«Ο Αναρχικός αυτοκτονεί» ήταν ο τίτλος σε ένα ναζιστικό προπαγανδιστικό έντυπο στις 10 Ιουλίου 1934. Ο «αναρχικός» ήταν ο Γερμανοεβραίος συγγραφέας Έριχ Μύζαμ (Erich Mühsam), και η υποτιθέμενη αυτοκτονία του δεν ξεγέλασε κανέναν – ήταν ξεκάθαρα μια σκηνοθεσία των Εθνικοσοσιαλιστών. Λίγο πριν, του είχαν πει πως έπρεπε να αυτοκτονήσει, αλλιώς θα το φρόντιζαν οι ίδιοι. Αυτό έγινε τη νύχτα 9 προς 10 Ιουλίου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ορανιενμπούργκ, όπου κρατούνταν μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Το γεγονός ότι πρόκειται για δολοφονία και όχι για αυτοκτονία έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.
Ο Μύζαμ εκπροσωπούσε πολλά από αυτά που μισούσαν οι Ναζί: ήταν Εβραίος, αναρχικός, αντιμιλιταριστής, ένας από τους λεγόμενους «εγκληματίες του Νοέμβρη» (δηλαδή υποστηρικτής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης) και τουλάχιστον αμφιφυλόφιλος. Όμως ο Μύζαμ ήταν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι ήθελαν να τον παρουσιάσουν.
Αν και γεννήθηκε στο Βερολίνο, στις 6 Απριλίου 1878, μεγάλωσε ως γιος εβραϊκής οικογένειας στην χανσεατική πόλη του Λύμπεκ στον βορρά, που συνδέεται με τον συγγραφέα Τόμας Μαν και το εμβληματικό του έργο Οι Μπουντενμπρουκς. Οι γονείς του ήθελαν να γίνει φαρμακοποιός και να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Αυτό όμως δεν του ταίριαζε. Έφυγε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για να ζήσει ως μποέμ και συγγραφέας. Άρχισε να γράφει το 1901, και η πρώτη του σημαντική δημοσίευση κυκλοφόρησε το 1903 με τίτλο Ομοφυλοφιλία. Εκείνη την εποχή είχε ομοερωτική σχέση με τον Γιόχανες Νολ, που αργότερα έγινε γνωστός συγγραφέας. Εμπνευσμένος από τις έρευνες του σεξολόγου Μάγκνους Χίρσφελντ, ο Μύζαμ υπερασπίστηκε τη (ανδρική) ομοφυλοφιλία και πολέμησε την ποινικοποίησή της, που τότε κυριαρχούσε στη Γερμανία. Από σημερινή σκοπιά, το έργο του είναι γεμάτο στερεότυπα και κλισέ – όπως η ιδέα ότι οι ομοφυλόφιλοι άντρες είναι εγγενώς δημιουργικοί.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, ο γερμανόφωνος κόσμος ήταν γεμάτος από μεταρρυθμιστικά κινήματα: φυσιολατρία, γυμνισμός, χορτοφαγία, φυσιοπαθητική, αποχή από αλκοόλ και καπνό κ.ά. Ένα από τα επίκεντρα αυτού του κύματος ήταν το Mont Verità στην Ελβετία, όπου και έμεινε για λίγο ο Μύζαμ, προτού το σατιρίσει στο φυλλάδιό του Ascona (1905). Την ίδια εποχή κινήθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους του Βερολίνου. Εντάχθηκε στον κύκλο των ποιητών του Φρίντριχσχάγκεν (μεταξύ τους και ο γερμανοσκωτσέζος αναρχικός Τζον Χένρι ΜακΚέι) αλλά και στην μποέμ κοινωνία του Café des Westens, γνωστό και ως Café Größenwahn («Καφέ Μεγαλομανία»).
Ο Μύζαμ άρχισε να δρα πιο ενεργά πολιτικά. Τα πολιτικά του ποιήματα είχαν ήδη προκαλέσει σάλο στα σχολικά του χρόνια. Το 1911 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού του Κάιν: Ένα περιοδικό για την Ανθρωπιά (Kain. Zeitschrift für Menschlichkeit), μια αναρχική έκδοση που έγραφε σχεδόν εξ ολοκλήρου ο ίδιος και που διήρκεσε ως το 1914. Επίσης συνδέθηκε με τον αναρχικό Γκούσταβ Λαντάουερ – ο οποίος πάντως δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ούτε την ποίησή του ούτε την προπαγάνδα του για την «ελεύθερη αγάπη». Η κορύφωση αυτής της προπαγάνδας ήταν το θεατρικό έργο του Οι Ελεύθερα Παντρεμένοι (Die Freivermählten) το 1914, που λογοκρίθηκε πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αρχικά, όπως και άλλοι αριστεροί, ο Μύζαμ παρασύρθηκε από τον παροξυσμό του πολέμου (ο συγγραφέας Έρνστ Τόλλερ, για παράδειγμα, κατατάχθηκε εθελοντικά). Γρήγορα όμως άλλαξε στάση και έγραψε αντιμιλιταριστικά ποιήματα – όπως το Πολεμικό Τραγούδι (Kriegslied).
Ο Πρώτος Παγκόσμιος τελειώνει στη Γερμανία με μια επανάσταση – ή απόπειρα επανάστασης. Εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια ιδρύονται και αναλαμβάνουν τοπικά την εξουσία, ακόμη και στο Μόναχο, την μελλοντική πρωτεύουσα του ναζιστικού κινήματος. Για λίγο, ιδρύεται Σοβιετική Δημοκρατία στην πόλη με τη συμμετοχή γνωστών αναρχικών – όπως ο Μύζαμ (ως σύμβουλος πολιτιστικών υποθέσεων), ο Λαντάουερ και ο Σίλβιο Γκεζέλ. Το εγχείρημα καταρρέει σύντομα, μεταξύ άλλων και λόγω των μηχανορραφιών των Κομμουνιστών και των Σοσιαλδημοκρατών.
Κατά την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Μύζαμ υπήρξε ακούραστος προπαγανδιστής των αναρχικών ιδεών. Έγραφε ποιήματα, σατίριζε, ερμήνευε, παθιασμένα προπαγάνδιζε. Η προσήλωσή του φαίνεται π.χ. στο έργο Staatsräson, που πραγματεύεται την υπόθεση των Ιταλών αναρχικών Σάκκο και Βαντσέτι, ή στις ομιλίες του προς τους περιθωριοποιημένους, τους λεγόμενους «αλήτες» (Lumpenproletariat). Αν και βρισκόταν κάπως έξω από τις οργανωμένες τάσεις του αναρχικού κινήματος, έπαιρνε μέρος στον διάλογο και έδινε βήμα σε άλλους αναρχικούς όπως ο Ρούντολφ Ρόκερ μέσα από τα περιοδικά του, όπως το Fanal (1926–1931). Παράλληλα έγραφε και για εφημερίδες όπως η Weltbühne, που εκδιδόταν από τον αντιμιλιταριστή Καρλ φον Οσιέτσκι.
Λόγω της ρευστής πολιτικής κατάστασης στη Γερμανία, το 1925 επιχείρησε για λίγο μια προσέγγιση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, οραματιζόμενος ένα «λαϊκό μέτωπο» της αριστεράς, από τους κομμουνιστές μέχρι τους αναρχοσυνδικαλιστές. Ωστόσο, η δογματική πολιτική του ΚΚΓ –που απέκλειε τους διαφωνούντες της αριστεράς όπως τον Ότο Ρύλε– τον οδήγησε να διακόψει τη συνεργασία του μετά από μόλις έξι μήνες. Το όραμα του μετώπου απέτυχε.
Στις αρχές του 1930, δημοσίευσε το σημαντικότερο θεωρητικό του έργο: Η απελευθέρωση της κοινωνίας από το κράτος (Τι είναι κομμουνιστικός αναρχισμός;). Σε αυτό ανέπτυξε περαιτέρω τον αναρχοκομμουνισμό, αξιοποιώντας τις εμπειρίες του από τη Δημοκρατία των Σοβιέτ στο Μόναχο. Το έργο απαγορεύτηκε την ίδια χρονιά και κυκλοφόρησε αργότερα μόνο ως σαμιζντάτ στη ΛΔΓ.
Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ τον Φεβρουάριο του 1933, συνελήφθη σε ένα κύμα διώξεων, φυλακίστηκε και μεταφέρθηκε στο Ορανιενμπούργκ, όπου εκτελέστηκε από μέλη των SS τον Ιούλιο του 1934.
Μερικές μέρες μετά, τα λείψανά του ενταφιάστηκαν σε κοιμητήριο του Βερολίνου, στο Dahlem. Παρόντες στην ταφή ήταν και αξιωματούχοι της Γκεστάπο, που ήλπιζαν να συλλάβουν τη σύζυγό του Ζένσλ Μύζαμ. Εκείνη όμως είχε ήδη καταφύγει στο εξωτερικό. Το δράμα της δεν τελείωσε εκεί – όπως περιγράφει ο Ρούντολφ Ρόκερ στο φυλλάδιο Ο Γολγοθάς της Ζένσλ Μύζαμ (1936). Στην ΕΣΣΔ, όπου βρήκε καταφύγιο, βρισκόταν υπό την παρακολούθηση της KGB· όταν μετακινήθηκε στην ΛΔΓ, την παρακολουθούσε πλέον η Στάζι.
Ο τάφος τιμής του Μύζαμ στο δάσος-νεκροταφείο του Dahlem στο Βερολίνο φιλοξενεί κάθε χρόνο, από τη δεκαετία του ’70, αναρχική τελετή μνήμης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μύζαμ έχει καθιερωθεί ως μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της γερμανικής αναρχίας. Στη Δυτική Γερμανία μελετάται από τις δεκαετίες του ’60, ενώ στην Ανατολική Γερμανία δημοσιεύτηκαν επιλεκτικά έργα του – χωρίς τις καθαρά αναρχικές αναφορές – παρ’ όλα αυτά αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους αντιφρονούντες. Η βιβλιοθήκη της «Εκκλησίας των Από Κάτω» (χριστιανοί αντιφρονούντες στη ΛΔΓ) ονομάστηκε προς τιμήν του «Αρχείο Κάιν». Τα αναρχικά του κείμενα διαδίδονταν προφορικά, ενώ η πανκ σκηνή οργανώνει από τη δεκαετία του ’80 ετήσια πορεία τιμής στο Ορανιενμπούργκ.
Ο Μύζαμ παραμένει ως σήμερα μια από τις πιο γνωστές μορφές της αναρχικής ιστορίας της Γερμανίας. Το 2012, το πανκ συγκρότημα Slime από το Αμβούργο κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ-φόρο τιμής με τίτλο Το να υποτάσσεσαι είναι το ίδιο με το να λες ψέματα (Sich fügen heißt lügen), με ποιήματά του μελοποιημένα. Τα γκράφιτι που απεικονίζονται παραπάνω βρίσκονται σε δύο διευθύνσεις όπου είχε ζήσει, στη Hufeisensiedlung και στην Alt-Lietzow 12. Πολλά από τα σημαντικά του έργα ωστόσο περιμένουν ακόμη να ψηφιοποιηθούν και να μεταφραστούν.
~Maurice Schuhmann

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου