μαζί και πότε χώρια από τη γυναίκα του, επισκεπτόμενος άλλους ποιητές και διανοούμενους. Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σύναψε ακόμη δύο γάμους. Όπως και να ΄χει, με τα ταξίδια του όχι μόνο αυξανόταν το ποιητικό έργο του Λι Πο, αλλά και η φήμη του που έφθανε σιγά σιγά σε επίπεδο θρύλου. 



Ωστόσο, ένα περιστατικό τον έκανε να αναρριχηθεί και ταξικά, αποκτώντας την εύνοια των κυβερνώντων. Το 735 κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην επαρχία Σανσί ήρθε αντιμέτωπος με εχθροπραξίες στην περιοχή Αν Σι. Τότε έσωσε τη ζωή του στρατιωτικού Κούο Τζούι που αργότερα όταν έγινε ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς των Τανγκ του ανταπέδωσε το καλό, ανάλογα.

Πέντε χρόνια αργότερα, 740, ο Λι Πο πέρασε μια περίοδο συντροφιά με πέντε ακόμη λογοτέχνες.  Οι «Έξι τεμπέληδες στο ποταμάκι των μπαμπού», όπως έγιναν γνωστοί, αποτελούσαν μια άτυπη ομάδα αφιερωμένη στην ποίηση και στο κρασί. Έμειναν μαζί στη βορειοανατολική επαρχία Σαντόγκ, επί έναν περίπου χρόνο και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο πέρασαν μέρες «ποίησης μετά οινοποσίας».

Το 742, επισκεπτόμενος την πρωτεύουσα Τσανγκ έγινε θερμά δεκτός τόσο ο ίδιος όσο και η ποίηση και οι γνώσεις του από την αυτοκρατορική αυλή. Το γεγονός ενόχλησε κάποιους οι οποίοι φρόντισαν να «αποδείξουν» ότι ένα ποίημά του αποτελούσε μια κακόβουλη σάτιρα κατά του καθεστώτος. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η αιτία της απομάκρυνσής του από το παλάτι ήταν ότι ο Λι Πο τριγυρνούσε μεθυσμένος δημιουργώντας επεισόδια, όπως το να απαιτεί από τον υπασπιστή του αυτοκράτορα να του βγάλει τις λασπωμένες μπότες μπροστά από το θρόνο στον οποίο τύχαινε εκείνη τη στιγμή να κάθεται ο … ίδιος ο αυτοκράτορας!  

Έτσι, ο Λι Πο ξεκίνησε πάλι τις περιπλανήσεις στα βουνά και στις πόλεις της Κίνας. Περιπλανήσεις που κράτησαν μια δεκαετία και διακόπηκαν απότομα όταν ενεπλάκη σε μια εξέγερση. Τότε δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, ωστόσο η ποινή του μετατράπηκε σε εξορία στα νοτιοδυτικά της αυτοκρατορίας μετά την παρέμβαση του Στρατηγού Κούο Τζούι που δεν ξέχασε ποτέ ότι τον γλίτωσε από το θάνατο και πρότεινε την ανταλλαγή της θέσης του με τη ζωή του ποιητή. Η ανάμειξη του Λι Πο στις εξεγέρσεις του 756 αφορούσαν στο ρόλο του Συμβούλου που του έδωσε ένας εκ των αντιπάλων του Αυτοκράτορα.

Κατά τη διαδρομή προς τη σημερινή Γιουνάν, την πλέον απομακρυσμένη νοτιοδυτική περιοχή της αυτοκρατορίας, ο Λι Πο  δεν έδειξε να βιάζεται. Αντίθετα μάλιστα σταματούσε για κοινωνικές επισκέψεις, για να γράψει αλλά και περιγράψει όσα έβλεπε αφήνοντας σημαντικά ιστορικά στοιχεία στις επόμενες γενιές.  Όταν κόντευε πια να φτάσει στον τόπο εξορίας έλαβε το μήνυμα της αυτοκρατορικής χάρης και αμέσως ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής περνώντας και από άλλες περιοχές όπου απόλαυσε στο μέγιστο, φαγητό και κρασί  με  καλή παρέα, ενώ δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση.  

Από τότε και μέχρι το 762 περιορίστηκε σε μικρά ταξίδια. Τότε, 762, ο φίλος του Λι Λι Γιανγκμπί διορίστηκε δικαστής σε Επαρχία και ο Λι Πο τον ακολούθησε αλλά σύντομα πέθανε. Έτσι, δεν πρόλαβε να πληροφορηθεί ότι ο αυτοκράτορας είχε αλλάξει και ο ίδιος είχε διοριστεί Γραμματέας του νέου.  

Για το θάνατό του πλέχτηκαν θρύλοι. Σύμφωνα με τον πιο διαδομένο ο Λι Πο πνίγηκε πέφτοντας από τη βάρκα του, σε μια προσπάθεια  ν΄  αγκαλιάσει την αντανάκλαση του φεγγαριού στον ποταμό Γιανγκτσέ (μακρύ ποτάμι).  Ωστόσο, η πραγματική αιτία φαίνεται να ήταν ο σκληρός και περιπετειώδης τρόπος ζωής του. Όμως, ο μύθος αποτελεί μέχρι σήμερα μέρος της κινεζικής παράδοσης.

Παρ΄ όλο που η  ποίηση του Λι Πο είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον ταοϊστικό μυστικισμό, δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για το κρασί, τον έρωτα και τις χαρές της ζωής ενώ παραμένει ένας περιπλανώμενος στα μονοπάτια της εμπειρίας και της φιλίας. Με τους στίχους που απευθύνει τόσο στον στενό φίλο του και σπουδαίο ποιητή Ντου Φου όσο και σε άλλους, ακόμη και διαφορετικού φιλοσοφικού ρεύματος, αντανακλάται η τάση του Λι Πο να ζήσει τα πάντα κοντά στη φύση και τους ανθρώπους.  

Οι δυτικοί μελετητές αν και εκτιμούν ότι η ποίησή του δεν έχει να παρουσιάσει κάτι καινοτόμο παραδέχονται  τη στιχουργική δεξιοτεχνία του πράγμα που σε συνδυασμό με την άποψη ότι «φώτισε τα παλιά» τον καθιστά ως έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της χρυσής κινεζικής εποχής. Επιπλέον, η ποίηση του Λι Πο φαίνεται να επηρέασε όχι μόνο τον ίδιο τον Μάο Τσε Τουνγκ αλλά και ολόκληρη την αμερικανική νεωτεριστική ποίηση του 20ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σε μια αχανή χώρα, με τους απλούς στίχους του χάρισε στις επόμενες γενιές τη γεύση του πολιτισμού της εποχής του. Μέσα από τις συνταγές της ψυχής του που συνοδεύονταν πάντα από ένα ποτήρι καλό κρασί, αναδείχθηκε όχι σε έναν απλό εγκωμιαστή του οίνου, αλλά και στον πολιούχο του.



Με τον ίδιο όμως απλό τρόπο εγκωμίασε και τον έρωτα. Ένα ταξίδι είναι κι αυτός, πάνω σε ένα καράβι με το φεγγάρι απατηλό οδηγό. Εκείνο το ίδιο φεγγάρι που εξαπάτησε τον Λι Πο αντανακλώντας το φως του επάνω στο «Μακρύ Ποτάμι».

You ask why I make my home in the mountain forest,
and I smile, and am silent,
and even my soul remains quiet:
it lives in the other world
which no one owns.

The peach trees blossom,
The water flows.

Kahlil Gibran - «Ὁ πόλεμος καὶ τὰ μικρὰ ἔθνη»

Αποτέλεσμα εικόνας για eagles painting
πηγή

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ὁ Πρόδρομος»)

Κάποτε, ψηλὰ πάνω ἀπὸ κάποιο λιβάδι ποὺ μιὰ προβατίνα κι ἕνα προβατάκι βοσκοῦσαν, ἕνας ἀετὸς κυκλόφερνε καὶ κοίταζε πεινασμένα κάτω τὸ προβατάκι. Κι ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ κατέβει καὶ ν᾿ ἁρπάξει τὴ λεία του, κάποιος ἄλλος ἀετὸς φάνηκε καὶ γυρόφερνε πάνω ἀπ᾿ τὴν προβατίνα καὶ τὸ μικρό της, μὲ τὴν ἴδια πεινασμένη διάθεση. Τότε, οἱ δυὸ ἀνταγωνιστὲς ἄρχισαν νὰ παλεύουν, γεμίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς ἄγριες κραυγές τους.

Ἡ προβατίνα κοίταξε ψηλὰ κι ἔνιωσε μεγάλη κατάπληξη. Γύρισε στὸ προβατάκι καὶ εἶπε : «Παράξενο πρᾶγμα πού ῾ναι, παιδί μου, δυὸ ἀρχοντικὰ πουλιὰ νὰ πρέπει νὰ ρίχνονται τὸ ἕνα στ᾿ ἄλλο. Ὁλόκληρος οὐρανὸς καὶ δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ γιὰ τὰ δυό τους; Προσευχήσου, μικρό μου, προσευχήσου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου νὰ δώσει ὁ Θεὸς εἰρήνη στὰ φτερωτὰ ἀδέρφια σου».

Καὶ τὸ προβατάκι προσευχήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.

Chris Rea - Winter Song (1991)


Άγιος Βασίλης έρχεται...με γαίδουράκι

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

The Cycle (Fantasy Short Film)


Salsodromo,Cali,Colombia

Σάρα Κόπια Σούλαμ και μεταφυσική ποίηση

poeticanet.gr

H Σάρα Κόπια Σούλαμ (1592-1641) είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις των ιταλικών γραμμάτων, μια Εβραία από το γκέτο της Βενετίας που κατάφερε με τη δύναμη του πνεύματός της και την περιπετειώδη ζωή της να περάσει στην ιστορία της νεότερης ιταλικής λογοτεχνίας.  Ανήκε σε μία από τις πιο επιφανείς οικογένειες της εβραϊκής κοινότητας της Βενετίας, με ιδιαίτερη παιδεία στα εβραϊκά, τα κλασικά ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά κείμενα. Παντρεύτηκε τον Ιακώβ Sullam, γνωστό τοπικό αξιωματούχο και επιχειρηματία. Τον Μάιο του 1618, όταν διάβασε το δράμα Εσθήρ του Γενοβέζου συγγραφέα και μοναχού Ansaldo Cebà (1565–1623), η Sara αποφασίζει να του γράψει για να του εκφράσει τον βαθύ πνευματικό θαυμασμό της, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως έχει πάντα το βιβλίο του κάτω από το μαξιλάρι της. Εκείνος της απαντά πως επιθυμεί να συνεχιστεί η αλληλογραφία τους και της δηλώνει την ελπίδα του να την προσηλυτίσει στον χριστιανισμό. Η αλληλογραφία τους συνεχίζεται τακτικά, ανταλλάσσουν εικόνες, σονέτα και δώρα, χωρίς όμως ποτέ να επιδιώξουν μια μεταξύ τους συνάντηση.

Η Sara συγκέντρωνε συχνά στο σαλόνι της ανθρώπους των γραμμάτων. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της περίφημης Accademia degli Incogniti (Ακαδημία των Αγνώστων), μιας βενετικής λογοτεχνικής ομάδας, στη συγκρότηση της οποίας η ίδια είχε παίξει καθοριστικό ρόλο. Ο Cebà, αν και Γενοβέζος φαίνεται να είχε επαφές με αυτόν  τον κύκλο διανοουμένων, όπου σύχναζαν επίσης  ο συγγραφέας-ποιητής Numidio Paluzzi, ο ζωγράφος- ποιητής Alessandro Berardelli, ο ποιητής-νομικός και ιερέας Baldassare Bonifacio, ο Giovanni Francesco Corniani και ο Leon Modena, ραβίνος, συγγραφέας και λόγιος, ο οποίος διατηρούσε στενές επαφές με την οικογένεια.  Σε αυτές τις συναντήσεις, η οικοδέσποινα απολάμβανε τον θαυμασμό των φίλων της,  γνώριζε όμως ότι  πολλοί μέσα στον ίδιο αυτόν κύκλο την υποτιμούσαν, όπως συχνά συνέβαινε στις γυναίκες οι οποίες συνδέονταν με αυτούς τους αντρικούς κατά κύριο λόγο λογοτεχνικούς χώρους. Στα 1619 ο ραβίνος Leon Modena έγραψε επίσης ένα θεατρικό έργο με θέμα την Εσθήρ και το αφιέρωσε στη Σάρα.

Δύο χρόνια αργότερα, ο ιερέας Bonifacio, μετά από συζητήσεις με τη Σάρα μέσα από συνεχή αλληλογραφία, δημοσίευσε το κείμενο Immortalità dell’anima (Αθανασία της ψυχής), στο οποίο υποστήριζε ότι η Copia Sullam δεν πίστευε στην αθανασία της ψυχής. Εκείνη, διαβάζοντας το ενώ ανάρρωνε από σοβαρή ασθένεια, απάντησε μέσα σε δύο μέρες με ένα κείμενο που η ίδια τιτλοφόρησε Manifesto. Στο έργο αυτό, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις διαφορετικές εκδόσεις μέσα στον ίδιο χρόνο, η συγγραφέας παρουσίαζε τις απόψεις της, κάνοντας συγχρόνως σφοδρή επίθεση στις εναντίον της κατηγορίες του Bonifacio. Στο Manifesto η Σάρα εκδηλώνει το χιούμορ της,  αξιοποιεί την κλασική και εβραϊκή της παιδεία με αναφορές στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τον Αριστοτέλη και τον Δάντη, παρεμβάλλει  τέσσερα σονέτα. Οι κινήσεις του Bonifacio όμως είχαν δημιουργήσει πλέον για εκείνη τον κίνδυνο να περάσει από την Ιερά Εξέταση με κατηγορίες την βλασφημία και την αίρεση.

Αυτό δεν έγινε, αλλά ο Bonifacio συνέχισε να προσβάλλει τη Σάρα γράφοντας πως ο πραγματικός συγγραφέας του Μανιφέστου είναι ένας ραβίνος, τον οποίο δεν κατονόμαζε. Η Σάρα στέλνει τότε το Μανιφέστο στον Cebà.  Εκείνος δεν απαντά για εφτά μήνες και όταν της απαντά δεν έχει καμιά διάθεση να της προσφέρει πραγματική βοήθεια, επιμένει μόνο στην προσπάθεια του να τη μεταστρέψει στον χριστιανισμό. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι τον θάνατο του Cebà ανταλλάσσουν μόνο κάποιες επιστολές, ποτέ πια ποιήματα. Και οι  δύσκολες στιγμές συνεχίζονται. Ο Paluzzi με τον Berardelli επινοούν την ύπαρξη ενός Γάλλου θαυμαστή της Σάρας και αρχίζουν να τις γράφουν γράμματα υποτίθεται από εκείνον, ενώ τις απαντήσεις της όπως και τα  συχνά ακριβά  δώρα που έστελνε στον θαυμαστή της, τα λάμβανε ο Paluzzi.  Σύντομα η Σάρα ανακάλυψε την αλήθεια και κατήγγειλε τον Paluzzi στις δημόσιες αρχές, δυστυχώς όμως τα αρχεία αυτής της υπόθεσης δεν έχουν βρεθεί.  Στην συνέχεια ο Paluzzi με τον Berardelli την κατηγόρησαν για λογοκλοπή γραπτών του Paluzzi, κατηγορίες που έγιναν εύκολα δεκτές και από άλλους, με αποτέλεσμα να καταλήξει το θέμα στο δικαστήριο.  

Η Sara Copia Sullam πέθανε ύστερα από τρίμηνη ασθένεια τον Φλεβάρη του 1641, σε ηλικία 49 ετών..

Δύο σονέτα της Sara Copia Sullam

ΙΙΙ

Αν μια λύρα σπουδαία μπορούσε να κάνει
την Στύγα, τον Άδη να στραφούν προς το έλεος,
Κύριε, η δική σας, που τρανότερη δόξα στοχεύει
απ’ τα ύψιστα ουράνια μπορεί τις ψυχές να τραβήξει.                           4

Βλέπω πως παύουν όλες οι σφαίρες την αιώνια κίνηση
για να θαυμάσουν φωνές όλο χάρη του θρήνου σου
για τον νεκρό αδερφό σου. Κι εκείνος στενάζει,
γιατί τον τρομάζει να γυρίσει στο βάσανο του χειμώνα, της ζέστης.       8

Φοβάται ότι η μοίρα το τραγούδι σου ακούγοντας που είναι όλο πόνο,
θα βάλει το πνεύμα του σε σάρκα θνητή
και πως θ’ αναβάλει την ευλογημένη ζωή του.                                      11

Ω, σταμάτα τον θρήνο, το πένθος που απλώνεται εντός σου,
άκου να λέει πώς με το κλάμα σου, ενώ ευτυχεί,
μπορεί τη χαρά να στερείται.                                                                 14


Σχόλιο: Το ποίημα απευθύνεται στον Cebà προσπαθώντας να τον παρηγορήσει για τον θάνατο του αδελφού του Λανφράνκο. Στους στίχους του φαίνονται οι απόψεις της ποιήτριας για τη μεταθανάτια ύπαρξη.  Η λύρα που προσπαθεί να ελκύσει τους νεκρούς από τον Άδη είναι ίσως μια έμμεση αναφορά στον Ορφέα. Ο Cebà επίσης με τη λύρα της ποίησής του προσπαθεί να τραβήξει από τον ουρανό την ψυχή του νεκρού αδελφού του (στιχ.1-4). Φαίνεται πως το τραγούδι του Cebà μπορεί να ανατρέψει τους αιώνιους νόμους. Η Σάρα όμως παρουσιάζει τον νεκρό αδελφό του, Λανφράνκο, να μην επιθυμεί να επιστρέψει στα βάσανα της επίγειας ζωής (στιχ.10-11). Η Σάρα παροτρύνει τον Cebà να νιώσει ευτυχής για την ευτυχία που έχει βρει η ψυχή του αδελφού του στον ουρανό (στιχ.12-14).


VIII

Ω μορφή θεϊκή της θνητής ζωής
και ύψιστο τέλος στου Θεού τα έργα,
σε σένα αυτός αποκαλύπτεται, τη δύναμή του δείχνει,
για να σε κάνει Αρχόντισσα των όσων δημιούργησε.                             4

Νου, τον άνθρωπο διαπλάθεις, να συνορεύει μέσα του
το αθάνατο με το θνητό, κι ανάμεσα στα πρώτα όντα
εδρεύεις στο φτερούγισμα από τα πιο βαθιά τα μέρη
μέχρι εκεί που ο Ουρανός σε σένα υποκλίνεται:                                     8

Ανόητε λογισμέ, εσύ που τώρα παραιτείσαι
απ’ το να ερευνάς τον εαυτό σου και ζεις μέσα σε πράγματα σαθρά,
μονάχα αποκαλύπτεσαι όταν  σιμώνεις τον Θεό,                                   11

και για να είναι εδώ γαλήνια τ’ ανθρώπινα τα στήθη,
αρκεί να ξέρεις ότι οι Άγγελοι είναι αυτοί που εκλέχθηκαν
να είναι υπηρέτες σου μαζί και φύλακές σου.                                         14


Σχόλιο: Μέσα στο θνητό σώμα υπάρχει το ένθεο στοιχείο, που είναι η ψυχή.
Η τελείωση του έργου του θεού έρχεται όταν μέσα στο σώμα εμφυσηθεί η αθάνατη ψυχή (στιχ.1-2). Ο Νους, το Πνεύμα μεσολαβεί ανάμεσα στην ψυχή, που είναι το θείο στοιχείο στον άνθρωπο, και στο φθαρτό κομμάτι του που είναι το σώμα (στιχ.5 )  Με τη βοήθεια του Νου ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει από τα βάθη της άγνοιας μέχρι τον ουρανό της γνώσης, μέχρι την επαφή με το θείο. Στο σημείο αυτό φαίνεται η επιρροή από την πλατωνική φιλοσοφία, η οποία εξαπλώθηκε στην Ιταλία με την συμβολή του Marsilio Ficino και άλλων λογίων (στιχ.7-8)  Η ποιήτρια κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον Νου που έχει βρει την σωστή του κατεύθυνση με την έρευνα των αιώνιων Ιδεών και σε ένα πνεύμα που χάνεται μακριά από την αναζήτηση της ουσίας (στιχ.9-11).

Άννα Γρίβα [ Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια ]

Η ζωντανή φλόγα της αγάπης,του Ιωάννη του Σταυρού

Σχετική εικόνα
poetseers.org

1. Ω ζωντανή φλόγα της αγάπης 
που τραυματίζεις τρυφερά την ψυχή μου 
στο βαθύτερο κέντρο της! Από 
τώρα δεν είσαι καταπιεστική, 
τώρα ολοκληρώσου! αν είναι η θέλησή σου: 
σχίσε το πέπλο αυτής της γλυκιάς συνάντησης!

2. Ω γλυκιέ καυτηριασμέ, 
Ω ευχάριστη πληγή! 
Ω απαλό χέρι! Ω λεπτό άγγιγμα 
που έχεις γεύση  αιώνιας ζωής 
και ξεπληρώνεις κάθε χρέος! 
Στον θάνατο, άλλαξες τον θάνατο σε ζωή.

3. Ω δάδες φωτιάς! 
που στο μεγαλείο τους
τα βαθιά σπήλαια των αισθημάτων, 
κάποτε δυσδιάκριτα και τυφλά, 
δίνουν τώρα, τόσο σπάνια, τόσο εξαιρετικά, 
και ζεστασιά και φως στον Αγαπημένο τους.

4. Πόσο ευγενικά και στοργικά
ξυπνάς στην καρδιά μου, 
όπου μυστικά μένεις μόνη 
και με τη γλυκιά σου αναπνοή, 
γεμάτη με καλό και δόξα, 
πόσο γλυκά γεμίζεις την καρδιά μου με αγάπη.

Dance of the Sugar Plum Fairy (Piano Version) - Dark Christmas Music


Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Η σκιά

Αποτέλεσμα εικόνας για shadow painting

poemhunter.com

Ενώ η δυστυχία των σκέψεων 
αιμορραγεί μέσα μου
κοιμάμαι όλη τη νύχτα, 
Με μάτια ανήσυχα 
μένεις μαζί μου άγρυπνος. 

Όταν μένω μόνος μου 
και κατεστραμμένος μεσοστρατίς
δίπλα μου, ξαπλώνεις. 

όταν κάνω λάθος 
Βρίσκεσαι ακόμα στο τραγούδι μου 
Όταν έχω δίκιο 
Είσαι περισσότερο στη σκέψη μου. 

Όταν είμαι ζωντανός 
είσαι τα τινάγματα στις φλέβες μου 
Ποτέ δεν είσαι μακριά 
είτε στην ευχαρίστηση είτε στον πόνο. 

Δεν είσαι το σώμα μου, 
είσαι η σκιά της ψυχής μου,
 φίλε μου;

Binaya Kumar Mohanty

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Χιόνι-Snow

Αποτέλεσμα εικόνας για snow painting

Ουρανός και γη 
Ανάμεσά τους χιόνι
σβήνει τις θλίψεις

Heaven and earth
Snow between them
erases sorrows

Χριστούγεννα,Πακιστάν

Jingle All the Way: Christmas Celebrations Around the World

Tarja - God Rest Ye Merry Gentlemen


Tarja "O Tannenbaum" Official Music Video


Σονέτο 146,Ουίλιαμ Σαίξπηρ

O Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.


Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή,

Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν,

Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς,

Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν;

Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή

Γι' αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις;

Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή;

Αυτά θα φάν’ τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει;

Άσε το δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν' ακμάσεις·

Φτιάξε απ' την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις

Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ' αγοράσεις·

Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει.

   Μάρανε εσύ το Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,

   Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δεν θα πεθαίνει.

Mirza Ghalib,ένας δάσκαλος της Ουρντού

Mirza Ghalib's portrait [Wikimedia Commons]

aljazeera.com

Ο Mirza Ghalib, γεννημένος στις 27 Δεκεμβρίου 1797, στην Agra, ήταν ένας πολύ γνωστός ποιητής στις γλώσσες της Περσίας και την Ουρντού. 

Σήμερα παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς και σημαντικούς δασκάλους της γλώσσας Ουρντού. Είναι γνωστός απλά ως Ghalib.

Παραμένει δημοφιλής όχι μόνο στην Ινδία και το Πακιστάν αλλά και μεταξύ της διασποράς.

Προς τιμή του, η Google ανεβάζει ένα  doodle που τον απεικονίζει. Αυτή είναι η ιστορία του:

Πέρσης ποιητής

Ένας θαυμαστός ποιητής. Ο Mirza Ghalib άρχισε να γράφει ποίηση σε ηλικία 11 ετών. Ο στίχος του χαρακτηρίζεται από τη θλίψη, το αποτέλεσμα μιας συχνά τραγικής ζωής. Ήταν ορφανός σε νεαρή ηλικία και έχασε και τα επτά από τα παιδιά του στη νηπιακή τους ηλικία.

Ο κατακτητής. Γεννημένος στην Agra ως Mirza Asadullah Baig Khan, ο οποίος αργότερα χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Ghalib" (ο κατακτητής), μετανάστευσε στο Νέο Δελχί όπου έζησε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Δυσκολεύτηκε οικονομικά, δεν είχε κανονική δουλειά και εξαρτιόταν από την προστασία των βασιλέων. 

Ο ποιητής είχε ένα γάμο από προξενιό στην ηλικία των 13 ετών, αλλά κανένα από τα επτά του παιδιά δεν επιβίωσε πέρα ​​από τη βρεφική ηλικία, τραγωδίες που αντικατοπτρίζονται στο έργο του. 

Η ποίηση του Γκάλιμπ. Μετά το γάμο, εγκαταστάθηκε στο Νέο Δελχί. Σε μία από τις επιστολές του, περιγράφει τον γάμο του ως δεύτερη φυλάκιση μετά τον αρχικό περιορισμό της ίδιας της ζωής.

Η ιδέα ότι η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ποίησή του.

Τρεις μορφές ποίησης. Τα καλύτερα ποιήματα του Ghalib γράφτηκαν σε τρεις μορφές: γκάζαλ (λυρικό), μασναβί (ηθική ή μυστικιστική παραβολή) και qasidah (πανηγυρικό).

Ο Ghalib πήρε την έννοια των γκαζάλ και τους άλλαξε από μια έκφραση αγωνίας ερωτευμένων σε φιλοσοφίες της ζωής.

Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι έγραψε σε ένα περίτεχνο στυλ της περσικής που ήταν ακατανόητο για τις μάζες. Αλλά η κληρονομιά του αναγνωρίζεται πια ευρέως, ιδιαίτερα η δεξιοτεχνία του στα γκαζάλ της Ουρντού

Προικισμένος συγγραφέας επιστολών. Ο Mirza Ghalib ήταν επίσης ένας ταλαντούχος συγγραφέας επιστολών. Τα γράμματα του άνοιξαν το δρόμο για μια απλούστερη χρήση της Ουρντού.

Πριν από αυτόν, η επιστολή που γραφόταν στην Ουρντού ήταν εξαιρετικά περίτεχνη, οι επιστολές του χρησιμοποιούσαν κοινά λόγια για να εκφράζουν ιδέες. 

Αναγνώριση. Του απονεμήθηκε ο τίτλος Dabir-ul-Mulk από τον αυτοκράτορα Bahadur Shah Zafar II το 1850, μαζί με τον τίτλο του Najm ud-Daulah.

Πέθανε στο Νέο Δελχί στις 15 Φεβρουαρίου 1869. Το σπίτι στο οποίο έζησε έχει μετατραπεί σε μνημείο και φιλοξενεί μόνιμη έκθεση Ghalib. 


Ιδέες 

Αναζητώντας τον Θεό. Ο Ghalib έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αναζήτηση του Θεού παρά στην τελετουργική θρησκευτική πρακτική.

Σε ένα από τα ποιήματά του, έγραψε: "Το αντικείμενο της λατρείας μου βρίσκεται πέρα ​​από τα όρια της αντίληψης: Για τους ανθρώπους που βλέπουν, η Καάμπα είναι πυξίδα, τίποτα περισσότερο", σύμφωνα με τον William Dalrymple, στο βιβλίο του The Last Mughal: Η Πτώση μιας Δυναστείας, Δελχί 1857. 

"Η φυλακή της ζωής". Η ιδέα ότι η ζωή είναι ένας αγώνας που μπορεί να τελειώσει όταν τελειώνει η ίδια η ζωή είναι επαναλαμβανόμενη στην ποίησή του. 

«Η φυλακή της ζωής και η δουλεία της θλίψης είναι ένα και το αυτό. Πριν από την έναρξη του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος αναμένει να είναι ελεύθερος από θλίψη»; έγραψε. 

Η ζωή είναι μια παιδική χαρά. Κατά την άποψη του Γκάλιμπ, η ζωή είναι παρόμοια με μια παιδική χαρά, όπου οι άνθρωποι είναι απασχολημένοι σε κοσμική δραστηριότητα αλλά δεν επιδιώκουν κάποιο σημαντικό στόχο. 

«Ακριβώς όπως η παιδική χαρά , αυτός ο κόσμος μου φαίνεται.Κάθε βράδυ και μέρα, αυτό το θέαμα βλέπω», έγραψε.

Τελικός στόχος. Ο τελικός στόχος του με τη γραφή του; "Θέλω να γράψω στίχους που κάνουν όποιον τις διαβάζει, χαρούμενο". 

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Il Est Né (He is Born) - traditional French Christmas carol


O Holy Night - New Kenyan Gospel | Christmas Carol


Νορβηγικό χριστουγεννιάτικο τραγούδι ~ Mitt hjerte alltid vanker


Alilo-γεωργιανό χριστουγεννιάτικο τραγούδι


Κοτσύφι-Mockingbird haiku

Αποτέλεσμα εικόνας για κοτσυφας

Ένα κοτσύφι
στα μάτια με κοιτάζει 
Πρωί χειμώνα

A mockingbird sings
looking me straight in my eyes
Cold winter morning

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Ολλανδία:Κτίρια γεμάτα ποίηση

rethemnosnews.gr

Διάσπαρτα σε όλη την πόλη του Leiden, στην Ολλανδία, υπάρχουν πάνω από εκατό ποιήματα προσεκτικά ζωγραφισμένα με το χέρι στους εξωτερικούς τοίχους των κτηρίων. Αυτά περιλαμβάνουν έργα του Rimbaud, του Shakespeare, του W. B. Yeats, του Dylan Thomas, του Derek Walcott καθώς και πολλών ντόπιων συγγραφέων. Τα περισσότερα από αυτά είναι στα Ολλανδικά και στα Αγγλικά, ενώ λίγα είναι και σε άλλες γλώσσες.

Η ιδέα ξεκίνησε το 1992 και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το ιδιωτικό ίδρυμα Tegen-Beeld των Ben Walenkamp και Jan-Willem Bruins, με πρόσθετη χρηματοδότηση από πολλές εταιρείες της πόλης. Από τότε ποιήματα προστίθενται διαρκώς…

Η πόλη του Leiden έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την ποίηση. Ιστορικά, το Leiden έχει φιλοξενήσει έναν αξιόλογο αριθμό συγγραφέων, μεταξύ αυτών ο Piet Paaltjens, ο J.C. Bloem, ο Maarten Biesheuvel, ο Jan Wolkers και ο Maarten ‘t Hart που έζησαν ή μελέτησαν εδώ. Το διάσημο πανεπιστήμιο του Leiden έχει παραδοσιακά προσελκύσει πολλούς μελετητές και επιστήμονες από όλο τον κόσμο.

Πολλές σημαντικές ανακαλύψεις στον τομέα της φυσικής έχουν γίνει στο Πανεπιστήμιο του Leiden όπως ο νόμος Snells από τον Willebrord Snellius και το βάζο Leyden που εφευρέθηκε από τον Pieter van Musschenbroek. Ο Albert Einstein πέρασε επίσης κάποιο διάστημα στο πανεπιστήμιο του Leiden κατά τα πρώτα του χρόνια, ενώ γενικά η πόλη μπορεί να υπερηφανεύεται για δεκατρείς νικητές του Βραβείου Νόμπελ.

Πρόσφατα, μάλιστα, ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν και εξισώσεις μαθηματικών και φυσικής στους τοίχους, κάτι που συνεχίζεται παράλληλα με τα ποιήματα.







Η νύχτα των Χριστουγέννων

Αποτέλεσμα εικόνας για christmas paintings
mathima.gr

Νύχτωσε κι απλώθηκε, μαύρο το σκοτάδι
η ζωή, βουβάθηκε, δεν ακούς λαλιά
τα νερά παγώσανε, στάθηκε το χιόνι
τα πουλάκια τρέμουνε μέσα στη φωλιά.

Ξάφνου στα μεσούρανα έλαμψε εν’ αστέρι
γελαστό και πρόσχαρο σαν αυγερινός
οι βοσκοί ξαφνιάστηκαν, τα κλαδιά λυγίζουν
κι άνοιξε ολόλαμπρος, πάλι ο ουρανός.

Χριστούγεννα,Ιράν

Santa Claus (1898)


Christmas Lullaby - The Harp of Dreams (Album)


Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ποιήματα προσφυγιάς μέρος 3:Μπροστά στη Φάτνη-Refugee poems pt3:In front of a Nativity scene

Αποτέλεσμα εικόνας για refugee christmass  painting

Μπροστά σε μια Φάτνη
κοντοστάθηκε όλη η οικογένεια,
με όση απέμεινε αγάπη
Κι Εσύ πρόσφυγας έγινες
από μωρό
Ποιος να μας καταλάβει 
εκτός από Σένα;

In front of a Nativity scene
the whole family stood,
with all the remnants of their love 
You too were a refugee
since You were only a baby
Who will understand us 
if not You?

Ποιήματα προσφυγιάς μέρος 2:Χαμένες μάχες-Refugee poems pt2:Battles lost

Αποτέλεσμα εικόνας για refugee painting

Κουρασμένος κάθεται
σε κάθισμα άβολο
Θυμάται,θυμάται το παρελθόν
ένδοξο και νοσηρό
Πόσες μάχες έδωσε
-οι περισσότερες χαμένες-
και πότε μια νίκη θα πετύχει
για να διηγείται 
σε απόγονους αόρατους

He is sitting on 
an uncomfortable seat
He remembers,remembers of the past
so glorious and morbid
How many battles he fought
-most of them lost-
and when will he achieve a victory
to talk about
with invisible descendants



Ποιήματα προσφυγιάς μέρος 1ο:Μάτια Ανατολής-Refugee poems pt1:Eyes of the East

Αποτέλεσμα εικόνας για refugee painting

Μάτια Ανατολής
με δάκρυα ποτισμένα
που έφερε στη Δύση
με ένα καραβάνι 
ματωμένων ψυχών
Μουσική της 
ο λυγμός χωρίς τέλος
όνειρό της μια ζωή
χωρίς σκιές και θάνατο.


Eyes of the East
watered with tears
she brought to the West
on a caravan
of bleeding souls
Her music is
a never ending sob
her dream is a life
without shades and death

“ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ” (1955)

Αποτέλεσμα εικόνας για three wise men painting
antonispetrides.wordpress.com

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, 

Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι, 
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά, 
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

ΚΟΝΤΑΚΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ

Αποτέλεσμα εικόνας για nativity painting
nektar

ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν προαιώνιον Λόγον, 
ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως. 
Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, 
δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων, 
βουληθέντα ἐποφθῆναι, 
παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν. Ἡ Παρθένος (Μαρία) σήμερα τὸν Λόγο 
ποὺ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἦταν καὶ εἶναι 
μὲς στὸ σπήλαιο ἔρχεται γιὰ νὰ (Τὸν) γεννήσει μυστικά. 
Ἡ Οἰκουμένη ἄκουσε (τὸ νέο) καὶ χόρευε, 
δόξασε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Βοσκούς, 
τὸν πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες (ζῶντα), Θεὸ 
ἐπειδὴ θέλησε νὰ μᾶς φανερωθεῖ σὰν Νέο Παιδί.
ΕΟΡΤΙΟΝ
Ἦχος γ´. Αὐτόμελον. Ποίημα Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, 
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. 
Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι. 
Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. 
Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, 
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. Ἡ Παρθένος (Μαρία) σήμερα τὸν Ὑπερούσιο (Θεό) τίκτει 
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιο πηγαίνει καὶ προσφέρει στὸν Ἀπρόσιτο. 
Οἱ Ἄγγελοι μαζὶ μὲ τοὺς Βοσκοὺς δοξολογοῦν 
καὶ οἱ Μάγοι μαζὶ μὲ τὸ ἄστρο ὁδοιποροῦν, 
ἐπειδὴ γιὰ ἐμᾶς ἐγεννήθη (σὰν) Παιδὶ Νέο 
ὁ Θεὸς ποὺ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἦταν καὶ εἶναι.
Μηνὶ δεκεμβρίῳ κε´, κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, 
ἦχος γ´, φέρον ἀκροστιχίδα· 
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὕμνος
Προοίμιον
Ἡ παρθένος σήμερον * τὸν ὑπερούσιον τίκτει, 
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον * τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· 
ἄγγελοι μετὰ ποιμένων * δοξολογοῦσι, 
μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος * ὁδοιποροῦσι· 
δι᾿ ἡμᾶς γὰρ * ἐγεννήθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Οἶκοι
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ * ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν· 
τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ * ηὕραμεν, δεῦτε λάβωμεν 
τὰ τοῦ παραδείσου * ἐντὸς τοῦ σπηλαίου· 
ἐκεῖ ἐφάνη * ῥίζα ἀπότιστος * βλαστάνουσα ἄφεσιν, 
ἐκεῖ ηὑρέθη * φρέαρ ἀνόρυκτον, 
οὗ πιεῖν Δαυὶδ * πρὶν ἐπεθύμησεν· 
ἐκεῖ παρθένος * τεκοῦσα βρέφος 
τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθὺς * τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυίδ· 
διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο * ἐπειχθῶμεν ποῦ ἐτέχθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὁ πατὴρ τῆς μητρὸς * γνώμῃ υἱὸς ἐγένετο, 
ὁ σωτὴρ τῶν βρεφῶν * βρέφος ἐν φάτνῃ ἔκειτο· 
ὃν κατανοοῦσα * φησὶν ἡ τεκοῦσα· 
«Εἰπέ μοι, τέκνον, * πῶς ἐνεσπάρης μοι * ἢ πῶς ἐνεφύης μοι· 
ὁρῶ σε, σπλάγχνον, * καὶ καταπλήττομαι, 
ὅτι γαλουχῶ * καὶ οὐ νενύμφευμαι· 
καὶ σὲ μὲν βλέπω * μετὰ σπαργάνων, 
τὴν παρθενίαν δὲ ἀκμὴν * ἐσφραγισμένην θεωρῶ· 
σὺ γὰρ ταύτην φυλάξας * ἐγεννήθης εὐδοκήσας 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὑψηλὲ βασιλεῦ, * τί σοι καὶ τοῖς πτωχεύσασι; 
Ποιητὰ οὐρανοῦ, * τί πρὸς γηΐνους ἤλυθας; 
Σπηλαίου ἠράσθης * ἢ φάτνῃ ἐτέρφθης; 
Ἰδοὺ οὐκ ἔστι * τόπος τῇ δούλῃ σου * ἐν τῷ καταλύματι· 
οὐ λέγω τόπον, * ἀλλ᾿ οὐδὲ σπήλαιον, 
ὅτι καὶ αὐτὸ * τοῦτο ἀλλότριον· 
καὶ τῇ μὲν Σάῤῥᾳ * τεκούσῃ βρέφος 
ἐδόθη κλῆρος γῆς πολλῆς, * ἐμοὶ δὲ οὐδὲ φωλεός· 
ἐχρησάμην τὸ ἄντρον * ὃ κατῴκησας βουλήσει, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Τὰ τοιαῦτα ῥητὰ * ἐν ἀποῤῥήτῳ λέγουσα 
καὶ τὸν τῶν ἀφανῶν * γνώστην καθικετεύουσα, 
ἀκούει τῶν μάγων * τὸ βρέφος ζητούντων· 
εὐθὺς δὲ τούτοις· * «Τίνες ὑπάρχετε;» * ἡ κόρη ἐβόησεν· 
οἱ δὲ πρὸς ταύτην· * «Σὺ γὰρ τίς πέφυκας, 
ὅτι τὸν τοιοῦτον ἀπεκύησας; 
Τίς ὁ πατήρ σου, * τίς ἡ τεκοῦσα, 
ὅτι ἀπάτορος υἱοῦ * ἐγένου μήτηρ καὶ τροφός; 
Οὗ τὸ ἄστρον ἰδόντες * συνήκαμεν ὅτι ὤφθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ἀκριβῶς γὰρ ἡμῖν * ὁ Βαλαὰμ παρέθετο 
τῶν ῥημάτων τὸν νοῦν * ὧνπερ προεμαντεύσατο, 
εἰπὼν ὅτι μέλλει * ἀστὴρ ἀνατέλλειν, 
ἀστὴρ σβεννύων * πάντα μαντεύματα * καὶ τὰ οἰωνίσματα· 
ἀστὴρ ἐκλύων * παραβολὰς σοφῶν, 
ῥήσεις τε αὐτῶν * καὶ τὰ αἰνίγματα· 
ἀστὴρ ἀστέρος * τοῦ φαινομένου 
ὑπερφαιδρότερος πολύ, * ὡς πάντων ἄστρων ποιητής, 
περὶ οὗ προεγράφη· * ἐξ Ἰακὼβ ἀνατέλλει 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Παραδόξων ῥητῶν * ἡ Μαριὰμ ὡς ἤκουσε, 
τῷ ἐκ σπλάγχνων αὐτῆς * κύψασα προσεκύνησε 
καὶ κλαίουσα εἶπε· * «Μεγάλα μοι, τέκνον, 
μεγάλα πάντα * ὅσα ἐποίησας * μετὰ τῆς πτωχείας μου· 
ἰδοὺ γὰρ μάγοι * ἔξω ζητοῦσί σε· 
τῶν ἀνατολῶν * οἱ βασιλεύοντες 
τὸ πρόσωπόν σου * ἐπιζητοῦσι, 
καὶ λιτανεύουσιν ἰδεῖν * οἱ πλούσιοι τοῦ σοῦ λαοῦ· 
ὁ λαός σου γὰρ ὄντως * εἰσὶν οὗτοι οἷς ἐγνώσθης, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ἐπειδὴ οὖν λαὸς * σός ἐστι, τέκνον, κέλευσον 
ὑπὸ σκέπην τὴν σὴν * γένωνται, ἵνα ἴδωσι 
πενίαν πλουσίαν, * πτωχείαν τιμίαν· 
αὐτόν σε δόξαν * ἔχω καὶ καύχημα· * διὸ οὐκ αἰσχύνομαι· 
αὐτὸς εἶ χάρις * καὶ ἡ εὐπρέπεια 
τῆς σκηνῆς κἀμοῦ· * νεῦσον εἰσέλθωσιν· 
οὐδέν μοι μέλει * τῆς εὐτελείας· 
ὡς θησαυρὸν γὰρ σὲ κρατῶ, * ὃν βασιλεῖς ἦλθον ἰδεῖν, 
βασιλέων καὶ μάγων * ἐγνωκότων ὅτι ὤφθης, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς * ὄντως τε καὶ Θεὸς ἡμῶν 
τῶν φρενῶν ἀφανῶς * ἥψατο τῆς μητρὸς αὐτοῦ, 
«Εἰσάγαγε, λέγων, * οὓς ἤγαγον λόγῳ· 
ἐμὸς γὰρ λόγος * οὗτος ὃς ἔλαμψε * τοῖς ἐπιζητοῦσί με· 
ἀστὴρ μέν ἐστιν * πρὸς τὸ φαινόμενον, 
δύναμις δέ τις * πρὸς τὸ νοούμενον· 
συνῆλθε μάγοις * ὡς λειτουργῶν μοι, 
καὶ ἔτι ἵσταται πληρῶν * τὴν διακονίαν αὐτοῦ 
καὶ ἀκτῖσι δεικνύων * τὸν τόπον ὅπου ἐτέχθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Νῦν οὖν δέξαι, σεμνή, * δέξαι τοὺς δεξαμένους με· 
ἐν αὐτοῖς γὰρ εἰμὶ * ὥσπερ ἐν ταῖς ἀγκάλαις σου· 
καὶ σοῦ οὐκ ἀπέστην * κἀκείνοις συνῆλθον.» 
Ἡ δὲ ἀνοίγει * θύραν καὶ δέχεται * τῶν μάγων τὸ σύστημα· 
ἀνοίγει θύραν * ἡ ἀπαράνοικτος 
πύλη, ἣν Χριστὸς * μόνος διώδευσεν· 
ἀνοίγει θύραν * ἡ ἀνοιχθεῖσα 
καὶ μὴ κλαπεῖσα μηδαμῶς * τὸν τῆς ἁγνείας θησαυρόν· 
αὐτὴ ἤνοιξε θύραν, * ἀφ᾿ ἧς ἐγεννήθη θύρα, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Οἱ δὲ μάγοι εὐθὺς * ὥρμησαν εἰς τὸν θάλαμον, 
καὶ ἰδόντες Χριστὸν * ἔφριξαν, ὅτι εἴδοσαν 
τὴν τούτου μητέρα, * τὸν ταύτης μνηστῆρα, 
καὶ φόβῳ εἶπον· * «Οὗτος υἱός ἐστιν * ἀγενεαλόγητος; 
Καὶ πῶς, παρθένε, * τὸν μνηστευσάμενον 
βλέπομεν ἀκμὴν * ἔνδον τοῦ οἴκου σου; 
Οὐκ ἔσχε μῶμον * ἡ κύησις σου· 
μὴ ἡ κατοίκησις ψεχθῇ * συνόντος σοι τοῦ Ἰωσήφ· 
πλῆθος ἔχεις φθονούντων * ἐρευνώντων ποῦ ἐτέχθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

—Ὑπομνήσω ὑμᾶς, * μάγοις Μαρία ἔφησε, 
τίνος χάριν κρατῶ * τὸν Ἰωσὴφ ἐν οἴκῳ μου· 
εἰς ἔλεγχον πάντων * τῶν καταλαλούντων· 
αὐτὸς γὰρ λέξει * ἅπερ ἀκήκοε * περὶ τοῦ παιδίου μου· 
ὑπνῶν γὰρ εἶδεν * ἄγγελον ἅγιον 
λέγοντα αὐτῷ * πόθεν συνέλαβον· 
πυρίνη θέα * τὸν ἀκανθώδη 
ἐπληροφόρησε νυκτὸς * περὶ τῶν λυπούντων αὐτόν· 
δι᾿ αὐτὸ σύνεστί μοι * Ἰωσὴφ δηλῶν ὡς ἔστι 
παιδίον νέον * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ῥητορεύει σαφῶς * ἅπαντα ἅπερ ἤκουσεν· 
ἀπαγγέλλει τρανῶς * ὅσα αὐτὸς ἑώρακεν 
ἐν τοῖς οὐρανίοις * καὶ τοῖς ἐπιγείοις· 
τὰ τῶν ποιμένων, * πῶς συνανύμνησαν * πηλίνοις οἱ πύρινοι· 
ὑμῶν τῶν μάγων, * ὅτι προέδραμεν 
ἄστρον φωταυγοῦν * καὶ ὁδηγοῦν ὑμᾶς· 
διὸ ἀφέντες * τὰ προῤῥηθέντα, 
ἐκδιηγήσασθε ἡμῖν * τὰ νῦν γενόμενα ὑμῖν, 
πόθεν ἥκατε, πῶς δὲ * συνήκατε ὅτι ὤφθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Ὡς δὲ ταῦτα αὐτοῖς * ἡ φαεινὴ ἐλάλησεν, 
οἱ τῆς ἀνατολῆς * λύχνοι πρὸς ταύτην ἔφησαν· 
«Μαθεῖν θέλεις πόθεν * ἠλύθαμεν ὧδε; 
Ἐκ γῆς Χαλδαίων, * ὅθεν οὐ λέγουσι· * θεὸς θεῶν κύριος, 
ἐκ Βαβυλῶνος, * ὅπου οὐκ οἴδασιν 
τίς ὁ ποιητὴς * τούτων ὧν σέβουσιν· 
ἐκεῖθεν ἦλθε * καὶ ἦρεν ἡμᾶς 
ὁ τοῦ παιδίου σου σπινθὴρ * ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ περσικοῦ· 
πῦρ παμφάγον λιπόντες, * πῦρ δροσίζον θεωροῦμεν, 
παιδίον νέον, * τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.

Ματαιότης ἐστὶ * ματαιοτήτων ἅπαντα, 
ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐν ἡμῖν * ταῦτα φρονῶν εὑρίσκεται· 
οἱ μὲν γὰρ πλανῶσιν, * οἱ δὲ καὶ πλανῶνται· 
διό, παρθένε, * χάρις τῷ τόκῳ σου * δι᾿ οὗ ἐλυτρώθημεν 
οὐ μόνον πλάνης, * ἀλλὰ καὶ θλίψεως 
τῶν χωρῶν πασῶν * ὧνπερ διήλθομεν, 
ἐθνῶν ἀσήμων, * γλωσσῶν ἀγνώστων, 
περιερχόμενοι τὴν γῆν * καὶ ἐξερευνῶντες αὐτὴν 
μετὰ λύχνου τοῦ ἄστρου, * ἐκζητοῦντες ποῦ ἐτέχθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ἀλλ᾿ ὡς ἔτι αὐτὸν * τοῦτον τὸν λύχνον εἴχομεν, 
τὴν Ἰερουσαλὴμ * πᾶσαν περιωδεύσαμεν, 
πληροῦντες εἰκότως * τὰ τῆς προφητείας· 
ἠκούσαμεν γὰρ * ὅτι ἠπείλησε * Θεὸς ἐρευνᾶν αὐτήν· 
καὶ μετὰ λύχνου * περιηρχόμεθα, 
θέλοντες εὑρεῖν * μέγα δικαίωμα· 
ἀλλ᾿ οὐχ εὑρέθη, * ὅτι ἐπήρθη 
ἡ κιβωτὸς αὐτῆς μεθ᾿ ὧν * συνεῖχε πρότερον καλῶν· 
τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, * ἀνεκαίνισε γὰρ πάντα 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

—Ναί, φησί, τοῖς πιστοῖς * μάγοις Μαρία ἔφησε, 
τὴν Ἰερουσαλὴμ * πᾶσαν περιωδεύσατε, 
τὴν πόλιν ἐκείνην * τὴν προφητοκτόνον; 
Καὶ πῶς ἀλύπως * ταύτην διήλθετε * τὴν πᾶσι βασκαίνουσαν; 
Ἡρώδην πάλιν * πῶς διελάθετε 
τὸν ἀντὶ θεσμῶν * φόνων ἐμπνέοντα;» 
Οἱ δὲ πρὸς ταύτην * φησί· «Παρθένε, 
οὐ διελάθομεν αὐτόν, * ἀλλ᾿ ἐνεπαίξαμεν αὐτῷ· 
συνετύχομεν πᾶσιν * ἐρωτῶντες ποῦ ἐτέχθη 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Ὅτε ταῦτα αὐτῶν * ἡ Θεοτόκος ἤκουσεν, 
τότε εἶπεν αὐτοῖς· * «Τί ὑμᾶς ἐπηρώτησεν 
Ἡρώδης ὁ ἄναξ * καὶ οἱ Φαρισαῖοι; 
—Ἡρώδης πρῶτον, * εἶτα, ὡς ἔφησας, * οἱ πρῶτοι τοῦ ἔθνους σου 
τὸν χρόνον τούτου * τοῦ φαινομένου νῦν 
ἄστρου παρ᾿ ἡμῶν * ἐξηκριβώσαντο· 
καὶ ἐπιγνόντες * ὡς μὴ μαθόντες 
οὐκ ἐπεθύμησαν ἰδεῖν * ὃν ἐξηρεύνησαν μαθεῖν, 
ὅτι τοῖς ἐρευνῶσιν * ὀφείλει θεωρηθῆναι 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὑπενόουν ἡμᾶς * ἄφρονας οἱ ἀνόητοι 
καὶ ἠρώτων, φησί· * Πόθεν καὶ πότε ἥκατε; 
πῶς μὴ φαινομένας * ὡδεύσατε τρίβους; 
Ἡμεῖς δὲ τούτοις * ὅπερ ἠπίσταντο * ἀντεπηρωτήσαμεν· 
Ὑμεῖς τὸ πάρος * πῶς διωδεύσατε 
ἔρημον πολλὴν * ἥνπερ διήλθετε; 
Ὁ ὁδηγήσας * τοὺς ἀπ᾿ Αἰγύπτου 
αὐτὸς ὡδήγησε καὶ νῦν * τοὺς ἐκ Χαλδαίων πρὸς αὐτόν, 
τότε στύλῳ πυρίνῳ, * νῦν δὲ ἀστέρι δηλοῦντι 
παιδίον νέον, * τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.

[Ὁ ἀστὴρ πανταχοῦ * ἦν ἡμῶν προηγούμενος 
ὡς ὑμῖν ὁ Μωσῆς * ῥάβδον ἐπιφερόμενος, 
τὸ φῶς περιλάμπων * τῆς θεογνωσίας· 
ὑμᾶς τὸ μάννα * πάλαι διέθρεψε * καὶ πέτρα ἐπότισεν· 
ἡμᾶς ἐλπὶς ἡ * τούτου ἐνέπλησε· 
τῇ τούτου χαρᾷ * διατρεφόμενοι, 
οὐκ ἐν Περσίδι * ἀναποδίσαι 
διὰ τὸν ἄβατον ὁδὸν * ὁδεύειν ἔσχομεν ἐν νῷ, 
θεωρῆσαι ποθοῦντες, * προσκυνῆσαι καὶ δοξάσαι 
παιδίον νέον, * τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν.«]

Ὑπὸ τῶν ἀπλανῶν * μάγων ταῦτα ἐλέγετο· 
ὑπὸ δὲ τῆς σεμνῆς * πάντα ἐπεσφραγίζετο, 
κυροῦντος τοῦ βρέφους * τὰ τῶν ἀμφοτέρων, 
τῆς μὲν ποιοῦντος * μετὰ τὴν κύησιν * τὴν μήτραν ἀμίαντον, 
τῶν δὲ δεικνύντος * μετὰ τὴν ἔλευσιν 
ἄμοχθον τὸν νοῦν * ὥσπερ τὰ βήματα· 
οὐδεὶς γὰρ τούτων * ὑπέστη κόπον, 
ὡς οὐκ ἐμόχθησεν ἐλθὼν * ὁ Ἀμβακοὺμ πρὸς Δανιήλ· 
ὁ φανεὶς γὰρ προφήταις * ὁ αὐτὸς ἐφάνη μάγοις 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Μετὰ ταῦτα αὐτῶν * πάντα τὰ διηγήματα, 
δῶρα ἦραν χερσὶν * μάγοι καὶ προσεκύνησαν 
τῷ δώρῳ τῶν δώρων, * τῷ μύρῳ τῶν μύρων· 
χρυσὸν καὶ σμύρναν * εἶτα καὶ λίβανον * Χριστῷ προσεκόμισαν, 
βοῶντες· «Δέξαι * δώρημα τρίϋλον, 
ὡς τῶν Σεραφὶμ * ὕμνον τρισάγιον· 
μὴ ἀποστρέψῃς * ὡς τὰ τοῦ Κάϊν, 
ἀλλ᾿ ἐναγκάλισαι αὐτὰ * ὡς τὴν τοῦ Ἄβελ προσφοράν, 
διὰ τῆς σε τεκούσης, * δι᾿ ἧς ἡμῖν ἐγεννήθης, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

Νέα νῦν καὶ φαιδρὰ * βλέπουσα ἡ ἀμώμητος 
μάγους δῶρα χερσὶ * φέροντας καὶ προσπίπτοντας, 
ἀστέρα δηλοῦντα, * ποιμένας ὑμνοῦντας, 
τὸν πάντων τούτων * κτίστην καὶ κύριον * ἱκέτευε λέγουσα· 
«Τριάδα δώρων, * τέκνον, δεξάμενος, 
τρεῖς αἰτήσεις δὸς * τῇ γεννησάσῃ σε· 
ὑπὲρ ἀέρων * παρακαλῶ σε 
καὶ ὑπὲρ τῶν καρπῶν τῆς γῆς * καὶ τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ· 
διαλλάγηθι πᾶσι, * δι᾿ ἐμοῦ ὅτι ἐτέχθης, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Οὐχ ἁπλῶς γάρ εἰμι * μήτηρ σου, σῶτερ εὔσπλαγχνε· 
οὐκ εἰκῇ γαλουχῶ * τὸν χορηγὸν τοῦ γάλακτος, 
ἀλλὰ ὑπὲρ πάντων * ἐγὼ δυσωπῶ σε· 
ἐποίησάς με * ὅλου τοῦ γένους μου * καὶ στόμα καὶ καύχημα· 
ἐμὲ γὰρ ἔχει * ἡ οἰκουμένη σου 
σκέπην κραταιάν, * τεῖχος καὶ στήριγμα· 
ἐμὲ ὁρῶσιν * οἱ ἐκβληθέντες 
τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, * ὅτι ἐπιστρέφω αὐτούς· 
λάβῃ αἴσθησιν πάντα * δι᾿ ἐμοῦ ὅτι ἐτέχθης, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Σῶσον κόσμον, σωτήρ· * τούτου γὰρ χάριν ἤλυθας· 
στῆσον πάντα τὰ σά· * τούτου γὰρ χάριν ἔλαμψας 
ἐμοὶ καὶ τοῖς μάγοις * καὶ πάσῃ τῇ κτίσει· 
ἰδοὺ γὰρ μάγοι * οἷς ἐνεφάνισας * τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, 
προσπίπτοντές σοι * δῶρα προσφέρουσι 
χρήσιμα, καλά, * λίαν ζητούμενα· 
αὐτῶν γὰρ χρῄζω, * ἐπειδὴ μέλλω 
ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον μολεῖν * καὶ φεύγειν σὺν σοὶ διὰ σέ, 
ὁδηγέ μου, υἱέ μου, * ποιητά μου, πλουτιστά μου, 
παιδίον νέον, * ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΗ 
ΓΕΝΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ 
ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Προοίμιον
Ἡ Παναγία σήμερα στὸν κόσμο φέρνει ὡς ἄνθρωπο τὸν Ἄκτιστο Θεό, 
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιο στὸν Ἀπροσπέλαστο παρέχει. 
ἄγγελοι μὲ τοὺς βοσκοὺς δοξολογοῦνε 
καὶ μάγοι ἔρχονται στὸ δρόμο μὲ τ᾿ ἀστέρι. 
ἀφοῦ πρὸς χάρι μας γεννήθηκε 
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

Οἶκοι
α´. Ἡ Βηβλεὲμ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε.
τὴν ἀπόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ἐλᾶτε νὰ πάρουμε
τοῦ παραδείσου τὰ δῶρα μέσα στὸ Σπήλαιο.
ἐκεῖ ἐφανερώθηκε δέντρο Ὑπερφυσικὸ ποὺ προσφέρει ἄφεσι,
ἐκεῖ μέσα εὑρέθηκε πηγάδι ἀχειροποίητο,
ἀπ᾿ ὅπου ὁ Δαβὶδ παλιὰ ἐπιθύμησε νὰ πιῆ.
ἐκεῖ μέσα βρίσκεται Κόρη ποὺ ἐγέννησε Βρέφος
καὶ σταμάτησεν ἀμέσως τὴ δίψα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαβίδ.
γιὰ τοῦτο πρὸς τὸ Σπήλαιο ἂς τρέξουμε, ἐκεῖ ποὺ ἐγεννήθη
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

β´. Ὁ Δημιουργός της μητέρας Γιός της θέλησε κι ἔγινε.
ὁ προστάτης τῶν βρεφῶν Βρέφος στὴ φάτνη πλαγίαζε.
καὶ προσπαθώντας νὰ τὸν καταλάβη Τοῦ ᾿λεγεν ἡ Μητέρα Του:
«Πές μου, παιδί μου, πῶς μέσα μου ἦρθες;
Σὲ κοιτάζω, Σπλάχνο μου, καὶ μένω κατάπληκτη,
γιατὶ Σὲ θηλάζω καὶ γάμο δὲν ἔκανα.
κι ἐνῶ Σὲ βλέπω σπαργανωμένο
τὴν παρθενίαν μου ἀκόμα ἀπείραχτην θωρῶ.
γιατὶ Ἐσὺ τὴν ἐφύλαξες ποὺ διάλεξες κι ἔγινες
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

γ´. Ὑπέροχε Βασιλιά, ποιὰ σχέση ἔχεις Ἐσὺ μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐπτώχευσαν;
Δημιουργέ του οὐρανοῦ, γιατὶ στοὺς χωματένιους ἦρθες;
Ἀγάπησες τὸ Σπήλαιο ἢ ζήλεψες τὴ Φάτνη;
Νὰ ποὺ δὲν βρίσκεται οὔτε δωμάτιο γιὰ τὴ δούλη Σου στὸν χῶρο ποὺ ξεπεζέψαμε.
δὲν λέω μόνο δωμάτιο μὰ οὔτε καὶ σπήλαιο,
γιατὶ κι αὐτὸ ἐδῶ ᾿ναὶ ξένο.
καὶ στὴ Σάρα σὰν ἔγινε μητέρα
ἐδόθηκε κληρονομιὰ μεγάλη, σὲ μένα ὅμως οὔτε φωλιά.
Χρησιμοποίησα τὸ Σπήλαιο ποὺ θεληματικὰ κατοίκησες
Ἐσύ, Νέο παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

δ´. Ἐνῶ ἔκανε αὐτὸν τὸν νοερὸ διάλογο
καὶ καθικέτευε Ἐκεῖνον, ποὺ ξέρει ὅλα τὰ μυστικά,
ἀκούει τοὺς Μάγους τὸ Βρέφος νὰ ζητᾶνε.
Κι ἀμέσως τοὺς εἶπε «Ποιοὶ εἶσθε;»
κι αὐτοὶ τὴ ῥωτᾶνε. «Ἀλήθεια Ποιὰ εἶσαι Σύ,
ποὺ γέννησες Τέτοιο Παιδί;
Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου καὶ ποιὰ ἡ μητέρα σου;
Γιατὶ ἔγινες Μητέρα καὶ τροφὸς Παιδιοῦ χωρὶς πατέρα,
τοῦ Ὁποίου καθὼς εἴδαμε τὸ ἄστρο καταλάβαμε πῶς ἦρθε στὸν κόσμο
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ε´. Γιατὶ καθαρὰ ὁ Βαλαὰμ μᾶς παρουσίασε
τὸ νόημα ἐκείνων ποὺ προφήτεψε,
εἶπε δηλ. ὅτι ἄστρο θ᾿ ἀνατείλη,
ἄστρο ποὺ σβήνει ὅλα τὰ μαντέματα καὶ τὰ προοιωνίσματα.
ἄστρο ποὺ καταργεῖ τῶν σοφῶν τὶς παραβολές,
τὶς γνῶμες καὶ τοὺς γρίφους.
Ἄστρο ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρι ποὺ φαίνεται
ἀσύγκριτα λαμπρότερο, γιατὶ εἶναι ὅλων τῶν ἄστρων Ποιητής,
περὶ τοῦ ὁποίου ἔγιναν προφητεῖες. Ἀπ᾿ τὸν Ἰακὼβ ἀνατέλλει
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

στ´. Τὰ παράξενα λόγια ἡ Μαριὰμ καθὼς ἄκουσε
ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸ Σπλάγχνο Της
καὶ κλαίγοντας Τοῦ εἶπε. «Εἶναι μεγάλα γιὰ μένα, Παιδί μου,
ὅλα μεγάλα, τὰ ὅσα ἔκανες σὲ μένα τὴ φτωχή.
γιατὶ νὰ ἔξω οἱ Μάγοι Σὲ ζητᾶνε,
οἱ βασιλιᾶδες τῆς Ἀνατολῆς.
τὸ Πρόσωπό Σου ἐπίμονα γυρεύουν
καὶ ἱκετεύουνε θερμὰ γιὰ νὰ Σὲ δοῦνε οἱ τοῦ λαοῦ Σου διαλεχτοί.
γιατί ᾿ναὶ αὐτοὶ στ᾿ ἀλήθεια ὁ λαός Σου, στοὺς ὁποίους ἐφανερώθης
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ζ´. Κι ἐπειδή ῾ναι λαός Σου, Παιδί μου, διάταξε
μέσα ναρθοῦνε, γιὰ νὰ δοῦν
πλούσια ἀνέχεια, τίμια φτώχεια.
Ἐσένα τὸν Ἴδιο ἔχω δόξα καὶ καύχημα. γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ντρέπομαι.
Ἐσὺ εἶσαι ὀμορφιὰ καὶ στολίδι
τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐμένα. θέλησε τὸ νὰ μποῦνε.
δὲν μὲ νοιάζει ποὺ εἶναι ταπεινὰ ἐδῶ μέσα.
ἀφοῦ Ἐσένα κρατάω σὰν θησαυρό, Ἐσένα ποὺ ἦρθαν βασιλεῖς γιὰ νὰ δοῦνε,
Βασιλεῖς καὶ Μάγοι ποὺ ἔμαθαν ὅτι ἐφάνης
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

η´. Ὁ Ἰησοῦς ποὖναι στ᾿ ἀλήθεια καὶ Θεός μας
ἀπάντησε νοερὰ στὴ σκέψι τῆς Μητέρας Του
καὶ εἶπε. «Βάλε μέσα αὐτούς, ποὺ μὲ μήνυμα ἔφερα.
γιατὶ δικός μου ἄγγελος ἐφανερώθη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ λαχτάρα μὲ ψάχνουν.
εἶναι μὲν ἄστρο κατὰ τὸ φαινόμενο
μὰ στὴν πραγματικότητα κάποια δύναμι ὑπερφυσική.
ἦρθε ἀντάμα μὲ τοὺς Μάγους γιατὶ Ἐμένα ὑπηρετεῖ
κι᾿ ἀκόμα στέκεται ἐκτελώντας τὸν προορισμό του
καὶ δείχνει μὲ τὴ λάμψι τοῦ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

θ´. Τώρα, λοιπόν, Ἁγία Κόρη, ὑποδέξου ἐκείνους ποὺ μὲ πίστεψαν.
μ᾿ ἐκείνους βρίσκομαι στ᾿ ἀλήθεια ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως στὴν ἀγκαλιά Σου μὲ κρατᾶς.
κι ἀπὸ Σένα δὲν μάκρυνα καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦρθα.»
Κι ἀνοίγει Ἐκείνη τὴν πόρτα καὶ ὑποδέχεται τὴ συντροφιὰ τῶν Μάγων.
ἀνοίγει θύρα ἡ ἀπαραβίαστη
Πύλη, τὴν ὁποία μονάχα ὁ Χριστὸς ἐδιάβηκε.
ἀνοίγει θύρα ἡ Θύρα ποὺ ἄνοιξε
καὶ δὲν ἔχασε καθόλου τῆς ἁγνείας τὸ θησαυρό.
ἄνοιξε θύρα Αὐτή, ἀπ᾿ τὴν Ὁποία ἐγεννήθη Θύρα,
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ι´. καὶ οἱ Μάγοι ἀμέσως ἐτρέξανε σ τὴν κάμαρα
καὶ καθὼς ἀντικρυσαν τὸ Χριστὸ τὰ ἔχασαν, γιατὶ εἴδανε
τὴ Μητέρα του, τὸ Μνηστήρα Της.
καὶ τρομαγμένοι εἴπανε: «Αὐτὸς εἶναι Παιδὶ δίχως καταγωγὴ ἀνθρώπινη,
καὶ πῶς, Κόρη, τὸν Μνηστήρα
βλέπουμε ἀκόμη μέσα στὸ σπίτι Σου;
Δὲν κατηγόρησαν τὴν ἐγκυμοσύνη Σου;
Μήπως παραξηγηθῆ ἡ συγκατοίκησι μίας καὶ βρίσκεται κοντά Σου ὁ Ἰωσήφ.
ἔχεις πολλοὺς ποὺ Σὲ φθονοῦν καὶ ψάχνουμε νὰ βροῦνε ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

ια´. Ἀπάντησε στοὺς Μάγους ἡ Μαρία: «Νὰ σᾶς ἐξηγήσω
γιὰ ποιὸ λόγο κρατῶ τὸν Ἰωσὴφ στὸ σπίτι μου.
θέλω νὰ δίνη μαρτυρία σὲ ὅσους μὲ κατηγοροῦν.
γιατὶ αὐτὸς θὰ ἀναφέρη ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε γιὰ τὸ Παιδί μου.
ἀφοῦ καθὼς κοιμότανε εἶδε ἅγιο ἄγγελο
νὰ τὸν ἐνημερώνη ἀπὸ πούθε ἔμεινα ἔγκυος,
ἀστραφτερὴ μορφὴ τὸν προβληματισμένο Ἰωσὴφ
ἐπληροφόρησε τὴ νύχτα πάνω σε ὅσα τὸν ἐστενοχώραγαν.
γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι μαζί μου ὁ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ δηλώνη ὅτι
ἔγινε πραγματικὰ
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ιβ´. Ὁλοκάθαρα λέει ὅλα τὰ ὅσα ἄκουσε.
περίτρανα διαλαλεῖ ὅσα ὁ ἴδιος εἶδε 
σὲ οὐρανὸ καὶ γῆς.
τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς τσοπάνηδες, τὸ πὼς ἐδοξολόγησαν οἱ
ἄγγελοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
γιὰ σᾶς τοὺς Μάγους ὅτι εἴχατε μπροστὰ στὸ δρόμο σας
ἄστρο ποὺ ἔφεγγε καὶ σᾶς ὁδηγοῦσε.
Γι᾿ αὐτὸ ἀφῆστε τὰ παραπάνω
καὶ ἐξιστορῆστε μας αὐτὰ ποὺ τώρα σᾶς συνέβησαν.
ἀπὸ ποῦ ἤρθατε καὶ πῶς ἐκαταλάβατε ὅτι φάνηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

ιγ´. Κι ὅταν εἶπεν αὐτὰ στοὺς Μάγους ἡ Ὁλόφωτη,
οἱ λύχνοι τῆς Ἀνατολῆς σ᾿ Ἐκείνην ἀπαντήσανε.
«Θέλεις νὰ μάθης ἐδῶ πῶς εὑρεθήκαμε;
Ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων, ὅπου δὲν παραδέχονται ὅτι
ὁ Κύριος εἶναι ὁ “Θεὸς τῶν θεών”
ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα ὅπου δὲν ξέρουνε
ποιὸς ἐφτίαξε ἐκεῖνα ποὺ λατρεύουν.
ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε καὶ μᾶς παρέλαβε
τὸ Φῶς τοῦ Παιδιοῦ Σου ἀπὸ τὴν πυρολατρεία τῶν Περσῶν.
ἀφήσαμε τὴ φωτιὰ ποὺ ὅλα τὰ ἐξαφανίζει κι ἀντικρύζουμε
Φωτιὰ ποὺ δροσίζει,
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

ιδ´. Ματαιότης ματαιοτήτων εἶναι ὅλα.
μὰ κανεὶς ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ τὸ παραδέχεται.
γιατὶ ἄλλοι μὲν πλανοῦν κι ἄλλοι εἶναι πλανεμένοι.
Γι᾿ αὐτό, Παρθένε, εὐχαριστοῦμε τὸ Γιό Σου ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε
ὄχι μονάχα ἀπ᾿ τὴ πλάνη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε κακὸ
σ᾿ ὅλες τὶς χῶρες ποὺ διατρέξαμε,
ἀπὸ ἔθνη βάρβαρα, ἀπὸ γλῶσσες ἄγνωστες,
καθὼς ἐπερπατούσαμε στὴ γῆ καὶ τὴν ἐψάχναμε
ἔχοντας τὸ ἄστρο γιὰ λυχνάρι καὶ μὲ λαχτάρα
ἐζητούσαμε τὸ ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ιε´. Μὲ ὁδηγὸ ὡστόσο αὐτὸ τὸ ἄστρινο λυχνάρι,
ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ περιδιαβάσαμε
καὶ πραγματοποιήσαμε στὰ σίγουρα τὰ προφητικὰ λόγια.
Ἀκούσαμε δηλαδὴ ὅτι ἀπείλησε ὁ Θεὸς πὼς θὰ τῆς κάνῃ ἔρευνα.
κι ἐρχόμαστε ἕνα γύρο μὲ τὸ λυχνάρι
θέλοντας γιὰ νὰ βροῦμε τοῦ Θεοῦ τὴν Δωρεά.
μὰ δὲν τὴν βρήκαμε γιατὶ ἐπάρθηκε
ἡ κιβωτὸς τῆς μαζὶ μὲ ὅλα ὅσα βάσταγε προτερινὰ καλά.
τὰ παλιὰ ἐπεράσανε. ἀφοῦ ὅλα τὰ ἀνακαίνισε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

ιστ´. «Ἀλήθεια», ἀπάντησε ἡ Μαρία στοὺς πιστοὺς Μάγους,
«ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ περιδιαβάσατε,
τὴν πόλι ποὺ σκοτώνει τοὺς προφῆτες;
Καὶ πῶς ἀνενόχλητα διατρέξατε αὐτὴν ποὺ ὅλους τοὺς φθονεῖ;
Πῶς πάλι τοῦ Ἡρώδη ἐξεφύγατε
ποὺ ἔχει μέσα στὴν καρδιά του κι᾿ ἀναπνεύει φόνους ἀντὶ γιὰ νόμους;»
Κι ἐκεῖνοι λένε πρὸς Αὐτήν. «Κόρη,
δὲν τοῦ κρυφτήκαμε ἀλλὰ τὸν ξεγελάσαμε.
ἐμιλήσαμε μ᾿ ὅλους ῥωτώντας ποὺ γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

ιζ´. Ὅταν ἄκουσεν αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἀπ᾿ τοὺς Μάγους,
τότε εἶπε σ᾿ αὐτούς. «Τί σᾶς ἐρώτησε
ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης καθὼς καὶ οἱ Φαρισαῖοι;»
«Ὁ Ἡρώδης πρῶτα καὶ μετά, ὅπως τόπες, οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἔθνους Σου
προσπάθησαν νὰ ἐξακριβώσουν ἀπὸ μᾶς
τὸ χρόνο αὐτοῦ του ἄστρου ποὺ τώρα φαίνεται.
κι ἀφοῦ τὸ διαπίστωσαν, χωρὶς νὰ καταλάβουνε τὸ θαῦμα,
δὲν ἐλαχτάρησαν νὰ δοῦν Αὐτὸν ποὺ ψάξανε νὰ μάθουν,
γιατὶ σὲ ὅσους ἐρευνοῦν φανερώνεται
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

ιη´. Μᾶς πέρασαν γιὰ ἄφρονες οἱ ἄμυαλοι,
καὶ μᾶς ῥωτοῦσαν “ἀπὸ ποῦ καὶ πότε ἤρθατε;
πῶς δρόμους ἄγνωστους περάσατε;”
Κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας τοὺς ῥωτήσαμε νά μας
ἀπαντήσουν μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ξέρανε.
Ἐσεῖς παλιὰ πῶς βρήκατε τὸ δρόμο
στὴν ἀπέραντη ἔρημο ποὺ περάσατε;
Ἐκεῖνος ποὺ ὁδήγησε τοὺς Ἑβραίους ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο,
ὁ Ἴδιος καὶ τώρα ἔφερε κοντά Του τοὺς Χαλδαίους,
τότε μὲ φωτεινὸ στύλο καὶ τώρα μ᾿ ἄστρο ποὺ ἔδειχνε
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

ιθ´. Τ᾿ ἀστέρι παντοῦ μπροστὰ μας πορευότανε
ὅπως σὲ σᾶς ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ ῥαβδὶ στὸ χέρι,
σκορπίζοντας ἀνάργυρά της θεογνωσίας τὸ φῶς.
Ἐσᾶς παλιὰ τὸ μάννα ἐχόρτασε καὶ σᾶς ξεδίψασεν ἡ πέτρα.
ἐμᾶς ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄστρου ἐμψύχωσε.
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τοῦ ἐχορταίναμε
καὶ στὴν Περσία νὰ γυρίσουμε,
μίας κι ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος, οὔτε ποὺ βάλαμε στὸ νοῦ μας,
ἀφοῦ νὰ δοῦμε λαχταρούσαμε, νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό”.»

κ´. Οἱ Μάγοι οἱ σοφοὶ αὐτὰ ἐλέγανε.
κι ἡ Κόρη ἡ Σεμνὴ ὅλα τὰ ἐπισφράγιζε
καὶ τὸ Βρέφος ἐπικύρωνε καὶ τῶν δύο μερῶν τὰ λεγόμενα.
τῆς μὲν Παναγίας ἐφύλαξε ἀπείραχτη τὴ μήτρα μετὰ τὴν κυοφορία,
τῶν δὲ Μάγων ἔκαμε, μετὰ τὸν ἐρχομό,
ξεκούραστο τὸν νοῦ ὅπως τὰ βήματα.
γιατὶ κανένας τοὺς κούραση δὲν ἐνοίωσε
ὅπως δὲν ἐκουράστηκε ὁ Ἀββακοὺμ ποὺ πῆγε στὸν Δανιήλ.
ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ ἐφάνηκε στοὺς προφῆτες, ὁ Ἴδιος
φανερώθη καὶ στοὺς Μάγους,
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

κα´. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὲς ὅλες τὶς διηγήσεις
πῆραν τὰ Δῶρα οἱ Μάγοι στὰ χέρια τους καὶ προσκύνησαν
τὴν Πηγὴ ὅλων τῶν δώρων καὶ ὅλων τῶν ἀρωμάτων
κι ὕστερα πρόσφεραν στὸν Χριστὸ χρυσάφι, σμύρνα καὶ λιβάνι
λέγοντας. «Δέξου δῶρο τριπλό,
ὅπως δέχεσαι ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ τὸν Τρισάγιο ὕμνο.
μὴν τὰ περιφρονήσης ὅπως τὰ δῶρα τοῦ Κάϊν,
ἀλλὰ δέξου τὰ μὲ εὐχαρίστηση ὅπως τοῦ Ἄβελ τὴν προσφορά,
μὲ τὶς πρεσβεῖες Ἐκείνης ποὺ Σ᾿ ἐγέννησε κι ἔγινε
αἰτία νάρθης κοντά μας
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»

κβ´. Βλέποντας τώρα ἡ Ἀψεγάδιαστη δῶρα πρωτότυπα καὶ ὄμορφα
οἱ Μάγοι στὰ χέρια νὰ βαστᾶνε καὶ κάτω νὰ πέφτουν καὶ νὰ προσκυνοῦν
ἀστέρι νὰ δείχνῃ, βοσκοὺς νὰ δοξάζουν,
ὅλων αὐτῶν τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ ἱκέτευε καὶ ἔλεγε.
«Παιδί μου, Σὺ ποὺ δέχτηκες τρία δῶρα,
τρεῖς χάρες θέλω νὰ κάνῃς σὲ μένα ποὺ Σ᾿ ἐγέννησα.
Σὲ παρακαλῶ δῶσε καλοὺς ἀέρες,
καλοὺς καρποὺς στὴ γῆ καὶ φύλαγε τοὺς ἀνθρώπους.
Συμφιλιώσου μὲ ὅλους γιὰ χάρη μου, γιατὶ ἐγεννήθης
Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.

κγ´. Εἶναι ἀλήθεια, Σωτῆρα μου Εὔσπλαχνε, πὼς δὲν εἶμαι
μονάχα δική Σου Μητέρα.
οὔτε χωρὶς σκοπὸ σὲ θηλάζω Ἐσένα ποὺ τὸ γάλα χορηγεῖς.
ἀλλὰ γιὰ ὅλους Ἐγὼ θερμὰ Σὲ ἱκετεύω.
μὲ ἔκανε στόμα καὶ καύχημα ὅλου του γένους μου.
γιατὶ ἐμένα ἔχει ἡ οἰκουμένη Σου
προστασία πανίσχυρη, καταφύγιο καὶ στήριγμα.
ἐμένα κοιτάζουν οἱ ἐξόριστοι
τοῦ παραδείσου τῆς ἀπόλαυσης, γιατὶ τοὺς ἐπαναφέρω καὶ τοὺς κάνω
νὰ αἰσθανθοῦνε ὅλα τὰ καλὰ μὲ ὄργανο ἐμένα ποὺ ἐγέννησα
Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.

κδ´. Σωτῆρα μου, σῶσε τὸν κόσμο· ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἦρθες στὴ γῆ.
κάμε νὰ ἐπικρατήσουν ὅλα τὰ δικά Σου· ἀφοῦ γιὰ τοῦτο φάνηκες
σὲ μένα καὶ στοὺς Μάγους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν κτίση.
κοίταξε νὰ οἱ Μάγοι, ποὺ τοὺς ἔδειξες τὸ φῶς τοῦ Προσώπου Σου,
Σὲ προσκυνοῦν καὶ δῶρα Σοῦ προσφέρουν
χρήσιμα κι ὄμορφα καὶ πολὺ ἀπαραίτητα.
ἀφοῦ ἐτοῦτα χρειάζομαι, ἐπειδὴ ἑτοιμάζομαι
στὴν Αἴγυπτο νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ φύγω μὲ Σένα, γιὰ Σένα,
Ὁδηγέ μου, Υἱέ μου, Πλάστη μου, Λυτρωτή μου,
Νέο Παιδί, Ἄχρονε Θεέ.»

Δ´ ἀναθεώρησις, ἐπερατώθη τὴν 3ην Αὐγούστου 1986, Κυριακή, ὥρα 1μ.μ. Ἔκαμα Θεία Λειτουργία καὶ κήρυγμα ἐν Οἰνοφύτοις. Ῥωμανέ μου, μνήσθητι καὶ ἐλέησον ὡς οἶδας…

Ὁ χειρότερος φίλος Σου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ῥωμανοῦ Μελωδοῦ «Ὕμνοι», ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά, Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανία Κουστένη, Τόμος Πρῶτος, β´ ἔκδοση, Ἐκδόσεις Χ. Μπούρα, σελ. 10 -31.

Ἕτερον κοντάκιον 
εἰς τὴν ἁγίαν γέννησιν 
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 
φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε· 
τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ
ἦχος πλ. β´, ἰδιόμελον.
Προοίμιον
Ὁ πρὸ ἑωσφόρου * ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθεὶς 
ἐπὶ γῆς ἀπάτωρ * ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ· 
ὅθεν ἀστὴρ * εὐαγγελίζεται μάγοις, 
ἄγγελοι δὲ * μετὰ ποιμένων ὑμνοῦσι 
τὸν ἄσπορον τόκον σου, * ἡ κεχαριτωμένη.

Οἶκοι
Τὸν ἀγεώργητον βότρυν * βλαστήσασα ἡ ἄμπελος 
ὡς ἐπὶ κλάδων ἀγκάλαις * ἐβάσταζε καὶ ἔλεγεν· 
«Σὺ καρπός μου, * σὺ ζωή μου, 
<σὺ> ἀφ᾿ οὗ ἔγνων * ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, * σύ μου Θεός, 
τὴν σφραγῖδα τῆς παρθενίας μου * ὁρῶσα ἀκατάλυτον, 
κηρύττω σε ἄτρεπτον * Λόγον σάρκα γενόμενον. 
Οὐκ οἶδα σποράν, * οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· 
ἁγνὴ γάρ εἰμι, * σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· 
ὡς γὰρ εὗρες ἔλιπες * μήτραν ἐμήν, 
φυλάξας σώαν αὐτήν· * διὰ τοῦτο συγχορεύει 
πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· * Ἡ κεχαριτωμένη.

Οὐκ ἀθετῶ σου τὴν χάριν * ἧς ἔχω πεῖραν, δέσποτα· 
οὐκ ἀμαυρῶ τὴν ἀξίαν * ἧς ἔτυχον τεκοῦσά σε· 
τοῦ γὰρ κόσμου * βασιλεύω· 
ἐπειδὴ κράτος * τὸ σὸν ἐβάστασα γαστρί, * πάντων κρατῶ· 
μετεποίησας τὴν πτωχείαν μου * τῇ συγκαταβάσει σου, 
σαυτὸν ἐταπείνωσας * καὶ τὸ γένος μου ὕψωσας. 
Εὐφράνθητέ μοι * νῦν ἅμα, γῆ καὶ οὐρανός· 
τὸν γὰρ ποιητὴν * ὑμῶν βαστάζω ἐν χερσί· 
γηγενεῖς, ἀπόθεσθε * τὰ λυπηρά, 
θεώμενοι τὴν χαρὰν * ἣν ἐβλάστησα ἐκ κόλπων 
ἀμιάντων, καὶ ἤκουσα· * Ἡ κεχαριτωμένη.»

Ὑμνολογούσης δὲ τότε * Μαρίας ὃν ἐγέννησε, 
κολακευούσης δὲ βρέφος * ὃ μόνη ἀπεκύησεν, 
ἤκουσεν ἡ * ἐν ὀδύναις 
τεκοῦσα τέκνα, * καὶ γηθομένη τῷ Ἀδὰμ * Εὔα βοᾷ· 
«Τίς ἐν τοῖς ὠσί μου νῦν ἤχησεν * ἐκεῖνο ὃ ἤλπιζον; 
Παρθένον τὴν τίκτουσαν * τῆς κατάρας τὴν λύτρωσιν, 
ἧς μόνη φωνὴ * ἔλυσέ μου τὰ δυσχερῆ 
καὶ ταύτης γονὴ * ἔτρωσε τὸν τρώσαντά με· 
ταύτην ἣν προέγραψεν * υἱὸς Ἀμώς, 
ἡ ῥάβδος τοῦ Ἰεσσαὶ * ἡ βλαστήσασά μοι κλάδον 
οὗ φαγοῦσα οὐ θνήξομαι, * ἡ κεχαριτωμένη.

Τῆς χελιδόνος ἀκούσας * κατ᾿ ὄρθρον κελαδούσης μοι, 
τὸν ἰσοθάνατον ὕπνον, * Ἀδάμ, ἀφεὶς ἀνάστηθι· 
ἄκουσόν μου * τῆς συζύγου· 
ἐγὼ ἡ πάλαι * πτῶμα προξενήσασα βροτοῖς * νῦν ἀνιστῶ. 
Κατανόησον τὰ θαυμάσια, * ἰδὲ τὴν ἀπείρανδρον 
διὰ τοῦ γεννήματος * ἰωμένην τοῦ τραύματος· 
ἐμὲ γάρ ποτε * εἷλεν ὁ ὄφις καὶ σκιρτᾷ, 
ἀλλ᾿ ἄρτι ὁρῶν * τοὺς ἐξ ἡμῶν φεύγει συρτῶς· 
κατ᾿ ἐμοῦ μὲν ὕψωσε * τὴν κεφαλήν, 
νυνὶ δὲ ταπεινωθεὶς * κολακεύει, οὐ χλευάζει, 
δειλιῶν ὃν ἐγέννησεν * ἡ κεχαριτωμένη.»

Ἀδὰμ ἀκούσας τοὺς λόγους * οὓς ὕφανεν ἡ σύζυγος, 
ἐκ τῶν βλεφάρων τὸ βάρος * εὐθέως ἀποθέμενος 
ἀνανεύει * ὡς ἐξ ὕπνου 
καὶ οὖς ἀνοίξας * ὃ ἔφραξε παρακοὴ * οὕτως βοᾷ· 
«Γλυκεροῦ ἀκούω κελαδήματος, * τερπνοῦ μινυρίσματος, 
ἀλλὰ τοῦ μελίζοντος * νῦν ὁ φθόγγος οὐ τέρπει με· 
γυνὴ γάρ ἐστιν, * ἧς καὶ φοβοῦμαι τὴν φωνήν· 
ἐν πείρᾳ εἰμί, * ὅθεν τὸ θῆλυ δειλιῶ· 
ὁ μὲν ἦχος θέλγει με * ὡς λιγυρός, 
τὸ ὄργανον δὲ δονεῖ * μὴ ὡς πάλαι με πλανήσῃ 
ἐπιφέρουσα ὄνειδος * ἡ κεχαριτωμένη.

—Πληροφορήθητι, ἄνερ, * τοῖς λόγοις τῆς συζύγου σου· 
οὐ γὰρ εὑρήσεις με πάλιν * πικρά σοι συμβουλεύουσαν· 
τὰ ἀρχαῖα * γὰρ παρῆλθε 
καὶ νέα πάντα * δείκνυσιν ὁ τῆς Μαριὰμ * γόνος Χριστός. 
Τούτου τῆς νοτίδος ὀσφράνθητι * καὶ εὐθέως ἐξάνθησον, 
ὡς στάχυς ὀρθώθητι· * τὸ γὰρ ἔαρ σε ἔφθασεν, 
Ἰησοῦς Χριστὸς * πνέει ὡς αὔρα γλυκερά· 
τὸν καύσωνα ᾧ ἦς * ἀποφυγὼν τὸν αὐστηρόν, 
δεῦρο ἀκολούθει μοι * πρὸς Μαριάμ, 
καὶ αὐτῆς πρὸ τῶν ποδῶν * ἐῤῥιμένους θεωροῦσα 
εὐθέως σπλαγχνισθήσεται * ἡ κεχαριτωμένη.

—Ἔγνων, ὦ γύναι, τὸ ἔαρ * καὶ τῆς τρυφῆς ὀσφραίνομαι 
ἧς ἐξεπέσαμεν πάλαι· * καὶ γὰρ ὁρῶ παράδεισον 
νέον, ἄλλον, * τὴν παρθένον 
φέρουσαν κόλποις * αὐτὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς * ὅπερ ποτὲ 
Χερουβὶμ ἐτήρει τὸ ἅγιον * πρὸς τὸ μὴ ψαῦσαι <ἐ>μέ· 
τοῦτο τοίνυν ἄψαυστον * ἐγὼ βλέπων φυόμενον, 
ᾐσθόμην πνοῆς, * σύζυγε, τῆς ζωοποιοῦ 
τῆς κόνιν ἐμὲ * ὄντα καὶ ἄψυχον πηλὸν 
ποιησάσης ἔμψυχον· * ταύτης νυνὶ 
τῇ εὐοσμίᾳ ῥωσθείς, * πορευθῶ πρὸς τὴν ἀνθοῦσαν 
τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν, * τὴν κεχαριτωμένην.

Ἰδού εἰμι πρὸ ποδῶν σου, * παρθένε, μῆτερ ἄμωμε, 
καὶ δι᾿ ἐμοῦ πᾶν τὸ γένος * τοῖς ἴχνεσί σου πρόσκειται. 
Μὴ παρίδῃς * τοὺς τεκόντας, 
ἐπειδὴ τόκος * ὁ σὸς ἀνεγέννησε νῦν * τοὺς ἐν φθορᾷ· 
τὸν ἐν Ἅιδῃ παλαιωθέντα με, * Ἀδὰμ τὸν πρωτόπλαστον 
οἰκτείρησον, θύγατερ, * τὸν πατέρα σου στένοντα· 
τὰ δάκρυά μου * βλέπουσα, σπλαγχνίσθητί μοι 
καὶ τοῖς ὀδυρμοῖς * κλῖνον τὸ οὖς σου εὐμενῶς· 
τὰ δὲ ῥάκη βλέπεις μου * ἅπερ φορῶ, 
ἃ ὄφις ὕφανέ μοι· * ἄμειψόν μου τὴν πενίαν 
ἐνώπιον οὗ ἔτεκες, * ἡ κεχαριτωμένη.

—Ναί, ἡ ἐλπὶς τῆς ψυχῆς μου, * κἀμοῦ τῆς Εὔας ἄκουσον 
καὶ τῆς ἐν λύπαις τεκούσης * τὸ αἶσχος ἀποσόβησον, 
ὡς ἰδοῦσα * ὅτι πλέον 
ἐγὼ ἡ τλήμων * τοῖς ὀδυρμοῖς τοῦ Ἀδὰμ * τήκω τὴν ψυχήν· 
τῆς τρυφῆς γὰρ οὗτος μνησκόμενος * ἐμοὶ ἐπανίσταται 
κραυγάζων ὡς· Εἴθε μὴ * τῆς πλευρᾶς μου ἐβλάστησας· 
καλὸν ἦν μή σε * λαβεῖν εἰς βοήθειάν μου· 
οὐκ ἔπιπτον γὰρ * νυνὶ εἰς τοῦτον τὸν βυθόν. 
Καὶ λοιπὸν μὴ φέρουσα * τοὺς ἐλεγμοὺς 
μηδὲ τὸν ὀνειδισμόν, * κατακάμπτω τὸν αὐχένα 
ἕως οὗ ἀνορθώσῃς με, * ἡ κεχαριτωμένη.»

Οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ Μαρίας * τὴν Εὔαν θεωρήσαντες 
καὶ τὸν Ἀδὰμ κατιδόντες * δακρύειν κατηπείγοντο· 
ὅμως στέγει * καὶ σπουδάζει 
νικᾶν τὴν φύσιν * ἡ παρὰ φύσιν τὸν Χριστὸν * σχοῦσα υἱόν· 
ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα ἐταράττετο * γονεῦσι συμπάσχουσα· 
τῷ γὰρ ἐλεήμονι * μήτηρ ἔπρεπεν εὔσπλαγχνος. 
Διὸ πρὸς αὐτούς· * «Παύσασθε τῶν θρήνων ὑμῶν, 
καὶ πρέσβις ὑμῖν * γίνομαι πρὸς τὸν ἐξ ἐμοῦ· 
ὑμεῖς δὲ ἀπώσασθε * τὴν συμφοράν, 
τεκούσης μου τὴν χαράν· * διὰ τοῦτο τὰ τῆς λύπης 
ἐκπορθήσουσα ἥκω νῦν * ἡ κεχαριτωμένη.

Υἱὸν οἰκτίρμονα ἔχω * καὶ λίαν ἐλεήμονα, 
ἐξ ὧν τῇ πείρᾳ ἐπέγνων· * προσέχω ὅπως φείδεται· 
πῦρ ὑπάρχων, * ᾤκησέ με 
τὴν ἀκανθώδη * καὶ οὐ κατέφλεξεν ἐμὲ * τὴν ταπεινήν· 
ὡς πατὴρ οἰκτείρει υἱοὺς αὐτοῦ, * οἰκτείρει ὁ γόνος μου 
τοὺς φοβουμένους αὐτόν, * ὡς Δαυὶδ προεφήτευσε. 
Τὰ δάκρυα οὖν * στείλαντες, ἐκδέξασθέ με 
μεσῖτιν ὑμῶν * γενέσθαι πρὸς τὸν ἐξ ἐμοῦ· 
χαρᾶς γὰρ παραίτιος * ὁ γεννηθεὶς 
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός· * ἡσυχάσατε ἀλύπως, 
πρὸς αὐτὸν γὰρ εἰσέρχομαι * ἡ κεχαριτωμένη.»

Ῥήμασι τούτοις Μαρία * καὶ ἄλλοις δὲ τοῖς πλείοσι 
παρακαλέσασα Εὔαν * καὶ ταύτης τὸν ὁμόζυγα, 
εἰσελθοῦσα * πρὸς τὴν φάτνην, 
αὐχένα κάμπτει * καὶ δυσωποῦσα τὸν υἱὸν * οὕτω φησί· 
«Ἐπειδή με, ὦ τέκνον, ὕψωσας * τῇ συγκαταβάσει σου, 
τὸ πενιχρὸν γένος μου * δι᾿ ἐμοῦ νῦν σοῦ δέεται. 
Ἀδὰμ γὰρ πρός με * ἤλυθε στενάζων πικρῶς· 
Εὔα δὲ αὐτῷ * ὀδυνωμένη συνθρηνεῖ· 
ὁ δὲ τούτων αἴτιος * ὄφις ἐστὶν 
τιμῆς γυμνώσας αὐτούς· * διὰ τοῦτο σκεπασθῆναι 
ἐξαιτοῦσι βοῶντές μοι· * Ἡ κεχαριτωμένη.»

Ὡς δὲ τοιαύτας δεήσεις * προσήγαγεν ἡ ἄμωμος 
Θεῷ κειμένῳ ἐν φάτνῃ, * λαβὼν εὐθὺς ὑπέγραφεν· 
ἑρμηνεύων * τὰ ἐσχάτως, 
φησίν· «Ὦ μῆτερ, * καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ σοῦ * σῴζω αὐτούς. 
Εἰ μὴ σῶσαι τούτους ἠθέλησα, * οὐκ ἂν ἐν σοὶ ᾤκησα, 
οὐκ ἂν ἐκ σοῦ ἔλαμψα, * οὐκ ἂν μήτηρ μου ἤκουσας· 
τὴν φάτνην ἐγὼ * διὰ τὸ γένος σου οἰκῶ, 
μαζῶν δὲ τῶν σῶν * βουλόμενος νῦν γαλουχῶ, 
ἐν ἀγκάλαις φέρεις με * χάριν αὐτῶν· 
ὃν οὐχ ὁρᾷ Χερουβὶμ * ἰδοὺ βλέπεις καὶ βαστάζεις 
καὶ ὡς υἱὸν κολακεύεις με, * ἡ κεχαριτωμένη.

Μητέρα σε ἐκτησάμην * ὁ πλαστουργὸς τῆς κτίσεως 
καὶ ὥσπερ βρέφος αὐξάνω * ὁ ἐκ τελείου τέλειος· 
τοῖς σπαργάνοις * ἐνειλοῦμαι 
διὰ τοὺς πάλαι * χιτῶνας δερματίνους * φορέσαντας, 
καὶ τὸ σπήλαιόν μοι ἐράσμιον * διὰ τοὺς μισήσαντας 
τρυφὴν καὶ παράδεισον * καὶ φθορὰν ἀγαπήσαντας· 
παρέβησάν μου * τὴν ζωηφόρον ἐντολήν· 
κατέβην εἰς γῆν * ἵνα ἔχουσι τὴν ζωήν. 
Ἂν δὲ καὶ τὸ ἕτερον * μάθῃς, σεμνή, 
ὃ μέλλω δρᾶν δι᾿ αὐτούς, * μετὰ πάντων τῶν στοιχείων 
σὲ δονεῖ τὸ γενόμενον, * ἡ κεχαριτωμένη.»

Ἀλλὰ τοιαῦτα εἰπόντος * τοῦ πᾶσαν γλῶσσαν πλάσαντος 
καὶ τῆς μητρὸς τῇ δεήσει * ταχέως ὑπογράψαντος, 
ἔτι εἶπεν * ἡ Μαρία· 
«Ἐὰν λαλήσω, * μὴ ὀργισθῇς μοι τῇ πηλῷ, * ὦ πλαστουργέ· 
ὡς πρὸς τέκνον παῤῥησιάσομαι· * θαῤῥῶ ὡς σὲ γεννήσασα· 
σύ μοι γὰρ τῷ τόκῳ σου * πᾶσαν καύχησιν δέδωκας. 
Ὃ μέλλεις τελεῖν * τί ἐστι θέλω νῦν μαθεῖν· 
μὴ κρύψῃς ἐμοὶ * τὴν ἀπ᾿ αἰῶνός σου βουλήν· 
ὅλον σε ἐγέννησα· * φράσον τὸν νοῦν 
ὃν ἔχεις περὶ ἡμᾶς, * ἵνα μάθω καὶ ἐκ τούτου 
ὅσης ἔτυχον χάριτος * ἡ κεχαριτωμένη.

—Νικῶμαι διὰ τὸν πόθον * ὃν ἔχω πρὸς τὸν ἄνθρωπον», 
ὁ ποιητὴς ἀπεκρίθη. * «Ἐγώ, δούλη καὶ μῆτερ μου, 
οὐ λυπῶ σε· * γνωριῶ σοι 
ἃ θέλω πράττειν * καὶ θεραπεύσω σου ψυχήν, * ὦ Μαριάμ. 
Τὸν ἐν ταῖς χερσί σου φερόμενον * τὰς χεῖρας ἡλούμενον 
μετὰ μικρὸν ὄψει με, * ὅτι στέργω τὸ γένος σου· 
ὃν σὺ γαλουχεῖς * ἄλλοι ποτίσουσι χολήν· 
ὃν καταφιλεῖς * μέλλει πληροῦσθαι ἐμπτυσμῶν· 
ὃν ζωὴν ἐκάλεσας, * ἔχεις ἰδεῖν 
κρεμάμενον ἐν σταυρῷ * καὶ δακρύσεις ὡς θανόντα, 
ἀλλ᾿ ἀσπάσει με ἀναστάντα, * ἡ κεχαριτωμένη.

Ὅλων δὲ τούτων ἐν πείρᾳ * βουλήσει μου γενήσομαι, 
καὶ πάντων τούτων αἰτία * διάθεσις γενήσεται 
ἣν ἐκ πάλαι * ἕως ἄρτι 
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους * ἐπεδειξάμην ὡς Θεός, * σῶσαι ζητῶν.» 
Μαριὰμ δὲ τούτων ὡς ἤκουσεν * ἐκ βάθους ἐστέναξε 
βοῶσα· «Ὦ βότρυς μου, * μὴ ἐκθλίψωσί σε ἄνομοι· 
βλαστήσαντός σου * μὴ ὄψωμαι τέκνου σφαγήν.» 
Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν * ἔφησεν οὕτως εἰπών· 
«Παῦσαι, μῆτερ, κλαίουσα * ὃ ἀγνοεῖς· 
ἐὰν γὰρ μὴ τελεσθῇ, * ἀπολοῦνται οὗτοι πάντες 
ὑπὲρ ὧν ἱκετεύεις με, * ἡ κεχαριτωμένη.

Ὕπνον δὲ νόμισον εἶναι * τὸν θάνατόν μου, μῆτερ μου· 
τρεῖς γὰρ ἡμέρας τελέσας * ἐν μνήματι θελήματι, 
μετὰ ταῦτα * σοὶ ὁρῶμαι 
ἀναβιώσας * καὶ ἀνακαινίσας τὴν γῆν * καὶ τοὺς ἐκ γῆς. 
Ταῦτα, μῆτερ, πᾶσιν ἀνάγγειλον, * ἐν τούτοις πλουτίσθητι, 
ἐκ τούτων βασίλευσον, * διὰ τούτων εὐφράνθητι.» 
Ἐξῆλθεν εὐθὺς * ἡ Μαριὰμ πρὸς τὸν Ἀδάμ, 
εὐαγγελισμὸν * φέρουσα τῇ Εὔᾳ φησί· 
«Τέως ἡσυχάσατε * ὅσον μικρόν· 
ἠκούσατε γὰρ αὐτοῦ * ἅπερ εἶπεν ὑπομεῖναι 
δι᾿ ὑμᾶς τοὺς βοῶντάς μοι· * Ἡ κεχαριτωμένη.»

Τῌ 
ΕΠΑΥΡΙΟΝ 
ΤΗΣ 
ΧΡΙΣΤΟΥ 
ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Προοίμιον
Ἐκεῖνος ποὺ πρὶν τὸν Ἑωσφόρο ἀπ᾿ τὸν Πατέρα ἐγεννήθη δίχως μητέρα,
στὴ γῆ χωρὶς πατέρα σήμερα ἐσαρκώθη ἀπὸ Σένα·
Γι᾿ αὐτὸ ἕνα ἄστρο φέρνει στοὺς μάγους τὸ χαρμόσυνο μήνυμα,
καὶ ἄγγελοι μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς ὑμνοῦνε
τὴν ἀνείπωτη γέννα Σου, ὦ Κεχαριτωμένη.

Οἶκοι
α´. Τὸ Σταφύλι τὸ ἄσπαρτο ὅταν ἔβγαλε ἡ Ἄμπελος
σὰν κλῆμα πάνω σε κλαδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Τὸ κράταγε κι ἔλεγε·
«Εἶσαι Σὺ ὁ καρπός μου, εἶσαι Σὺ ἡ ζωή μου,
ἀπ᾿ τὸν Ὁποῖο ἔμαθα ὅτι καὶ τώρα εἶμαι αὐτὸ ποὺ ἤμουνα·
Εἶσαι Σὺ ὁ Θεός μου.
Τὴ σφραγίδα τῆς παρθενίας μου, καθὼς βλέπω ἀπείραχτη,
Σὲ κηρύττω ἀμετάβλητο Λόγο ποὺ σάρκα ἐφόρεσε.
Πῶς σὲ συνέλαβα δὲν ξέρω, σὲ ἀναγνωρίζω ὅμως
καταλύτη τῆς φθορᾶς.
Γιατὶ εἶμαι ἁγνὴ ἂν καὶ Σὲ γέννησα,
γιατὶ ἄφησες τὴ μήτρα μου ὅπως τὴν εὑρῆκες, τὴν 
ἐφύλαξες ἄθικτη.
Γι᾿ αὐτὸ μαζί μου γιορτάζει ἡ πλάσι ὁλόκληρη καὶ μοῦ
φωνάζει· ῾ὦ Κεχαριτωμένη᾿.

β´. Δὲν ἀρνιέμαι τὴ Χάρι Σου ποὺ δοκίμασα, Δέσποτα.
οὔτε λιγοστεύω τὴν τιμὴ ποὺ ἔλαβα μὲ τὸ νὰ Σὲ γεννήσω.
Γιατὶ εἶμαι τοῦ κόσμου Βασίλισσα.
Ἐπειδὴ τὴ δύναμί Σου στὰ σπλάχνα μου βάσταξα,
κυβερνάω τὰ πάντα.
Ἄλλαξες τὴ φτώχειά μου σὲ πλούτη μὲ τὸν ἐρχομό Σου.
Τὸν Ἑαυτό Σου ταπείνωσες καὶ τὸ γένος μου ὕψωσες.
Χαρῆτε τώρα μὲ μένα ἐπίγεια κι οὐράνια.
Γιατὶ κρατῶ στὰ χέρια μου τὸν Δημιουργό σας.
Ἄνθρωποι, ἀφῆστε πιὰ τὴ λύπη καθὼς βλέπετε τὴ Χαρὰ
ποὺ γέννησα ἀπὸ ἁγνὴ κοιλιὰ κι ἄκουσα τὴν προσφώνησι
ἡ Κεχαριτωμένη.»

γ´. Καὶ καθὼς ὑμνολογοῦσε τότε ἡ Μαρία τὸ Παιδὶ ποὺ ἐγέννησε,
κι ἔλεγε λόγια τρυφερὰ στὸ Θεῖο Βρέφος ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο μόνη Της,
τὴν ἄκουσε ἐκείνη ποὺ μὲ πόνους
γέννησε παιδιά, κι ὁλόχαρη ἡ Εὔα λέει στὸν Ἀδάμ·
«Ποιὸς ἔκαμε τώρα τ᾿ αὐτιά μου ν᾿ ἀκούσουν αὐτὸ ποὺ περίμενα,
δηλ. τὴν Παρθένο ποὺ γεννᾶ τὴ λευτεριὰ ἀπ᾿ τὴν κατάρα;
Αὐτῆς καὶ ἡ φωνὴ μονάχα τὶς δυσκολίες μου ἀφάνισε,
καὶ τὸ Παιδὶ Τῆς ἔδεσε ἐκεῖνον ποὺ μ᾿ ἐπλήγωσε.
Αὐτή, ποὺ τὴν προφήτεψε τὸ τέκνο τοῦ Ἀμῶς, τοῦ Ἰεσσαὶ τὸ Ῥαβδί,
ποὺ βλάστησε Δέντρο γιὰ μένα καὶ δὲν θὰ πεθάνω ἂν
φάω ἀπ᾿ αὐτό,
ἡ Κεχαριτωμένη.

δ´. Ἄκουσε τὴν Χελιδόνα ποὺ μοῦ κελαηδεῖ τὰ χαράματα,
τὸν ἰσοθάνατο ὕπνο, Ἀδάμ, ἄφησε καὶ σήκω·
ἄκουσε ἐμένα, τὴ γυναίκα σου.
Ἐγὼ ποὺ παλιὰ προξένησα τὴν ἠθικὴ κατάπτωσι τῶν
ἀνθρώπων τώρα καὶ πάλι τοὺς σηκώνω.
Προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ θαυμαστὰ γεγονότα.
Κύτταξε πῶς αὐτὴ ἡ Κόρη, ποὺ ἄντρα δὲ γνώρισε,
γιατρεύει τὸ τραῦμα σου μὲ τὸ Παιδὶ ποὺ γέννησε.
Ἐμένα βέβαια κάποτε τὸ φίδι παρέσυρε καὶ σκιρτάει ἀπὸ χαρά.
Μὰ τώρα ποὺ βλέπει τοὺς ἀπογόνους μας φεύγει μὲ σύρσιμο.
Σήκωσε τότε κεφάλι σὲ μένα μὰ τώρα ποὺ ταπεινώθηκε
κολακεύει, δὲν χλευάζει, γιατὶ τρέμει Αὐτὸν ποὺ γέννησε
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ε´. Καθὼς ὁ Ἀδὰμ ἄκουσε τὰ λόγια ποὺ σύνταξε ἡ γυναίκα του,
ἀμέσως ἐδίωξε τὸν ὕπνο ποὺ τοῦ ἐβάραινε τὰ βλέφαρα
καὶ τὸ κεφάλι τοῦ τίναξε σὰν αὐτὸν ποὺ ξυπνάει
καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του ποὺ τάφραξε ἡ παρακοὴ κι εἶπε τὰ παρακάτω:
«Ἀκούω ἁπαλὸ κελάηδημα κι ἕναν εὐχάριστο ψίθυρο.
Μὰ τώρα ὁ ἦχος αὐτοῦ του τραγουδιοῦ δὲν μὲ μαγεύει,
γιατὶ τὸ λέει γυναίκα κι αὐτῆς φοβᾶμαι τὴ φωνή.
Ἔχω πείρα κακή, γι᾿ αὐτὸ καὶ φοβᾶμαι τὸ θηλυκό.
Ὁ ἦχος μὲ μαγεύει γιατὶ ᾿ναι ἁπαλός, τὸ ὄργανο ὅμως
ποὺ τὸν βγάζει
μὲ κάνει νὰ φοβᾶμαι, μήπως μὲ ξεγελάσει ὅπως ἄλλοτε
καὶ προξενήσει ἐντροπὴ
στὴν Κεχαριτωμένη.»

στ´. «Ἐμπιστέψου ἀπόλυτα στὴ γυναίκας σου, ἄντρα, τὰ λόγια,
γιατὶ δὲν θὰ σὲ συμβουλέψω πάλι πράγματα ποὺ δίνουν πίκρες.
Τὰ παλιὰ πιὰ περάσανε,
κι ὅλα νέα τὰ ἔκαμε τῆς Μαρίας ὁ Γιός, ὁ Χριστός.
Τὴ δροσιὰ Τοῦ ὀσφράνσου τὴν καὶ ἀμέσως λουλουδίασε,
σὰν τὸ στάχυ ξεπρόβαλε, γιατὶ ἄνοιξι σ᾿ ἐπίασε,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πνέει σὰν αὔρα γλυκειά.
Ν᾿ ἀποφύγῃς προσπάθησε τὸν ἀφόρητο καύσωνα στὸν ὁποῖο βρισκόσουνα
καὶ ἐμπρὸς ἀκολοῦθα μὲ στὴ Μαρία νὰ πᾶμε, καὶ τὰ ἄχραντα πόδια Της
τώρα μαζί μου ἄγγιξε κι ἀμέσως θὰ μᾶς σπλαχνιστῆ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ζ´. «Νοιώθω, γυναίκα, τὴν Ἄνοιξι καὶ τὴν ἀπόλαυσι αἰσθάνομαι
ποὺ χάσαμε παλιά, γιατὶ βλέπω Παράδεισο
νέο, ἀλλοιώτικο τὴν Παρθένο
νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκάλη τὸ ἴδιο τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, τὸ ὁποῖο κάποτε
ἐφρουροῦσε ἅγιο Χερουβεὶμ γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξω.
Λοιπὸν ἀχειροποίητο τὸ βλέπω νὰ φυτρώνη
καὶ ἐνοίωσα, γυναίκα μου, πνοὴ τὴ ζωηφόρο του,
ἐγώ, ποὺ σκόνη ἤμουνα καὶ ἄψυχος πηλός,
ἐγέμισα ζωή. Κι ἀφοῦ ἐπῆρα δύναμι ἀπὸ τὴν εὐωδία της
θὰ τραβήξω γιὰ Κείνην, ποὺ ἀνθίζει τὸν Καρπό της
ζωῆς μας,
ἡ Κεχαριτωμένη.

η´. Νά ᾿μαι μπροστὰ στὰ πόδια Σου, Παρθένα Μάνα ἄμωμη,
καὶ στὸ δικό μου πρόσωπο ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα Ἐσένα προσκυνάει.
Μὴν παραβλέψης τοὺς γονεῖς Σου,
γιατὶ τώρα ἀναγέννησε τοὺς πεσμένους ὁ Γιός Σου.
Ἐμένα, τὸν Ἀδὰμ τὸν πρωτόπλαστο, ποὺ παλίωσα στὸν Ἅδη,
λυπήσου, θυγατέρα, τὸν πατέρα Σου ποὺ ἀναστενάζει.
Σπλαχνίσου μὲ βλέποντας τὰ δάκρυά μου
καὶ σκύψε μὲ στοργὴ στὰ βάσανά μου.
Καὶ βλέποντας τὰ ῥάκη ποὺ φοράω, τὰ ὁποῖα μου τὰ
ὕφανε τὸ φίδι,
ἄλλαξέ μου τὴ φτώχεια μπροστὰ σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ
ἐγέννησες
ὦ Κεχαριτωμένη.»

θ´. «Τώρα, ἐλπίδα τῆς ψυχῆς μου, ἄκουσε κι ἐμένα τὴν Εὔα
καὶ σβῆσε τὴν ντροπὴ ἐκείνης ποὺ μὲ βάσανα γεννάει τὰ παιδιά της,
γιατὶ τὸ ξέρεις πὼς περισσότερο
ἐγὼ ἡ δύστυχη ὑποφέρω ἀπὸ τοὺς θρήνους τοῦ Ἀδάμ.
Γιατὶ αὐτὸς σὰν ποὺ θυμᾶται τὸν παράδεισο μὲ μένα τὰ βάζει
καὶ μὲ βρίζει λέγοντας ᾿καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες βγεῖ ἀπ᾿ τὴν πλευρά μου, 
καλλίτερα νὰ μὴ σὲ ἔπαιρνα βοηθό μου.
γιατὶ τώρα δὲν θάπεφτα στὸ βάραθρο ἐτοῦτο´.
Καὶ ἐπειδὴ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω τοὺς ἐλέγχους οὔτε καὶ τὶς βρισιές του
σκύβω τὸ κεφάλι μέχρι ποὺ νὰ μὲ σηκώσῃς Ἐσὺ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ι´. Καὶ τὰ μάτια τῆς Μαρίας καθὼς κοίταξαν τὴν Εὔα
καὶ τὸν Ἀδὰμ ἐρεύνησαν ἀμέσως δάκρυα γέμισαν.
Ὅμως συγκρατιέται καὶ τρέχει
νὰ νικήση τὴν φυσικὴ ἀδυναμία τῆς Αὐτὴ ποὺ Γιὸ
ἀπόχτησε τὸ Χριστὸ μὲ τρόπο ὑπερφυσικό.
Μὰ ἡ καρδιὰ τῆς πόναγε γιατὶ μὲ τοὺς γονεῖς ἔπασχε.
Ἀφοῦ στὸν Ἐλεήμονα ταιρίαζε Μάνα σπλαχνική.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέει πρὸς αὐτούς· «Τοὺς θρήνους σας νὰ πάψετε,
κι ἐγὼ μεσίτρια θὰ σᾶς γίνω στὸ Γιό μου,
κι ἀπὸ τὴ συμφορὰ ἐσεῖς ν᾿ ἀπαλλαχθῆτε ἀφοῦ ἐγὼ τὴν 
χαρὰ ἐγέννησα.
Γιὰ τοῦτο ἔρχομαι τὰ ὀχυρά της λύπης ὅλα νὰ
γκρεμίσω
ἡ Κεχαριτωμένη.

ια´. Ἔχω Γιὸ φιλεύσπλαχνο καὶ πολὺ Ἐλεήμονα,
καθὼς ἡ πείρα μὲ δίδαξε. Βλέπω τὸ πόσο στοργικὰ
φροντίζει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἂν καὶ εἶναι φωτιά, κατοίκησε
στὴν κοιλιά μου καὶ δὲν μὲ κατάκαψε τὴν ταπεινή.
Ὅπως ὁ πατέρας λυπᾶται τὰ παιδιά του, ἔτσι κι ὁ Γιός μοῦ σπλαχνίζεται
ὅσους Τὸν σέβονται, ὅπως ὁ Δαβὶδ τὸ προφήτεψε.
Τὰ δάκρυα λοιπὸν σταματῆστε καὶ δεχθῆτε
νὰ γίνω μεσίτρια δική σας στὸ Γιό μου.
Γιατὶ πηγὴ τῆς χαρᾶς εἰν᾿ Αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε, ὁ Ἄχρονος Θεός.
Ἡσυχάστε, μὴ λυπάσθε, γιατὶ μπαίνω στὴ Σπηλιὰ σ᾿ Αὐτόν, ἐγὼ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ιβ´. Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ Φιλάνθρωπη Μαρία
ἐμψύχωσε τὴν Εὔα καὶ τὸν ἄντρα της
κι ὕστερα μπῆκε στὴ Φάτνη
σκύβει τὸ κεφάλι καὶ ὁλοθερμὰ τὸ Γιό της ἱκετεύει μὲ τέτοια λόγια·
«Ἐπειδή, Παιδί μου, ψηλὰ μὲ ἀνέβασες μὲ τὸν ἐρχομό Σου,
τὸ φτωχὸ γένος μου μὲ τὸ πρόσωπό μου τώρα σὲ παρακαλεῖ· 
γιατὶ ὁ Ἀδὰμ ἦρθε σὲ μένα ἀναστενάζοντας πικρά·
καὶ ἡ Εὔα θρηνεῖ καὶ δέρνεται μαζί του·
Κι αἰτία γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ φίδι ποὺ τοὺς ἐγύμνωσε ἀπὸ κάθε τιμή·
γιὰ τοῦτο καὶ παρακαλοῦν νὰ τοὺς σκεπάσης μὲ τὴ χάρι Σου 
καὶ πάλι καὶ μὲ φωνάζουν
῾ἡ Κεχαριτωμένη᾿.»

ιγ´. Καὶ καθὼς ἔκανε τέτοια παρακάλια ἡ Ἄψογη
στὸ Θεὸ ποὺ βρισκόταν στὴ Φάτνη, ἀμέσως Ἐκεῖνος
ἐπῆρε τὸ λόγο κι ἀπάντησε
καὶ ἑρμηνεύοντας τὰ τελευταία γεγονότα
εἶπε: «Ὦ Μητέρα καὶ γιὰ Σένα καὶ μὲ Σένα Μεσίτρια σώζω αὐτούς· 
ἂν αὐτοὺς νὰ σώσω δὲν ἤθελα, μέσα Σου δὲν θὰ κατοικοῦσα,
καὶ σάρκα δὲν θὰ ἔπαιρνα ἀπὸ Σένα οὔτε θὰ σ᾿ ἔλεγα Μητέρα μου·
γιὰ τὸ γένος Σου στὴ Φάτνη κατοικῶ·
καὶ θεληματικὰ τώρα Ἐγὼ θηλάζω ἀπ᾿ τὸ μαστό Σου·
γιὰ χάρι τους μὲ ἔχεις ἀγκαλιά· Ἐμὲ ποὺ Χερουβεὶμ δὲν βλέπουν
νὰ ποὺ Ἐσὺ καὶ βλέπεις καὶ βαστᾶς καὶ σὰν Παιδί Σου μὲ χαϊδεύεις,
ὦ Κεχαριτωμένη.

ιδ´. Μητέρα μου Σὲ ἔκανα Ἐγώ, τῆς κτίσεως ὁ Πλάστης,
καὶ σὰν Βρέφος μεγαλώνω Ἐγώ, ποὺ ἀπὸ τέλειο
Πατέρα τέλειος ἐβγῆκα·
στὰ σπάργανα τυλίγομαι
γι᾿ αὐτοὺς ποὺ φόρεσαν παλιὰ δερμάτινους χιτῶνες,
καὶ ἀγαπῶ τὸ Σπήλαιο γιὰ κείνους ποὺ ἐμίσησαν
παράδεισο κι ἀπολαψη καὶ τὸ χαμὸ ἀγάπησαν
καὶ παραβάτες ἔγιναν τῆς ζωηφόρας ἐντολῆς·
κατέβηκα ἐδῶ στὴ γῆ ζωὴ γιὰ νὰ λάβουν ἀθάνατη·
Κι ἂν μάθης ἀκόμα, Σεμνή, πὼς σταυρώνομαι καὶ πεθαίνω γιὰ χάρι τους,
μαζὶ μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ ταραχθῆς καὶ κλάψης Ἐσὺ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ιε´. Κι ὅταν εἶπεν αὐτὰ κάθε γλώσσας ὁ Πλάστης
ἀπάντησε πρόθυμα στὰ παρακάλια τῆς Μητέρας Του
«Περισσότερα», πρόσθεσε ἀκόμα ἡ Μαρία,
«ἄν σου πῶ, μὴ θυμώσεις μὲ μένα τὴν ταπεινή, Πλαστουργέ μου·
γιατὶ θὰ σοῦ μιλήσω μὲ θάῤῥος καθὼς μιλάει κανεὶς
στὸ παιδί του· παίρνω αὐτὸ τὸ θάῤῥος ὡς μητέρα Σου,
γιατὶ Ἐσὺ μὲ τὴ γέννησί σου μοῦ ἔδωσες κάθε δικαίωμα νὰ καυχιέμαι·
θέλω τώρα νὰ μάθω αὐτὸ ποὺ σκοπεύεις νὰ κάνῃς·
μὴν ἀποκρύψεις ἀπὸ μένα τὸ προαιώνιο θέλημά Σου·
Τέλειο ἄνθρωπο Σ᾿ ἐγέννησα· τὸ σχέδιο φανέρωσε ποὺ ἔχεις γιὰ μᾶς,
γιὰ νὰ μάθω καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸ πόσο εἶμαι τυχερὴ
ἡ Κεχαριτωμένη.»

ιστ´. «Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λυγίζω, ποὺ ἔχω γιὰ τὸν ἄνθρωπο»,
ἀπάντησε ὁ Πλάστης, «ἐγώ, πλάσμα μου καὶ Μητέρα μου·
νὰ σὲ λυπήσω δὲν θέλω· μὰ θὰ σοῦ φανερώσω 
τὰ ὅσα θέλω νὰ κάνω καὶ ἱκανοποίησι θὰ δώσω στὴν
ταραγμένη σου ψυχή, ὦ Μαριάμ·
Ἐμένα ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου, νὰ μοῦ τρυποῦν τὰ χέρια
σύντομα θὰ δής, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ γένος σου·
Αὐτὸν ποὺ θηλάζης Ἐσύ, ἄλλοι χολὴ θὰ Τὸν ποτίσουν·
τὸ Πρόσωπο ποὺ Σὺ καταφιλεῖς, θὰ τὸ γεμίσουν μὲ φτυσίματα·
Αὐτὸν ποὺ ἀποκάλεσες Ζωή, στὸ Σταυρὸ θὰ Τὸν δῇς κρεμασμένο,
καὶ πεθαμένο θὰ Τὸν κλάψης μὰ καὶ ἀναστημένο θὰ Τὸν ἀσπαστῇς
ἡ Κεχαριτωμένη.

ιζ´. Κι ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ πάθω γιατὶ τὸ θέλω Ἐγώ·
καὶ αἰτία γιὰ ὅλα θὰ εἶναι ἡ ἀγαθή μου διάθεσι,
ποὺ ἀπὸ παλιὰ μέχρι τώρα
ὡς Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους ἐπέδειξα ζητώντας νὰ τοὺς σώσω».
Ἡ δὲ Μαριὰμ αὐτὰ καθὼς ἄκουσε βαριαναστέναξε
καὶ εἶπε· «Σταφύλι μου, οἱ ἄνομοι, ἂς μὴ Σὲ λειώσουν·
Βλαστάρι μου, ἂς μὴ δῶ τὴ σφαγὴ τοῦ Παιδιοῦ μου».
Κι Ἐκεῖνος Τῆς ἀπάντησε τέτοια λέγοντάς Της·
«Πάψε, Μητέρα, νὰ κλαῖς γιὰ κάτι ποὺ δὲν ξέρεις· γιατὶ ἅμα δὲ γίνη,
ὅλοι αὐτοὶ θὲ νὰ χαθοῦν, γιὰ τοὺς ὁποίους μὲ ἱκετεύεις,
ἡ Κεχαριτωμένη.

ιη´. Καὶ γιὰ ὕπνο λογαρίασε τὴ θανή μου, Μητέρα·
γιατὶ τρεῖς ἡμέρες θὰ μείνω στὸ μνῆμα μου θέλοντας
καὶ μετὰ θὰ μὲ δῇς ἐμπροστά Σου
ζωντανὸν γιὰ ν᾿ ἀλλάξω τὴ γῆ καὶ τὸν κόσμο της·
αὐτά, Μητέρα, σὲ ὅλους ἀνάγγειλε, αὐτὰ ἂς εἶναι τὰ πλούτη Σου·
γίνε μ᾿ αὐτὰ βασίλισσα καὶ γέμισε μὲ τοῦτα εὐφροσύνη».
Καὶ ἀμέσως ἐβγῆκε ἡ Μαρία καὶ τράβηξε πρὸς τὸν Ἀδάμ·
καὶ στὴν Εὔα φέρνοντας τὸ χαρούμενο μήνυμα, λέει·
«Μέχρις ὅτου νὰ γίνουν ἐτοῦτα ἡσυχάστε λιγάκι· γιατὶ
ἀκούσατε ἀπ᾿ τὸν Ἴδιο,
τὰ ὅσα εἶπε πὼς θὰ πάθῃ γιὰ σᾶς ποὺ μὲ φωνάζετε
῾ἡ Κεχαριτωμένη᾿.»

Ἡ παροῦσα Δ´ ἐπεξεργασία ἔλαβε τέλος τὴν 12ην Ἰουλίου 1986, ἡμέρα Σάββατον, ὥρα 10 τὸ πρωί. Ῥωμανέ μου, μνήσθητι…

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ῥωμανοῦ Μελωδοῦ, Ὕμνοι, Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, Τόμος 2ος, Β´ ἔκδοση, Ἐκδόσεις Χ. Μπούρα, Ἀθήνα, σελ. 32 -51.