Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Η επιστολή

 


"Όμορφη,

θυμάσαι ότι σε φώναζα έτσι, ε; Θύμωνες τότε και έκανες μια περίεργη γκριμάτσα που πολύ με διασκέδαζε. Αλληθώριζες λίγο τα μάτια σου και έσφιγγες τα χείλη. Χθες, καθώς περπατούσα στους δρόμους της πόλης και σε σκεφτόμουν. Παράξενο. Όχι το ότι σε σκεφτόμουν - αυτό το κάνω συχνά, πιο συχνά απ' όσο θα μου επιτρεπόταν ή θα έπρεπε- αλλά επειδή σε σκεφτόμουν περπατώντας σε αυτούς τους δρόμους. Δεν τους περπατήσαμε ποτέ μαζί. Όπως δεν περπατήσαμε μαζί και κανέναν άλλον δρόμο. Οι πορείες μας πάντα συνέκλιναν αλλά ποτέ δεν κατόρθωσαν να ταυτιστούν, να γίνουν μία κοινή πορεία. Πιστεύω ότι οι ζωές των ανθρώπων είναι σαν κλωστές στο νήμα του σύμπαντος. Κάποιες τέμνονται που και που, κάποιες πλέκουν μεταξύ τους διάφορα όμορφα ρούχα και κάποιες, όσο κοντά κι αν έρχονται δεν συναντιόνται ποτέ. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν και οι δικές μας. Έφταναν πολύ κοντά αλλά ποτέ δεν συναντήθηκαν...

Παραπονιόσουν, θυμάμαι, επειδή ήμουν "κλειστός", δε μιλούσα για πράγματα εντελώς δικά μου. Δεν έχεις κι άδικο. Δε μου άρεσε να μοιραζόμουν τέτοιου είδους πράγματα. Θεωρούσα πως κάτι τέτοιο θα μου στερούσε την ανεξαρτησία μου. Φαντάζομαι πως ακόμα θα θυμάσαι ότι πάνω από αυτήν δεν έβαζα τίποτα, ε; Κι ας κατέληξα τελικά να χάνω ευκαιρίες, να μένω πίσω...

Αυτό νομίζω πως ήταν η ζωή μου σε μεγάλο βαθμό. Μια ατελείωτη επαναλαμβανόμενη στιγμή στην οποία το τρένο μου έφευγε την ώρα ακριβώς που έφτανα στον σταθμό. Και πάντα το έχανα. Ναι, αυτή η εικόνα θα μου ταίριαζε. Έμενα πίσω. Ανεξάρτητος μεν μόνος δε. 

Όπως και να 'χει ήθελα απλά να ξέρεις πως σε σκεφτόμουν χθες, πως σε σκέφτομαι συχνά και πως ελπίζω να με συγχωρήσεις που καθυστέρησα τόσο να σου γράψω. Είσαι πάντα η λατρεμένη μου

                                                                         ειλικρινά δικός σου

                                                                                       Λ."

Δίπλωσα το γράμμα, το έβαλα στο φάκελο, έσβησα τα φώτα, άναψα το κερί και περίμενα στο μισοσκόταδο. Το είχα βρει το πρωί, μόλις που είχα σηκωθεί στο τραπεζάκι του σαλονιού. Δεν έχω ιδέα πως είχε βρεθεί εκεί ούτε ποιος ήταν ο Λ. ούτε σε ποια έγραφε. Ήξερα όμως πως αν ένα τέτοιο γράμμα  έχει αποστολέα και παραλήπτη από έναν κόσμο που δε βλέπουμε, ο μόνος τρόπος για να παραληφθεί ήταν αυτός που το βρήκε να περιμένει ως τα μεσάνυχτα με αναμμένο ένα κερί μόνο. Έμεινα λοιπόν να κάθομαι στη πολυθρόνα του σαλονιού, μέσα στο σκοτάδι. Μια σχεδόν απόκοσμη σιωπή απλώθηκε στο χώρο.

Μόλις το ρολόι του κινητού μου έδειξε μεσάνυχτα η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε. Φαίνεται τρελό αυτό που θα γράψω αλλά είναι αλήθεια! Ένα χέρι ολόλευκο, γυναικείο, εμφανίστηκε από το πουθενά πάνω από το τραπεζάκι, σήκωσε απαλά τον φάκελο και εξαφανίστηκε σαν να ήταν κάποια οπτασία. 

Έσβησα το κερί και άναψα τα φώτα. Το σαλόνι ήταν άδειο, ο φάκελος στο τραπεζάκι είχε χαθεί. Έβαλα λίγο ιρλανδικό ουίσκι στο ποτήρι μου και το κατέβασα μονομιάς. Έβαλα κι ένα δεύτερο. Σήκωσα το ποτήρι μου και έκανα μια πρόποση στους ανεκπλήρωτους έρωτες και τις μεγάλες φιλίες. Και το ήπια κι αυτό μονομιάς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου