Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Το τραγούδι του κυρ Βοριά


http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_paraloges_next.html#9

[Το τραγούδι του κυρ Βοριά είναι κατ' αλήθειαν μοιρολόγι και δια τούτο πολλάκις λέγεται εις τα μνημόσυνα ναυαγησάντων ναυτικών. Φέρονται τρεις τύποι αυτού. Κατά τον πρώτον, ο Βοριάς βυθίζει πλοίον αψηφίσαν την ορμήν αυτού. Κατά τον δεύτερον, βυθίζει πλοίον, του οποίου επέβαινεν Εβραίος ευχηθείς να γίνη χριστιανός, αλλά μετανοήσας και εμμείνας εις την θρησκείαν του, ότε ενόμισεν ότι απέφυγε τον κίνδυνον του ναυαγίου. Και κατά τον τρίτον, επιχωριάζοντα εν Κρήτη και Καρπάθω, τιμωρείται υπό του Βοριά βοσκός περιφρονήσας αυτόν.]

Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."

"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.

Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου