Ήμουν δύο μήνες ήδη σε εκείνο το χωριό στη μέση του πουθενά, αντικαθιστώντας έναν καλό φίλο ο οποίος έπρεπε να αναρρώσει από μία εγχείρηση. Ένας μήνας είχε μείνει ακόμα, τρεις θα χρειαζόταν ο οργανισμός του για να επανέλθει. Η οικογένεια είχε μείνει στην Αθήνα - δεν υπήρχε λόγος να τρέχουν στα βουνά και στα λαγκάδια- κι έτσι έμενα σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε το χωριό για τον παπά που υπηρετούσε εκεί. Μικρό πολύ αλλά άνετο. Ένας άνθρωπος ήμουν δεν ήθελα και πολλά.
Ήταν μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Ούτε βίαια καιρικά φαινόμενα ούτε παράξενες ησυχίες ούτε απόκοσμες ομίχλες πουθενά. Είχε πάει περίπου δύο και μισή όταν με ξύπνησε το τηλέφωνο. Μισοκοιμισμένος το σήκωσα και άκουσα τη γκρινιάρικη φωνή του επιτρόπου από την άλλη άκρη της γραμμής. "Παπά, πάρε τα πράγματά σου και έρχομαι να σε πάρω". "Τι στην ευχή έγινε;" πρόλαβα να ρωτήσω αλλά δεν ακούστηκε καμία απάντηση. Το είχε κλείσει ο γερο-στριμμένος ήδη.
Ετοιμάστηκα, βρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκα να πάω σ' εκείνο το παλιοχώρι και τον φίλο μου που πήγε κι έκανε εγχείρηση. Μετά από λίγο άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου και βγήκα έξω. Μπήκα στο αμάξι του επιτρόπου και τον κοίταξα μισοενοχλημένος, μισοαπορρημένος. "Τα πήρες όλα;" με ρώτησε. "Όλο το οπλοστάσιο, αγιασμό, σταυρό, Ευαγγέλιο, κόκκους καφέ και λίγο ουίσκι" του απάντησα. Δε φάνηκε να συγκινείται με το αστείο μου. "Τι έγινε βραδιάτικα;". "Η κυρά Κατερίνα σε ζητάει. Ήταν κατατρομαγμένη", μου απάντησε. "Και ποια είναι αυτή είπαμε;". "Είκοσι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι, είσαι δυο μήνες εδώ, ακόμα να μας μάθεις;" είπε ενοχλημένος. "Κοίτα, τα πρόσωπα τα ξέρω αλλά δε μπορώ να αντιστοιχίσω τα ονόματα. Ξέρεις μερικά ονόματα δεν ήθελαν να πάνε στα πρόσωπα στα οποία τα παρέδωσαν κάποιοι κι έτσι αρνούνται να ταυτιστούν με αυτά". Με κοίταξε λοξά. "Είσαι ντιπ τρελός. Η κυρά Κατερίνα είναι αυτή η γιαγιά που έρχεται από το πρωί και κάθεται στη τρίτη σειρά. Κατάλαβες ποια είναι;". "Α ναι! Μακριά μαλλιά, λίγο ζαβή! Και τι έπαθε τέτοια ώρα; Ληστές; Και γιατί δε φωνάξατε αστυνομία" απάντησα με κάπως χαρούμενο τόνο. "Θα δεις και θα ακούσεις" μου είπε κοφτά και συνέχισε να οδηγεί.
Μετά από λίγο φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί τα φώτα ήταν αναμμένα, η κυρα-Κατερίνα καθόταν έξω και καμιά δεκαριά χωριανοί, τα ονόματα των οποίων ποτέ δεν έμαθα ήταν μαζί της. Μόλις κατέβηκα από το αμάξι μου φώναξε "Ξόρκισε τον! Ξόρκισέ τον". Πήγα κοντά της, προσπάθησα να την καθησυχάσω αλλά εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια. Ο επίτροπος με σκούντηξε, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και με πήγε στο χώρο που η γιαγιά είχε τις δυο κατσίκες της κι ένα μικρό κοτέτσι. Τα ζώα ήταν όλα δαγκωμένα στο λαιμό και σκοτωμένα. Το αίμα τους είχε γεμίσει τον τόπο. "Λύκος, τσακάλι;" ρώτησα. "Λέει ότι είδε μια σκιά ανθρώπινη. Λέει ότι τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι". Τον κοίταξα συγκρατώντας με το ζόρι ένα γέλιο. "Με έφερες να κυνηγήσω τον Δράκουλα; Με ξύπνησες για να ασχοληθώ με τις παλαβομάρες της θειάς;" του είπα χωρίς να πνίγω τον ειρωνικό μου τόνο. Δεν απάντησε. Απλά μου έδειξε μακριά ανάμεσα στα δέντρα. Εκεί μπλεγμένη στις άλλες σκιές φανερωνόταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Πιο σκοτεινή από τις υπόλοιπες και, αλήθεια σας λέω, εκεί που θα έπρεπε να είναι τα μάτια υπήρχαν δυο κόκκινες λάμψεις. "Αλήθεια, περιμένετε να πάω κοντά σε αυτό το πράγμα;" ψιθύρισα. "Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις" μου είπε και πήγε προς την κυρά Κατερίνα.
Είχε ήδη μαζευτεί όλο το χωριό, δεν ήταν και πολλοί, και όλοι με κοιτούσαν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό που ένιωσα, αλλά σαν να ξύπνησε ο παλιός περιπετειώδης εαυτός μου (με μία λέξη αυτό περιγράφεται ως βλακεία) αλλά και για να μη φανώ δειλός μπροστά σε όλους, αποφάσισα να πάω να δω τι στην ευχή ήταν αυτός ο περίεργος τύπος κι αν είχε να κάνει με τη σφαγή των ζωντανών της καημένης γιαγιάς. Καθώς τον πλησίαζα, πλέον έβλεπα καθαρά πως ήταν αντρική φιγούρα, εκείνος κινήθηκε με αργές κινήσεις μέσα στα δέντρα. Τον ακολούθησα, κρατώντας ένα γερό και αρκετά μακρύ κομμάτι ξύλο, σαν ραβδί. Σε λίγο βρέθηκα σε ένα μικρό ξέφωτο στο οποίο υπήρχαν και μερικοί μεγάλοι βράχοι. Τον είδα να κάθεται σε έναν από αυτούς, το φεγγάρι, μακριά από τη φάση της πανσελήνου έριχνε το λιγοστό του φως επάνω του. Ευτυχώς που το φως ήταν τόσο αχνό. Απ' όσο διέκρινα, είδα σάρκα γκρίζα, σε πολλά σημεία εντελώς σαπισμένη, μέρος των οστών ακάλυπτο, και -γι' αυτό δεν είμαι σίγουρος- είδα σκουλήκια να σέρνονται πάνω του. Στο κεφάλι υπήρχαν κάποιες διάσπαρτες τούφες μαλλιών ενώ σκαθάρια περπατούσαν αμέριμνα σχεδόν ανάμεσά τους. Μόλις γύρισε και με κοίταξε, δυο μικρές φωτιές έλαμψαν στις άδειες μέχρι τότε κόγχες των ματιών του.
"Ήρθες να με ξορκίσεις;" ακούστηκε μια παρωδία ψιθύρου που βγήκε από μέσα του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα έβγαινε από το στήθος μου! Και νομίζω πως ήταν θεία παρέμβαση που δεν τα έκανα κυριολεκτικά πάνω μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, άνοιξα τη τσαντα μου, έβγαλα τον αγιασμό, τον σταυρό, το πετραχήλι(αρχικά το φόρεσα ανάποδα προκαλώντας κάτι σαν γέλιο στο...ό,τι κι αν ήταν αυτό), το ευχολόγιο, το Ευαγγέλιο και, πάνω στην ταραχή μου, ένα κουτί καραμέλες! "Μάλλον αυτό θα κάνω" του είπα με προσποιητή γενναιότητα. "Μην ανησυχείς, δεν θα αντισταθώ" γρύλισε. "Αλλά πριν το κάνεις, θέλω να εξομολογηθώ. Να πω σε κάποιον γιατί είμαι εδώ". "Ο Κρίστοφερ Λι δε θα το έκανε ποτέ αυτό", είπα χρησιμοποιώντας το χιούμορ σαν όπλο για να μη χάσω τα λογικά μου. Παραβλέποντας το αστείο μου συνέχισε με το υπόκωφο γρύλλισμα που είχε για φωνή: "Με ξέχασαν. όλοι τους. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί. όλοι με ξέχασαν. Ο τάφος μου ρήμαξε και κανείς δεν ήρθε να τον κοιτάξει. Γι' αυτό πήγα στο σπίτι της τρισεγγόνας μου, το σπίτι που χάρη σε μένα υπάρχει, εγώ το έχτισα, για να της θυμίσω ότι είμαι ακόμα εδώ!" ...
Δεν ήξερα τι να κάνω...από τη μία με λυπούσε η θλίψη του και από την άλλη με τρόμαζε η οργή του. "Τρισέγγονα σου; Αυτή κοντεύει εκατό χρονών. Πότε πέθανες; Πριν διακόσια χρόνια; Ίσως και παραπάνω;". "Το 1811...". Άνοιξα το μπουκαλάκι με τον αγιασμό. "Δε σε ξέχασαν...κι εκείνοι κοιμήθηκαν και κάποια στιγμή έσπασε η αλυσίδα της μνήμης...όμως εκείνοι δε ξύπνησαν έτσι αφύσικα. Δε βασανίζονται σαν κι εσένα...Αλλά τα ζώα; Γιατί τα ρήμαξες;". Με κοίταξε κατάματα. Οι δυο φωτιές που έκαιγαν αντί για μάτια φάνηκαν να ημερεύουν. "Η πείνα...η δίψα...το ξύπνημα έρχεται με κάποιο αντίτιμο ξέρεις...δε θα μπορούσα να τις χορτάσω με ανθρώπινο αίμα, με αίμα από το δικό μου σόι..."..." Κι έτσι την πλήρωσαν τα ζωντανά, ε;". Έσκυψε το κεφάλι του. "Στον βόρειο τοίχο του σπιτιού, στη γωνία, κάτω από μια παλιά σανίδα, την έχουν σκεπάσει με αυτό το τσιμέντο ή όπως το λένε πια, εκεί έχω κρυμμένο λίγο χρυσάφι και ασήμι. Δώσ' τα στη Κατερινούλα, σαν δώρο για να με συγχωρήσει. Αυτή είναι μεγάλη αλλά τα παιδιά της, τα εγγόνια της, κάτι θα τα κάνουν...Διάβασε τις ευχές τώρα σε παρακαλώ, ρίξε τον αγιασμό, ελευθέρωσε με από τη στεναχώρια τούτη...πώς το άφησα να γίνει αυτό...". Καθώς άνοιγα το ευχολόγιο του είπα: "επειδή είσαι άνθρωπος και ο άνθρωπος τη μοναξιά και τη λησμονιά δεν την αντέχει ακόμα και μετά τον θάνατο...". Προσπάθησε να χαμογελάσει. Ένα κομμάτι από το δέρμα του προσώπου του έπεσε. Διάβασα τις ευχές, έριξα τον αγιασμό, τον σταύρωσα. Διαλύθηκε, έγινε σκόνη μπροστά μου αφήνοντας έναν κοφτό ήχο ανακούφισης να βγει από μέσα του. Είχα ακούσει τις ιστορίες για τον βρικόλακα που τριγυρνούσε στο δάσος τα βράδια. Τις είχα θεωρήσει φολκλορικές χαζομάρες. Μάλλον έκανα λάθος.
Έμεινα λίγη ώρα να κοιτάζω τον σωρό από χώμα που βρισκόταν μπροστά μου. Σταυροκοπήθηκα και γύρισα. Καθησύχασα τη κυρα-Κατερίνα και της έδειξα που να ψάξει για το χρυσό και το ασήμι. Ήταν πράγματι εκεί. Ο τάφος του Θεόδωρου, έτσι έλεγαν τον βρικόλακα όσο ζούσε, δε βρέθηκε ποτέ. Είχε θαφτεί κάπου στο δάσος, μακριά από το νεκροταφείο -κανείς δε μου είπε γιατί- και με τον καιρό ξεχάστηκε...Τουλάχιστον, έστω και αργά, αναπαύθηκε...