Πάνε πολλά χρόνια από τότε που έφυγα από εκείνη την πόλη. Ποτέ δε μου άρεσε εκεί. Και είναι λίγα αυτά που θυμάμαι από του ανθρώπους, τους δρόμους, τα μαγαζιά, τα ελάχιστα αξιοθέατα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά εκείνη. Θυμάμαι κάθε μικρή λεπτομέρεια του προσώπου της. Ήταν σίγουρα η πιο όμορφη και η πιο ευγενική γυναίκα της πόλης. Η μόνη όμορφη ανάμνηση που μου έμεινε από τότε. Όταν περπατούσε στη βροχή του φθινοπώρου, το νερό φαινόταν να μην την αγγίζει. Και όταν ο ήλιος του κατακαλόκαιρου έκαιγε, φρόντιζε να μην πειράξουν οι ακτίνες του το δέρμα της. Τα λουλούδια της άνοιξης πάντα υποκλίνονταν καθώς περνούσε δίπλα τους και ο πάγος του χειμώνα έλιωνε πριν τον πατήσουν τα πόδια της από φόβο μην της προκαλέσει κάποιο ατύχημα άθελά του. Οι άνεμοι συναγωνίζονταν ποιος θα χαϊδέψει πιο απαλά τα μαλλιά της και το φως του φεγγαριού έπεφτε προσεχτικά επάνω της ώστε να ζωγραφίσει όσο το δυνατόν καλύτερα τη σκιά της. Οι πεταλούδες φρόντιζαν να τη στολίζουν με τα φτερά τους και τα κοτσύφια συνόδευαν μελωδικά το τραγούδι της. Στο χαμόγελό της ακόμα και οι συκοφάντες σιωπούσαν και στην ανάγκη της ως και οι πιο τσιγκούνηδες έτρεχαν να βοηθήσουν. Έκανε κρύο τη μέρα που έφυγε από την πόλη. Το θυμάμαι εκείνο το πρωινό. Σήκωσα το γιακά του παλτού μου και κατέβασα λίγο το σκούφο στο κεφάλι μου. Δεν τη χαιρέτησα. Κανείς δεν το έκανε. Όλοι είχαν πέσει σε απόλυτη σιωπή. Ούτε ένα μικρό αεράκι δε φυσούσε. Και τα σύννεφα ήταν πιο μαύρα από ποτέ. Μόνο η ομίχλη απλώθηκε σε ολόκληρη την πόλη και από τότε δεν την άφησε ποτέ. Μετά από κάμποσο καιρό έφυγα κι εγώ. Γύρισα πίσω στις πόλεις των ανθρώπων που κοιμούνται λίγο και σπάνια ονειρεύονται. Περπάτησα στους σκληρούς τους δρόμους κάτω από τον ανελέητο ήλιο, την κρύα βροχή, τον σκληρό πάγο και τους ισχυρούς ανέμους. Και τότε κοίταξα προς την πόλη την καλυμμένη με ομίχλη. Και κατάλαβα ότι η ομίχλη ήταν πάντα εκεί. Και πως εκείνη δεν ήταν η ομορφότερη γυναίκα της πόλης. Ήταν η ομορφότερη γυναίκα σε όλες τις πόλεις. Και από όπου έφευγε, η ομίχλη απλωνόταν πυκνή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου