Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Όσα σώζει το νερό

 


Η καταιγίδα μόλις είχε αρχίσει να κοπάζει. Ήμουν ήδη μούσκεμα ως το μεδούλι αφού κι εκείνο το πρωινό είχα ακολουθήσει την αγαπημένη μου συνήθεια να βγω για περπάτημα κατά τη διάρκεια της καταρρακτώδους βροχής. 

Λατρεύω την αίσθηση που μου δίνει το παγωμένο της νερό όταν πέφτει με δύναμη πάνω μου από ψηλά. Σαν μια άφεση αμαρτιών από τον ίδιο τον Ύψιστο. Μαγεύομαι από τους κεραυνούς που χαράσσουν τον ουρανό και τις αστραπές που φωτίζουν τους τοίχους των γκρίζων κτιρίων που στέκονται δεξιά και αριστερά στους δρόμους. Και τα μπουμπουνητά! Αυτά τα ξεσπάσματα οργής της φύσης πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων!

Πολλοί δρόμοι, κάποτε χείμαρροι, είχαν επιστρέψει στη παλιά ορμητική τους μορφή και τα νερά έτρεχαν ασταμάτητα. Στάθηκα στη ρίζα μιας ανηφοριάς και χάζευα το ποτάμι που είχε σχηματιστεί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα τη μυρωδιά του τρεχούμενου νερού να γεμίσει τα ρουθούνια μου. Έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά. Τα σύννεφα, μέχρι πριν λίγα λεπτά κατάμαυρα και απειλητικά είχαν δώσει τη θέση τους σε κάποια  άσπρα συννεφάκια τα οποία άφηναν να φανεί και μεγάλο μέρος καθαρού ουρανού πια. 

Ακόμα και τα νερά του παλιού χειμάρρου είχαν χάσει την ορμή τους και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος επανακτούσε τη θέση του. Έμεινα λίγο ακόμα να χαζεύω τα νερά που επέμεναν να κυλούν στη παλιά τους κοίτη. 

Τότε πρόσεξα κάτι να παρασέρνουν μαζί τους και να το φέρνουν στα πόδια μου. Έσκυψα και το μάζεψα. Το άφησα στην παλάμη μου και το κοίταξα καλά καλά. Ήταν ένα βραχιόλι. Κάποτε πρέπει να ήταν  ασημένιο μα τώρα επιβαρυμένο από τη φθορά του καιρού είχε χάσει η λάμψη του αφού ένα στρώμα θαμπάδας και πρασινωπού χρώματος το είχε καλύψει. 

"Σε πέταξαν καημένο, έτσι;" άφησα μια ερώτηση να βγει από μέσα μου. Θα προτιμούσα να είχε παραμείνει σαν σκέψη παρά να ακουστεί, σκεπτόμενος πως με περνούσαν που με περνούσαν για τρελό, πού να με άκουγαν να μιλάω και σε κάποιο παλιό κόσμημα...

Αναρωτιόμουν αν πράγματι ήταν ασημένιο κι αν το ασήμι παθαίνει τέτοια διάβρωση όταν αισθάνθηκα το βραχιόλι να πάλλεται στο χέρι μου σαν να ανέπνεε σχεδόν. Εστίασα τη προσοχή μου πάνω του και τότε αυτό άρχισε να μου μιλά. Να μου λέει την ιστορία του. Πως ήταν ένα δώρο αγάπης ειλικρινούς που ο καιρός την έκανε να ξεχαστεί. Καθώς εκείνη η αγάπη έσβηνε και έδινε τη θέση της στην αδιαφορία και τελικά στο κενό,  από ξεχωριστό στολίδι έγινε συνήθεια, έπειτα ανάμνηση και στο τέλος ακόμα κι αυτή η ιδιότητά του ξεθώριασε. Και στο τέλος πετάχτηκε. 

Μου είπε ότι ακόμα και τώρα αναπολούσε το χέρι που το φορούσε και το χαμόγελο που προκαλούσε σαν αγκάλιαζε τον καρπό του. Τη λάμψη στα μάτια που έφερνε η ανάμνηση που προκαλούσε καθώς έπαιρνε τη θέση του σε εκείνο το απαλό χέρι...Μα τώρα το πλήγωνε η εγκατάλειψη στο συρτάρι αρχικά, η διάβρωση και στο τέλος το πέταγμα λες και ήταν κάποιο ευτελές σκουπίδι.  

Του χαμογέλασα. "Φίλε μου", του είπα με περιπαικτική διάθεση, "βλέπω πως βγάζεις μια ταξική υπεροψία που η τωρινή σου θέση δε δικαιολογεί. Μην ανησυχείς. Τώρα που σε βρήκα εγώ θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να σε διορθώσουμε και ίσως να σου βρούμε άλλο χέρι να σε φορέσει. Ή αν το προτιμάς μια καλή θέση σε κάποιο έπιπλο επάνω ώστε να σε βλέπουν και να ακούν την ιστορία σου που θα τους διηγούμαι εγώ. Λοιπόν, τι λες;". 

Αισθάνθηκα το βραχιόλι να ζεσταίνει το χέρι μου. Ήταν φανερά ικανοποιημένο από τις ιδέες μου. Η συζήτησή μας διακόπηκε από έναν περαστικό που περνώντας δίπλα μου με κοίταξε παραξενεμένος και σταυροκοπήθηκε ανοίγοντας το βήμα του ώστε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Γελάσαμε και οι δύο. Κι εγώ και το βραχιόλι. Το σκούπισα, το έβαλα στη τσέπη μου και ξεκινήσαμε για το σπίτι. 

Σήμερα ακόμα στολίζει περήφανο το τραπεζάκι στο σαλόνι μου. Όταν διηγούμαι σε φίλους την ιστορία του, αν κάποιος είναι παρατηρητικός, μπορεί να προσέξει την λάμψη του να εντείνεται κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης. Σας είχα πει ποτέ πως μπορώ να μιλάω και με αντικείμενα; Λοιπόν, νομίζω πως τώρα κάτι τέτοιο είναι περιττό, έτσι;


The Pineapple Thief - Alone at Sea

 


Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Η απελευθέρωση των ονείρων

 


Ας αφήσουμε τα όνειρα

ελεύθερα να πετάξουν 

Τα όρια του ύπνου

αβίαστα να διαβούν 

Να γίνει ο κόσμος μας

ένας υπέρλογος καμβάς

μύθοι και θρύλοι

στους δρόμους να ξεχυθούν

Κι αν το τίμημα που απαιτείται

οι εφιάλτες είναι 

ευχαρίστως να καταβληθεί

Έτσι κι αλλιώς εκείνους

τους έχουμε από καιρό ελευθερώσει

Porcupine Tree - Deadwing

 


Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Εκείνη που περιμένει

 


Είχα χρόνια να τη δω μα τη γνώρισα αμέσως. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ξεχνούν φυσιογνωμίες. Ακόμα κι αν είναι...λοιπόν, θα καταλάβετε. 

Καθόταν σε ένα παγκάκι. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα, τα μάτια της υγρά όπως πάντα, το κεφάλι χαμηλωμένο. Ελαφρά σκυφτή η πλάτη της και τα χέρια της ακουμπούσαν στις σανίδες. 

Μόνο εγώ την έβλεπα. Μόνο εγώ έχω αυτό το χάρισμα. Μόνο εμένα στοιχειώνει τούτη η κατάρα. Οι δεκάδες άνθρωποι που περνούσαν μπροστά της, κάθονταν δίπλα της ακόμα και στη θέση της δεν είχαν ιδέα ότι εκείνη βρισκόταν εκεί. Περίμενε. Όπως περίμενε και χρόνια πριν, τη τελευταία φορά που την είδα. Με την ίδια υπομονή, με την ίδια προσμονή, με την ίδια ματαιότητα. 

Πλησίασα και έκατσα δίπλα της σιωπηλός. Η διάφανη μορφή της έμεινε αρχικά ασάλευτη. Γύρισα και τη κοίταξα. Έβλεπα μέσα από το φασματικό κορμί της τους ανθρώπους να περπατούν για τις δουλειές τους χωρίς να αντιλαμβάνονται την ύπαρξή της. Κατάλαβε πως την κοιτούσα και σήκωσε το κεφάλι της. Στο εύθραυστο πρόσωπό της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Με θυμήθηκε...

"Ο μόνος που με βλέπει, ο μόνος φίλος μου ανάμεσα στους ζωντανούς" ψιθύρισε χωρίς να κινήσει τα χείλη της. Μπορούσε να μιλήσει με τις σκέψεις της και να ακούσει τις δικές μου. "Ακόμα εδώ;" ρώτησα σιωπηλά κι εγώ. 

- Σε εκπλήσσει αυτό; Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω. Να αφήσω την ελπίδα μου. Τον περιμένω... θα τον περιμένω όσο χρειαστεί. Μέχρι η ψυχή του να βρει ξανά τη δική μου και να ψάξουμε για νέα σώματα να ζήσουμε ξανά!

-  Μετεμψύχωση, ε; Μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσετε αυτό που δε μπορέσατε στη ζωή σας; Παρήγορη σκέψη, οδυνηρή αναμονή

- Άλλοι αδημονούν να μπουν στον Παράδεισο και άλλοι τρέμουν μη τους τραβήξει η Κόλαση. Εγώ περιμένω να επιστρέψω στη γη. Ποιος μπορεί να με κατηγορήσει;

- Δε θα έπρεπε όμως να σε έχει βρει τόσο καιρό; Μήπως προχώρησε; Μήπως...

Τα μάτια της άστραψαν και η όψη της αγρίεψε. "Ποτέ δε θα προχωρούσε, ποτέ δε θα με άφηνε!" η φωνή της αντήχησε εκκωφαντικά στο κεφάλι μου. Το κεφάλι μου σφίχτηκε, ένα βάρος πλάκωσε το στήθος μου. Ένιωσα να ζαλίζομαι, να  βυθίζομαι σε ένα κενό στο οποίο πνιγόμουν. Μάλλον δεν ήταν καλή ιδέα αυτή η τελευταία μου παρατήρηση.

 "Συγγνώμη", μου είπε ηρεμώντας σιγά σιγά όπως ηρεμεί η φουρτουνιασμένη θάλασσα μόλις κοπάσει ο δυνατός άνεμος. "Παραφέρθηκα. Δεν είναι έξυπνο όμως να αμφιβάλλεις για τον έρωτα και την αφοσίωση ενός ζευγαριού. Αυτά ξεπερνάνε τον θάνατο και τους κανόνες της μεταθανάτιας ύπαρξης. Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από όλους". Λέγοντας αυτά σηκώθηκε και με αέρινες κινήσεις άρχισε να απομακρύνεται..."Παραμένεις ακόμα φίλος μου;" ρώτησε γυρνώντας προς εμένα. "Πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι" της είπα και την αποχαιρέτησα με μια μικρή κίνηση. 

Δεν της είπα όλη την αλήθεια όμως. Δεν της θύμισα πως το "πάντα" αφορούσε και την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανή. Πριν πάρει μόνη της τη ζωή της για χάρη ενός ανθρώπου...ενός τιποτένιου που δεν θα άξιζε ούτε να τον φτύσει. Δε θυμόταν και δε θέλησα να ξυπνήσω εκείνες τις μνήμες. Δε μπόρεσα, μάλλον δε τόλμησα. Όπως δεν τόλμησα να της πω πως άδικα περίμενε κάποιον που την είχε προδώσει ξανά και ξανά και ο οποίος ζούσε ακόμα τη ζωή του χωρίς να τη σκέφτεται ποτέ. Η αντίδρασή της σε μια μικρή και μόνο τέτοια νύξη δεν άφηνε περιθώρια. Έτσι έγινε και τη προηγούμενη φορά. Φοβάμαι ότι έτσι θα γίνει και την επόμενη. Δεν είδε ποτέ καθαρά τα πράγματα όσο ζούσε - δε μπορεί και τώρα. Ελπίζω όμως...πως κάποια μέρα, θα μπορέσει να λυτρωθεί από αυτή τη κόλαση που μόνη της είχε φτιάξει για χάρη ενός ανθρώπου που δεν κοίταξε ποτέ πίσω

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ζύγι

 




Κάθε ανατολή

σκοτάδι...

η άνοιξη έφερε

και πάλι μαρασμό

Ζύγισε τη ψυχή μου

κυνόμορφε θεέ

αν ποτέ μπορέσεις

κι εσύ να τη σηκώσεις


Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Σου Φτερουγίζουν

 


Χρυσά χτίζω κελιά

τις σκέψεις μου 

σε λέξεις να φυλακίσω

Σκλαβωμένες σε ποίημα 

να τις σύρω

Μα τα φτερά τους 

πανίσχυρα μοιάζουν

και σπάνε τα δεσμά τους

Συγχώρα με... 

δε το κατάφερα

στίχους να σου προσφέρω

Να ξέρεις όμως πως λεύθερες

οι σκέψεις μου

σε σένα φτερουγίζουν

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Time Machine - Past And Future

 


Όπου τα φτερά ψηλαφούν το Χάος



Τους ανέμους του σύμπαντος 
διαβάζω
στα φτερά μιας πεταλούδας
Ρέει ανάμεσα στο φτερούγισμα της
των πεπτωκότων γαλαξιών
ολόλευκο το αίμα
Χάος ξεδιπλώνεται αστρικό
καθώς τη βλέπω 
να πετά μακριά.
Χάνεται στη σπειροειδή
διάταξη
του κόσμου μας.
Γέφυρα που ενώνει
παράλληλους
κάποτε κόσμους,
η μυστική της πτήση

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ήρθε η άνοιξη

 


Ήρθε η άνοιξη

Πρωί πρωί, η ομίχλη

σαβανώνει έναν ανώνυμο λόφο


Ματσούο Μπασό - Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν - εκδ. Ερατώ

Psychotic Waltz - And The Devil Cried

 


Πρόποση στη Λήθη



Μαζεύω τη σελήνη

δάκρυ δάκρυ

σε ποτήρι καμωμένο

από αιμάτινο γυαλί

φτιαγμένο στου πόνου 

και του έρωτα τη συνεύρεση.

Πρόποση σου κάνω

πριν στα χείλη μου το φέρω,

η πρώτη γουλιά

προτού βρέξει τον λαιμό μου

Και η φωτιά που άσβεστη καίει

στης καταραμένης λίμνης 

τα απύθμενα νερά της λήθης

όπου ετοιμάζομαι να βουτήξω 

ας είναι έτοιμη τη ψυχή μου να δεχτεί

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Το Στέμμα των Δύο Ήλιων

 


Κάθε νέος κόσμος 

μυστικά έχει παλαιά

Σκουριά καλύπτει πια

τα κλειδιά τα αρχαία,

θρυμματίζονται καθώς 

τυφλοί αναζητητές

με χέρια αδέξια

μάταια προσπαθούν

να τα στρίψουν στις κλειδαριές

αρχέγονων αιώνων.

Όταν ο πρίγκηπας ντυθεί

του παλιάτσου τα γελοία ρούχα

θα μπορέσει να απαιτήσει

το στέμμα των δύο ήλιων

Ως τότε στον κύκλο της σελήνης

σαν δράκος ουράνιος

την ουρά του θα προσπαθεί

να καταβροχθίσει


Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Axel Rudi Pell - The Gates of the Seven Seals


 

Η μουσική

 


 Ήταν μια ήσυχη γειτονιά. Φιλική, απλή, ίσως και λίγο βαρετή. Τους τελευταίους μήνες όμως είχαν αυξηθεί τα άσχημα περιστατικά. Τσακωμοί, βιαιοπραγίες, μικροκλοπές και άλλα τέτοια. Με κάλεσε μια οικογένεια -τετραμελής- της οποίας η αδιασάλευτη κάποτε ηρεμία είχε ταραχτεί πολύ πέρα από το συνηθισμένο χωρίς καμία εμφανή αιτία. Ήταν πεπεισμένοι πως κάτι υπερφυσικό υπήρχε στην όλη υπόθεση. 

Τους επισκέφθηκα για έναν καφέ μια και με τη γυναίκα με συνέδεε φιλική σχέση. Μου είπαν όλα τα περιστατικά εκρήξεων που είχαν βιώσει. Μου επεσήμαναν πως η ένταση υπήρχε σε ολόκληρη τη γειτονιά και όχι μόνο σε αυτούς. Ανεξήγητη, ξαφνική, σαν μια πυρκαγιά που σάρωνε τα πάντα. Και μετά...πλήρης ηρεμία. Σαν κάποιο χέρι να πατούσε έναν διακόπτη. 

Δε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Δεν αισθανόμουν κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Κάποιο βάρος, κάποια έστω αόρατη ομίχλη που να πλακώνει το μέρος. Τίποτα. Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου ενώ ήμασταν όλοι σιωπηλοί. Η μπαλκονόπορτα του διαμερίσματος  ήταν ανοιχτή και ένας δροσερός, ευχάριστος αέρας έμπαινε στο σαλόνι. Πρόσεξα ότι μόλις ξεκίνησε κάποια κιθάρα να ακούγεται. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα προς τη μεριά του ήχου. Ένας μουσικός του δρόμου έπαιζε τις μελωδίες του. Σκέφτηκα πόσο συμπαθώ τους μουσικούς του δρόμου. Αυτός όμως...Η μουσική του δεν ήταν συνηθισμένη. Δεν εννοώ το μουσικό στυλ αλλά αυτή την ίδια τη μουσική. Ακουγόταν κάπως...απόκοσμη, σαν να μην είχε γραφτεί από άνθρωπο και σαν να μην απευθυνόταν σε ανθρώπινα αυτιά. Κάτι το ξένο, τα αταίριαστο, το βλάσφημο θα μπορούσα να πω, υπήρχε στις ίδιες τις νότες...

Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από έντονες φωνές. Γύρισα και κοίταξα προς το σαλόνι. Ένας απίστευτος καυγάς είχε στηθεί. Ο άντρας της φίλης μου ούρλιαζε στα παιδιά και αυτή τον έσπρωχνε φωνάζοντας υστερικά. Αλλά και τα δυο τους παιδιά, δυο αγόρια γύρω στα 12 και 13 είχαν μια απίστευτα επιθετική διάθεση. Μπήκα μέσα και προσπάθησα μάταια να τους ηρεμήσω. Ήταν σαν να μην με έβλεπαν. Ήμουν εντελώς αόρατος γι' αυτούς. 

Πισωπάτησα σαστισμένος. Έβλεπα πως η κατάσταση χειροτέρευε και ήμουν εντελώς ανίκανος να κάνω κάτι. Και εκεί που ετοιμαζόμουν για τα χειρότερα...τα πάντα ηρέμησαν. Όσο απροειδοποίητα ξεκίνησε αυτός ο απίστευτος τσακωμός τόσο απότομα τελείωσε. Όλοι έκατσαν στις θέσεις τους και έβλεπα την οργή που πριν λίγο έκαιγε στα μάτια τους τώρα να σβήνει σιγά σιγά όπως σβήνει η δίψα της γης την ώρα που πέφτει μια απαλή βροχή.

Οι τέσσερις τους έμειναν σαστισμένοι. Χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τον λόγο που οδήγησε σε αυτή την έκρηξη μα με πλήρη συνείδηση των όσων άσχημων ξεστομίστηκαν. Τώρα την θέση των ουρλιαχτών και των σπρωξιών είχαν πάρει οι τύψεις και η βουβαμάρα...Η βουβαμάρα! Αυτό ήταν! Η ησυχία! Η μουσική σταμάτησε ακριβώς την ώρα που σταμάτησε ο τσακωμός. Ρώτησα τη φίλη μου για τον μουσικό του δρόμου. Μου είπε πως είχε λίγο καιρό που εμφανίστηκε στη γειτονιά τους. Λίγους μήνες. 

Έφυγα γρήγορα από το διαμέρισμα και κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τη σκάλα. Βγήκα στον δρόμο. Ο κιθαρίστας χάιδευε την κιθάρα του χαμογελώντας με έναν τρόπο που έδειχνε πως μάλλον παρωδούσε το πραγματικό χαμόγελο, κοιτώντας προς εμένα. Τον πλησίασα και στάθηκα μπροστά του. Έκανα να βγάλω ένα κέρμα για να του δώσω.

"Βλέπεις να έχω κάπου να μου αφήσεις χρήματα;" μου είπε. Η φωνή του έκρυβε πάγο και φωτιά ταυτόχρονα. 

"Όχι. Δε βλέπω. Περίεργο για έναν μουσικό του δρόμου. Σχεδόν όσο περίεργο να παίζει αυτή τη μουσική. Θα ορκιζόμουν ότι ανθρώπινα χέρια δε μπορούν αν κάνουν τη κιθάρα να βγάλει αυτές τις μελωδίες" του απάντησα. 

"Χέρια; Σου μοιάζουν με χέρια αυτά;" είπε και τέντωσε τα άκρα του. 

Είχε δίκιο. Δεν ήταν χέρια. Δεν ήταν τίποτα ανθρώπινο ή ζωώδες που να υπάρχει σε τούτο τον πλανήτη. Αν έπρεπε να το περιγράψω, θα έλεγα ότι θύμιζε έναν ανίερο συνδυασμό φτερών, πλοκαμιών και ποδιών σαύρας. Έκανα ένα βήμα πίσω ταραγμένος. Τα μάτια του είχαν γίνει εντελώς μαύρα, τόσο που δε ξεχώριζαν τα μέρη τους. Είχαν γίνει ένα. Προσπάθησα να μαζέψω όσο κουράγιο και ψυχραιμία μπορούσα. Δεν τα κατάφερα. "Γιατί ταλαιπωρείς αυτούς τους ανθρώπους;" ρώτησα μετά από πολύ κόπο με φωνή τρεμάμενη. 

"Γιατί όχι;" κάγχασε..."Υπάρχει τίποτα πιο διασκεδαστικό από αυτό; Τίποτα πιο όμορφο από το να ρίχνεις τους σπόρους του χάους στο σαθρό έδαφος της ανθρώπινης ύπαρξης και τη συγκομιδή των καρπών του; Είναι η τροφή μου άνθρωπε!" συνέχισε στον ίδιο τόνο. 

Τον κοίταξα κατάματα. Η ανθρώπινη όψη του είχε επανέρθει. Το ίδιο και η ψυχραιμία μου. "Τι θα γίνει λοιπόν;" τον ρώτησα.

Έβαλε την κιθάρα του στη θήκη της, σηκώθηκε και τίναξε το παντελόνι του. "Αν περιμένεις κάποιου είδους μεταφυσική μονομαχία μεταξύ μας, θα σε απογοητεύσω", είπε. "Κάτι τέτοιο δε θα ήταν διασκεδαστικό. Άσε που θα γινόμασταν θέαμα και δεν το θέλω. Η δουλειά μου στηρίζεται στην διακριτικότητα άλλωστε" είπε και ξεκίνησε να φεύγει. Σταμάτησε και με κοίταξε. "Να ξέρεις ότι πολύ εύκολα θα σε συνέτριβα. Ξέρω τις αδυναμίες που κρύβονται μέσα σου. Να το θυμάσαι αυτό"...

Τον κοιτούσα να χάνεται στους δρόμους της πόλης. Αναστέναξα με ανακούφιση. Κράτησα όσο πιο θαρραλέα στάση μπορούσα, μα βαθιά μέσα μου ήξερα πως τα λόγια του δεν ήταν μια κούφια απειλή. Και πως η επόμενη συνάντησή μας θα είναι πολύ, μα πολύ, πιο δυσάρεστη για εμένα...

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Ο αυτοπυροβολισμός του έρωτα

 



Θα θέλατε να γίνετε για μένα

Το γένος της χορδής του τόξου

Από τις στριφτές κοτσίδες σας;

Στο τόξο των βλεφαρίδων, στις άκρες των νεφρών, 

Με βέλος ορίστε,

Κι εγώ θα φύγω σαν θύελλα φτερών.


    Βελιμίρ Χλέμπνικοφ, Λαντομίρ και άλλα έργα, εκδ. Φίλντισι

Armored Saint - Hanging Judge

 


Ο πλανόδιος κιθαρίστας

  


Τις μελωδίες που υφαίνει

με τη κιθάρα του 

σ' ένα σκαλάκι καθισμένος

Τούτες οι νότες δεν έχουν ακουστεί

από ανθρώπινα αυτιά

Ο κιθαρίστας έξι δάκτυλα 

φαίνεται πως έχει 

και οι κλίμακές του 

ακόμα και τις σκιές

μοιάζουν να ζωντανεύουν

Άκου τη μουσική του

και κλείσε τα μάτια σου

Τα πνεύματα τραγουδούν

αυτόν τον αλλόκοσμο σκοπό

Ποιος είναι άραγε;

Πώς τον ήχο του μυστηρίου διαφεντεύει;

Να είναι αλήθεια πως 

με την ουρά του 

τις συγχορδίες τιθασεύει

ενώ κάποτε με ολόλαμπρα φτερά

παραδείσιους ύμνους τραγουδούσε;


Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Πυγολαμπίδες



Με ρωτάτε τι θυμάμαι από τη πρώτη μας συνάντηση. Τι ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση πάνω της. Ήταν μια συνηθισμένη καλοκαιρινή ημέρα. Έτσι φαινόταν. Αποδείχτηκε τελικά πως δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη. Τότε ακόμα δεν υπέφερα από τα κύματα μελαγχολίας που φούσκωναν από τα μέσα Απριλίου και με χτυπούσαν συνεχώς μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο ισχυρά. 

 Όλα ήταν στη θέση τους. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα έντομα, τα ζώα ακόμα και τα ερπετά. Εκτελούσαν τα καθημερινά τους καθήκοντα όπως και όλες τις άλλες ημέρες. Η ζωή κυλούσε ήσυχα και κάπως βαρετά, θα έλεγα. Παρέα με κάποιους φίλους, χαζολογούσαμε όπως χαζολογούσαν οι νέοι εκείνης της εποχής. Έκανα τα ίδια αστεία που έκανα πάντα, εκείνα που μοιραζόμασταν από παιδιά ενώ νέες συνθήκες γεννιόνταν και η ζωή απλωνόταν σε νέες διακλαδώσεις.

Άρχισε να σουρουπώνει, θυμάμαι. Μη περιμένετε να σας πω ότι αισθάνθηκα κάποια ανατριχίλα ή πως κάτι περίεργο στον αέρα με προειδοποίησε. Όχι. Πήραμε τις μπύρες μας και πήγαμε να τις πιούμε στο συνηθισμένο μέρος μας. Στο "στέκι". Ένας βράχος ήταν, μη φανταστείτε. 

Καθώς βράδιαζε, λοιπόν, όλα κυλούσαν ομαλά. Τα τριζόνια πήραν τη θέση των τζιτζικιών και οι νυχτερίδες εκείνη των χελιδονιών. Τα νυχτοπούλια έπιασαν κι αυτά τη βάρδιά τους. Τότε και για λίγο κατάλαβα πως εκείνη η νύχτα δε θα ήταν σαν τις άλλες. Πως θα γινόταν κάτι που θα το θυμόμουν για πάντα ή ίσως να μη ξεχνούσα ποτέ. Δεν είναι το ίδιο, μη μπερδεύεστε. 

Δε σηκώθηκε κάποιος ξαφνικός αέρας, ούτε ομίχλη σηκώθηκε, ούτε λύκοι ούρλιαξαν. Όμως...ναι, αυτό είναι ξεκάθαρο τώρα, οι πυγολαμπίδες. Πρώτα εμφανίστηκαν δυο τρεις, μετά έγιναν καμιά δεκαριά και στο τέλος περισσότερες από διακόσιες. Που να τις πάρει, φώτιζαν όλον το δρόμο. Από το σκοτάδι που σκέπαζε τα πάντα τώρα μπορούσε σχεδόν να δεις καθαρά τον δρόμο και τα δέντρα δεξιά και αριστερά.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα, τη γνώριζα. Είχαμε ξανασυναντηθεί. Σε τούτη τη ζωή, σε κάποια άλλη ή και σε όλες τις ζωές μαζί...Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι. Αυτή έφερε άραγε τις πυγολαμπίδες ή τα φωσφορίζοντα εντομάκια έφεραν αυτή; Έμοιαζε να γεννήθηκε από το φως τους αλλά και σαν το φως τους να παραγόταν μονάχα για εκείνη. Έκατσε δίπλα μου. Θυμάμαι το άρωμά της. Ήταν το μυστήριο των βουνών, η αύρα της θάλασσας, η δροσιά των δασών, η ορμητικότητα των ποταμών, η ηρεμία των χωριών, η ζωντάνια των πόλεων. Ναι, όλα αυτά ήταν. Και όχι μόνο το άρωμα της. Η παρουσία της ολόκληρη ήταν τέτοια. 

Αν κάτι με προειδοποίησε; Όχι. Τίποτα. Κι αν πράγματι κάτι με προειδοποίησε, κάποια αίσθηση, κάποιο κομμάτι της φύσης, ένας άγγελος από τον ουρανό, καμία σημασία δεν έδωσα. Δεν άκουγα ούτε και έβλεπα κάτι άλλο εκείνη τη βραδιά. Δεν θα με ενδιέφερε ακόμα κι αν τα μυστήρια του σύμπαντος μου αποκαλύπτονταν μπροστά μου. Όλα αυτά ήταν μπροστά μου. Στη κίνηση των μαλλιών της, στο βλέμμα της, στο γέλιο της. 

Ναι, πέρασαν χρόνια ολόκληρα με αυτές τις συναντήσεις. Πάντα με τις πυγολαμπίδες να χορεύουν. Άλλοτε κοντά μας, γύρω μας και άλλοτε μακριά μέσα στο δάσος. Όλες οι συναντήσεις μας ήταν μια ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και τον φόβο. Την ευχαρίστηση και την οδύνη. Την ηδονή και τη μακαριότητα. 

Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε. Ο κήπος της Εδέμ πάντα έχει ένα ερπετό και ο Γολγοθάς όταν τον ανέβεις κρύβει μια ανάσταση. Ο πιο σκοτεινός δαίμονας ακόμα κρατά την αγγελική του μορφή και οι νεράιδες παρά την ομορφιά τους είναι θανάσιμες αν δεν προσέξεις. Για τα γεγονότα που με ρωτήσατε δε μπορώ να σας απαντήσω. Ξέρω ότι είμαι σήμερα εδώ εξαιτίας εκείνης της βραδιάς. Και ξέρω ακόμα κάτι. Οι πυγολαμπίδες. Έχουν χρόνια να εμφανιστούν...

Rainbow - Hunting Humans (Insatiable)


 

Μαγιάτικη συννεφιά



Εκείνη η συννεφιά

-στα μέσα του Μαΐου-

μου ελάφρυνε

το άχθος

της μελαγχολίας,

που οι λιακάδες 

θρέψαν

---

(Και η φωτογραφία δική μου)


Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Κάτάρες και Χόρτα

 


Οι εποχές μας άγριες 

και οι καιροί τρελοί 

Μαζί τώρα βαδίζουνε 

Κόκκινοι και λευκοί 

---

Τα κρεβάτια έγιναν 

δημόσιοι πια χώροι 

Τι και αν πέφτουν οι μισθοί 

Κι αυξάνονται οι φόροι 

---

Η σκέψη σου μόνο αρκεί 

να ψάχνω για οξυγόνο 

Πού πήγαν οι δεινόσαυροι 

και με αφήσαν μόνο; 

---

Όλοι οι μεγάλοι έρωτες 

μικροί λες πως πεθαίνουν 

Αυτοί που ζωή κοστολογούν 

μόνοι στο τέλος μένουν 

----

Χάνομαι στο ηλιοβασίλεμα 

Ανώνυμος καβαλάρης

Όλη η Γη δε με χωρά

Ο Κρόνος ουτ' ο Άρης 

---

Σαν να 'χω κατάρα άδικη

στα γίδια μου σφυρίζω 

Σκύλος σου είμ' αδέσποτος 

στη πόρτα σου γαβγίζω.

---

Όταν σε γνώρισα μαρή 

ήσουνα ομορφούλα 

χόρτα σου 'μασα άγρια 

Δεν είχα όμως σακούλα 

---

Ρωτάς πού βρίσκω όρεξη 

για κείμενα και στίχους

Έτσι γλιτώνω τα κελιά 

με τους λευκούς τους τοίχους 

----







Domine - Last of the Dragonlords (Lord Elric's Imperial March)

 


Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Παράνομος Διαβαίνω

 


Το όνειρό σου, κλέφτης,

παράνομα διασχίζω

Κι όμως δεν ήρθα πετράδι

πολύτιμο ν' αρπάξω

Ένα κομμάτι που 'κλεψα

του Παραδείσου φέρνω δώρο

Αν το αποδεχτείς ίσως

στην ενοχή μ' ακολουθήσεις...

----

πίνακας του  Mikhail Vrubel, Καθιστός Δαίμονας

Sratovarius - Dreamspace

 


Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Η Αργή Καρδιά

 


Κοιτούσα το δάχτυλό μου. Μου φαινόταν άδειο και φτωχό, σαν άπορος ζητιάνος χωρίς το δαχτυλίδι που πάντα φορούσα. Ένας θρύλος έλεγε πως το έφτιαξε ένας σπουδαίος αργυροχόος με ένα είδος ασημιού που πήρε όταν σε κάποιο όνειρο  μεσημβρινό, από εκείνα που ζεματίζει η κάψα του μεσημεριού,  ένας δαίμονας τον άρπαξε και τον οδήγησε στην Κόλαση για να τον τρομάξει. Καθώς ετοιμαζόταν να τον επιστρέψει -και αφού είχε διασκεδάσει με την τρομάρα του- ο αργυροχόος κατόρθωσε και άρπαξε ένα κομμάτι ασημιού και το έκρυψε στην τσέπη της πιτζάμας του, όσο ο δαίμονας ακόμα γελούσε. Με αυτό σκάλισε ένα δαχτυλίδι με το πρόσωπο εκείνου του δαίμονα και κάποτε μου το έδωσε ως ανταμοιβή επειδή τον βοήθησα να εξορκίσει το σπίτι της ξαδέρφης του. 

Μα το δαχτυλίδι δεν έμελλε να μείνει για πάντα στο δάχτυλό μου. Κάποτε μου το ζήτησε μια νύμφη, πάνω στη γέφυρα που πάνω από χίλιους ποταμούς περνούσε. Σε αντάλλαγμα μου έδωσε μια τούφα των μαλλιών της. Μόλις πήρε το δαχτυλίδι το κατάπιε και βούτηξε στα μαύροκόκκινα νερά της λίμνης που σχημάτιζαν τα νερά των χιλίων ποταμών. Λένε ότι το χρώμα τους τα νερά της το παίρνουν επειδή μέσα δεν αναμειγνύονται τα νερά μονάχα των ποταμών αλλά και τα πετρώματα που παρασέρνουν και που κάποια από αυτά υπάρχουν μόνο στου Άδη τις μαύρες και κόκκινες κοιλάδες.  

Η τούφα της γλίστρησε από τα δάχτυλά μου και μπήκε μέσα στο στήθος όπου και έδεσε την καρδιά μου. Από τότε οι χτύποι της είναι δύο λιγότεροι από τους χτύπους του ρολογιού όταν ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες και 28 νύχτες. Το αίμα μου είπαν κάποιοι που το είδαν να τρέχει από μία αόρατη πληγή έγινε κι εκείνο μαυροκόκκινο σαν τα νερά της λίμνης. 

Δεν ξαναβρήκα εκείνη τη νεράιδα όσο κι αν την έψαξα. Χάθηκε για πάντα στα νερά των χιλίων ποταμών που στροβιλίζονται σε εκείνη τη λίμνη, λίγο πιο πέρα από τη γέφυρα που από πάνω τους περνά. Μια κουρούνα κάποτε μου είπε να μη ψάχνω άδικα και πως εκείνη η νεράιδα είχε φύγει για πάντα από τα νερά της λίμνης. Πως ταξίδεψε με ένα καράβι που μπορούσε στους ουρανούς να πλέει. Όσοι της είδαν, είπαν πως χάιδευε ένα δαχτυλίδι με τη μορφή δαίμονα σκαλισμένη πάνω του και έλεγε πως ήταν δώρο του αγαπημένου της που έπρεπε για πάντα να αφήσει.

Σάστισα, επειδή ήξερα πως δεν ήμουν ο αγαπημένος της, όχι σε τούτη τη ζωή τουλάχιστον κι όχι στα μέρη εκείνα και δεν υπήρχε κανένας λόγος να με αφήσει για πάντα αφού δεν ήμασταν μαζί ποτέ. Ρώτησα την κουρούνα γιατί να το είπε αυτό μα εκείνη δε μου απάντησε...μόνο πέταξε μακριά μου. Έμεινα να κοιτώ το δάχτυλό μου. Μου φαινότανε κενό χωρίς το δαχτυλίδι και η καρδιά μου αργή σαν να είχε έρθει εκείνος ο Φλεβάρης....

My Dying Bride - The Cry of Mankind

 


Στην Παρουσία Σου Μπροστά

 


Το φάντασμά σου κάποτε

θέλησα να ξορκίσω

με ξόρκια αρχαία και γητειές

για πάντα να εξορίσω

---

Ρούνους και θυμιάματα

κι απόκρυφες ψαλμωδίες

ύμνους τραγούδησα χαράς

κι άγνωστες θρηνωδίες

---

Δαίμονες και αγγέλους

έδεσα να βοηθήσουν

την ανάμνησή σου και μορφή

μια και καλή να σβήσουν

----

Ακόμα και αν τα μυστικά 

θα μάθω όλου του κόσμου

τη θύμησή σου αδύνατον

να βγάλω απ' το μυαλό μου

----

Οι ουρανοί ανοίξανε

τα έγκατα σχιστήκαν

στη παρουσία σου μπροστά

με δέος αποτραβηχτήκαν


Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Σχισμή στον ύπνο



Μία σχισμή

στον ύπνο σου ζητώ 

για να βρεθώ κοντά σου

Μ' ένα φιλί 

να σου κλέψω τ' όνειρό....

Κάτι δικό σου 

να κάνω θησαυρό μου

Cathedral - Fountain Of Innocence

 


Κυνηγοί ονείρων

 


Η παρατήρηση ενός από τους πιο ηλικιωμένους κυνηγούς ονείρων έχει διαφυλαχτεί και λέει: "Στο όνειρο νιώθουμε όπως το ψάρι στο νερό. Κατά καιρούς αναδυόμαστε από το όνειρο, ρίχνουμε μια ματιά στον κόσμο στην ακτή, αλλά ξανά βυθιζόμαστε βιαστικά και με απληστία, επειδή νιώθουμε καλά μόνο στα βάθη. Σ' αυτές τις σύντομες αναδύσεις μας στη στεριά, παρατηρούμε ένα παράξενο πλάσμα, πιο οκνηρό από μας, συνηθισμένο να αναπνέει με διαφορετικό τρόπο από μας και κολλημένο με όλο του το βάρος στη στεριά του, αλλά επίσης στερημένο από τις ηδονές μέσα στις οποίες εμείς ζούμε όπως στο ίδιο μας το σώμα. Γιατί εδώ κάτω η ηδονή και το σώμα είναι αξεχώριστα και είναι ένα και το αυτό. Αυτό το πλάσμα έξω, αυτό είμαστε επίσης εμείς, αλλά εμείς σε ένα εκατομμύριο χρόνια και ανάμεσα σε μας και αυτό, πέρα από τα χρόνια υπάρχει και η φοβερή ατυχία που γκρεμίστηκε πάνω σ' αυτό το πλάσμα έξω,, αφού διαχώρισε το σώμα από την ηδονή..."

Μίλοραντ Πάβιτς, Το Λεξικό των Χαζάρων, Γυναικείο Αντίτυπο, εκδ. Ηρόδοτος

Χρονικό του Απρόσβατου Ύπνου

 


Ήταν απογευματάκι και ακολουθούσα κατά την αγαπημένη μου συνήθεια, ένα από εκείνα τα χελιδόνια που μέσα στην άνοιξη κρατούν λίγες από τις σταγόνες του περασμένου χειμώνα. Τα ξεχωρίζει κανείς γιατί όλη τη μέρα κοιμούνται και φυλάνε τα όνειρά τους για να πετάνε μαζί τους μόλις σουρουπώσει. Τα όνειρα τούτα αρέσκονται συχνά να παίζουν και να ενώνονται με τις σταγόνες του χειμώνα που τα χελιδόνια φυλάνε στα φτερά τους και να δημιουργούν μουσικά χρώματα τα οποία όταν ενηλικιωθούν παίρνουν τη θέση των αστεριών που πεθαίνουν μόνα κι έρημα στο κρύο του διαστήματος. 

Τούτο το χελιδονάκι όμως πετούσε διαφορετικά από τα άλλα. Και τα όνειρά του δεν έπαιζαν καθόλου με του χειμώνα τις σταγόνες αλλά κάθονταν σιωπηλά στη ράχη του. Η περιέργειά μου φούντωσε και το ακολούθησα να δω που θα πάει. Πράγματι, ύστερα από λίγο ακούστηκε ένα σφύριγμα διαπεραστικό, από εκείνα που μόνο οι ονειροπόλοι και οι αιθεροβάμονες μπορούν ν' ακούσουν και το πτηνό σαν κυνηγόσκυλο εκπαιδευμένο διέγραψε πορεία ταχύτατη προς την πηγή του ήχου. 

Μόλις έστριψα στη γωνία ενός γκρίζου κτιρίου που το θυμάμαι από παλιά να κλαίει και να θρηνεί για τα χρώματα που είχε χάσει, είδα το χελιδόνι να έχει μπει μέσα σε ένα κλουβί. Γνώρισα την κατασκευή από βιβλία αρχαία όσο και η βιβλιοθήκη της βυθισμένης Ατλαντίδας. Τούτα τα κλουβιά πρωτοχρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να κλείσουν τις λέξεις τους σε γράμματα. Φτιαγμένα από μετάξι που παρήγαγαν στα εργαστήρια της Εριντού, απαλό μα και ισχυρό, τόσο που λέγεται πως ακόμα και ο ίδιος ο Σατανάς όταν κάποτε μπλέχτηκε σε δίχτυα από τέτοιο μετάξι, αναγκάστηκε να πληρώσει για τον ελευθερώσουν εκείνοι οι προϊστορικοί ψαράδες πνευμάτων. Ακόμα και ο Ενώχ το βιβλίο του το έντυσε με  ύφασμα από το μετάξι αυτό για να μη μπορέσει ποτέ κανένας μάγος να το ανοίξει. 

Πλησίασα τον άνθρωπο που κρατούσε το κλουβί κι έκλεινε ψέλνοντας στίχους του Σολομώντα το πορτάκι του. Χρώματα φερμένα από φάσματα άγνωστα στο μάτι του ανθρώπου χόρευαν στο παντελόνι του και το πουκάμισο που φορούσε λευκό, αστραφτερό, εξέπεμπε μουσική με οκτώ νότες απλωμένες πάνω σε εξάγραμμο. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, μακριά με φολίδες στη κάθε τρίχα τους, το πρόσωπό του χαμογελούσε στη Δύση και οργιζόταν στην Ανατολή. Τα μάτια του έλεγαν πιο πολλές ιστορίες από τη γλώσσα του, η οποία είχε τρεις απολήξεις που σαν μαστίγια χτυπούσαν τη γλώσσα του. Ήταν αδύνατος, με χέρια δυνατά και γοργά ποδάρια. Ένα φλάουτο κρεμόταν τη δεξιά του πλευρά και γι' αυτό έγερνε ελαφρά προς την αριστερή όταν ήθελε να σφυρίξει. 

"Από τις ημέρες του Αδάμ, έχει άνθρωπος να με πλησιάσει", μου είπε. "Από τότε που το πρώτο αίμα έβαψε το χώμα που πήρε ο Θεός για να φτιάξει τους ανθρώπους" του απάντησα. Χαμογέλασε, κοίταξε το χελιδόνι στο κλουβί, που θλιμμένο περίμενε τον ύπνο να του χαρίσει όνειρα που ίσως κάποτε ελεύθερα θα πετούσαν, γύρισε σε μένα και είπε: "Τούτο ήταν το χελιδόνι το δικό μου. Τότε που τα όνειρα των χελιδονιών και των ανθρώπων ήταν κοινά και που τα πνεύματα περπατούσαν ελεύθερα στη γη. Η μοίρα του είναι η μοίρα μου. Η πτώση μου, δική του και όταν εγώ ποτέ ελευθερωθώ, θα ελευθερωθεί κι εκείνο. Μη σου περνάνε σκέψεις ανόητες, μη προσπαθήσεις κάτι που για τους ανθρώπους δε γράφτηκε ποτέ". Τον κοίταξα, μαγεμένος από την ομορφιά του και αηδιασμένος από τη φρίκη της όψης του. "Όσα γράφτηκαν οι άνθρωποι τα πράττουν και όσα δε γράφηκαν γι' αυτούς τα ονειρεύονται όταν το φεγγάρι κλίνει το κεφάλι του και αποκοιμιέται. Ποια είναι η ελευθερία για εκείνον που κάποτε αντάλλαξε του γερακιού τις φτερούγες με τα φτερά της μύγας; Θαρρείς πως το χελιδόνι τούτο θα πετάξει μακριά σου σαν έρθει η ώρα εκείνη ή τις σταγόνες του χειμώνα θα κρατά στις φτερούγες του πάνω από το διψασμένο σου κεφάλι;" τον ρώτησα. 

Με κοίταξε σιωπηλός. Πήρε το φλάουτο, έγειρε αριστερά και έπαιξε έναν σκοπό που γράφτηκε πριν οι άνθρωποι μπορέσουν για πρώτη φορά να σφυρίξουν με το στόμα τους. Φως σκοτεινό τύφλωσε για λίγο τα μάτια μου. Όταν έσβησε, είχε εξαφανιστεί κι εκείνος και το κλουβί με το χελιδόνι. Στη θέση του είχε μείνει ένα κλειδί. Επάνω του χαραγμένα γράμματα από την εποχή  πριν των Αζτέκων τα πρώτα είδωλα να σκαλιστούν έγραφαν: "Τούτο το κλειδί εκείνα που είναι γραμμένο να μείνουν σφαλιστά ανοίγει. Αυτός που θα το χρησιμοποιήσει, είτε ανόητος είτε σοφός, ας προσέξει τι θα ξεκλειδώσει. Η σοφία και η ανοησία της ίδια πλευράς νομίσματα πάντα ήταν". Πήρα το κλειδί και το πέρασα από έναν κρίκο χάλκινο που κάποτε μου είχε δώσει μια ιέρεια της Αιγύπτου πριν εμφανιστεί εκεί ο πολιτισμός των Μπαντάρι. Συνέχισα το δρόμο μου, σφυρίζοντας έναν σκοπό που λένε κάποιοι δεισιδαίμονες ότι γράφτηκε πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να πεθαίνουν και πως γι' αυτό έκανε τους νεκρούς να χορεύουν κάτω από τη γη...

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Ανάμεσα



Ανάμεσα στη γη

και στα ουράνια παλάτια

ποιοι άραγε κατοικούν; 

Αόρατοι περιδιαβαίνουν

αιθέρια μονοπάτια 

Μη κοιτάς ψηλά 

ανόητο παιδί!

Μεγαλύτερη ευλογία 

από τους κλειστούς οφθαλμούς

ποτέ δε δόθηκε στους ανθρώπους



Testament - Return to Serenity

 


Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Ο Ξεχασμένος στο Ξέφωτο

 




Ήμουν δύο μήνες ήδη σε εκείνο το χωριό στη μέση του πουθενά, αντικαθιστώντας έναν καλό φίλο ο οποίος  έπρεπε να αναρρώσει από μία εγχείρηση. Ένας μήνας είχε μείνει ακόμα, τρεις θα χρειαζόταν ο οργανισμός του για να επανέλθει. Η οικογένεια είχε μείνει στην Αθήνα - δεν υπήρχε λόγος να τρέχουν στα βουνά και στα λαγκάδια- κι έτσι έμενα σε ένα μικρό σπιτάκι που είχε το χωριό για τον παπά που υπηρετούσε εκεί. Μικρό πολύ αλλά άνετο. Ένας άνθρωπος ήμουν δεν ήθελα και πολλά. 

Ήταν μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Ούτε βίαια καιρικά φαινόμενα ούτε παράξενες ησυχίες ούτε απόκοσμες ομίχλες πουθενά. Είχε πάει περίπου δύο και μισή όταν με ξύπνησε το τηλέφωνο. Μισοκοιμισμένος το σήκωσα και άκουσα τη γκρινιάρικη φωνή του επιτρόπου από την άλλη άκρη της γραμμής. "Παπά, πάρε τα πράγματά σου και έρχομαι να σε πάρω". "Τι στην ευχή έγινε;" πρόλαβα να ρωτήσω αλλά δεν ακούστηκε καμία απάντηση. Το είχε κλείσει ο γερο-στριμμένος ήδη. 

Ετοιμάστηκα, βρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκα να πάω σ' εκείνο το παλιοχώρι και τον φίλο μου που πήγε κι έκανε εγχείρηση. Μετά από λίγο άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου και βγήκα έξω. Μπήκα στο αμάξι του επιτρόπου και τον κοίταξα μισοενοχλημένος, μισοαπορρημένος. "Τα πήρες όλα;" με ρώτησε. "Όλο το οπλοστάσιο, αγιασμό, σταυρό, Ευαγγέλιο, κόκκους καφέ και λίγο ουίσκι" του απάντησα. Δε φάνηκε να συγκινείται με το αστείο μου. "Τι έγινε βραδιάτικα;". "Η κυρά Κατερίνα σε ζητάει. Ήταν κατατρομαγμένη", μου απάντησε. "Και ποια είναι αυτή είπαμε;". "Είκοσι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι, είσαι δυο μήνες εδώ, ακόμα να μας μάθεις;" είπε ενοχλημένος. "Κοίτα, τα πρόσωπα τα ξέρω αλλά δε μπορώ να αντιστοιχίσω τα ονόματα. Ξέρεις μερικά ονόματα δεν ήθελαν να πάνε στα πρόσωπα στα οποία τα παρέδωσαν κάποιοι κι έτσι αρνούνται να ταυτιστούν με αυτά". Με κοίταξε λοξά. "Είσαι ντιπ τρελός. Η κυρά Κατερίνα είναι αυτή η γιαγιά που έρχεται από το πρωί και κάθεται στη τρίτη σειρά. Κατάλαβες ποια είναι;". "Α ναι! Μακριά μαλλιά, λίγο ζαβή! Και τι έπαθε τέτοια ώρα; Ληστές; Και γιατί δε φωνάξατε αστυνομία" απάντησα με κάπως χαρούμενο τόνο. "Θα δεις και θα ακούσεις" μου είπε κοφτά και συνέχισε να οδηγεί. 

Μετά από λίγο φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί τα φώτα ήταν αναμμένα, η κυρα-Κατερίνα καθόταν έξω και καμιά δεκαριά χωριανοί, τα ονόματα των οποίων ποτέ δεν έμαθα ήταν μαζί της. Μόλις κατέβηκα από το αμάξι μου φώναξε "Ξόρκισε τον! Ξόρκισέ τον". Πήγα κοντά της, προσπάθησα να την καθησυχάσω αλλά εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια. Ο επίτροπος με σκούντηξε, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και με πήγε στο χώρο που η γιαγιά είχε τις δυο κατσίκες της κι ένα μικρό κοτέτσι. Τα ζώα ήταν όλα δαγκωμένα στο λαιμό και σκοτωμένα. Το αίμα τους είχε γεμίσει τον τόπο. "Λύκος, τσακάλι;" ρώτησα. "Λέει ότι είδε μια σκιά ανθρώπινη. Λέει ότι τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι". Τον κοίταξα συγκρατώντας με το ζόρι ένα γέλιο. "Με έφερες να κυνηγήσω τον Δράκουλα; Με ξύπνησες για να ασχοληθώ με τις παλαβομάρες της θειάς;" του είπα χωρίς να πνίγω τον ειρωνικό μου τόνο. Δεν απάντησε. Απλά μου έδειξε μακριά ανάμεσα στα δέντρα. Εκεί μπλεγμένη στις άλλες σκιές φανερωνόταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Πιο σκοτεινή από τις υπόλοιπες και, αλήθεια σας λέω, εκεί που θα έπρεπε να είναι τα μάτια υπήρχαν δυο κόκκινες λάμψεις. "Αλήθεια, περιμένετε να πάω κοντά σε αυτό το πράγμα;" ψιθύρισα. "Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις" μου είπε και πήγε προς την κυρά Κατερίνα. 

Είχε ήδη μαζευτεί όλο το χωριό, δεν ήταν και πολλοί, και όλοι με κοιτούσαν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό που ένιωσα, αλλά σαν να ξύπνησε ο παλιός περιπετειώδης εαυτός μου (με μία λέξη αυτό περιγράφεται ως βλακεία) αλλά και για να μη φανώ δειλός μπροστά  σε όλους, αποφάσισα να πάω να δω τι στην ευχή ήταν αυτός ο περίεργος τύπος κι αν είχε να κάνει με τη σφαγή των ζωντανών της καημένης γιαγιάς. Καθώς τον πλησίαζα, πλέον έβλεπα καθαρά πως ήταν αντρική φιγούρα, εκείνος κινήθηκε με αργές κινήσεις μέσα στα δέντρα. Τον ακολούθησα, κρατώντας ένα γερό και αρκετά μακρύ κομμάτι ξύλο, σαν ραβδί. Σε λίγο βρέθηκα σε ένα μικρό ξέφωτο στο οποίο υπήρχαν και μερικοί μεγάλοι βράχοι. Τον είδα να κάθεται σε έναν από αυτούς, το φεγγάρι, μακριά από τη φάση της πανσελήνου έριχνε το λιγοστό του φως επάνω του. Ευτυχώς που το φως ήταν τόσο αχνό. Απ' όσο διέκρινα, είδα σάρκα γκρίζα, σε πολλά σημεία εντελώς σαπισμένη, μέρος των οστών ακάλυπτο, και -γι' αυτό δεν είμαι σίγουρος- είδα σκουλήκια να σέρνονται πάνω του. Στο κεφάλι υπήρχαν κάποιες διάσπαρτες τούφες μαλλιών ενώ σκαθάρια περπατούσαν αμέριμνα σχεδόν ανάμεσά τους. Μόλις γύρισε και με κοίταξε, δυο μικρές φωτιές έλαμψαν στις άδειες μέχρι τότε κόγχες των ματιών του. 

"Ήρθες να με ξορκίσεις;" ακούστηκε μια παρωδία ψιθύρου που βγήκε από μέσα του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα έβγαινε από το στήθος μου! Και νομίζω πως ήταν θεία παρέμβαση που δεν τα έκανα κυριολεκτικά πάνω μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, άνοιξα τη τσαντα μου, έβγαλα τον αγιασμό, τον σταυρό, το πετραχήλι(αρχικά το φόρεσα ανάποδα προκαλώντας κάτι σαν γέλιο στο...ό,τι κι αν ήταν αυτό), το ευχολόγιο, το Ευαγγέλιο και, πάνω στην ταραχή μου, ένα κουτί καραμέλες! "Μάλλον αυτό θα κάνω" του είπα με προσποιητή γενναιότητα. "Μην ανησυχείς, δεν θα αντισταθώ" γρύλισε. "Αλλά πριν το κάνεις, θέλω να εξομολογηθώ. Να πω σε κάποιον γιατί είμαι εδώ". "Ο Κρίστοφερ Λι δε θα το έκανε ποτέ αυτό", είπα χρησιμοποιώντας το χιούμορ σαν όπλο για να μη χάσω τα λογικά μου. Παραβλέποντας το αστείο μου συνέχισε με το υπόκωφο γρύλλισμα που είχε για φωνή: "Με ξέχασαν. όλοι τους. Η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι χωριανοί. όλοι με ξέχασαν. Ο τάφος μου ρήμαξε και κανείς δεν ήρθε να τον κοιτάξει. Γι' αυτό πήγα στο σπίτι της τρισεγγόνας μου, το σπίτι που χάρη σε μένα υπάρχει, εγώ το έχτισα, για να της θυμίσω ότι είμαι ακόμα εδώ!" ...

Δεν ήξερα τι να κάνω...από τη μία με λυπούσε η θλίψη του και από την άλλη με τρόμαζε η οργή του. "Τρισέγγονα σου; Αυτή κοντεύει εκατό χρονών. Πότε πέθανες; Πριν διακόσια χρόνια; Ίσως και παραπάνω;". "Το 1811...". Άνοιξα το μπουκαλάκι με τον αγιασμό. "Δε σε ξέχασαν...κι εκείνοι κοιμήθηκαν και κάποια στιγμή έσπασε η αλυσίδα της μνήμης...όμως εκείνοι δε ξύπνησαν έτσι αφύσικα. Δε βασανίζονται σαν κι εσένα...Αλλά τα ζώα; Γιατί τα ρήμαξες;". Με κοίταξε κατάματα. Οι δυο φωτιές που έκαιγαν αντί για μάτια φάνηκαν να ημερεύουν. "Η πείνα...η δίψα...το ξύπνημα έρχεται με κάποιο αντίτιμο ξέρεις...δε θα μπορούσα να τις χορτάσω με ανθρώπινο αίμα, με αίμα από το δικό μου σόι..."..." Κι έτσι την πλήρωσαν τα ζωντανά, ε;". Έσκυψε το κεφάλι του. "Στον βόρειο τοίχο του σπιτιού, στη γωνία, κάτω από μια παλιά σανίδα, την έχουν σκεπάσει με αυτό το τσιμέντο ή όπως το λένε πια, εκεί έχω κρυμμένο λίγο χρυσάφι και ασήμι. Δώσ' τα στη Κατερινούλα, σαν δώρο για να με συγχωρήσει. Αυτή είναι μεγάλη αλλά τα παιδιά της, τα εγγόνια της, κάτι θα τα κάνουν...Διάβασε τις ευχές τώρα σε παρακαλώ, ρίξε τον αγιασμό, ελευθέρωσε με από τη στεναχώρια τούτη...πώς το άφησα να γίνει αυτό...". Καθώς άνοιγα το ευχολόγιο του είπα: "επειδή είσαι άνθρωπος και ο άνθρωπος τη μοναξιά και τη λησμονιά δεν την αντέχει ακόμα και μετά τον θάνατο...". Προσπάθησε να χαμογελάσει. Ένα κομμάτι από το δέρμα του προσώπου του έπεσε. Διάβασα τις ευχές, έριξα τον αγιασμό, τον σταύρωσα. Διαλύθηκε, έγινε σκόνη μπροστά μου αφήνοντας έναν κοφτό ήχο ανακούφισης να βγει από μέσα του. Είχα ακούσει τις ιστορίες για τον βρικόλακα που τριγυρνούσε στο δάσος τα βράδια. Τις είχα θεωρήσει φολκλορικές χαζομάρες. Μάλλον έκανα λάθος. 

Έμεινα λίγη ώρα να κοιτάζω τον σωρό από χώμα που βρισκόταν μπροστά μου. Σταυροκοπήθηκα και γύρισα. Καθησύχασα τη κυρα-Κατερίνα και της έδειξα που να ψάξει για το χρυσό και το ασήμι. Ήταν πράγματι εκεί. Ο τάφος του Θεόδωρου, έτσι έλεγαν τον βρικόλακα όσο ζούσε, δε βρέθηκε ποτέ. Είχε θαφτεί κάπου στο δάσος, μακριά από το νεκροταφείο -κανείς δε μου είπε γιατί- και με τον καιρό ξεχάστηκε...Τουλάχιστον, έστω και αργά, αναπαύθηκε...

Nevermore - Garden of Gray

 


Αίμα Λάμψεων

 


Χρώματα κυλούν στον ουρανό,

γεννήματα του μαύρου.

Σαν Κρόνος προσπαθεί

τα τέκνα του να καταβροχθίσει.

Σκοτεινή αδερφή εσύ

το χέρι μου κρατάς 

στης θλίψης με οδηγείς

τις ανήλιαγες πεδιάδες

Σκιές...το πρόσωπο μου κρύβουν

καθώς τη ψυχή μου σε σένα 

δέσμια παραδίδω απόψε

Πάρε το δρεπάνι του 

το φτιαγμένο από κρύσταλλο, 

σχίσε το στερέωμα του χάους

αίμα λάμψεων εκτυφλωτικών

να λούσει το πρόσωπό σου.

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Sanctuary- Eden Lies Obscured

 


Όταν οι Ήλιοι Σιωπούν

 




Είχαμε χρόνια να συναντηθούμε. Κι όμως, θα ορκιζόμουν ότι δεν είχαν περάσει παρά μόνο ελάχιστα λεπτά. Δε φαινόταν να έχει αλλάξει τίποτα πάνω της. Σε κάθε της κίνηση, η πραγματικότητα υποκλινόταν και άλλαζε ανεπαίσθητα, με τρόπο τέτοιο που μόνο το έμπειρο μάτι κάποιου αρχαίου ιεροφάντη θα μπορούσε να καταλάβει. 

Την πλησίασα σχεδόν χαμογελώντας. Τόσα χρόνια ταξίδευα σε ωκεανούς ονείρων. Είχα γεράσει πια και ήμουν αρκετά καχύποπτος με πλάσματα σαν κι εκείνη. 

Ανταπέδωσε το χαμόγελό μου και έπιασε απαλά το χέρι μου. Τα μάτια της έλαμψαν με τη λάμψη χιλιάδων αστεριών. Άκουσα τα αρχαία ερείπια, σιωπηλά για χιλιάδες χρόνια να μουρμουρίζουν τον σκοπό που εκείνη κάποτε μου τραγούδησε. Αγκαλιαστήκαμε. 

Περπατήσαμε μαζί περνώντας το λεπτό πέπλο της καθημερινότητας και βρεθήκαμε στα λιβάδια μυριάδων φαντασιών. Μιλούσαμε ασταμάτητα. Μάλλον δε μιλούσαμε. Μονάχα ακούγαμε. Τα λόγια γεννιόταν μόνα τους, χωρίς τα χείλη να χρειαστεί να κινηθούν. Μου είπε για τα μυστήρια που ξεκλείδωσε με τη γλυκύτητα που πάντα τη χαρακτήριζε. Εκείνη τη γλυκύτητα που κάλυπτε καλά την απόκρυφη γνώση της από τα αδιάκριτα βλέμματα. Της διηγήθηκα τα μοναχικά ταξίδια μου στις αμέτρητες ονειροχώρες και τους θησαυρούς γνώσεως που εκεί ανακάλυψα. 

Πάνω στον ενθουσιασμό μου που συναντηθήκαμε ξανά, της είπα πως κανένας από εκείνους τους θησαυρούς δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μελωδία της φωνής της. Σταμάτησε απότομα και με κοίταξε αυστηρά. Ξεροκατάπια, γνωρίζοντας πως είχα διαβεί ένα όριο που δεν έπρεπε. Πως έσπαγα τη συμφωνία αιώνων. Ένα σύννεφο κάλυψε τους τρεις ήλιους και τα δύο φεγγάρια που έλαμπαν στους ουρανούς από πάνω μας και άνεμοι σηκώθηκαν από επτά διευθύνσεις. Πισωπάτησα αφήνοντας την. Τύλιξα σφιχτά τον μανδύα μου. Τα μάτια της στιγμιαία πλημμύρισαν με θυμό. Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε αυτός ο θυμός έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε. Αναστέναξε. Οι άνεμοι κόπασαν και το σύννεφο διαλύθηκε. 

Μετά από λίγο αναστέναξε και χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι μου απαλά. Βρεθήκαμε ξανά στο κέντρο της πόλης. Αγκαλιαστήκαμε και πάλι. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για όταν τα φτερουγίσματα των πουλιών θα μας έφερναν ξανά κοντά. Την είδα να χάνεται περπατώντας ανάλαφρα ανάμεσα στο πλήθος. Γύρισα και κοίταξα προς τα δυτικά. Άκουσα το κάλεσμα του πλοίου. Κάποιο όνειρο με καλούσε να πλεύσω μαζί του...

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Πολιτική

 


"Θλίβομαι πραγματικά να βλέπω τους Συμπατριώτες μου να προβληματίζονται για την πολιτική. Αν οι Άνθρωποι ήταν Σοφοί, οι πιο αυθαίρετοι Ηγεμόνες δεν θα τους έβλαπταν. Αν δεν είναι Σοφοί, η πιο Ελεύθερη Κυβέρνηση θα γίνει αναγκαστικά Τυραννία. Οι Ηγεμόνες μου φαίνονται ανόητοι, οι Βουλές των Κοινοτήτων και οι Βουλές των Λόρδων μου φαίνονται ανόητες, μου φαίνονται σαν κάτι άλλο από την Ανθρώπινη Ζωή". 


William Blake, του Peter Ackroyd, εκδ. Πατάκη

Porcupine Tree - Dark Matter

 


Πτοχοπροδρομικόν ξανά!



Στίχοι οργής ακολουθούν,
πικρής διαμαρτυρίας
στο στόχαστρό μου ο παπάς
της δίπλα ενορίας

Σ' αυτόν οι γάμοι γίνονται
σ' αυτόν και οι βαφτίσεις
οι τσέπες του γεμίζουνε
με τις ανατιμήσεις

Ουρά έχει τις Κυριακές
ουρά και στις αργίες
παιδιά, παππούδες και γονείς
κύριοι και κυρίες 

Κι εγώ μόνος μου κάθομαι
μονάχος λειτουργάω
κουνούπια με τσιμπολογούν
μύγες να κυνηγάω 

Ζηλιάρη μη με πει κανείς
μήτε και κακομοίρη 
μα θα 'θελα να τον ιδώ 
μέθυσο και μπατίρη

Αχ Θε μου αυστηρά 
αν γίνεται μη κρίνεις
εμένανε τον ταπεινό 
που δυστυχίες δίνεις

Σαν έρθει η ώρα όμως
τη Κρίση ν' ανακοινώσεις
τον μονοφαγά παπά
να κατακεραυνώσεις!



Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Ουράνια Τάξη

 


Η κυριαρχία των ανώτερων μυστηρίων είναι επιτακτική. Η ουράνια τάξη βασιλεύει πάνω στη γήινη καθώς είναι επιτακτική και απρόσιτη από την ιδέα του θανάτου. Γι' αυτό το λόγο τα πράγματα από κάτω θρηνούν και κατακλύζονται από φόβο μπροστά στην θεσπέσια ομορφιά και την αιώνια μονιμότητα του ουράνιου κόσμου. Γι' αυτό είναι άξιο θαυμασμού και πόθου αυτό το μεγαλόπρεπο θέαμα του ουρανού, η αποκάλυψη του άγνωστου ακόμα Θεού, αυτή η πολυτελής μεγαλοπρέπεια της νύχτας που διαφωτίζει με μια διαπεραστική ακτινοβολία, παρ' όλο που δεν είναι τόσο δυνατή όσο το φως του Ήλιου, και όλα αυτά τα μυστήρια που κινούνται με αρμονικούς ρυθμούς κυβερνώντας και συντηρώντας τον κόσμο από κάτω μέσω μυστικών επιρροών. 

Ερμής Τρισμέγιστος, Η κόρη του κόσμου, εκδ. Υπάτια Λυδία

Angra - Acid Rain

 


Βροχή μετεωριτών

 


Σου έδωσα το ποίημα μου, 

καλό λόγο δεν είπες 

Έμενταλ σου πρόσφερα

δε σ' άρεσαν οι τρύπες 

Χαρές πολλές μου έταξες 

μου 'δωσες μόνο λύπες 

Με μελισσούλα άμοιαζες 

μα ήσουν απ' τις σκνίπες

Τις μέρες που ήταν φωτεινές 

μετέτρεψες σε νύχτες 

Κι εγώ που θα θριάμβευα 

τώρα συλλέγω ήττες 

Οι Κυριακές και οι γιορτές 

μαζί σου μοιάζουν Τρίτες 

Κάλλιο όταν σε γνώρισα 

να πέφταν μετεωρίτες 

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Sorcerer - Northern Seas

 


Το Κουτί της Πανδώρας

 


Κράτα το δώρο τούτο 

σαν κάτι πολύτιμο, κρυφό

Σαν της Πανδώρας το κουτί 

απρόσεκτα μην το ανοίξεις

Η γνώση και η αλήθεια 

συχνά ως ευλογία θεωρούνται 

μα όπως κι από κείνο 

το χρυσοσκάλιστο σεντούκι 

σαν κατάρες μπορούν 

στων ανέτοιμων τις ψυχές 

άγρια να χυμήξουν