Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Το πιάνο

 


Στάθηκα μπροστά στο πιάνο. Αυτό για μια ακόμα φορά παρέμεινε σιωπηλό. Είχε χρόνια να ακουστεί ήχος από τα πλήκτρα του. Πόσα να ήταν άραγε; Περισσότερα από δέκα σίγουρα. Το κοίταξα κατά πρόσωπο. Έμεινε απαθές όπως τόσες και τόσες φορές πριν. Μου αρνήθηκε και τη παραμικρή μελωδία. Παρέμεινε πιστό στη σιωπή του. Ξέρω πως εσύ είχες δώσει την εντολή να μείνει σιωπηλό. Σαν κατάρα μάγισσας απλωνόταν μέσα στην αίθουσα η απουσία της μουσικής. Περπάτησα γύρω του. Το περιεργάστηκα. Είχε παραμείνει ίδιο όπως τη τελευταία φορά που το άγγιξες. Τη τελευταία φορά που ακούστηκε. Δε μπορώ πια να θυμηθώ το κομμάτι. Σοπέν ίσως; Ποιος ξέρει. Ποτέ δε μου άρεσε αυτή η μουσική έτσι κι αλλιώς. Δε στο είπα ποτέ αλλά δε χρειαζόταν κιόλας. Το ήξερες. Πάντα το ήξερες. 

Κάθισα στο σκαμπό. Προσπάθησα να αγγίξω τα πλήκτρα. Απέφυγαν τα δάχτυλά μου με γρήγορες, ελαφριές κινήσεις. Ήταν σαν τις δικές σου κινήσεις. Αέρινες, γλυκές, επίπονες. Προσπάθησα άλλη μια φορά να τα αγγίξω. Αποτραβήχτηκαν και γρύλισαν άγρια. Νομίζω πως τρόμαξα λίγο. Ίσως να θύμωσα κιόλας. Ίδρωσα λίγο. Μα ποιο νομίζει πως είναι αυτό το πιάνο τελικά; Ένα καταραμένο τραπέζι με πλήκτρα και χορδές είναι. Πώς μπορεί να μου φέρεται έτσι; Άλλωστε εγώ το κράτησα τόσα χρόνια εδώ ενώ εσύ δεν είσαι παρά μια σκιά εδώ μέσα. Μια κακή ανάμνηση που θα έπρεπε να είχε σβηστεί.

Σηκώθηκα απότομα και του ούρλιαξα! Θυμάσαι πώς γινόμουν όταν το έκανα αυτό; Οι άλλοι με θεωρούσαν τρομακτικό, εσύ όμως γελούσες. Έλεγες πως διασκέδαζες με το θυμό μου. Πως ήταν παιδικός. Όσο κι αν σου λέγαν να προσέχεις, εσύ δεν άκουγες κουβέντα. Τον ξέρω καλά, έλεγες. Είναι μια βασανισμένη ψυχή. 

Καταραμένο πιάνο! Συνεχίζει να με αψηφά! Συνεχίζει να σε γυρεύει. Του ρίχνω μια κλωτσιά. Χα! Τώρα δεν έχεις πια το υφάκι σου, ε; Σου κόπηκε καταραμένο! Τώρα βλέπεις με ποιον έχεις να κάνεις πραγματικά! Τι; Ζητάς συγνώμη; Δε τη γυρεύεις πια; Και νομίζεις πως αυτό είναι αρκετό; Πως μπορεί να σε σώσει; 

Πήγα στο ντουλάπι. Το άνοιξα. Πήρα το τσεκούρι που είχα αποθηκευμένο μέσα. Πλησίασα ξανά το πιάνο. Το χτύπησα. Στο πρώτο χτύπημα ακούστηκε το κλάμα του. Επιτέλους το αναθεματισμένο έβγαλε έναν ήχο. Του κατάφερα απανωτά χτυπήματα. Γέμισε το πάτωμα με χορδές, ξύλα και θρυμματισμένα κομμάτια ξύλου. Τα μάζεψα όλα. Τα έβαλα σε σακούλες. Άνοιξα τη παλιά καταπακτή και τα έριξα μέσα. Τώρα θα είστε μαζί. Το  ακούω να μυξοκλαίει. Ίδιο κλάμα με το δικό σου. Είχα πάνω από δέκα χρόνια να το ακούσω. Πόσο γνώριμη μελωδία...

Ανοίγει η πόρτα. Ένας γεροδεμένος τύπος μπαίνει μέσα. Με πλησιάζει και μου χαμογελά. Μου δίνει ένα ποτήρι νερό και τρία χάπια. Τα καταπίνω. Φεύγει αφού με χαιρετά ευγενικά. Του ανταποδίδω. Κρίμα που δε μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου έτσι δεμένο που με έχουν. Το φως κλείνει και το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι. Τα χάπια επιδρούν. Ώρα για ύπνο. Καληνύχτα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου