http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_paraloges_next.html
[Το άγριον άσμα περί του μυσαροϋ εγκλήματος της παιδοκτόνου μητρός απηρτίσθη εκ μυθολογικών στοιχείων, τα οποία ανευρίσκονται και εις αρχαίους ελληνικούς μύθους και εις άσματα και παραμύθια διαφόρων λαών ευρωπαϊκών και ασιατικών. Γυναίκες, κατά τους ελληνικούς μύθους, παραθέτουν προς βρώσιν εψημένα τα κρέατα των ιδίων των τέκνων εις τους συζύγους (Πρόκνη-Τηρεύς, Αηδών- Πολύτεχνος) η αδελφή εις τον πατέρα τα του αδελφού της (Αρπαλύκη-Κλύμενος) ή αδελφός εις αδελφόν τα των τέκνων τούτου (Ατρεύς-Θυέστης) ή πάππος εις τον πατέρα τα του εγγονού (Λυκάων-Ζεύς). Λόγος δε του ανοσίου κακουργήματος φέρεται η εκδίκησις. Αλλ' εις το έλληνικόν άσμα, ενώ ο φόνος του παιδός αιτιολογείται εκ του φόβου της μητρός μήπως καταγγείλη τας ενόχους σχέσεις αυτής, ουδόλως υπεμφαίνεται ο λόγος ο εξωθήσας αυτήν να παραθέση προς βρώσιν εις τον σύζυγον το ήπαρ του τέκνου των. Τον λόγον τούτον ίσως δυνάμεθα να συναγάγωμεν εκ του συνδυασμού προς την διατύπωσιν του επεισοδίου εν πολλοίς παραμυθίοις. Η μήτηρ ετοίμασε το ήπαρ όπως χρησιμεύση ως μαγικόν φάρμακον, ως τοιούτο δε παρέθεσε προς βρώσιν εις τον σύζυγον. Είναι δε το ήπαρ κατά τας δοξασίας πολλών λαών έδρα των σωματικών και των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου.
Παραλλαγαί τινες του άσματος αναφέρουσι και ονόματα των προσώπων, τα δ' ονόματα ταύτα είναι τα συχνάκις απαντώντα εις τακριτικά άσματα. Του πατρός το όνομα είς τινας τούτων είναι Ανδρόνικος (ή Ανδρόνιχος και κατά παραφθοράν Ανδρουλής), του παιδιού Κωσταντής (Ανδρόνικος ο πατήρ, Κωνσταντίνος ο ονομαστότερος υιός και εις το έπος του Διγενή).]
Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάη λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι' ο Κωσταντής 'ς το δάσκαλο να πάη,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρη.
Βρίσκει την πόρτα νανοιχτή, την πόρτα νανοιγμένη,
βρίσκει τη μάννα του αγκαλιά με ξένο παλληκάρι.
"Ας είναι ας είναι, μάννα μου, κι' α δε σ' ομολογήσω,
κι' α δεν το πω τ'αφέντη μου, ν' αδικοθανατίσω.
-Τι είδες, μωρέ, και τι θα πης, και τι θα μολογήσης;
-Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω."
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και 'ς το κελλάρι τό μπασε και σαν τ' αρνί το σφάζει,
σα μακελλάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
'Σ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ναίμα στάζει,
και 'ς το τηγάνι τό βαλε για να το τηγανίση.
Και να σου κι' ο Ανδρόνικος 'ς τους κάμπους καβαλλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τάρματά του,
φέρνει ταλάφια ζωντανά, ταγρίμια μερωμένα,
φέρνει κ' ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντη παιχνίδι.
Κοντοκρατεϊ το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
"Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και που ναι ο Κωσταντής μας;
-Τον έλουσα, τον άλλαξα, και 'ς το σκολειό τον πήγα."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του και 'ς το σκολειό πηγαίνει.
"Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
-Δυο μέραις έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του, 'ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;
- 'Σ της πεθεράς μου το στειλα, κι' όπου κι' αν είναι θά ρθη."
- Φτερνιά δίνει ταλόγου του, 'ς της μάννας του πηγαίνει.
- "Μάννα μου, που είναι ό Κωσταντης και που είναι το παιδί μου;
-Έχω δυο μέραις να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι' α δεν το ιδώ ως το βραδύ θενά παραλοήσω."
Φτερνιά δίνει ταλόγου του 'ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Σκύλα, και πού είν' ο Κωσταντης, ο μικροκωσταντϊνος;
-Κάπου παγνίδι νεύρηκε και θελά παιγνιδίζη.
-Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύρτο της καρδιάς μου."
Το συκωτάκι τού βαλε 'ς ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιά νοπού βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
"Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι' Οβριός άπέταξέ με,
κι' αν είσαι κι' ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με."
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κυττάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κ' έκόντεψε να πέση.
Μα ναντρεϊώθη κ' έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και 'ς το λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, 'ς τον ήλιο την απλώνει,
κι' από τον ήλιο 'ς το σακκί, κι' απ'το σακκί 'ς το μύλο.
Κι' ο μύλος εξεράλεθε κ' η φτερωτή ετραγούδα.
"Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε ταλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για νά ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για νά ρχουνται κ' οι όμορφαις να παίρνουν κοκκινάδι."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου