Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Πυγολαμπίδες



Με ρωτάτε τι θυμάμαι από τη πρώτη μας συνάντηση. Τι ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση πάνω της. Ήταν μια συνηθισμένη καλοκαιρινή ημέρα. Έτσι φαινόταν. Αποδείχτηκε τελικά πως δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Τότε ακόμα δεν υπέφερα από τα κύματα μελαγχολίας που φούσκωναν από τα μέσα Απριλίου και με χτυπούσαν συνεχώς μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο ισχυρά. 

 Όλα ήταν στη θέση τους. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα έντομα, τα ζώα ακόμα και τα ερπετά. Εκτελούσαν τα καθημερινά τους καθήκοντα όπως και όλες τις άλλες ημέρες. Η ζωή κυλούσε ήσυχα και κάπως βαρετά, θα έλεγα. Παρέα με κάποιους φίλους, χαζολογούσαμε όπως χαζολογούσαν οι νέοι εκείνης της εποχής. Έκανα τα ίδια αστεία που έκανα πάντα, εκείνα που μοιραζόμασταν από παιδιά ενώ νέες συνθήκες γεννιόνταν και η ζωή απλωνόταν σε νέες διακλαδώσεις.

Άρχισε να σουρουπώνει, θυμάμαι. Μη περιμένετε να σας πω ότι αισθάνθηκα κάποια ανατριχίλα ή πως κάτι περίεργο στον αέρα με προειδοποίησε. Όχι. Πήραμε τις μπύρες μας και πήγαμε να τις πιούμε στο συνηθισμένο μέρος μας. Στο "στέκι". Ένας βράχος ήταν, μη φανταστείτε. 

Καθώς βράδιαζε, λοιπόν, όλα κυλούσαν ομαλά. Τα τριζόνια πήραν τη θέση των τζιτζικιών και οι νυχτερίδες εκείνη των χελιδονιών. Τα νυχτοπούλια έπιασαν κι αυτά τη βάρδιά τους. Τότε και για λίγο κατάλαβα πως εκείνη η νύχτα δε θα ήταν σαν τις άλλες. Πως θα γινόταν κάτι που θα το θυμόμουν για πάντα ή ίσως να μη ξεχνούσα ποτέ. Δεν είναι το ίδιο, μη μπερδεύεστε. 

Δε σηκώθηκε κάποιος ξαφνικός αέρας, ούτε ομίχλη σηκώθηκε, ούτε λύκοι ούρλιαξαν. Όμως...ναι, αυτό είναι ξεκάθαρο τώρα, οι πυγολαμπίδες. Πρώτα εμφανίστηκαν δυο τρεις, μετά έγιναν καμιά δεκαριά και στο τέλος περισσότερες από διακόσιες. Που να τις πάρει, φώτιζαν όλον το δρόμο. Από το σκοτάδι που σκέπαζε τα πάντα τώρα μπορούσε σχεδόν να δεις καθαρά τον δρόμο και τα δέντρα δεξιά και αριστερά.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα, τη γνώριζα. Είχαμε ξανασυναντηθεί. Σε τούτη τη ζωή, σε κάποια άλλη ή και σε όλες τις ζωές μαζί...Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι. Αυτή έφερε άραγε τις πυγολαμπίδες ή τα φωσφορίζοντα εντομάκια έφεραν αυτή; Έμοιαζε να γεννήθηκε από το φως τους αλλά και σαν το φως τους να παραγόταν μονάχα για εκείνη. Έκατσε δίπλα μου. Θυμάμαι το άρωμά της. Ήταν το μυστήριο των βουνών, η αύρα της θάλασσας, η δροσιά των δασών, η ορμητικότητα των ποταμών, η ηρεμία των χωριών, η ζωντάνια των πόλεων. Ναι, όλα αυτά ήταν. Και όχι μόνο το άρωμα της. Η παρουσία της ολόκληρη ήταν τέτοια. 

Αν κάτι με προειδοποίησε; Όχι. Τίποτα. Κι αν πράγματι κάτι με προειδοποίησε, κάποια αίσθηση, κάποιο κομμάτι της φύσης, ένας άγγελος από τον ουρανό, καμία σημασία δεν έδωσα. Δεν άκουγα ούτε και έβλεπα κάτι άλλο εκείνη τη βραδιά. Δεν θα με ενδιέφερε ακόμα κι αν τα μυστήρια του σύμπαντος μου αποκαλύπτονταν μπροστά μου. Όλα αυτά ήταν μπροστά μου. Στη κίνηση των μαλλιών της, στο βλέμμα της, στο γέλιο της. 

Ναι, πέρασαν χρόνια ολόκληρα με αυτές τις συναντήσεις. Πάντα με τις πυγολαμπίδες να χορεύουν. Άλλοτε κοντά μας, γύρω μας και άλλοτε μακριά μέσα στο δάσος. Όλες οι συναντήσεις μας ήταν μια ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και τον φόβο. Την ευχαρίστηση και την οδύνη. Την ηδονή και τη μακαριότητα. 

Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε. Ο κήπος της Εδέμ πάντα έχει ένα ερπετό και ο Γολγοθάς όταν τον ανέβεις κρύβει μια ανάσταση. Ο πιο σκοτεινός δαίμονας ακόμα κρατά την αγγελική του μορφή και οι νεράιδες παρά την ομορφιά τους είναι θανάσιμες αν δεν προσέξεις. Για τα γεγονότα που με ρωτήσατε δε μπορώ να σας απαντήσω. Ξέρω ότι είμαι σήμερα εδώ εξαιτίας εκείνης της βραδιάς. Και ξέρω ακόμα κάτι. Οι πυγολαμπίδες. Έχουν χρόνια να εμφανιστούν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου