Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Τα μοιρολόγια της Ηπείρου

Αποτέλεσμα εικόνας για mourner painting
Η χαρά κι ο πόνος, το τραγούδι κι ο θρήνος, το ξεφάντωμα και το μοιρολόι εναλλάσσονται μέσα στον κύκλο της ζωής. Ο πόνος από την απώλεια αγαπημένων προσώπων γίνονταν τραγούδι από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Ελλάδα το κλάμα για το νεκρό ξεκινούσε με το «γόο», αυτοσχέδιο τραγούδι από τους στενούς συγγενείς και κατέληγε στο θρήνο που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. 





Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο του αναγκαστικού θρήνου ειδικά στις κηδείες βασιλιάδων ή τυράννων, όπου πολλοί μαστιγώνονταν για να βγάλουν δυνατές σπαρακτικές κραυγές.
Οι χριστιανοί θεωρούσαν άπρεπο τον υπερβολικό θρήνο. Κατέκριναν τις ακραίες συνήθειες, όπως το ξέσχισμα του προσώπου, το ξερίζωμα των μαλλιών και το σκίσιμο των ρούχων. Η εικόνα των γυναικών με τα σκισμένα ρούχα και τα χτυπήματα στο στήθος θεωρήθηκε άσεμνη. Έφτασαν να θεωρούν το θρήνο συνήθεια εγωιστική και εγωκεντρική. Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας ιεροτελεστίας αποτελούν και τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, αναφέρονται και ως μοιρολόια, έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες ) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευση της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε. Παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς. Η Ήπειρος και η Μάνη είναι τα λίκνα του μοιρολογιού. Περιοχές πολύ φτωχές και οι δύο, ορεινές, με συνθήκες ζωής πολύ δύσκολες. Όμως και κάτοικοί τους κρατάνε τις παραδόσεις πεισματικά. Ονομαστά είναι τα μοιρολόγια της περιοχής των Πραμάντων Ιωαννίνων, της Κόνιτσας και των χωριών του Πωγωνίου. Τα μοιρολόγια στις περιοχές αυτές μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Σύνηθες φαινόμενο είναι και ο αυτοσχεδιασμός. Ο στίχος και ο ρυθμός των τραγουδιών αυτών της Ηπείρου είναι στα περισσότερα δεκαπεντασύλλαβος, ενώ της Μάνης έχει αντικατασταθεί με δεκαεξασύλλαβο και πολλές φορές με οκτασύλλαβο. Ο ρυθμός και το μέτρο των τραγουδιών αυτών από πολλούς θεωρείται σαν ο μακρινός απόγονος του Ομηρικού στίχου.Τα περισσότερα μοιρολόγια στις περιοχές αυτές αναφέρονται στο θάνατο κάποιου νέου ή νέας, συνεπώς στον «άδικο» χαμό. Από τη βυζαντινή εποχή ήδη, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε  το κύριο στοιχείο του τελευταίου  αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας  ήταν απαραίτητη και αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού. Ακολουθούν χαρακτηριστικά δείγματα ηπειρώτικων θρηνητικών τραγουδιών και μοιρολογιών:

 ‘ΚΕΙ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΣ ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΜΟΥ

‘Κει που θα πας καρδούλα μου, στη σκάλα που θ’ ανέβεις,
Θα βγουν οι νιοι, θα βγουν οι νιες, θα βγουν τα παλικάρια
Να σε δεχτούν και να σε ιδούν, να πιάκουν τ’ άλογό σου,
Κι ο μαύρος καμαρώνοντας θα σειέται, θα λυγιέται.
Κι αν σε ρωτήσουν, γιόκα μου, κι αν θα σου ειπούν, παιδί μου,
«Σαν τι μαντάτα ήφερες απ’ τον απάνω κόσμο;»
Πες τους οι μάνες φλίβονται για τα καψοπαιδιά τους,
Που τάφαγεν η μαύρη γης και τ’ άραχνο το χώμα.


ΕΣΥ ΠΑΙΔΙ Μ’ ΕΚΙΝΗΣΕΣ

Εσύ, παιδί μ’ εκίνησες να πας στον κάτου κόσμο,
κι αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη·
παιδάκι μου, τον πόνο σου, που να τον απιθώσω,
που κι αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια·
που να βαλθούν τα δάκρυα  για τον ξεχωρισμό σου;
Αν πέσουνε στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε  στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι αν τα σφαλίσω στην καρδιά γλήγορα σ’ ανταμώνω.

Μ’ ΕΜΑΣΕ ΓΙΕ Μ’ Ο ΠΟΝΟΣ ΣΟΥ

Μ’ έμασε, γιε μ’ ο πόνος σου, μ’ έπνιξε ο καημός σου!
- Σ’ έμασε, μάνα, ο πόνος μου, σ’ έπνιξεν ο καημός μου;
εσύ τη στράτα ξέρεις την, το μνήμα μ’ το γνωρίζεις, 
κάμε τα χέρια σου τσαπιά, την πλάκα παραπέρα,
και τράβα το μαντήλι μου από το πρόσωπό μου,
κι αν μ’ έβρεις ασπροκόκκινον, σκύψε κι αγκάλιασέ με·
Στες τρεις πήρα κι αράχνιασα, εις τες εννιά μυρίζω,
κι απ’ τες σαράντα κ’ ύστερα αρμούς αρμούς χωρίζω.

ΜΗΝ Α ΕΙΣΑΙ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΜΙΚΡΗ


Μην α είσαι, κόρη μου, μικρή, να ‘χεις μικρό τον πόνο;
Ήσουν καλή απ’ τες καλές κι από τες διαλεγμένες,
ήσουν μες στο σπιτάκι σου στύλος μαλαματένιος,
και σ’ το γλυκό τ’ αϊτέρι σου καράβι αρματωμένο,
ήσουνα στα παιδάκια σου Μάης με τα λουλούδια,
ήσουν και στη μανούλα σου κασέλα κλειδωμένη,
ήσουν τιμή της γειτονιάς και του χαμού καμάρι.

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΕ ΧΑΡΕ ΜΟΥ


Παρακαλώ σε, χάρε μου, και διπλοπροσκυνώ σε,
τον νιον αυτόν που κάλεσες μη τον παρακρατήσεις,
τι έχει γυναίκα παρά νια και χήρα δεν της πρέπει·
να περπατήσει γλήγορα της λεν γυρεύει άντρα,
να περπατεί σιγαλινά της λένε καμαρώνει·
κ’ έχει και τρυφερό παιδί, μέσα στη σαρμανίτσα.
- Εγώ δεν είμ’ η μάνα του, δεν είμ’ η αδερφή του,
εγώ είμ’ ο γιος της μαύρης γης, τς αραχνιασμένης πέτρας,
και τρώγω νιους, και τρώγω νιες, και τρώγω παλικάρια,
τρώγω νυφάδες με φλωριά, νιόγαμπρους με στεφάνια·
σαράντα μέρες τον κρατώ τον πεθαμέν’ ακέριον,
κι απ’ τες σαράντα κ’ ύστερα αρμούς αρμούς χωρίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου