Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Ο περιπατητής

 


«Μια πολύ δυσάρεστη αίσθηση με διαπέρασε καθώς έμπαινα στο άδειο δωμάτιο. Σε εκείνο το κάποτε φιλόξενο, οικείο, ζεστό μέρος όπου έβρισκα καταφύγιο. Τώρα, αν και μεσημέρι, το μόνο που συνάντησα ήταν σκοτάδι και παγωνιά. Παγωνιά μια τέτοια ζεστή ημέρα του Απρίλη; Κι όμως. 

Πίσω από το ράφι με τα βιβλία ξεπρόβαλε μια αράχνη. Με κοίταξε περιπαικτικά, έτριψε τα μπροστινά της πόδια και χαμογέλασε με εκείνα τα σαγόνια που μπορούν σε δευτερόλεπτα να σκοτώσουν το θύμα που πιάνεται στον ιστό της. "Άδειασε ξαφνικά, ε; Όχι το δωμάτιο αλλά η καρδιά σου...Ανόητε, είσαι πιο πολύ πιασμένος στον ιστό ακόμα κι από εκείνο το μυγάκι που έφαγα το πρωί!". 

Έκανα να τη λιώσω με το χέρι μου αλλά πήγε και κρύφτηκε πίσω από τα βιβλία μου ξανά. Δεν τη κυνήγησα. Άλλωστε ήξερα καλά πως είχε δίκιο. Το κενό δεν ήταν στο δωμάτιο. Το κενό βρισκόταν μέσα μου και εξαπλωνόταν. Με έτρωγε σιγά σιγά. 

Προσπάθησα να ξαπλώσω αλλά το κρεβάτι φαινόταν να είναι στρωμένο με κοφτερές πέτρες. Κι ας ήταν τόσο μαλακό το πρωί που ξύπνησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατάλαβα πως ο αέρας είχε γίνει βαρύς, πνιγηρός. Μια μυρωδιά σαν θειάφι με έπνιγε. Η αράχνη, η οποία είχε σκαρφαλώσει πια στο ταβάνι και κρεμόταν από εκεί σε μια λεπτή μεταξένια κλωστή ιστού κάγχασε: "Και έτσι τελειώνουν τα όνειρα των ανόητων, ξυπνώντας σε έναν εφιάλτη!" 

Πήγα στη κουζίνα και έβαλα λίγο νερό σε ένα ποτήρι. Προσπάθησα να το πιω μα η γεύση του μου φάνηκε πικρή. Άφησα το ποτήρι και έσκυψα το κεφάλι ακουμπώντας στον νεροχύτη. Αν δεν είχα την περηφάνια της νεότητας μάλλον θα άφηνα ένα δάκρυ, έστω ένα να κυλήσει. Άκουσα την αράχνη να γελά μέσα από το δωμάτιο ξανά. 

Πήρα τα κλειδιά μου και βγήκα έξω. Σκέφτηκα πως λίγο περπάτημα θα με βοηθούσε να καθαρίσω το μυαλό μου. Ίσως και να την έβρισκα στον σταθμό να με περιμένει. Ίσως να μην είχε φύγει. Ξεκίνησα να περπατώ. Πέρασα και από τον σταθμό. Δεν ήταν εκεί. Είχε πάρει το τρένο την προκαθορισμένη ώρα. 

Η πόλη μου έμοιαζε πια πολύ μικρή. Πολύ γκρίζα. Πολύ νεκρή. Συνέχισα να περπατώ. Δε γύρισα ποτέ ξανά στο δωμάτιό μου. Ακόμα και όταν ο δρόμος μου με έφερε ξανά πίσω στη πόλη, δε πέρασα από το δωμάτιο. Δεν είχε νόημα πια. Έκτοτε περπατώ. Περπατώντας έχω διασχίσει χώρες και ηπείρους. Πόσο μικρός και ασφυκτικός είναι ο κόσμος. Ακόμα τη ψάχνω και ας μου είπαν πως έχει από χρόνια πια πεθάνει. Εγώ θα συνεχίσω να τη γυρεύω. Και να περπατώ...»

Αυτά μου είπε στη σύντομη συνάντηση που είχαμε. Τον κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν προς μια κατεύθυνση που πουθενά δεν θα τον έβγαζε αφού πια ο προορισμός του είχε χαθεί. Είχε φύγει με το τρένο πριν από πολλά πολλά χρόνια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου