Το τσακάλι στάθηκε στη μέση του δάσους. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοιτώντας το ολόγιομο φεγγάρι άφησε ένα μελαγχολικό ουρλιαχτό. Τα δέντρα γύρω του ανατρίχιασαν και το τρέμουλό τους έφτασε μέχρι τις παρυφές των ονείρων. Ξύπνησε τις φωτιές των φάρων που φωτίζουν τη πορεία των ταξιδιωτών οι οποίοι μέσα στη νύχτα αφήνουν τα σώματά τους για να βρεθούν σε χώρες που ανθρώπινο μέσο δε μπορεί να φτάσει. Σε μέρη που ούτε και οι άνεμοι της ερήμου δεν καταφέρνουν να πνεύσουν και που η άμμος που μεταφέρουν βρίσκουν απροσπέλαστα εμπόδια που τη σταματούν. Εκεί φυτρώνουν λουλούδια που τα χρώματα των πετάλων τους και τα αρώματά τους μπορούν να αφυπνίσουν τις κρυμμένες αναμνήσεις που οι άνθρωποι διατηρούν σε κατάσταση ύπνωσης στο κομμάτι του εγκεφάλου τους που δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τη συνείδησή τους. Αναμνήσεις από την εποχή που ο Αδάμ για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του έξω από τον κήπο της Εδέμ. Τότε που τα ερπετά μόλις έχαναν τα φτερά τους και ο θάνατος ξυπνούσε σαν πεινασμένο μωρό στη κούνια του και οι θεοί έβλεπαν για πρώτη φορά την εξουσία που οι άνθρωποι τους παραχωρούσαν στη φαντασία τους και μετέπειτα στη ζωή τους. Το τσακάλι σιώπησε και το δάσος ηρέμησε. Η πύλη έκλεισε και οι φάροι σκοτείνιασαν και πάλι. Οι ταξιδιώτες γνωρίζουν πως το ταξίδι τους σταμάτησε προσωρινά μα οι κόσμοι πέρα από τον ύπνο περιμένουν να τους υποδεχτούν και να τους σαγηνεύσουν. Στο επόμενο ουρλιαχτό του τσακαλιού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου