Το δρόμο διέσχισε τρέχοντας
το πρωί ένας αρουραίος
στο λούκι μέσα χώθηκε
άνετος -δήθεν- κι ωραίος
Από εκεί μας κοίταζε
σαν εραστής μοιραίος
μα όλοι ξέραμε πως ήτανε
λιγούρης και πειναλέος
Το δρόμο διέσχισε τρέχοντας
το πρωί ένας αρουραίος
στο λούκι μέσα χώθηκε
άνετος -δήθεν- κι ωραίος
Από εκεί μας κοίταζε
σαν εραστής μοιραίος
μα όλοι ξέραμε πως ήτανε
λιγούρης και πειναλέος
Αγαπημένο πλάσμα της νικημένης μου φροντίδας!
κι αν τώρα πια η αγάπη σου έχει χαθεί,
μόνη παρηγοριά μου απελπισμένη έμεινε
η εικόνα σου και τα πικρά μου δάκρυα.
Λένε πως ο Καϋμός με τον καιρό παρηγοριέται·
όμως το νιώθω, δεν είναι αλήθεια:
γιατί με το θάνατο της ελπίδας μου
η μνήμη μου έγινε αθάνατη.
Αθήνα, Γενάρης 1811
Επιλογές από επιστολές, ημερολόγια και ποιήματα - εκδ. Οδός Πανός
Χθες μεσημέρι έφριξα
σχεδόν μ' έπιασε τρέλα
σαν να 'βαλαν στη πίτσα μου
ζωμό από σαρδέλα;
Μου το' χε δει στο χέρι μου
μια μάντισσα τσιγγάνα
πως θα πατήσω σύντομα
μια φλούδα από μπανάνα
Εγώ όμως αμέριμνος
δε πίστευα στη τύχη
μέχρι που σε συνάντησα
και γνώρισα τη φρίκη
Στον ιστό σου μπλέχτηκα
οποία ατυχία
κρύο λουτρό μου έκανες
κακούργα εφορία!
Το διάστημα πόσο λαμπρό είδα σήμερα!
Δίχως σπιρούνια, χαλινάρι και στομίδα,
Ας φύγουμε με το κρασί άλογό μας φτερωτό,
Σε κάποιον ουρανό παραμυθένιο, θεϊκό!
Σαν δυο άγγελοι που ανελέητος
Τους βασανίζει πυρετός,
Μες το κρυστάλλινο γαλάζιο πρωινό
Πίσω απ' τον μακρινό αντικατοπτρισμό!
Αιωρούμενοι απαλά επάνω στο φτερό
Του ευφυούς στροβίλου
Μέσα σε παραλήρημα παράλληλο,
Λάμνοντας πλάι-πλάι αδερφή μου,
Θα φύγουμε χωρίς ανακωχή κι αναπαμό
Προς τον παράδεισό μου τον ονειρικό!
Τα Άνθη του Κακού, εκδ Κουκούτσι
Ρωτάς γιατί μελαγχολώ
ο ήλιος σαν ανατέλλει
και τα πουλιά χαρούμενα
ξυπνούν κελαηδώντας.
Πού τώρα βρίσκεσαι εσύ
και πού εγώ
το χάραμα κοιτάζω;
Απάντησέ μου και θα βρεις
το δάκρυ γιατί κυλάει