Μὴ φοβηθεῖς – καὶ οὔτε νὰ φανταστεῖς πῶς χάθηκα·
δές με, μιὰ μοναδικὴ νεκροκεφαλή
ποὺ ἀντίθετα μὲ κεφάλι ζωντανό
ὅ,τι κυλᾷ κοινὸ δὲν εἶναι.
Ἔζησα, ἀγάπησα, ἤπια σὰν καὶ σένα·
πέθανα· ἀς λυώσῃ ἡ γῆ τὰ κόκκαλά μου·
γέμισε με – δὲν μπορεῖς νὰ μού κάνεις κακό·
τὰ σκουλήκια ἔχουν χεῖλη πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὰ δικὰ σου.
Κάλλιο νὰ κρατώ τὸ λαμπερὸ σταφύλι
παρὰ νὰ θρέφω τὰ γλυστερὰ γεννήματα τῆς γῆς·
καὶ νὰ κυκλώνω στὸ σχήμα τοῦ κύπελλου
θεῖο ποτὸ καὶ ὄχι τροφὴ γιὰ φίδια.
Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε τὸ πνεῦμα μου ἔλαμψε,
τώρα λαμπρὸς βοηθὸς τῶν ἄλλων ἀς φανώ.
Καὶ ὅταν, ἀλίμονο! τὸ μυαλὸ χαθεί
τί πιὸ εὐγενικὸ στὴ θέση του ἀπ’ τὸ κρασί;
Πῖνε πολὺ, ὅσο μπορεῖς· ἕνας ἄλλος δρόμος
ὅταν ἐσὺ σὰν καὶ μένα χαθῇς,
ἴσως σὲ σώσει ἀπὸ τ’ ἀγκάλιασμα τῆς γῆς,
τὸ σμίξιμο καὶ τὶς κραιπάλες μὲ τοὺς νεκρούς.
Γιατί ὄχι; ἀφοῦ στὴ σύντομη ζωὴ μας
τὸ κεφάλι μας τέτοιες συμφορὲς γεννᾷ,
λυτρωμένο ἀπ’ τὰ σκουλήκια καὶ τὸ φθαρτὸ πηλὸ,
δικὴ του ἢ εὐκαιρία κάποια χρεία ν’ ἀποχτήσῃ.
Ἀββαεῖο τοῦ Νιούστεντ, 1808
Μπάυρον, εκδ. Οδός Πανός

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου