Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Της Άρτας το γιοφύρι


http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_paraloges_next.html#6

[Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσματος απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορυττόμενον εις τα θεμέλια ή εντειχιζόμενον. Όσον δ' ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον μεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δυναμιν προς προστασίαν του κτίσματος. Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά την θεμελίωσιν μεγάλων οικοδομημάτων. Η ψυχή του θύματος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάμεων, τας οποίας έχουν αι επί γης απολελυμέναι των δεσμών του σώματος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαμβάνη κατά βούλησιν παντοίας μορφάς, και είχε ρώμην υπεράνθρωπον, προορισμένη δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόμημα, εις το οποίον προσηλώθη ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν' αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύμα εγίνετο το στοιχειό του οικοδομήματος, διό στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών η διά θυσίας οικοδόμησις.
Εις τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται και το πανελλήνιον τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, του οποίου παραλλαγαί αναφέρονται και εις άλλας γέφυρας ή άλλα οικοδομήματα (οίον της γέφυρας του Σπερχειού, του Πηνειού, των Αδάνων, της βρύσης της Αράχοβας, του υδραγωγείου των Δέρκων κλπ.). Παρέλαβον δε την έλληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρμόσαντες εις επιχώρια οικοδομήματα, και οι άλλοι λαοί της ελληνικής χερσονήσου (Ρωμούνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι).]

Σαράντα πέντε μάστοροι κ' εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι νεθεμέλιωναν 'ς της Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες.
"Αλίμονο 'ς τους κόπους μας, κρίμα 'ς τοις δούλεψαίς μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμειέται."
Πουλάκι εδιάβη κ' έκατσε αντίκρυ 'ς το ποτάμι,
δεν εκελάιδε σαν πουλί, μηδέ σα χιλιδόνι,
παρά εκελάιδε κ' έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα.
"Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ' αποταχύ, και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί ταηδόνι:
Αργά ντυθή, αργά αλλαχτή, αργά να πάη το γιόμα,
αργά να πάη και να διαβή της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε, κι' αλλιώς επήγε κ' είπε:
"Γοργά ντυσου, γοργά αλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβής της Άρτας το γιοφύρι."

Νά τηνε κ' εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι' από κοντά τους λέει.
"Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κ' είναι βαργωμισμένος;
-Το δαχτυλίδι τόπεσε 'ς την πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπη και ποιος να βγη το δαχτυλίδι νά βρη;
-Μάστορα, μην πικραίνεσαι κ' εγώ να πα 'σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κ' εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω."

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ 'ς τη μέσ' επήγε,
"Τραύα, καλέ μ', τον άλυσο, τραύα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα καί τίποτες δεν ηύρα."
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι' άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι' ο πρωτομάστορας και ρήχνει μέγα λίθο.

"Αλίμονο 'ς τη μοίρα μας, κρίμα 'ς το ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κ' οι τρεις κακογραμμέναις,
η μιά χτισε το Δούναβη, κ' η άλλη τον Αφράτη
κ' εγώ η πιλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμη το γιοφύρι,
κι' ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάταις.

-Κόρη το λόγον άλλαξε, κι' άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχη και περάση".
Κι' αυτή το λόγον άλλαξε, κι' άλλη κατάρα δίνει.
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι' αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάταις,
τι έχω αδερφό 'ς την ξενιτειά, μη λάχη και περάση."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου