Εικονογράφηση στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, Κόλαση, από τον Ουίλλιαμ Μπλέηκ.
https://www.opendemocracy.net/en/transformation/transformative-visions-of-william-blake/
Η «ποιητική ιδιοφυΐα» που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο δημιουργεί ένα εφαλτήριο για αυτοεξέταση και κοινωνικό αγώνα.
Κρίστοφερ Ρόουλαντ
Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ (1757–1827) έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο, με μια σύντομη παραμονή στις ακτές του Σάσσεξ, κατά τη διάρκεια της οποίας κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία εξαιτίας όσων είπε σε έναν στρατιώτη και οδηγήθηκε σε δίκη. Η ζωή του διέτρεξε τα ταραγμένα χρόνια της ανεξαρτησίας των αμερικανικών αποικιών και της Γαλλικής Επανάστασης, γεγονότα που σημάδεψαν την προφητική του κατανόηση της ιστορίας.
Οι δύο «προφητείες» του, America και Europe, δεν ήταν «προφητικές» με την έννοια ότι ο Μπλέηκ επεδίωκε να προβλέψει τι συνέβαινε· γράφτηκαν στην πραγματικότητα κατόπιν των γεγονότων. Στόχος του ήταν να διερευνήσει τα βάθη των ιστορικών και κοινωνικών δυνάμεων που τα προκάλεσαν. Ήταν μέρος μιας παράδοσης ριζοσπαστικής μη-συμμόρφωσης στη θρησκεία της Αγγλίας, με διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης της Βίβλου.
Με πολλούς τρόπους ο Μπλέηκ είναι μια προφανής περίπτωση ενός ανθρώπου του οποίου το έργο συνέδεσε «το προσωπικό με το πολιτικό», αλλά η δική του συμβολή στην δικαιοσύνη και την ισότητα στον κόσμο δεν ήταν τόσο η πολιτική δράση ή μια πρακτική που στόχευε άμεσα στη μεταμόρφωση της κοινωνίας, όσο ο πνευματικός μόχθος της αλλαγής καρδιών και συνειδήσεων. Ο Descriptive Catalogue του 1809 δείχνει πως ήθελε να διεκδικήσει ρόλο ως δημόσιος καλλιτέχνης. Όμως η έκθεση του έργου του αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση από τον μοναδικό κριτικό που έγραψε (τον Ρόμπερτ Χαντ), ο οποίος την απέπεμψε ως «συρραφή ανοησιών... τα άγρια ξεσπάσματα ενός διαταραγμένου εγκεφάλου», χαρακτηρίζοντας τον Μπλέηκ «έναν δυστυχισμένο τρελό».
Αυτή η πρωτοβουλία του Μπλέηκ δείχνει όχι μόνο το αίσθημα κλήσης που είχε, αλλά και τις δυσκολίες που συνόδευσαν την αποδοχή του έργου του. Τα «φωτισμένα βιβλία» του είναι εξίσου απαιτητικά για τον σημερινό αναγνώστη ή θεατή όσο ήταν και όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν, και πολλοί θα συνεχίσουν να αντιδρούν όπως ο Χαντ. Αυτή η πολυπλοκότητα απλώς υπογραμμίζει τη δυσκολία των ερμηνευτικών αποστολών που ανέλαβε ο Μπλέηκ, καθώς διερευνούσε τις σχέσεις με το παρελθόν και τα αδιέξοδα που τόσο εύκολα εμφανίζονται στην πορεία της προσωπικής και πολιτικής μεταμόρφωσης.
Σε όλο του το έργο έμεινε πιστός στο εξής καθήκον, όπως το διατύπωσε στο The Marriage of Heaven and Hell: «Αν οι θύρες της αντίληψης καθαρίζονταν, τα πάντα θα φανερώνονταν στον άνθρωπο όπως είναι: άπειρα». Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι όλο το έργο του Μπλέηκ σχεδιάστηκε για να διευκολύνει τη διαδικασία της αλλαγής, τόσο στον άνθρωπο όσο και στην κοινωνία. Η μεταμόρφωση είναι το κλειδί σε ό,τι ανέλαβε.
Αυτό παίρνει πολλές μορφές. Στα πρώιμα έργα του ο Μπλέηκ επεδίωξε να δώσει προτεραιότητα στη «Ποιητική Ιδιοφυΐα, το Πνεύμα της Προφητείας», ώστε να μην εγκλωβιστούν οι άνθρωποι να επαναλαμβάνουν «την ίδια βαρετή στροφή ξανά και ξανά». Αμφισβήτησε τους διάχυτους τρόπους σκέψης στην κουλτούρα και την κοινωνία που χωρίζουν και καταδικάζουν. Για τον Μπλέηκ, «Χωρίς Αντίθετα δεν υπάρχει πρόοδος». Κάθε τακτοποιημένος διαχωρισμός σε ιερό και κοσμικό, για παράδειγμα, τίθεται υπό ερώτηση, όπως και η διαρκής τάση να απορρίπτεται η διαφορά αντί να γίνεται αποδεκτή.
«Δεν προσποιούμαι την αγιότητα! κι όμως προσποιούμαι πως αγαπώ», έγραψε στην Ιερουσαλήμ. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι ήρθε να δει τη συγχώρεση των αμαρτιών ως θεμελιώδη για μια ζωή όπου η διαφορά και «ο Άλλος» γίνονται πηγές δημιουργικότητας κι όχι αφορμές απόρριψης, αποξένωσης ή καταπίεσης. Στα όψιμα έργα του, τα σύνθετα αποτελέσματα των «δύο αντίθετων καταστάσεων της ανθρώπινης ψυχής» αναπτύσσονται στην αναζήτηση προσωπικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.
Αυτή η αναζήτηση κορυφώνεται στην Ιερουσαλήμ. Ο Μπλέηκ πίστευε ότι δεν έγραφε «Ποίηση Δεμένη» σε αυτό το αριστούργημα. Αντίθετα, πρόσφερε λόγια και εικόνες που απευθύνονταν στη συλλογική νάρκη του έθνους, εγκαινιάζοντας έτσι μια αναγκαία και μακροχρόνια διαδικασία αφύπνισης, με όλα της τα ψευδοξεκινήματα και τις δυσκολίες της· μια επίπονη πορεία προς την εκπλήρωση της ελπίδας ότι «Ουρανός, Γη και Κόλαση, στο εξής θα ζουν σε αρμονία».
Αν στην Ιερουσαλήμ η ισορροπία γέρνει περισσότερο προς το κείμενο παρά προς τις εικόνες, οι μεταγενέστερες Εικονογραφήσεις στο Βιβλίο του Ιώβ δίνουν προτεραιότητα στις εικόνες αντί για το κείμενο. Ο Μπλέηκ διαβάζει αυτό το βιβλικό έργο με όρους μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου που είναι παγιδευμένος στις συνήθειες της παραδεδομένης σοφίας, μέσω των αναστατωτικών εμπειριών της ζωής και του οράματος. Αυτές οι εμπειρίες επιτρέπουν στους ανθρώπους να δουν το θείο μέσα τους, και να δείξουν τη λύτρωσή τους μέσα από την πρακτική της αγάπης για τους εχθρούς τους.
Για τον Μπλέηκ, αυτό σήμαινε την «αναίρεση του Εγώ»—με την οποία δεν εννοούσε άρνηση του εαυτού, αλλά αναγνώριση ότι η αληθινή ανθρώπινη άνθηση είναι δυνατή όταν συνειδητοποιούμε πως «κάθε καλοσύνη προς τον άλλον είναι ένας μικρός θάνατος μέσα στην Θεία Εικόνα, ούτε μπορεί ο άνθρωπος να υπάρξει παρά μόνο μέσω της Αδελφότητας». Σήμαινε επίσης να αφήσουμε «την Ποιητική Ιδιοφυΐα, το Πνεύμα της Προφητείας», να εργαστεί ελεύθερα, και όχι να το επιστρατεύσουμε για να προωθήσουμε ένα εγωκεντρικό ταξίδι. Η προώθηση ενός σκοπού, όσο άξιου, μπορεί να καταλήξει στην προδοσία του όταν το εγώ προσκολλάται σε αυτόν και μετατρέπεται στο αντίθετο της πτωχείας του πνεύματος, τροφοδοτημένο από αυταρέσκεια και αυτοπροβολή.
Ο Μπλέηκ τόνισε τη σημασία της δημιουργικής συμμετοχής του αναγνώστη ή θεατή—δηλαδή του καθενός, όχι μόνο της ακαδημαϊκής ελίτ. Όλοι μπορούσαν να αφήσουν την «Ποιητική Ιδιοφυΐα» μέσα τους να τους παρακινήσει σε δημιουργική εμπλοκή με τη ζωή, μέσα από ανθρώπινες σχέσεις αλλά και αυτογνωσία. Οι προσπάθειές του να επισπεύσει την ανθρώπινη μεταμόρφωση με αυτόν τον τρόπο προαναγγέλλουν πολλά σύγχρονα κινήματα, όπως η θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική.
Αυτό το κίνημα υπήρξε κεντρικό μέρος της αντίστασης στις στρατιωτικές δικτατορίες στη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του 1960 και του 1970, ιδίως στη Βραζιλία. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία ενός ευρύτατου ποιμαντικού προγράμματος στήριξης και συνοδείας όσων ζούσαν στις φαβέλες στα όρια μεγάλων μητροπόλεων όπως το Σάο Πάολο. Αφετηρία της θεολογίας της απελευθέρωσης ήταν η κεντρικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας: η πραγματικότητα της ζωής ήταν το κλειδί για την ερμηνεία της Βίβλου και της εκκλησιαστικής παράδοσης. Εκπαιδευτικό υλικό για το λαό ενσωμάτωνε τη σημασία τόσο των εικόνων όσο και των κειμένων, και αποτέλεσε σημαντικά στοιχεία των ποιμαντικών προγραμμάτων σε πολλές βραζιλιάνικες επισκοπές.
Η θεολογία της απελευθέρωσης εμπνεύστηκε εν μέρει από το έργο του διακεκριμένου παιδαγωγού Πάουλο Φρέιρε (1921–1997), ο οποίος τόνισε τη σύνδεση μάθησης και δράσης, εμπειρίας και στοχασμού. Άσκησε κριτική σε μια αντίληψη παιδείας όπου οι μαθητές γίνονται απλώς συσσωρευτές πληροφοριών ή αποθήκες γνώσης. Οι απλοί άνθρωποι ενθαρρύνονταν να αφήσουν την εμπειρία τους να διαμορφώσει την ανάγνωσή τους της Βίβλου και να αντλήσουν από τις ιδέες και τις εμπειρίες τους.
Όπως το έθεσε ο Κάρλος Μέστερς (θεολόγος με έδρα τη Βραζιλία), «η έμφαση δεν δίνεται στο ίδιο το κείμενο αλλά μάλλον στη σημασία που έχει το κείμενο για τους ανθρώπους που το διαβάζουν... Η ζωή έχει την πρώτη θέση! ... οι απλοί άνθρωποι μας δείχνουν τη τεράστια σημασία της Βίβλου· και ταυτόχρονα τη σχετική της αξία—σχετική ως προς τη ζωή».
Με παρόμοιο τρόπο, η έγνοια του Μπλέηκ σε όλο του το έργο ήταν η αλληλεπίδραση όλων των όψεων της ανθρώπινης εμπειρίας, η διερεύνηση των δεσμών τους και η ανάδειξη ότι η εργασία με τη μία όψη προϋποθέτει την εργασία με όλες τις άλλες. Για τον σκοπό αυτόν αντλούσε από πολλούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της Βίβλου, αν και ήταν απολύτως ενήμερος τόσο για τις αδυναμίες της όσο και για τις δυνάμεις της.
Με λόγια που προλογίζουν ό,τι κατέληξε να γίνει ανεπίσημος εθνικός ύμνος της Αγγλίας, το λεγόμενο Jerusalem (στην πραγματικότητα το Πρόλογο του Milton: A Poem), ο Μπλέηκ υποστήριζε την «κατάλληλη θέση» του «Υψηλού της Βίβλου», όπου η «Έμπνευση» αποκτά προτεραιότητα έναντι της «Μνήμης». Στόχος του ήταν να αποκαταστήσει την ισορροπία δυνάμεων, είτε στην κοινωνία είτε στην προσωπική ζωή.
Η δικαιοσύνη και η αγάπη, το προσωπικό και το πολιτικό, πρέπει να βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση αν πρόκειται να εξασφαλίσουν τη μεταμόρφωση αντί για στασιμότητα ή καταπίεση

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου