Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Στη καλύβα της Μπάμπα Γιάγκα

 


Η πεταλούδα πέταξε ενοχλημένη από τον ήχο των ποδιών μου πάνω στα  ξεραμένα χόρτα και τα πεσμένα κλαδιά. Η αλήθεια είναι πως ήταν τερατώδης η παραφωνία του βηματισμού μου μέσα στην αρμονία της φύσης. Το κελάηδημα των πουλιών, το βούισμα των εντόμων και οι ήχοι από τις βιαστικές κινήσεις των άγριων ζώων του δάσους συνέθεταν μια ραψωδία για ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα αυτιά. Προχωρώντας βαθύτερα στο δάσος διέκρινα αρχικά μια αλλαγή στον αέρα. Ο γλυκός αρωματισμένος από τα λουλούδια αέρας ο οποίος μετέφερε τη μελωδία των πλασμάτων του δάσους τώρα είχε γίνει ψυχρός και βαρύς. Μια αίσθηση υγρασίας με καταπλάκωνε καθώς προχωρούσα ενώ γύρω μου ο τόπος σκοτείνιαζε αφού οι πολύ πυκνές φυλλωσιές των δέντρων δεν επέτρεπαν στις ακτίνες του  ήλιου να φτάσουν μέχρι το έδαφος. Επιπλέον μια παράξενη σιωπή απλωνόταν σε όλο το μέρος. Οι ήχοι των κατοίκων του δάσους εδώ φαίνεται πως δεν είχαν θέση. Παρ' όλα αυτά προχώρησα. Φοβόμουν είναι η αλήθεια αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω τώρα ενώ είχα φτάσει τόσο κοντά. Πλέον ο αέρας ήταν τόσο πυκνός και το φως τόσο λιγοστό που δυσκολευόμουν πάρα πολύ στο περπάτημα. Συνέχισα όμως. Και μετά από λίγο, οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Μπροστά μου στεκόταν μια καλύβα. Μια πολύ παλιά ετοιμόρροπη ξύλινη καλύβα η οποία στεκόταν πάνω σε δυο πόδια κότας. Πάνω από τη σκεπή πετούσε γελώντας αποκρουστικά μια μάγισσα μέσα σε ένα γουδί κραδαίνοντας το γουδοχέρι. Μόλις με είδε έκοψε ταχύτητα και χαμήλωσε τη πτήση της. Πλησίασε και με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια. Μόλις είδε τι κρατούσε στα χέρια ξέσπασε σε ένα τρελό γέλιο και πέταξε μέσα στη καλύβα της. Δευτερόλεπτα αργότερα μια ανεμόσκαλα ξετυλίχτηκε από τη πόρτα της καλύβας και έφτασε ως κάτω στο έδαφος. Η γριά μάγισσα ξεπρόβαλλε κάνοντάς μου νόημα να ανέβω πάνω. Μπήκα στο εσωτερικό της καλύβας αφού σκαρφάλωσα στη σκάλα ανάμεσα στα δύο κοτοπόδαρα, τα οποία πού και πού σηκώνονταν εναλλάξ για να ξύσουν τους ξύλινους τοίχους και τη σκεπή. Σε ένα παλιό τραπέζι καθισμένη, με περίμενε η μάγισσα με δύο ποτήρια με καυτό κοκκινωπό τσάι σερβιρισμένo. Μου έγνεψε να κάτσω. Με περιεργάστηκε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στο κακάσχημο στόμα της σχηματισμένο. Άπλωσε το χέρι της. Της έδωσα αυτό που όφειλα. Τη σκόνη από τους τελευταίους τρεις εφιάλτες που είχα δει. Είχα καταφέρει με πολύ κόπο να τη μαζέψω και να τη φυλάξω. Τη μύρισε και την έριξε μέσα στο ποτήρι της. Ήπιε το τσάι το ανακατεμένο με τη σκόνη των εφιαλτών μου, με κοίταξε και γέλασε υστερικά. Έβαλε το δάχτυλο μέσα στο ποτήρι και πήρε λίγο από το κατακάθι που είχε σχηματιστεί στο πάτο. Άπλωσε αυτή την βρωμερή λάσπη στα μάτια μου. Μου έδωσε το ποτήρι μου και ήπια το τσάι που είχε μέσα. Η μάγισσα γέλασε ξανά. "Η ανάμνηση που ήθελες να χαθεί, χάθηκε. Αλλά τώρα τα όνειρά σου μου ανήκουν! Άξιζε η ανταλλαγή;" με ρώτησε με τη στριγκιά φωνή της. "Η ανάμνηση με πονούσε αλλά ήταν και το μόνο ενδιαφέρον στα όνειρά μου. Αντάλλαξα τον πόνο με τη νοστιμιά. Δε ξέρω αν άξιζε, ξέρω ότι δεν άντεχα τον πόνο πια. Θα δούμε". "Ναι θα δούμε" είπε η μάγισσα και άρχισε να γελάει καθώς άρχισα να νιώθω μια ζαλάδα η οποία ραγδαία μετατράπηκε σε λιποθυμία. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι μου. Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Ούτε τι ήταν αυτό που τόσο ήθελα να ξεχάσω θυμάμαι ούτε όμως τι χρώμα έχουν τα όνειρα μου γνωρίζω πια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου