Δημήτρης Γ. Ιωάννου
Ο Κόντογλου όμως ζητά να αφουγκραστεί τον αντικειμενικό τόπο, θέλει να αφήσει την όποια περιοχή να «αλλοιώσει» (υπάρχει η πατερική έννοια της «αλλοίωσης») την ψυχή του, να την μεταμορφώσει εσωτερικά. Μετά από την περιήγησή του, θα φύγει διαφορετικός. Θα διαλέξουμε, για να το καταστήσουμε αυτό σαφές, ένα από τα πολλά μέρη που περιγράφει ο νέος προφήτης του ελληνισμού, την Δημητσάνα, ιστορικό χωριό, για το οποίο ευθύς εξαρχής λέγει τα εξής: «είναι ένα μέρος που το συμπαθά ο ξένος σα να ’ναι πατρίδα του… Μόλο που βρίσκεται πάνω στα βουνά, η όψη της είναι πολύ ήμερη. Το χαμοβούνι που ’ναι χτισμένο το χωριό κι όλα ολοτρόγυρα μοιάζουνε στο χρώμα σα σπιτίσο ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Η περιγραφή πολύ απέχει από το να είναι εντυπωσιοθηρική («impression», εξ ου και ο γνωστός όρος, «ιμπρεσιονισμός»). Όταν ένας πεινασμένος και ταλαιπωρημένος φτωχός, δέχεται από κάποιον που τον σπλαχνίζεται ζεστό σπιτικό ψωμί, δεν σχηματίζει κάποια «εντύπωση» για τον ευεργέτη του, αλλά γεννιέται μέσα στην καρδιά του η ευγνωμοσύνη, κάτι δηλαδή βαθύ και ουσιαστικό. Έτσι και ο Κόντογλου, νιώθει ευγνωμοσύνη για μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και για πολιτείες ολάκερες: εδώ για την Δημητσάνα.
Στην μικρή αυτή πολιτεία, οι κάτοικοι είναι «καλόγνωμοι»: να μια λέξη ιδιότυπη, άδικα ξεχασμένη στη σύγχρονη εποχή, που σημαίνει «μαθημένοι να μην κρίνουν εύκολα και αρνητικά τον άλλον», αλλά και «καλοπροαίρετοι, ικανοί να σε κάνουν να αισθανθείς όμορφα και να ανοίξεις της ψυχή σου» (κάτι που δυστυχώς σήμερα κάνουμε μόνο ενώπιον του ψυχαναλυτή). Είναι επίσης και «φιλότιμοι», φιλόξενοι δηλαδή, αλλά με μια γνήσια διάθεση αυτοθυσίας. Από την καρδιακή αυτή στάση των ανθρώπων περιέργως επηρεάζεται το όλο τοπίο. Η ανθρώπινη διάθεση, η όλη τοποθέτηση ενός προσώπου, η κοσμοθεωρία του, έχει τη δυνατότητα να περνά πάντα και στον όλο τόπο. Υπάρχει λόγος π.χ. που σε μερικά νησιά του Αιγαίου, δεν ξέρεις τι είναι αυλή, τι δρόμος, τι πεζούλα κλπ, κάτι που αποθαύμασε μέχρι και ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ. Γι’ αυτό και μόνο με την θέα του οικισμού ο Κόντογλου αισθάνεται ασφάλεια, θαλπωρή. Νιώθει εκείνη την μοναδική ηδονή, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την περιγράψεις αληθινά παρά μόνο η παρομοίωση: «ζεστό σπιτικό ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Είναι αδύνατον πράγματι να εξαλείψουμε τον λόγο ως σχηματισμό, το «σχήμα λόγου», την κουβέντα μας ως σύμβολο.
Ο πεζογράφος στο σημείο αυτό υπονοεί πολλά, τα οποία πρέπει να τα έχουμε υπόψη, προκειμένου να μην θεωρήσουμε άδικα τις περιγραφές του «εθνικιστικές», ως συνήθως. Οι άνθρωποι που έχτισαν τη Δημητσάνα, είχαν φυσικά διαφορετικό πολιτισμό από αυτούς που έφτιαξαν π.χ. το «Κομπρέ» του Προυστ, και αυτό επηρεάζει τα πάντα. Πρώτα από όλα στην πολιτεία δεν υπάρχει κανένας κεντρικός σχεδιασμός, όπως είναι ευνόητο για πόλη της συγκεκριμένης περιοχής, όπου δεν υφίστατο επί μακρόν καμιά πραγματική κρατική εποπτεία, όπου οι κάτοικοι είχαν εμπεδώσει στις συνειδήσεις τους αυτόν τον παράξενο «ξεθεμελιωτισμό». Απουσίαζε φυσικά και η ανάγκη για ομοιομορφία και θεσμισμένη κανονικότητα, πράγμα που αποτελεί επιταγή κάθε εθνικού κράτους, που σέβεται τον εαυτό του. Λείπει με άλλα λόγια εντελώς ο αρχιτέκτονας, αλλά θριαμβεύει, όπως θα έλεγε ο Λέβι-Στρως, ο μάστορας, που πάντα κυνηγά, αν έχει μάλιστα πίσω του σωρευμένη πείρα, την ασύμμετρη αναλογία, που είναι ικανός επίσης να δημιουργεί μορφές όμοιες με «φράκταλ» μη μαθηματικοποιήσιμα.
Ως εκ τούτου, τα σπίτια είναι «νοικοκυρεμένα, ομορφοκτισμένα, κ’ έχουνε επάνω τους κάτι τις που δείχνει πως τα πονάνε εκείνοι που κάθουνται μέσα». Αν δηλαδή στην καπιταλιστική Δύση, η κύρια αρχιτεκτονική μονάδα είναι το εργοστάσιο, όπου το άτομο περνά την προνομιακή στιγμή του βίου του –δηλαδή την παραγωγή πλούτου– και το σπίτι αποτελεί τον ιδανικό χώρο διαλειμματικής «ιδιωτείας», στην Ανατολή, με την οικιακή οικονομία της, το σπίτι παραμένει ο προνομιακός χώρος του ατόμου, εκεί που δεν «(παρα)μένει» απλώς, αλλά «κάθεται μέσα». Από εκεί εξορμά κανείς να παράγει τα αγαθά του, όχι το αντίθετο. Γι’ αυτό ο τόπος όπου «κάθεται» κανείς, αναγκαστικά, καθώς φιλοξενεί ό,τι ευγενέστερο έχει η ψυχή του, γίνεται «νοικοκυρεμένος και ομορφοχτισμένος».
Στην Δημητσάνα, ας διευκρινίσουμε, ο Κόντογλου αισθάνθηκε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να του παρέχουν ασφάλεια, όχι τόσο με την έννοια της συναισθηματική στήριξης, όσο με την έννοια της σταθερής «νοητικής και νοηματικής τάξης»: μπορούσαν, στην κατεστραμμένη Ελλάδα της δεκαετίας του ’20, στο θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο, που μόλις είχε κερδίσει σε εδαφική επικράτεια, αλλά και απωλέσει τις πανάρχαιες κοιτίδες του, να βοηθήσουν το νου του να «σταθεί». Ήταν «νοικοκυρεμένοι» πρωτίστως στο νου, και μαζί «καλόγνωμοι», απρόσμενα ευγενικοί, πρόσχαροι και αισιόδοξοι, σε κείνα τα δίσεχτα χρόνια.
Και αυτομάτως αναζητεί την ιστορία του. Γιατί, αντίθετα και πάλι από τον υποκειμενιστικό δυτικό μοντερνισμό της αχρονικής εντύπωσης, το (επίσης εξατομικευμένο) υποκείμενο του Κόντογλου διψά για ιστορία. Δεν μπορεί ποτέ να δει τον τόπο έξω από αυτούς που τον δημιούργησαν. Και δεν θα ψάξει ασφαλώς στην ιστορία τους να βρει την εξήγηση της καλοσύνης και της νοικοκυροσύνης τους- τέτοια πράγματα δεν εξηγούνται. Ίσα ίσα, υπάρχει ένα είδος αντι–εξήγησης στα γραπτά του: αντί ο Κόντογλουνα ισχυριστεί π.χ. ότι η μόρφωση έκανε τους ανθρώπους ευγενικούς (όπως ανέκαθεν υποστήριζαν οι διαφωτιστές κι έχουν κι ένα δίκιο), ο Κόντογλου λέγει ότι η έμφυτη ευγένειά τους τους έκανε να στραφούν στα γράμματα. Άνθρωποι «κακόψυχοι» θα παραγάγουν και κακά γράμματα, θα φανούν τα σκοτάδια τους και στα τεφτέρια τους
Ο Κόντογλου εκθειάζει και άλλες αρετές του τόπου, όταν γράφει, πχ , «το παζάρι, τα αχτάρικα, οι καφενέδες, ούλα είναι παλαιικά, καμωμένα με κείνη τη στοχαστική απλότη, που ζεσταίνει την καρδιά τ’ ανθρώπου και πο ’λειψε πλια στα χρόνια μας». «Απλότητα» εδώ σημαίνει λιτότητα, αγάπη για το απέριττο. Αντιθέτως, στη Δύση, ως γνωστόν, το μπαρόκ αναπτύχθηκε ως έντονα διακοσμητικός ρυθμός, για να υποβοηθηθεί το στοιχείο της συναισθηματολογικής έξαρσης, καθώς η νοησιαρχία είχεαποξηράνει τις ψυχές (εξ ου και η μοντερνιστική αντίδραση). Ωστόσο, η Δημητσάνα δεν έχει ανάγκη από ρητορεία, μόνο από ομορφιά, γι’ αυτό κι έχει μια «απλότητα» «στοχαστική», που, όπως κάθε αποφυγή του βερμπαλισμού και της κενολογίας, αναπαύει το νου. Όταν ο νους έχει την εσωτερική μαρτυρία ότι ο βίος του είναι αληθής, τα πάντα μεταβάλλονται σε νοερή ησυχία, σε ηρεμία, σε μια απλότητα που, όμως, δεν αποφεύγει το κάλλος. Και όλα αυτά δεν συνιστούν «αντιδυτικισμό», γιατί ο Κόντογλου αγαπά πολύ και τους Φράγκους, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τα πάντα στην πόλη, περαιτέρω, «κλίνουν στα σκούρα χρώματα», οι αποχρώσεις των σπιτιών, τα ρούχα των ανθρώπων, η γη και τα χωράφια της. Γήινα χρώματα, και όμως τίποτε δεν είναι μελαγχολικό, γιατί οι χαρωποί κάτοικοι είναι «ήμεροι και γλυκομίλητοι, στοχαστικοί στα φερσίματά τους». Η ελεύθερη Ελλάδα (Μοριάς και Ρούμελη) ανέπτυξε δυστυχώς μια επαρχιώτικη νοοτροπία, οι κάτοικοί της, ίσως αναγκασμένοι αιώνες να δυσπιστούν έναντι της κρατικής εξουσίας, μαζί και καχύποπτοι προς το ξένο, μεταβλήθηκαν σε εχθρούς της προόδου (με την σωστή έννοια της λέξης). Έμειναν πεισματικά κρατημένοι στη δικιά τους, απαρχαιωμένη νοοτροπία, ανίκανοι να εκμεταλλευτούν ό,τι καλό κόμιζε η Δύση. Ο επαρχιωτισμός φέρνει άγρια ήθη, απότομους τρόπους, μικροψυχία και στενομυαλιά. Ο ελληνισμός της Μικρασίας, μαζί και της Αιγύπτου, εξελίχθηκε τελείως διαφορετικά. Ο Κόντογλου νιώθει όμορφα λοιπόν που ανακαλύπτει στην λεγόμενη «παλαιά Ελλάδα» έναν τέτοιο τόπο, με ανθρώπους μειλίχιους, ήπιους, «αρχοντικούς», όχι προσποιητά ευγενικούς. Νοιάζονται για σένα, σαν τους επισκέπτεσαι, γενικώς είναι ανοιχτοί στον ξένο, και αυτό τους έκανε, όπως είπαμε, φιλομαθείς, αγάπησαν τα βιβλία.
Η Δημητσάνα είχε εξάλλου την εκλεκτότερη εκκλησιαστική παράδοση, καθώς «οι σπουδασμένοι κείνου του καιρού παπαδοφέρνανε» (ως γνωστόν, ο πρώιμος νεοελληνικός διαφωτισμός ήταν πολύ κοντά στην Εκκλησία και πρωτοστάτησαν μάλιστα σε αυτόν πολλοί κληρικοί). Η Εκκλησία στάθηκε ηγέτιδα και την πρόοδο των ανθρώπων, αλλά και υποβόηθησε, πάντα με καταδίκη της απληστίας, ακόμη και την οικονομική πρόοδο του τόπου.
***********
Σιγά-σιγά ο Κόντογλου περνά στην περιγραφή της φύσης, του ευρύτερου τόπου που βρίσκεται ο οικισμός. Ξεκινά παραδόξως, τελείως «μοντερνιστικά», από το αγέρι: ας θυμηθούμε όμως πόσο σημαντική είναι η λέξη «πνεύμα» στην Παλαιά Διαθήκη (είμαστε άλλωστε η «πνοή ζωής», που ενεφύσησε μέσα μας ο Θεός). Για τούτο λοιπόν το στοιχείο της φύσης γράφει τα εξής: «Το αγέρι της Δημητσάνας δε βρίσκεται στο ντουνιά, για τούτο κι οι ανθρώποι έχουνε καλό κέφι… Ο μπάτης έρχεται απ’ τα βουνά ίσ’ από τη θάλασσα και ξεμπουκάρει φρέσκος απάνου στο χωριό, π’ ανασταίνεται άνθρωπος». Προέχει η δίψα του ανθρώπου να «αναπνεύσει», η ανάγκη για ζωογόνο πνοή, ο μπάτης που φέρνει μαζί του, ως «επί πτερύγων αγγέλων», την ανάλαφρη πεμπτουσία του βουνού και της θάλασσας. Κουβαλά μέσα του τη δροσιά, οπότε και αξίζει να θυμηθούμε πόσο σημαντική είναι στην Παλαιά Διαθήκη η φράση «δρόσος Αερμών». Πολιτισμοί ολόκληροι, όπως αυτός των εβραίων, δώσανε τόση σημασία στη «δροσιά», στη φρεσκάδα, που έπνιξε σήμερα η αποκρουστική μοντέρνα πόλη.
Από εκεί ψηλά λοιπόν «το μάτι βλέπει ένα πανόραμα», αντικρίζει τη βαθμιαία εκπνευμάτωση και αποκλιμάκωση της ύλης ως ογκηρής ουσίας («χαμηλώνουνε τα βουνά και πάνε σβήνοντας ίσα με τη Μάνη»). Πραγματικά, είναι υπέροχο να βλέπεις τα βουνά να «σβήνουν» στον ορίζοντα. Ένας κάμπος, επιπλέον, «απλώνει» στη μέση, με το «ισκερό»- μυστηριακό ίσως εννοεί ο Κόντογλου– κάστρο του, και από κει ξεχωρίζει «η βαθιά ρεματιά ενούς ποταμιού που λέγεται Λούσιος». Κάπου εκεί, βρίσκονται «στην αράδα οι μύλοι που φτιάνουνε τη μπαρούτη, επάνω σ’ ένα μικρό ρέμα με δροσερό νερό»- σημειωτέον, ότι ενώ ο πεζογράφος υποτίθεται ότι περιγράφει απλώς τι βλέπει από ψηλά, ως «πανόραμα», γνωρίζει ότι το νερό της ρεματιάς είναι «δροσερό». Είναι αδύνατον να μεταβάλλει ακόμη και το πανόραμα σε «εντύπωση»- άλλωστε, όπως λένε οι ειδικοί, η αίσθηση της όρασης αναπτύσσεται πάντα έχοντας ως υπόβαθρο την εμπειρία της αφής (και γενικά το όλο σώμα). Η βιωματικότητα διέπειτα πάντα. Όταν σβήνουν τα βουνά, ο συγγραφέας γνωρίζει τι θα πει μέσα σε αυτή την χαρά να «σβήνει και το κορμί», ως σωματικός μόχθος και φόρτος, να μεταμορφώνεται σε φως. «Χαίρεται κανένας και σεργιανίζει από ψηλά κοιτώντας τις στράτες, που φιδοστρίβουνε από βουνό σε βουνό και τους ανθρώπους που περπατάνε και πάνε στη δουλειά τους, τα γαϊδούρια π’ ανηφορίζουνε στα μονοπάτια, τα λογής λογής ζωντανά…».
Ολόκληρος ο κόπος, ο μόχθος των ανθρώπων γίνεται θέαμα, μάλλον οπτασία, για αυτόν που κοιτά από ψηλά, και, πράγμα αναπόφευκτο, εισβάλλει η μεταφυσική, όχι όμως ως κάτι αντίθετο στη φυσική, αλλά ως η εύλογη προέκταση αυτής: «να ο άνθρωπος κοπιάζει, μέσα σε έναν τόπο που υπήρχε πριν και μετά από αυτόν, αλλά εδώ τουλάχιστον φαίνεται να εργάζεται, δίχως τη μανία να σωρεύσει. Γίνεται κι αυτός μια εργατική μέλισσα, ταιριαστός με τα άλλα ζώα που αναπνέουνε στη φύση». Υμνεί ο νους τον Κύριο…
Με αυτή τη «φυσική φιλοσοφία», με την Μεταφυσική της πείρας, ο Κόντογλου περνά και στην ιστορική σκέψη, που είναι βέβαια«μυθική»- ο μύθος όμως σημαίνει την αλήθεια. Η ιστορική αφήγησή του βρίσκεται πιο κοντά στο βυζαντινό «Χρονικό», παρά ασφαλώς στην «επιστημονική» ιστορία, γιατί τον ελκύει η ποιητική εκδοχή της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και η επιστημονική ιστορία είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο «μυθική» από όσο νομίζουμε, πράγμα που θα το καταλάβει κανείς αν έρθει σε επαφή με την αχαλίνωτη φαντασία κάποιου ανασκάπτοντος αρχαιολόγου. Αναφέρει λοιπόν πρώτα πρώτα ότι η πόλη στάθηκε «ξακουσμένη» στον Αγώνα – ο όρος «ξακουστός» έχει για τον νεοελληνικό πολιτισμό, μεγάλη σημασία. Αντί να κάνει μια «έσωθεν» δομική ανάλυση της ιστορίας της πόλης, ο πεζογράφος προτιμά να ξεκινήσει από τι εντύπωση σχημάτισαν οι άλλοι γι’ αυτήν, το «κλέος» της. Η Δημητσάνα έγινε βέβαια στον ελληνισμό ένας «μύθος» και ίσως κατά διαστήματα έπρεπε να αντέξει και η ίδια αυτόν το μύθο. Η όλη ιστορική αναδρομή γίνεται πάντα υπό τη σκιά του «ξακουστός».
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω, με μια αναδρομική αφήγηση, στα βυζαντινά χρόνια, για να μάθουμε ότι και τότε δεν ήταν«παραπεταμένη», αλλά έβγαλε μάλιστα σπουδαίους ανθρώπους. Στην όλη διήγηση αναφέρεται σχετικά και η συμβολή ενός σημαντικού μοναστηριού. Κατόπιν, στον καιρό της Φραγκοκρατίας, επειδή το μέρος χωρίστηκε σε πολλά φέουδα, χτισθήκανε και πολλά κάστρα, για την ακρίβεια «καστέλια, ναι μεν μικρά, πλην αζύγωτα και φοβερά, επειδή η φύση είναι, κατά που λέγει κι ο Έλληνας περιηγητής Παυσανίας, ‘‘αγρία και θηριώδης’’». Το βάρος της ιστορικής αφήγησης πέφτει εδώ στο υποβλητικό «αζύγωτα και φοβερά», καθώς περισσότερο ενδιαφέρει να καταλάβουμε την ιστορία όχι ως αλληλοδιαδοχή των όποιων γεγονότων –π.χ. ποιος κέρδισε μια μάχη–, αλλά να νιώσουμε αυτό που αισθάνθηκε ακόμη και ο τελικός εκπορθητής του φρουρίου: φόβο και δέος, μόλο που τελικά βρέθηκε τρόπος να το καταλάβει. Η ιστορία των βιωμάτων είναι μάλλον πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.
Αναφέρονται και ονομαστικά κάποιοι «ξακουσμένοι» άρχοντες, π.χ. ο Δοξαπατρής, ίσως γιατί εκείνον τον καιρό των ταραχών και της μεγάλης κινητικότητας, το να αποκτήσεις «όνομα», υποδηλώνει πάρα πολλά για την περίπλοκη ιστορική πραγματικότητα (γενικότερα, ο μύθος θέτει το ιστορικό πρόβλημα και η επιστημονική ιστορία προσπαθεί κατόπιν να το λύσει). Κατόπιν, σαν έφυγαν οι Φράγκοι, «η χώρα τούτη ρήμαξε ολότελα», γράφει ο υποτίθεται «φανατικός» Κόντογλου, που βρίσκει τρόπο να επαινέσει έμμεσα τους Φράγκους, που ύψωσαν στα μέρη αυτά ό,τι αγαπά πιο πολύ η ποιητική ψυχή του: αναρίθμητα Κάστρα. Ακολουθεί μια περιγραφή των κατοίκων της περιόδου μετά τη Φραγκοκρατία, και πάλι «μυθική», καθώς θυμίζει ακόμη και αυτή του Ομήρου για τους Κύκλωπες ή άλλες παρόμοιες. Είναι γραμμένη σε ωμή γλώσσα, καθώς ο Κόντογλου δεν βλέπει «συμπεριφορές», αλλά σωματική απρέπεια, υλική τραχύτητα, εκβαρβάρωση της ύλης. «Οι λιγοστοί άνθρωποι π’ απομείνανε…, ζούσανε χωμένοι στα πυκνά ρουμάνια και στα σπήλια, καταντημένοι σαν αγριανθρώποι της Αφρικής» (τέτοιες περιγραφές δίνουν λαβή στους μελετητές να μιλούν για τον «πρωτογονισμό» του Κόντογλου). Ακόμη και όταν χτιστήκανε κάποια χωριά, «οι ανθρώποι στέκανε άγριοι και ακοινώνητοι τόσο, που δεν πηγαίνανε από ’να χωριό σ’ άλλο, ας ήταν μια τουφεκιά τόπος. Ντυμένοι με προβγιές φυλάγανε τα γίδια τους απάνου σ’ απάτητα γκρεμνά δίχως να δούνε άνθρωπο μήνες και χρόνια… Εξόν απ’ την σκληραγωγία που συνηθίζανε, από γεννησιμό, γυμνάζανε τα κορμιά τους παλεύοντας και πηδώντας, ρίχνανε και με το δοξάρι… και κυνηγούσανε είτε κτυπιόντανε συναμεταξύ τους με τις σαγίτες» (στο σημείο αυτό πράγματι υπάρχει και «λαϊκότροπος» λόγος, που ο Κόντογλου μεταχειρίζεται θαυμάσια).
Ξαφνικά, χωρίς να εξηγείται το γιατί– δεν έχει νόημα να εξηγηθούν όλα, αυτό συνιστά την πεμπτουσία του βυζαντινού «Χρονικού», που εστιάζει στο στοιχείο της έκπληξης-, μερικοί σημερινοί άνθρωποι, με τις ίδιες συνήθειες, παύουν πια να είναι αγριάνθρωποι, και μεταβάλλονται τώρα σε «απλούς και απελέκητους, όπως ήταν οι αρχαίοι τα αρχαία χρόνια, πριν Χριστού». Όλα αυτά στη γλώσσα του Κόντογλου είναι έπαινος, σημαίνουν ανθρώπους αδιάβρωτους και ανέγγιχτους από τον υλισμό της Δύσης. «Στο Λιβομπίσι ζη ακόμα ο παππούς ενός γκαρδιακού φίλου πόχω. Εκατό χρονώ μέρες τις πέρασε κει πάνου σαν Κύκλωπας ανάμεσα στα γίδια του, δίχως να πάρη χαμπάρι πως αλλάξανε τα χρόνια…». Οι αγριάνθρωποι έγιναν αν ήξερα πώς αγαθοί τσομπάνηδες μέσα σε μια εντελώς αδιάγνωστη «μικροφυσική» των καιρών, για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη του Φουκώ.
Από το σημείο αυτό και παρακάτω θα εισέλθουμε περισσότερο στην ιστορική «περιπέτεια», με την τραγική έννοια του όρου. Φτάνουμε στην Τουρκοκρατία, θλιβερή και μίζερη εποχή, για την οποία όμως η περιγραφή βρίσκει τρόπο να μας βγάλει από την μελαγχολία. Μερικοί Έλληνες του τόπου κατάφεραν λοιπόν να αποκτήσουν μεγάλη εξουσία, δημιουργήθηκαν μεγάλα «σόγια», ακόμη και με πολύ πλούτο, «συμβουλατόροι του πασά», ενώ κάποιος, λεγόμενος Σύντυχος, πλούτισε τόσο πολύ, που είχε παλάτια και μεγάλες αποθήκες. Ξέπεσε όμως και τότε «τρανέψανε» οι «Ντεληγιανναίοι», αλλά οι καιροί ήταν αβέβαιοι, και ξεκληρίστηκε και τούτο το σόι – όλα αυτά υποδηλώνουν πολλά για τους καιρούς, όπως και η επιμονή στη λέξη «σόγι». Το ποιος τα είχε καλά με τους Τούρκους καθόριζε βέβαια την τύχη του. Εμφανίστηκε κατόπιν ένας «τετραπέρατος», μια λέξη που υποδηλώνει αυτόν που αυτοσχεδιάζει, που μπορεί, σε μια εποχή έλλειψης της ορθολογικής κρατικής εξουσίας, να υπερβαίνει τις δυσκολίες αστραπιαία με ένα είδος αυθόρμητης εμπειρικής σκέψης, ικανής να ανταποκρίνεται στο στιγμιαίο δόλο της περίστασης. Αυτός λοιπόν, μετέστρεψε τελείως τα πράγματα, και εν καιρώ Τουρκοκρατίας, ξανάγινε κάτι σαν φράγκος άρχοντας: «εζούσε σαν βασιλιάς, με σαράγια και με πλήθος σκλάβους, καβαλώντας τα πιο ακριβά άτια, ντυμένος χρυσόπλουμα ρούχα, μ’ έναν λόγο άλλος Ρωμιός δεν είχε αξιωθή ποτές τέτοια δόξα». Οι καιροί, ιδίως αυτές τις εποχές, είναι απρόβλεπτοι και τα παράδοξα της ιστορίας λειτουργούν ως αντι–ιστορία: δεν θα είχε νόημα να πει κανείς για την συγκεκριμένη περίπτωση του πλούσιου Ρωμιού ότι «μερικοί Έλληνες κατάφεραν να ζουν με άνεση…», γιατί αυτή η «άνεση» δεν αποδίδει εκείνο το «σαν βασιλιάς», που παραπέμπει αυτομάτως στην ποίηση. Ίσως ο άρχοντας αυτός λειτουργούσε και σαν συμβολικό αντίβαρο στα μάτια των Τούρκων, ξανάφερνε πίσω ένα αλλόκοτο αυτοκρατορικό παρελθόν, που επιβίωνε ως μνήμη και που προσπαθούσε να σαρκωθεί και σε συγκεκριμένη υλική εικόνα εν χρόνω. Ο χαρακτήρας αυτού του ανθρώπου είναι εντελώς κομβικός μάλιστα για την όλη αφήγηση, γιατί αυτός ο «βασιλιάς», «ήτανε και πονόψυχος στους φτωχούς, όντας το σπίτι του σαν του Αβραάμ, ανοιχτό νύχτα μέρα στον καθένα, που ’θελε να περάσει από κει… Και μόλο που ξόδευε πολύ χρυσάφι για το ραχάτι του και για τα φαγιά του (είχε, διαβάζουμε, έντεκα παιδιά), μέσα στο σπίτι του είχε βαλμένη αυστηρή τάξη και νόμο. Πριν να καθίσουνε να φάνε, νιβόντανε με τη σειρά, και πάλε με τη σειρά οι νυφάδες τους πηρετούσανε… Ύστερα παίρνανε θέση γύρω στους ασημοκαπλαντισμένους σοφράδες, ο καθένας αναλόγως την ηλικία τους και τρώγανε, ενώ τέσσερις σκλάβοι παραστέκανε φέγγοντας το τραπέζι με μια λαμπάδα στο κάθε χέρι, πετρωμένοι σαν αγάλματα…». Το εντυπωσιακό στην περιγραφή αυτή είναι ότι επιβιώνει ένα είδος ημιβυζαντινής, ημιφραγκικής αυλικής εθιμοτυπίας, γι’ αυτό και ο «τετραπέρατος» αυτός άνθρωπος δεν είναι σε καμία περίπτωση κάποιος τυπικός «κοτζαμπάσης», ούτε λειτουργεί ως τέτοιος. Η ιδιοτροπία του, η τάση του να συλλαμβάνει το σύμβολο και να αναμιγνύει εποχές και ήθη, παράλληλα με την μανία του για τη φιλοξενία, συνιστά πράγματι την ιστορία του τόπου. Αρκεί να υποθέσουμε ότι τα πρόσωπα παίζουν για την ιστορία τον ίδιο ρόλο που παίζουν οι ηθοποιοί για το θέατρο. Ωστόσο, το τέλος του δεν ήταν καλό, γιατί ο Σουλτάνος ειδοποιήθηκε ότι μάλλον σχεδιάζει εξέγερση, και τελικά τον σκότωσαν. Από μια άλλη άποψη, όμως, το τέλος του είναι περίλαμπρο, γιατί η λαϊκή μούσα τον ύμνησε, βλέποντας στην όλη δράση του άρχοντα μια όντως επαναστατική διάσταση (πολλοί ήταν μεγάλοι επαναστάτες, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν ποτέ). «Εγώ πασά δεν προσκυνώ, βεζίρη δεν φοβάμαι, τι έχω στην Πόλη δυο παιδιά κα στα Λαγκάδια πέντε».
Παρελθόν, ιστορία της Δημητσάνας είναι λοιπόν τούτοι οι άνθρωποι, που διαμορφώνουν την «μυθική» της ατμόσφαιρα (ας θυμηθούμε π.χ. τι είναι ο Καρλομάγνος για τη σύγχρονη Δύση). Και έτσι, κουβαλώντας πάντα μέσα της αυτό το πελώριο ιστορικό απόθεμα, τούτη την ιστορική διαπλοκή των σημασιών, το σχηματισμό της συμβολικής και φαντασιακής διάστασης που ορίζουν τούτα τα γεγονότα, ο ποταμός του Χρόνου εκβάλλει ομαλά στο ’21, οπότε και η πολιτεία στάθηκε «ο μπαρουτχανές» των Ελλήνων. Αναφέρεται, χωρίς εδώ να υπεισέλθουμε σε άλλες λεπτομέρειες, ένα σπουδαίο περιστατικό, ενδεικτικό της τότε κατάστασης. Περιγράφεται δηλαδή πώς οι κάτοικοι κατάφεραν να αποκρύψουν από τον έλεγχο των Τούρκων την παρασκευή του μπαρουτιού: έδωσαν πολύ φαγί στους Τούρκους ελεγκτές, κατόπιν ήρθε ένα Έλληνας «χωρατατζής» κι άρχισε να λέγει «αδιάντροπες παροιμίες», αργότερα έφτασε και το ποτό, οπότε, όταν κοιμήθηκαν οι κατακτητές, σιωπηλά και αθόρυβα οι κάτοικοι κουβάλησαν όλον τον εξοπλισμό έξω από το χωριό, σε σπηλιές. Αυτό το περίεργο ανακάτεμα του Έλληνα με τον Τούρκο, που τα ήθη τους έχουν έρθει εν μέρει κοντά, από την άλλη όμως η ύπαρξη της αναγκαίας απόστασης, ώστε να διατηρείται ο έλεγχος, μια απόσταση που τελικά καταργεί η εξαχρείωση (το ποτό, η λαγνεία, ο πολύς ύπνος), τέλος αυτή η παράξενη «σιγηλή ύπαρξη» του Ρωμιού, που μεταφέρει τα πάντα μέσα σε απόλυτη σιωπή, όλη αυτή η τελετουργία της στιγμής συνιστά την ιστορία.
Και θα τελειώσουμε με τον λεγόμενο «Μυστικό Δείπνο», τη συνάντηση δηλαδή του Θανάση Αντωνόπουλου, ενός Κοτζαμπάση, που «κατηχημένος» από τον Παπαφλέσσα, φώναξε στη σπίτι του το Θόδωρο και τον Κανέλλο Δεληγιάννη, κάθισαν σε μια σάλα κι εκεί ορκίστηκαν στην Ιδέα της Επανάστασης. Η παραπομπή στο ιερό γεγονός της Μεγάλης Εβδομάδας, με την ατμόσφαιρα θυσίας που δημιουργεί, την ανάγκη για ομοψυχία και αδελφοσύνη, που επίσης υποδηλώνει, έγινε ο επίλογος τηςλαμπρής ιστορίας της Δημητσάνας, από τον οποίο, όπως είναι φυσικό για κάθε «Μυστικό Δείπνο», δεν μπορεί ποτέ να λείπει ο προδότης. Και μάλιστα μαθητής! « Εκεί σιμά είναι το αμπέλι με το ληνό που σκοτωθήκανε οι Κολοκοτρωναίοι, από προδοσίαενός καλόγερου, που μετάνιωσε υστερότερα και πήγε στ’ Αγιονόρος ασκητής». Η όλη ιστορία κλείνει έτσι με την προδοσία, δίπλα σε ένα «αμπέλι», με την τόσο επίσης συμβολική του σημασία. Ο καλόγερος αυτός τελικά πάει στο κατεξοχήν ασκητικό κέντρο της ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος, και γίνεται «ασκητής»- η μεγάλη προσωπική περιπέτεια παραμένει, ακόμη κι όταν ένας τόπος χάνει την μεγάλη του αίγλη, πράγμα που συνέβη στην Δημητσάνα, ακριβώς γιατί έτυχε ο αγώνας της, να ελευθερώσειτην πατρίδα. Δεν την πειράζει που απόμεινε ένα «γραφικό» χωριό…
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ζωγραφική Φώτη Κόντογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου