Μέρες ολόκληρες ανέβαινα με τα πόδια το βουνό. Ένα προσκύνημα που χρόνια τώρα το χρωστούσα, κυρίως στον εαυτό μου. Οι εικόνες που ζωντάνευαν μπροστά μου σε κάθε βήμα κλόνιζαν ώρες ώρες την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Άραγε πού βρισκόμουν και πότε; Εδώ και σήμερα ή στο τότε και το χθες; Περίεργο πράγμα οι αναμνήσεις, δε νομίζετε; Ή μήπως μόνο εμένα ταλανίζουν τόσο; Συνέχισα να ανεβαίνω τον ανηφορικό δρόμο. Δε μου είχε μείνει μεγάλη ακόμα απόσταση να διανύσω. Αλλά όσο πιο κοντά έφτανα τόσο πιο έντονες εμφανίζονταν οι θαμμένες θύμησες. Κάθε βήμα με οδηγούσε πιο ψηλά στο βουνό αλλά και πιο βαθιά στο χρόνο. Μετά από λίγη ώρα είχα φτάσει. Όλα ήταν εκεί όπως τότε. Το παλιό ξωκκλήσι, ερημωμένο πια, σαν να με περίμενε χρόνια, με υποδέχτηκε σχεδόν ανοίγοντας την αγκαλιά του. Οι θάμνοι τριγύρω με τα αγκαθωτά φύλλα τους έμοιαζαν με επιτροπή υποδοχής που με καλωσόριζε με θέρμη. Πήρα μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με τον βουνίσιο αέρα που μου είχε λείψει τόσο. Έβηξα. Μάλλον δεν είχα συνηθίσει ακόμα το τόσο οξυγόνο, πράγμα που εξηγούσε και την αφύσικη κούραση που ένιωθα. Κοίταξα γύρω μου. Όλα ήταν όπως τότε. Ακόμα και το χορτάρι και τα λουλούδια και τα δέντρα φαίνονταν να μην είχαν αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που είχα πατήσει το πόδι μου εδώ. Ακόμα και τα πουλιά που πετούσαν εδώ κι εκεί και κελαηδούσαν χαρούμενα έμοιαζαν να επαναλαμβάνουν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις και τους ίδιους ήχους. Μα πώς ήταν δυνατόν να τα θυμάμαι όλα αυτά με τόση ακρίβεια; Αδύνατον! Προχώρησα προς τη μεγάλη βελανιδιά δίπλα από το εκκλησάκι. Σε ένα κλαδί της, χρησιμοποιώντας τα φύλλα και το ξύλο σαν στηρίγματα, μια αράχνη είχε υφάνει έναν τέλειο ιστό. Αυτό το υπέροχο αριστούργημα, τόσο συμμετρικό, με τόση προσοχή στη λεπτομέρεια υφασμένο, ήταν τόσο δύσκολο να αποδεχτώ πως δεν ήταν παρά μια παγίδα θανάτου, ένα καλοστρωμένο τραπέζι που περιμένει το γεύμα να σερβιριστεί αφού πρώτα παγιδευτεί. Στο χώμα μπροστά από το γερασμένο δέντρο υπήρχε ένας κατάμαυρος λεκές, σαν αυτόν που αφήνουν τα λάδια ενός αυτοκινήτου όταν πέφτουν στην άσφαλτο. Κοίταξα επάνω προς τον ουρανό. Θυμήθηκα. Ήταν βράδυ, ζεστό καλοκαιρινό και τα αστέρια έπεφταν στη γη το ένα πίσω από το άλλο σχηματίζοντας μια λαμπερή ασημένια βροχή. Καθόμασταν δίπλα δίπλα. Κοίταξα στα μάτια σου, σε αυτές τις σκοτεινές λίμνες μελιού και λυκόφωτος και είδα μέσα το μέλλον μου, το πεπρωμένο μου. Δε χρειάστηκε κάτι να πεις, ποτέ δε χρειαζόταν άλλωστε. Δε μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Έκανα να καλύψω τα μάτια μου για να μη δεις να τρέχουν μα ήταν στεγνά. Τα δάκρυά μου έτρεχαν κάτω από τη μπλούζα μου καθώς ανάβλυζαν μαύρα από το στήθος μου. Κοίταξα στο κλαδί. Ακόμα ένα σκοινί, κομμένο πια και σχεδόν σαπισμένο, κρεμόταν εκεί, ενθύμιο της απώλειας μιας ψυχής. Ένιωσα ξαφνικά ένα πόνο στο λαιμό μου και μια δυσκολία στην αναπνοή που σύντομα έγινε πολύ έντονη. Την ώρα που όλα γύρω μου σκοτείνιαζαν ένα χέρι με άγγιξε στον ώμο. Γύρισα και σε είδα. Έλαμπες ολόκληρη. Ακόμα και τα μάτια σου ήταν φωτεινά. "Έλα" μου είπες με τη απαλή φωνή σου και με πήρες από το χέρι. Η κούραση υποχώρησε και το σώμα μου ήταν τόσο ανάλαφρο που θαρρούσα πως μπορούσα να πετάξω. Ρώτησα το όνομα σου. Παράξενο, θυμόμουν τα πάντα εκτός από το πως σε λένε. Χαμογέλασες ζεστά και μου είπες: "Λύτρωση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου