Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Τα παπούτσια



Κοιτούσα μια βιτρίνα με παπούτσια όταν άκουσα από μέσα μια γνωστή στριγκιά φωνή να γκρινιάζει. "Πώς στην ευχή θα τα φορέσω αυτά τα παπούτσια που μου φέρνεις; Θα γλιστράω σαν τον πιγκουίνο στον πάγο!", φώναζε. Μπήκα στο μαγαζί την ώρα που ένα μαύρο αθλητικό μποτάκι εκσφενδονιζόταν προς τα έξω. Έσκυψα και ίσα ίσα το απέφυγα. Προχώρησα λίγο πιο προσεκτικά και τα δεξιά μου είδα μια κοπέλα, ομορφούλα θα την έλεγα, να στέκεται  πίσω από το ταμείο και να δείχνει κάπως φοβισμένη. Πάνω στο ταμείο βρισκόταν, σε έξαλλη κατάσταση δείχνοντας πότε τα δόντια και πότε τα νύχια του ένας ασχημομούρης πρασινοκίτρινος καλικάντζαρος. Ένα καθαρματάκι με το οποίο είχα κακή προϊστορία. Ο σκούφος του, κόκκινος με ένα κουδουνάκι στη μυτερή κορυφή του, πήγαινε πέρα δώθε καθώς κουνούσε εκνευρισμένος το χοντρό κεφάλι του. Η νεαρή, εμφανώς τρομαγμένη τώρα πια, είχε αρχίσει να ιδρώνει και φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Το δαιμόνιο το είχε καταλάβει και διασκέδαζε πολύ με την όλη κατάσταση που είχε δημιουργήσει. Ήταν τόσο απορροφημένος στο έργο του που δε με άκουσε που πλησίασα από πίσω του. Κακό του κακομούτσουνου κεφαλιού του. Τον άρπαξα από το γιακά το μπλε πουκαμίσου του και τον σήκωσα στον αέρα. Σάστισε τόσο πολύ που δεν αντέδρασε αρχικά. Όταν προσπάθησε να με γρατσουνίσει τον ταρακούνησα ελαφρά ώστε να μη μπορεί αν βρει ισορροπία. "Σαν πολύ νωρίς δε ξεκίνησες τις φασαρίες εσύ; Δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι σε κάποιο υπόγειο τούνελ με τους άλλους ασχημομούρηδες λεχρίτες και να πριονίζεις κανένα δέντρο;" του είπα αλλάζοντας λίγο τη φωνή μου και δίνοντας περιπαιχτικό τόνο. Στη συνέχεια τον πέταξα σε ένα σωρό με κούτες παπουτσιών. Μόλις συνήλθε, μου έριξε ένα άγριο βλέμμα. Μόλις με αναγνώρισε, γούρλωσε τα μάτια του. "Εσύ!!!" τσίριξε. "Βρωμερέ παλιάνθρωπε, πάλι μπροστά μου σε βρίσκω! Τι θες πάλι; Δε σου φτάνει τόσο που με έχεις βασανίσει;" έσκουξε το τελώνιο. "Μάλλον δεν έχεις πάρει το μάθημά σου" του είπα βγάζοντας μια κόκκινη κλωστή από τη τσάντα μου. "Α όχι! Όχι πάλι!" ούρλιαξε. "Εσύ με άφησες να φύγω την τελευταία φορά, θυμάσαι; Δε μπορείς να με ξαναδέσεις και να με σέρνεις τώρα!" φώναξε με αγανάκτηση. "Γυρεύοντας πήγαινες, έβαλες χέρι στα μελομακάρονα και η γυναίκα μου κατηγόρησε εμένα! Και τώρα τι κάνεις; Τρομάζεις αυτή τη γλυκύτατη κοπελίτσα και μάλιστα εκτός εποχής! Μάλλον είσαι για δέσιμο φιλαράκο" του είπα προσπαθώντας να κρατήσω τα γέλια μου και πλησιάζοντας τον τεντώνοντας την κόκκινη κλωστή. "Όχι! Θα κάνω ό,τι θέλεις! Μόνο μη με σέρνεις πάλι όπως τότε και μη με βάζεις να κάνω όλες αυτές τις δουλειές με τα χαρτιά και τις αιτήσεις!" φώναξε σχεδόν κλαίγοντας. Το σιχαμένο καλικαντζαράκι με συγκίνησε. Η αλήθεια είναι ότι το είχα υποβάλλει σε απάνθρωπες δοκιμασίες την τελευταία φορά. Πήρα ένα ζευγάρι πορτοκαλί μποτάκια, κοίταξα το νούμερο και του τα πέταξα απαλά μπροστά του. "Αυτά σου κάνουν, έτσι;". "Ναι" μου απάντησε και τα έβαλε στα πόδια του. Γύρισα στη πωλήτρια και πλήρωσα. "Φύγε από δω ρε ασχημομούρικο τερατάκι και μη σε ξαναπιάσω να διασκεδάζεις εκτός  εποχής" του φώναξα. "Βέβαια! Βέβαια! Σου χρωστάω χάρη!" είπε χαρούμενα και έκανε να φύγει. "Μισό λεπτό" διέταξα κοφτά, "για τη χάρη που είπες πως μου χρωστάς" είπα με σκεπτικό ύφος και ένα "ωχ" βγήκε από τον καλικάντζαρο σαν αναστεναγμός. "Μια δυο επισκέψεις στους γείτονές μου δε θα με έβρισκαν αντίθετο και θα βοηθούσαν να ξεχάσω τα καμώματά σου" συνέχισα. Ένα πλατύ χαμόγελο που φανέρωνε τα μυτερά του δόντια σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και τα κόκκινα σχιστά μάτια του άστραψαν. "Πες πως έγινε αφεντικό!" φώναξε και εξαφανίστηκε γελώντας. Έμεινα λίγο στο μαγαζί, βοήθησα την κοπέλα να μαζέψει το χάλι που είχαμε κάνει, τη χαιρέτησα και έφυγα. Άλλη μια απλή μέρα φαινόταν να περνάει ήσυχα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου