Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Όσα σώζει το νερό

 


Η καταιγίδα μόλις είχε αρχίσει να κοπάζει. Ήμουν ήδη μούσκεμα ως το μεδούλι αφού κι εκείνο το πρωινό είχα ακολουθήσει την αγαπημένη μου συνήθεια να βγω για περπάτημα κατά τη διάρκεια της καταρρακτώδους βροχής. 

Λατρεύω την αίσθηση που μου δίνει το παγωμένο της νερό όταν πέφτει με δύναμη πάνω μου από ψηλά. Σαν μια άφεση αμαρτιών από τον ίδιο τον Ύψιστο. Μαγεύομαι από τους κεραυνούς που χαράσσουν τον ουρανό και τις αστραπές που φωτίζουν τους τοίχους των γκρίζων κτιρίων που στέκονται δεξιά και αριστερά στους δρόμους. Και τα μπουμπουνητά! Αυτά τα ξεσπάσματα οργής της φύσης πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων!

Πολλοί δρόμοι, κάποτε χείμαρροι, είχαν επιστρέψει στη παλιά ορμητική τους μορφή και τα νερά έτρεχαν ασταμάτητα. Στάθηκα στη ρίζα μιας ανηφοριάς και χάζευα το ποτάμι που είχε σχηματιστεί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα τη μυρωδιά του τρεχούμενου νερού να γεμίσει τα ρουθούνια μου. Έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά. Τα σύννεφα, μέχρι πριν λίγα λεπτά κατάμαυρα και απειλητικά είχαν δώσει τη θέση τους σε κάποια  άσπρα συννεφάκια τα οποία άφηναν να φανεί και μεγάλο μέρος καθαρού ουρανού πια. 

Ακόμα και τα νερά του παλιού χειμάρρου είχαν χάσει την ορμή τους και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος επανακτούσε τη θέση του. Έμεινα λίγο ακόμα να χαζεύω τα νερά που επέμεναν να κυλούν στη παλιά τους κοίτη. 

Τότε πρόσεξα κάτι να παρασέρνουν μαζί τους και να το φέρνουν στα πόδια μου. Έσκυψα και το μάζεψα. Το άφησα στην παλάμη μου και το κοίταξα καλά καλά. Ήταν ένα βραχιόλι. Κάποτε πρέπει να ήταν  ασημένιο μα τώρα επιβαρυμένο από τη φθορά του καιρού είχε χάσει η λάμψη του αφού ένα στρώμα θαμπάδας και πρασινωπού χρώματος το είχε καλύψει. 

"Σε πέταξαν καημένο, έτσι;" άφησα μια ερώτηση να βγει από μέσα μου. Θα προτιμούσα να είχε παραμείνει σαν σκέψη παρά να ακουστεί, σκεπτόμενος πως με περνούσαν που με περνούσαν για τρελό, πού να με άκουγαν να μιλάω και σε κάποιο παλιό κόσμημα...

Αναρωτιόμουν αν πράγματι ήταν ασημένιο κι αν το ασήμι παθαίνει τέτοια διάβρωση όταν αισθάνθηκα το βραχιόλι να πάλλεται στο χέρι μου σαν να ανέπνεε σχεδόν. Εστίασα τη προσοχή μου πάνω του και τότε αυτό άρχισε να μου μιλά. Να μου λέει την ιστορία του. Πως ήταν ένα δώρο αγάπης ειλικρινούς που ο καιρός την έκανε να ξεχαστεί. Καθώς εκείνη η αγάπη έσβηνε και έδινε τη θέση της στην αδιαφορία και τελικά στο κενό,  από ξεχωριστό στολίδι έγινε συνήθεια, έπειτα ανάμνηση και στο τέλος ακόμα κι αυτή η ιδιότητά του ξεθώριασε. Και στο τέλος πετάχτηκε. 

Μου είπε ότι ακόμα και τώρα αναπολούσε το χέρι που το φορούσε και το χαμόγελο που προκαλούσε σαν αγκάλιαζε τον καρπό του. Τη λάμψη στα μάτια που έφερνε η ανάμνηση που προκαλούσε καθώς έπαιρνε τη θέση του σε εκείνο το απαλό χέρι...Μα τώρα το πλήγωνε η εγκατάλειψη στο συρτάρι αρχικά, η διάβρωση και στο τέλος το πέταγμα λες και ήταν κάποιο ευτελές σκουπίδι.  

Του χαμογέλασα. "Φίλε μου", του είπα με περιπαικτική διάθεση, "βλέπω πως βγάζεις μια ταξική υπεροψία που η τωρινή σου θέση δε δικαιολογεί. Μην ανησυχείς. Τώρα που σε βρήκα εγώ θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να σε διορθώσουμε και ίσως να σου βρούμε άλλο χέρι να σε φορέσει. Ή αν το προτιμάς μια καλή θέση σε κάποιο έπιπλο επάνω ώστε να σε βλέπουν και να ακούν την ιστορία σου που θα τους διηγούμαι εγώ. Λοιπόν, τι λες;". 

Αισθάνθηκα το βραχιόλι να ζεσταίνει το χέρι μου. Ήταν φανερά ικανοποιημένο από τις ιδέες μου. Η συζήτησή μας διακόπηκε από έναν περαστικό που περνώντας δίπλα μου με κοίταξε παραξενεμένος και σταυροκοπήθηκε ανοίγοντας το βήμα του ώστε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Γελάσαμε και οι δύο. Κι εγώ και το βραχιόλι. Το σκούπισα, το έβαλα στη τσέπη μου και ξεκινήσαμε για το σπίτι. 

Σήμερα ακόμα στολίζει περήφανο το τραπεζάκι στο σαλόνι μου. Όταν διηγούμαι σε φίλους την ιστορία του, αν κάποιος είναι παρατηρητικός, μπορεί να προσέξει την λάμψη του να εντείνεται κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης. Σας είχα πει ποτέ πως μπορώ να μιλάω και με αντικείμενα; Λοιπόν, νομίζω πως τώρα κάτι τέτοιο είναι περιττό, έτσι;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου