Κώστας Λεϊμονής
Το θέατρο αποτελεί την αμεσότερη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης με μία μαγευτική, υποβόσκουσα επικοινωνία μεταξύ ηθοποιών και θεατών. Η μαγεία του έγκειται αφενός στα σιωπηρά μηνύματα που περνά κατά τη διάρκεια της παράστασης ο συγγραφέας δια μέσου των ηθοποιών και της καθοδήγησής τους από τον σκηνοθέτη και αφετέρου στην αποδοχή τους ή μη από το κοινό μέσω της κριτικής διαδικασίας.
Η μεταφορά στον υπερρεαλισμό ή η άλλη ματιά του ρεαλισμού ανήκει στην δημιουργική μα κουραστική αρκετές φορές εργασία του σκηνογράφου, ενώ η μουσική επένδυση, με ενίοτε πρωτότυπη μουσική σύνθεση, ντύνει το έργο, όπως σκεπάζει ένας γονιός το ανήλικο παιδί του, όταν αυτό κρυώνει. Οι συντελεστές είναι πάμπολλοι, ώστε να παρουσιαστεί μία παράσταση έτοιμη στο κοινό και να σεβαστεί τα χρήματα που το τελευταίο επένδυσε στη θεατρική παραγωγή.
Από τις αφίσες και την εκτύπωσή τους, μέχρι τα ρούχα τον ηθοποιών, τα φώτα της σκηνής, τις κινήσεις των ερμηνευτών, τα κόμματα και τις παύσεις του συγγραφέα την κινησιολογία και τη σκηνοθετική ματιά του σκηνοθέτη, τη διαφήμιση του έργου, την εκτύπωση των εισιτηρίων, την ασφάλιση των συντελεστών, τις πρόβες και πόσα άλλα ακόμα που ο θεατής βλέπει μόνο την απόρροιά τους πάνω στη σκηνή. Πάντοτε σε μία παράσταση αξίζουν μπράβο, από τη στιγμή που χύθηκε για αυτήν μπόλικος ιδρώτας και ξοδεύτηκαν ώρες επί ωρών για να παρουσιαστεί ένα αποτέλεσμα όσο το δυνατό πιο κοντά στην αρτιότητα.
Το θέατρο αποτελεί την ύψιστη δημοκρατική μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Αρκεί κανείς να κοιτάξει πίσω, στην αρχαία Ελλάδα, ώστε να εμπεδώσει την διαχρονική υπηρεσία που το θέατρο επιτελεί. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Η Τέχνη σε οδηγεί σε έναν μονόδρομο αν την ακολουθήσεις πιστά: σε καθιστά καλύτερο άνθρωπο.
Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να θίξω κάποια ζητήματα που αν τους δίναμε βάση και πραγματική προσοχή, θα είχαμε πράγματι ένα πιο «ελεύθερο» και λειτουργικότερο θέατρο.
Μεγάλα ονόματα αλλά παλιά έργα
Ευτυχώς ή δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να ανεβαίνουν σωρηδόν παραστάσεις – διασκευές παλιών ελληνικών έργων (Ψαθάς, Σακελλάριος κλπ), τα οποία είχαν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και μάλιστα από τεράστιους ηθοποιούς της γενιάς εκείνης σημειώνοντας και αντίστοιχα μεγάλη επιτυχία. Οι παραγωγοί προσπαθώντας να μη ρισκάρουν πολύ και να ανεβάσουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο και ποντάροντας στο εμπορικό κοινό των ηλικιωμένων – συνταξιούχων, κάνοντας επίκληση στη νοσταλγία τους και στα συναισθήματα που τους γεννά να βλέπουν τα έργα που μεγάλωσαν μαζί, πιστεύουν ότι έτσι θα βγάλουν τουλάχιστον τα έξοδά τους.
Αποσκοπώντας, λοιπόν, σε μια ικανή προσέλευση που θα τους επιφέρει κέρδη προσλαμβάνουν μεγάλα ονόματα ηθοποιών (και η Ελλάδα έχει πολλούς και καλούς ηθοποιούς, διάσημους και μη) που θα παίξουν στις διασκευές αυτές. Λόγω της οξείας οικονομικής κρίσης, που δεν άφησε απέξω τον χώρο του θεάτρου, οι ηθοποιοί πλέον δεν έχουν μεγάλο περιθώριο απόρριψης προτάσεων.
Μάλιστα σε μια πρόσφατη επαφή μου με μία πολύ σημαντική ηθοποιό, όταν της πρότεινα ένα έργο, αντί να το διαβάσει για να μου απαντήσει αρχικά αν της αρέσει, με ρώτησε αμέσως με αγωνία «ποιος θα το κάνει». Η ανασφάλεια στον χώρο και τα κριτήρια επιλογής πλέον δημιουργούν και άλλη κλίμακα προτεραιοτήτων σε έναν ηθοποιό, ο οποίος ακολουθώντας τα δικά του καλλιτεχνικά κριτήρια μπορεί να μην εργαζόταν ποτέ σε μία δουλειά που δεν θα τον κάλυπτε ποιοτικά.
Το πιο σημαντικό, όμως, ερώτημα στις διασκευές είναι τι πραγματικά προσφέρουν σήμερα. Τι μπορεί να προσφέρει ένας Ψαθάς χωρίς Ηλιόπουλο, Λάσκο, Γκιωνάκη στις μέρες μας; Δε μιλώ για την ποιότητα των έργων του, προς Θεού, αλλά για τα μηνύματα που απευθύνονταν κυρίως σε μια άλλη εποχή.
Έλληνες συγγραφείς
Η διαχρονικότητα ορισμένων έργων γίνεται πιο έντονη όταν διαβάζουμε Σοφοκλή ή Μίλλερ, Αισχύλο ή Καζαντζάκη, Ευριπίδη ή Ίψεν, τραγικούς ή κλασικούς συγγραφείς δηλαδή, όπου κάθε στίχος τους αποτελεί και μία ιδέα, ένα όραμα, ένα συναίσθημα, μια υπηρεσία. Δευτερευόντως, δε, οι Έλληνες συγγραφείς δεν προτιμώνται συνήθως, όχι τόσο λόγω έλλειψης ταλέντου ή ονόματος, αλλά λόγω συγγραφικών δικαιωμάτων, τα οποία σε ιδιωτικό θέατρο δεν μπορούν να είναι κάτω από 10% και σε κρατικό κάτω από 22% βάσει νόμου.
Επίσης, οι Έλληνες συγγραφείς έχουν να αντιμετωπίσουν απέναντί τους το τέρας της καχυποψίας, το νεαρό της ηλικίας τους ή τη μη συμμετοχή τους σε παρεάκια του χώρου. Ένας συγγραφέας, επιτρέψτε μου, πρέπει να γράφει έξωθεν του θεάτρου για το θέατρο. Δεν πρέπει να μπαίνει στο τρυπάκι ή την πρόκληση του ερωτήματος «με τι θα γίνω αρεστός στο κοινό;» ή «τι θέλει το κοινό;», πολύ απλά διότι ακόμη και το ίδιο το κοινό δεν ξέρει τι θέλει και καλά κάνει.
Μπορεί μία χρονιά να ανήκει στην κωμωδία, μία άλλη στο δράμα, μία άλλη και στα δύο. Η ψυχή του (θεατρόφιλου) θεατή είναι μια λεπτή χορδή, που έχει ανάγκη να πάλλεται. Το θέατρο οφείλει να πάλλει αυτή τη χορδή μέσα από τα ποικίλα είδη του. Ο συγγραφέας πρέπει να ακούει την κοινωνία πριν από αυτή, να απαντά στα προβλήματά της πριν από αυτή. Αν έρθει να μιλήσει μετά από αυτή, θα είναι δύσκολο να κερδίσει το στοίχημα της κινητοποίησης. Τα έργα πρέπει να ξεσηκώνουν το κοινό, όχι να το αφήνουν στο λήθαργο.
Όταν η γνωριμία ξαποστέλνει το ταλέντο
Το βασικό κριτήριο του ποιος ηθοποιός θα παίξει σε κάποιο έργο πολλές φορές είναι η γνωριμία του με τον παραγωγό ή τον σκηνοθέτη παρά το βιογραφικό του ή η απόδοσή του με ή χωρίς audition. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αρκετές audition (όχι όλες, πάντα υπάρχει η εξαίρεση στον κανόνα) γίνονται για διαφήμιση και για τα μάτια του κόσμου, ώστε να ακουστεί το έργο.
Υπάρχει ήδη μια προειλημμένη απόφαση πρόσληψης ηθοποιών, η οποία μπορεί να αλλάξει στο 10%, αν στις audition παρουσιαστεί κάτι πολύ δυνατό. Μιλώ κυρίως για τους δεύτερους ρόλους και τους όχι διάσημους ηθοποιούς, οι οποίοι εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί και τις περισσότερες φορές τελούν και χρέη βοηθού σκηνοθέτη, φροντιστή, καφετζή κ.ά. Στις μέχρι τώρα συνεργασίες μου πάντως, πλην μίας περιστασιακής, οφείλω να παραδεχτώ και να συγχαρώ τις παραγωγές, καθώς σέβονταν στο ακέραιο και πλήρωναν κάτι παραπάνω από αξιοπρεπώς όλους τους συντελεστές. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα…
Τα «πίσω από τη σκηνή», όπως και τα «πίσω από τις κάμερες» αποτελούν και το πιο «δύσκολο» κομμάτι του θεάτρου. Οι γνωριμίες, χωρίς να τις μέμφομαι, οι δημόσιες σχέσεις αλλιώς, λειτουργούν σε όλα τα επαγγελματικά πεδία καταλυτικά. Το θέατρο, όπως και κάθε χώρος ελεύθερου επαγγέλματος αποτελεί κύτταρο της κοινωνίας και κάθε κύτταρο έχει και τα παράσιτά του. Και εδώ έρχεται ο μεγάλος παράγων με την ιδιότητα «μάνατζερ».
Δεν χρειάζεται απαραίτητα πτυχίο. Μονάχα ένας μακρύς τηλεφωνικός κατάλογος και μια μεγάλη mailing list, ώστε να κινηθούν τα νήματα. Σας δηλώνω ευθέως ότι αν είχα δεχτεί τουλάχιστον 3 με 4 προτάσεις για επί πληρωμή διαφήμιση, ίσως να με είχατε ήδη βαρεθεί να με βλέπατε και να με διαβάζατε. Από κάπου πρέπει και οι άνθρωποι αυτοί να βγάλουν το ψωμί τους και καλώς υπάρχουν, καθώς οργανώνουν καλύτερα τις επαφές, την επικοινωνία και το «πρόσωπο της παράστασης», όμως δεν είναι οι από μηχανής θεοί.
Είναι ένας απαραίτητος ρόλος, όντας το δεξί χέρι του παραγωγού, στην ενίσχυση του όλου εγχειρήματος. Συνήθως αρκετά θέατρα έχουν τους μάνατζερ τους και αν τολμήσεις να πάρεις διαφορετικό ως παραγωγή από αυτόν που σου προτείνει το θέατρο που φιλοξενεί το έργο σου, μπορεί «ακούσια» να ξεχάσουν να σε βάλουν στο δελτίο τύπου τους ή μπορεί «ακούσια» να τοποθετήσουν την αφίσα του έργου σου στην ταράτσα ή και τέλος μπορεί «ακούσια» να μη βρίσκουν καλές ώρες για την παράσταση. Όλα αυτά τα έχω ακούσει από ομότεχνους θεατρικούς φίλους και μέχρι τώρα δεν έχω ζήσει κάτι τέτοιο, αλλά ακόμη κι αν είχα ζήσει, δεν θα ήθελα να το γνωρίζω…
Κερδοσκοπικά παράσιτα
Θέατρο ίσον τέχνη. Όταν λοιπόν η τέχνη απομυθοποιείται από κερδοσκοπικά παράσιτα, είναι καλό να απομακρυνθεί κανείς από την εστία της μόλυνσης. Δεν θα υπεισέλθω, δε, αναλυτικά αλλά απλώς θα αναφέρω ότι το κοινό πρέπει να εμπιστεύεται την κρίση του και το ένστικτό του και να μην ακολουθεί πάντα τις δημοσιογραφικές κριτικές, καθώς τις περισσότερες φορές είναι «ετοιμοπαράδοτες».
Τέλος, μία θερμή παράκληση προς όλους τους θεατρικούς παραγωγούς που σέβονται τον εαυτό τους και τον χώρο που υπηρετούν: οι τιμές των εισιτηρίων να ανταποκρίνονται στον κόπο, τις θυσίες και τη δουλειά των συντελεστών, όπως επίσης και να απευθύνονται στον μέσο συναλλασσόμενο. Έτσι, καλό θα ήταν να μην γελοιοποιούνται μεν αλλά και να μην φτάνουν στα ύψη, ώστε ένας θεατής της μεσαίας τάξης, για να δει μία παράσταση σε ένα μεγάλο θέατρο να μην χρειαστεί να πάρει κιάλια από την 38η σειρά που θα τον έχουν τοποθετήσει, καθώς οι πιο κοντινές θα αγγίζουν δυσανάλογα με την κρίση της εποχής επίπεδα.
Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν από έναν άνθρωπο που λατρεύει το θέατρο και προσπάθησε να το δείξει μέσα από το «Εκτός Ύλης» και τον «Ιατροδικαστή», από έναν άνθρωπο που έχει δει 2-3 κακώς κείμενα και ο οποίος χωρίς να γνωρίζει το καλλιτεχνικό του μέλλον, αφήνει μια φωνή με ηχώ και με την ελπίδα το θέατρο να γίνει περισσότερο ελεύθερο, από όλες τις απόψεις.
Ελεύθερο θέατρο ίσον δημοκρατία. Κανένας δεν παίρνει αντιπαροχή τη θεατρική πίτα. Το δραματολόγιο αλλάζει σκυτάλη και η μόνη παρακαταθήκη που μπορεί ένα έργο να αφήσει είναι οι ιδέες που αόρατα μεταπηδούν από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως ένα βατράχι πάνω στα νούφαρα μιας γαληνεμένης λίμνης. Όσο περισσότεροι αγαπήσουμε το θέατρο, τόσο λιγότεροι θα είναι και οι… «πολιτιστικώς ενάγοντες» που θα το διώκουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου