Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Επανάσταση και ποίηση

Αποτέλεσμα εικόνας για 1821 πινακες ζωγραφικης
edopanepistimio
Eπιμέλεια: Γιάννης-Ιόλαος Μανιάτης Στόχος της ανά χείρας ανθολόγησης δεν είναι να αποδώσει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκε η επανάσταση/εξέγερση του 1821 στον χώρο της λογοτεχνίας και ειδικά της ποίησης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον αφ’ ενός διότι ο χώρος μιας εφημερίδας είναι περιορισμένος ενώ το υλικό πλούσιο, αφ’ ετέρου διότι μια τέτοια ανθολόγηση –για να μπορέσει να διεκδικήσει κάποια αύρα πληρότητας– θα ήταν έργο ζωής που θα έπρεπε να καταλαμβάνει τόμους.

Η επιλογή που γίνεται εδώ δεν επιδιώκει να αξιολογήσει τα ποιήματα που περιλαμβάνει (παρόλο που κάθε ανθολόγηση παραμένει και μια αξιολόγηση) ούτε να «ανακαλύψει το φύλο των αγγέλων». Κύρια επιδίωξη είναι να αποτυπωθεί η διαχρονικότητα της επίδρασης του ’21 στην ποίηση –επίδραση που ξεκινά από τον ρομαντισμό και φτάνει μέχρι και σήμερα- και να «αποχαρακτηρίσει» την ποίηση του ’21 από την, συχνά μονομερή, «εθνοκεντρική» της ανάγνωση που την έχει εξορίσει στις σχολικές γιορτές και στον αυστηρά επετειακό της χαρακτήρα. 

Επιλέξαμε, τέλος, να διατηρήσουμε σε όλα τα ποιήματα τη μονοτονική απόδοση (για λόγους τεχνικούς) και σε ορισμένα ποιήματα να παραθέσουμε (για λόγους χώρου) μόνον αποσπάσματα. Επιπλέον, σημειώνεται σε κάθε ποίημα –ή απόσπασμα ποιήματος– η έκδοση από την οποία ανασύρθηκε.

Λόρδος Βύρων (George Gordon) 1788-1824
Απόσπασμα από τον «Childe Harold»/Άσμα Δεύτερο, Στροφή 87.
Γαλάζιοι ακόμα οι ουρανοί, κι απότομ’ οι γκρεμοί σου·
ειν’ όμορφοι κ’ οι λόγγοι σου, πρασινισμέν’ οι κάμποι,
ώριμη, σαν χαμόγελο της Αθηνάς η ελιά σου,
χαρίζει ακόμα ο Υμηττός τον πλούτο του μελιού του·
κει πάνω χτιζ’ η μέλισσα το ευωδερό της κάστρο,
μια, στο βουνίσιο αγέρα σου, λεύτερη ταξιδεύτρα·
τα καλοκαίρια σου γλυκά κι ο Απόλλων τα χρυσώνει, 
στο φως του λάμπουν τα λευκά μάρμαρα της Πεντέλης·
η Τέχνη, η Δόξα, η Λευτεριά λείπουν, μα η Φύση ωραία.
Τσατσούλας, Στέφανος, Ανθολογία Αγγλικής ποιήσεως, μτφρ. του ιδίου, Αθήνα 1964


Διονύσιος Σολωμός 1798-1857
«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Σχεδίασμα β’/2
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, 
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε. 

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, 
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, 
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη. 
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα, 
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, 
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· 
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο. 
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, 
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· 
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. 

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Σολωμός Διονύσιος, Έργα, Ποιήματα και πεζά, εισ.,επιμ., σχολ. Δημήτρης Δημηρούλης, Μεταίχμιο 2007


Percy Bysshe Shelley (Πέρσυ Μπύς Σέλευ) 1792-1822
Απόσπασμα από το λυρικό δράμα «Ελλάς»

ΧΟΡΟΣ
Τον κόσμο η δόξα ξαναζώνει,
Τα χρυσά χρόνια ξαναζούν,
Η γη σα φίδι ξανανιώνει,
Τα χιόνια σβύνουν και περνούν:
Γελούν τα ουράνια και γιορτάζουν,
Και, σα συντρίμια στ΄όνειρό σου, θρησκείες και κράτη αχνοφαντάζουν.

Νέα Ελλάδα ορθώνει τα βουνά της
Μέσα από ολόλαμπρα νερά.
Προς την αυγή ο Πηνειός, περάτης,
Κυλάει τα ρείθρα του λαμπρά.
Τα όμορφα Τέμπη εκεί που ανθούνε
Οι νιες Κυκλάδες, απλωμένες σε βάθη ηλιόχαρα, υπνοζούνε.

Μια Αργώ αψηλή το κύμα σκίζει,
Με άθλους καινούργιους φορτωμένη.
Ορφέας καινούργιος κιθαρίζει,
Και, όλος αγάπη, κλαίει, πεθαίνει.
Νέος Οδυσσέας ξαναφήνει
Την Καλυψώ στο ερμόνησό της για της πατρίδας την ειρήνη.

Σέλλευ, Ελλάς 1821, μτφρ. Αναστάσιος-Μιλτιάδης Στρατηγόπουλος, Αθήνα 1932


Γεώργιος Στρατήγης 1860 -1938
Ο Ματρόζος (απόσπασμα)

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ΄ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γερο- Καπετάνος,
που ακόμα και στον ύπνο του τον έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν τ΄ αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες Πατρίδα μου χρυσή,
είναι από εκείνους που έβαλαν στη κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου άλλα,
μα κείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
...
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
με καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ΄χε ναύτες του, με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ΄λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
« Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ΄ αποθάνω»,
στο τέλος πάντα μου ΄λεγε μ΄ έν΄ αναστεναγμό,
« Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ΄ εύρετε μια μέρα από την πείνα...
Γεωργίου Στρατήγη, Πενήντα χρόνια, Αθήνα 1927 


Κωστής Παλαμάς 1859-1943
Από τα «Δεκατετράστιχα»/93/ «για τον Καραϊσκάκη»
Πόλεμος θ΄ άρχιζε. Στα ξάγναντα, μπροστά μου, 
κορφή, γκρεμός το βουνό μαύρο. Ξαφνικά 
το βουνό αστράφτει μέσ΄ στην υπνοφαντασιά μου
σαν από φάσγανα γυμνά για φονικά. 
Όσο κι αν έγερν΄ εμέ δείλια προς τα χάμου, 
με μάτια πρόσμενα υψωμένα εκστατικά 
τα πρώτα βόλια να σφυρίξουνε στ΄ αυτιά μου
κ΄ ενιωθα κάτι σα φτερά στα σωθικά. 
Και νά! Από τού βουνού την κορωμένη ράχη
δε χύμησε μουγγρίζοντας η αντάρα η μάχη. 
Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι 
την κατεβαίνανε, και σ΄ όλους μέσα ποιός; 
Ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι, 
της Καλογριάς ο Γιός!

Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τομ. 7ος , Γκοβόστης, Αθήνα 1972


Κ. Γ. Καρυωτάκης 1896-1928
Ηρωική Τριλογία/ «Κανάρης»
Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλι
κόσμου που επόνει.
(Ήρωες χρόνοι!)
Και πως εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!
Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη-Ερμής, Αθήνα 1972 

Ντίνος Χριστιανόπουλος 1931- Καημένε Μακρυγιάννη
καημένε Μακρυγιάννη νά΄ ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ 
τα κωλόπαιδα

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου