Παρασκευή, 13/6/2025
Ήταν περασμένες τέσσερις όταν ξύπνησα από τον πόνο. Από την πείνα. Από το ουρλιαχτό του κενού μέσα μου. Ένιωθα την σκοτεινιά του, την αντιύλη του να απλώνεται στα οστά, στα εσωτερικά όργανα, στους μύες μου. Ήξερα πως έπρεπε να βγω έξω το συντομότερο δυνατό, πριν βλάψω κανέναν εντός του σπιτιού.
Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσα. Μόνο ο σκύλος μου με συνόδευσε δειλά ως την πόρτα. Οι υπόλοιποι γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν. Προσποιήθηκαν πως κοιμούνται.
Βγήκα έξω. Η ησυχία μπλεκόταν με το σκοτάδι της νύχτας δημιουργώντας έναν μυστηριακό καμβά. Τα αστέρια, όσα επέτρεπαν να φανούν τα φώτα της πόλης, τρεμόπαιζαν στον νυχτερινό ουρανό. Το φεγγάρι ολοκλήρωνε τον στολισμό του στερεώματος.
Άρχισα να περπατώ. Χωρίς κάποιον προορισμό. Απλά πάλευα να ξεφύγω. Το γρύλισμα του σκοτεινού τίποτα μέσα μου όλο και δυνάμωνε. Καταλάβαινα πως είχε σκοπό να πάρει τον έλεγχο. Και πως αισθανόταν αρκετά δυνατό για να τα καταφέρει αυτή τη φορά.
Έκανα μια στάση σε ένα πάρκο και κάθισα να ξεκουραστώ σε ένα από τα παγκάκια του. Εκείνη την ώρα τα κοτσύφια άρχιζαν να κελαηδούν τις πρώτες πρωινές τους μελωδίες. Μόλις όμως αντιλήφθηκαν την παρουσία μου σταμάτησαν το τραγούδι τους. Και όχι μόνο αυτά. Κάθε ήχος που ακουγόταν εκείνη την ώρα σταμάτησε. Ναι, δεν ήταν και πολλοί αλλά η πλήρης διακοπή τους έγινε αμέσως αισθητή.
Αλλά και τα φώτα των λαμπτήρων, φάνηκαν να χάνουν τη λάμψη τους. Το ηλεκτρικό τους φως φαινόταν να υποχωρεί μπροστά σε κάποια επέλαση του σκοταδιού. Τα δρομάκια και τα στενά γύρω από το πάρκο είχαν γίνει θεοσκότεινα όμως το σκοτάδι τους φαινόταν να πάλλεται, να κινείται λες και ήταν ζωντανό κυκλώνοντας τη μικρή πράσινη όαση. Άκουσα ένα σαρδόνιο γέλιο να βγαίνει από τα σπλάχνα μου. Άρχισα να ιδρώνω από αγωνία. Έπρεπε να κινηθώ αμέσως. Μόνο όταν βρισκόμουν σε κίνηση μπορούσα να ανακτήσω τον αυτοέλεγχό μου.
Έφυγα σαν τρελός προς τον μοναδικό κάπως φωτισμένο δρόμο και ξοπίσω ακολουθούσαν σαν ορδές νομάδων πολεμιστών οι σκιές. Έτρεχα σαν η ζωή μου να εξαρτιόταν από την ταχύτητά μου. Ίσως και έτσι να ήταν. Είχα ιδρώσει και τα πόδια μου άρχισαν να σκοντάφτουν. Έκοψα ταχύτητα και κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχαν πια σκιές. Και εκείνη η απόκοσμη σιωπή είχε φύγει αφήνοντας ελεύθερους τους ήχους της κοιμισμένης πόλης.
Και τότε, μπροστά μου, πίσω από μία στροφή του δρόμου άκουσα φωνές. Ανθρώπινες φωνές, ταραγμένες, φοβισμένες. Πλησίασα να δω τι συμβαίνει. Η εξώπορτα ενός διώροφου σπιτιού ήταν ορθάνοικτη· η λάμπα από πάνω την αναμμένη, όπως και αναμμένο ήταν και το φως της σκάλας. Μία γυναίκα, μεγάλης ηλικίας, όχι πολύ μεγάλης όμως, βγήκε με τη νυχτικιά της έξω έχοντας τα χέρια στο κεφάλι της. Χωρίς να προσέξει τη παρουσία μου, κλαίγοντας και μουρμουρίζοντας κάτι έφτασε μπρος μου. Κατέβασε τα χέρια της και με κοίταξε από πάνω ως κάτω. "Εσύ", μου είπε, " εσύ κάτι θα μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις".
Με τράβηξε από το μανίκι του ράσου και με έβαλε μέσα. Με οδήγησε στο πρώτο διαμέρισμα στο ισόγειο. Μόλις με είδαν οι πέντε άνθρωποι που ήταν εκεί παραμέρισαν και άφησαν να φανερωθεί μια κοπέλα, μικρής ηλικίας, ανήλικη μάλλον ακόμα σε τρομερά άσχημη κατάσταση. Πρόσωπο παραμορφωμένο, στα όρια του ανθρώπινου, άκρα λυγισμένα με εντελώς αφύσικο τρόπο, αφρός να βγαίνει από το στόμα της και γρυλίσματα να εναλλάσσονται με ακατάληπτες φράσεις να βγαίνουν από τις φωνητικές της χορδές. "Βοήθησέ τη σε παρακαλούμε" είπαν σχεδόν με μία φωνή.
Το σκοτάδι μέσα μου με έκανε να διπλωθώ στα δύο από τον πόνο. Το γέλιο του και οι κραυγές θριάμβου του με ξεκούφαναν. Έπιασα το κεφάλι μου και έπνιξα μία φωνή.
Τότε, σαν να μην είχα κανέναν έλεγχο, το σώμα μου στάθηκε όρθιο και το δεξί μου χέρι ακούμπησε το κεφάλι της κοπέλας. Εκείνη ούρλιαξε με χιλιάδες φωνές και αφού ανασηκώθηκε για λίγο έπεσε λιπόθυμη ενώ η πείνα μέσα μου έσβηνε. Τώρα όμως, το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, τα μέλη της ξανά φυσιολογικά και η αναπνοή της ήρεμη, σαν παιδιού που κοιμάται.
Οι συγγενείς της, οικογένειά της, είχαν μείνει άφωνοι. Σε λίγα δευτερόλεπτα αναλώθηκαν σε δάκρυα. Με αγκάλιαζαν και με έλεγαν άγιο. Με προσκάλεσαν να κάτσω, να μου βάλουν να φάω. Κανείς τους δε σκέφτηκε να με ρωτήσει, τι στην ευχή έκαναν τέτοια ώρα έξω από το σπίτι τους. Εν τω μεταξύ η πείνα μέσα μου είχε εξαφανιστεί πια τελείως, το κενό είχε αναδιπλωθεί στο τίποτα και τα γέλια δεν ακούγονταν πια.
Τους ευχαρίστησα, τους είπα πως δε μπορούσα να μείνω και βγήκα γρήγορα έξω. Καθώς απομακρυνόμουν τους άκουσα να λένε για την αγιότητα που σίγουρα είχα και για το πως εξόρκισα τα δαιμόνια και για το ότι σίγουρα ήμουν θεόσταλτος.
Εγώ προσπαθούσα να βρω το δρόμο για το σπίτι μου- θα το κατάφερνα μετά από λίγη ώρα. Κοντοστάθηκα λίγο και στα αυτιά μου ακούγονταν αντί δοξολογίας τα λόγια των Φαρισαίων που όμως εδώ μάλλον έβρισκαν τον στόχο τους: "ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ειμί εν τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων".

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου