Από την συνάντηση Ρωμιών και άλλων λαών προέκυψαν πολύ όμορφες ιστορίες. Μαζί με τα πάθη των Ελλήνων, ανακατωμένα και ζυμωμένα ιδιότροπα μαζί τους, έρχονται και τα πάθη των Φράγκων. Μέσα στο «μύθο» ωστόσο του Κόντογλου, πρέπει να πούμε ότι οι δυτικοί απομυθοποιούνται και γίνονται πιο οικείοι. Ως γνωστόν, οι σταυροφόροι που έφθασαν στην Ελλάδα ήταν απλοί τυχοδιώκτες, ένας συρφετός από κάθε λογής άσωτους και περιφερομένους αχρείους, μαζί με φτωχούς, που, εκτός από την όποια τους επιθυμίαν υπερασπιστούν την πίστη, διακρίνονταν και για την απληστία τους, την μεγάλη τους φιλοδοξία. Όλοι αυτοί άκουσαν καλά τη φωνή του Πάπα: «η γη σας δεν είναι αρκετή να σας θρέψει, πηγαίνετε να κατακτήσετε». Πολύ απέχουν, όπως και να είναι, οι Φράγκοι αυτοί, από τον τύπο του πρώιμου ορθολογιστή, του μεθοδικά σχολαστικού, του νοησιαρχικού τύπου, που αντιπροσωπεύει ο «δυτικός» της καθωσπρέπει ιστοριογραφίας. Περισσότερο ο Κόντογλου έχει στο νου, ως άξιος ποιητάρης, τον ιππότη και τον τροβαδούρο. Υπάρχει άλλωστε στ’ αλήθεια κάτι που να ενώνει τον Θωμά Ακινάτη με τον Θερβάντες, τον ορθολογισμό με την Αναγέννηση; Φτάνοντας, όπως και να είναι, μακριά, τούτοι οι Φράγκοι υφίστανται ένα συμβολικό είδος «θανάτου», αποπροσανατολίζονται, χάνουν τον όποιο εαυτό κουβαλούν, αναπτύσσουν μια εντελώς ιδιαίτερη παθολογία: την αντιμετώπιση της κατάκτησης ως «ιεραποστολής», αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Δεν βρίσκουν πουθενά γαλήνη, κάτι τους ξεσηκώνει διαρκώς, βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, μονίμως ετοιμοπόλεμοι, ξεσαλωμένοι. Εύκολα μάλιστα γίνονται ακόμη περισσότερο αχρείοι, μόνο και μόνο για να εκδικηθούν ασυνείδητα τον ίδιο τους τον εαυτό, την απληστία τους.
Περαιτέρω, η ταυτότητα του «Φράγκου», που εγκαθίσταται στην κατακερματισμένη Ελλάδα, με τα αμέτρητα φέουδα, βαφτισμένα σε βασίλεια, δουκάτα, πριγκιπάτα κλπ, αρχίζει να κλονίζεται ακόμη περισσότερο. Ένας Φράγκος, που ζει λ.χ. δεκαετίες στο Μοριά, με το τόσο όμορφο τοπίο του, την στρατηγική, κομβική του θέση, την ισχυρή πολιτιστική παράδοση κ.λ.π., ριζώνει παράξενα στα ξένα εδάφη, που πια τον στοιχειώνουν. Στο μεταξύ των πολιτισμικών ταυτοτήτων, μη μπορώντας να θυμηθεί ποιος ακριβώς είναι, θαμπωμένος από τον γύρω κόσμο, εν τέλει απομένει αυτός και η ψυχή του. Γίνεται καλός ή κακός, πατέρας ή δυνάστης, ανάλογα με το τι του υπαγορεύει μονάχα η καρδιά του.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική εν προκειμένω η ιστορία του Μισίρ Τζεφρέ, την οποία ο Κόντογλου περιγραφεί εκτενώς, γιατί μάλλον πιστεύει ότι τα «παραλειπόμενα» της Ιστορίας, σωστά αφηγημένα, διερμηνεύουν καλύτερα την εποχή πάρα τόμοι ολόκληροι αποστεγνωμένης δοκιμιογραφίας. Γράφει λοιπόν: «Αν κι ήτανε Φράγκος αγαπούσε τη χώρα που ’χε παρμένη με το σπαθί, σα να ’τανε πατρίδα του. Μιλούσ’ ελληνικά και φερνότανε σαν πατέρας στους υποταχτικούς του. Τους γύμναζε στ’ άρματα, στ’ άλογα, όντας ατός του μεγάλος δάσκαλος της τέχνης του πολέμου». Οι Φράγκοι, όπως ήδη είπαμε, είναι ο κόσμος της ιπποσύνης. Είναι μαζί και ο κόσμος της ομορφιάς, στην καλύτερη εκδοχή τους. «Πλάγι (αυτή τη φορά κάπου στην Καρύταινα) βρίσκεται ένα βαθύ μακρυνάρι κι αυτό, όπως μου ’πανε, ήτανε η τάβλα με τα παχνιά που δένανε τ’αλόγατά τους. Δε θα το πίστευα πως τα ανεβάζανε απάνω σε τούτον το γκρεμνό, αν δεν έβλεπα παραπέρα και μια γούρνα από κείνες που ποτίζανε… και τότες πίστεψα τόντις πως αυτοί οι μανιώδεις ιππότες είχανε βρη τρόπο να μην χωριστούνε απ’ τα φαριά τους».
Αυτός λοιπόν ο Μισίρ Τζεφρές, ευρισκόμενος στο «μεταξύ» των πολιτισμικών ταυτοτήτων, φαίνεται ότι για κάποιον λόγο που δεν μας τον αναφέρει η ιστορία (αλλά ένας Καβάφης θα μπορούσε να συλλάβει το γιατί), είχε φτάσει στο σημείο να θεωρεί περίπου πατρίδα του την ελληνική γλώσσα: «Είναι να παραξενευτεί κανένας διαβάζοντας στα χαρτιά πως τον καιρό που ’χε πόλεμο με το Μιχαήλ Παλαιολόγο, αυτός, όντας Φράγκος, είχε στρατό από Έλληνες, κι ο αντίμαχός του, Έλληνας όντας, είχε συναγμένους ούλο Τούρκους, Αλαμάνους κι Ουγγαρέζους…». Και εμψύχωνε τους δικούς τους λέγοντάς τους ότι έχουν ένα μεγάλο προσόν: μιλούσαν όλοι ελληνικά («γλώσσαν μίαν λαλούμεν»)!
Η μοίρα του ήρωα αυτού καθρεφτίζει επίσης πολύ όμορφα όλη την αντικομφορμιστική διάθεση αυτών των δυτικών ηρώων της Ιπποσύνης αυτών των φτωχών, που εξαιτίας των τρικυμιών της Ιστορίας βρέθηκαν να γίνουν αφέντες και κυβερνήτες, χωρίς να αποβάλουν την παραφορά των παθών τους. Ενώ λοιπόν είχε την εξουσία δική του, «αυτός ο σκληρός πολεμιστής έγινε μπαίγνιο στα χέρια του έρωτα. Ρωτεύτηκε τη γυναίκα ενούς στρατιώτη του, ενούς Καταβά κι έφυγε μαζί της στο ρηγάτο της Πούλιας, παρατώντας και κάστρο και παλάτια». Μετά από πολλές περιπέτειες, και αφού ο στρατιώτης που έχασε τη γυναίκα του, κατάφερε για εκδίκηση και πήρε αυτός δικό του το Κάστρο, γύρισε ο Τζεφρές, προσπάθησε να το ανακτήσει, ωστόσο ο μεγαλύτερος ηγεμόνας δεν του το επέτρεψε, μόνο του έδωσε την Αράχωβα – ξανά ξένος. Αλλά κι εκεί, λόγω της φιλανθρωπίας του, σύντομα ο ελληνικός λαός τον αγάπησε πολύ, γι’αυτό και πεθαίνοντας, η λαϊκή μούσα του έβγαλε ένα ωραίο τραγούδι: «πατέρα είχαν τα ορφανά, άνδρα είχαν οι χήρες. Αυθέντην και διαφέστορα η φτωχολογία». Ο λαός τότε υμνούσε Έλληνες και Φράγκους αδιάκριτα αρκεί να ήταν αγαθοί άνθρωποι.
Και θα τελειώσουμε με την μικρή εξιστόρηση της πολιορκίας της Μονεμβασιάς, όπου φαίνονται ανάγλυφα τα πάθη εκείνων των καιρών, η τραγική μανία του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τον καιρό, να φέρει την τύχη με το μέρος του. Διακρίνονται επίσης ολοκάθαρα η αγάπη για την ιδιότροπη τέχνη του πολέμου, το πείσμα, η περηφάνια, η αξιοπρέπεια, ένας ιδιαίτερος κώδικας τιμής που αναπτύσσεται σε αυτούς τους ανθρώπους της περιπέτειας, κάτι επίσης απο την ομηρική ελεγεία του πόλεμου ως ειμαρμένης. Ο ηγεμόνας Γουλιάμος λοιπόν πεισμώνεται και ορκίζεται να μην το κουνήσει απ’ τη θέση του, αν δεν καταλάβει την Μονεμβασιά, που αντιστέκεται και δεν παραδίδεται. Κι επειδή καταλαβαίνει ότι μόνος του δεν το μπορεί, στέλνει γράμματα σε πάμπολλους μικροδούκες και πρίγκιπες, γίνεται τελικά μια μεγάλη σύναξη στρατού κοντά στην Τρίπολη, την οποία και ο Κόντογλου περιγράφει με θαυμασμό. Λέγει ότι μαζεύτηκαν «τρεις χιλιάδες διαλεχτοί σιδεροπολεμάρχοι, δοξαράτοι και τσαγκρατόροι, κι άλλες οχτώ χιλιάδες καβαλάρηδες, σέρνοντας μαζί τους λογής– λογής μηχανήματα του καστροπόλεμου, σκρόφες, φαλκούνια, κι άλλα τέτοια. Ούλος αυτός ο κόσμος πήγε και τσαντήρωσε μπρος στο γιοφύρι, απάνου στην όξω στεργιά, κι άλλο δεν έκανε μόνο πηγαινοερχότανε ολημερίς σε τάξη μάχης με τα φλάμπουρα μπρος, κ’οι τρουμπέτες και τα βούκινα βογκούσανε ολοένα, κι ούλα τούτα για να φοβερίξουνε τους κλεισμένους μέσα στο κάστρο». Ο στρατός περιγράφεται σαν μια χλιδάτη πομπή, σαν και κείνες των ζωγράφων της Αναγέννησης. Η πολιορκία κράτησε πολύ: «Τρία χρόνια και παραπάνω, μέρα κοντά στη μέρα, βάστηξε η πολιορκία, κι ωστόσο μηδέ ο ένας λιγοψύχησε μηδ’ ο άλλος βαριέστησε», λέγει ο Κόντογλου σε μια υπέροχη φράση του στα θαυμαστά του «Ταξίδια», που αποδίδει το μυστικό δράμα του ανθρώπου τελείως ήρεμα, απέριττα, λιτά.
Και τελικά, επήλθε ένα είδος συμβιβασμού: οι Μονεμβασιώτες, εξαντλημένοι από την πείνα, παραδόθηκαν, κι εκείνος τους άφησε στο εμπόριο της θάλασσας, δίνοντάς τους παράλληλα και πολλά δώρα στους άρχοντές τους και κάποια κάστρα δικά τους. Οι Φράγκοι θαύμασαν την παλληκαριά των Ελλήνων. Ο Κόντογλου πιστεύει ότι συχνά η μάχη δημιουργεί ένα είδος «τάξης», τον γνωστό ίσως «κώδικα τιμής», που βοηθά τους εμπόλεμους να διαχειριστούν την εμπλοκή τους με το πιο απάνθρωπο πράγμα, τον πόλεμο.
***********
Επιλέγοντας, θα ήθελα να πω τα εξής: η απομάκρυνση του Κόντογλου από την «ηθογραφία», έσωσε την πεζογραφία του. Ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει την κοινότητα ως μια ενδογενώς αναφυόμενη, αυτονοηματοδοτούμενη και αυθερμηνευόμενη «ουσία», ως μία στατική εθιμική συλλογική «ψυχή», δίχως δυναμισμό και πολυτροπισμό μέσα της. Αντιμετώπιζε την ρωμαίικη κοινότητα περισσότερη ως φωνή οντολογίας και ηθικής, παρά ως ένα περίκλειστο, φοβικό και ανίκανο να ξανοιχτεί προς τα έξω δομικό σύστημα. Απέφυγε έτσι να την ρομαντικοποιήσει, επίσης να την μυστικοποιήσει, και ούτε ποτέ προσπάθησε να υποβάλει μέσα από μια τέτοια μυστικοποίηση. Η ρωμαίικη κοινότητα έχει γι’ αυτόν γνήσια υπαρξιακή αναζήτηση, έχει διάρκεια στο χρόνο, έχει συνδιαλεχθεί με πολλούς λαούς, χρωστά αλλού πολλά αλλά και της χρωστούν τα ίδια ή ίσως περισσότερα. Για τούτο, όποιος θέλει να πει την Ιστορία της, θα πρέπει να ξέρει κάτι και από ποίηση. Να είναι, όπως λέγει και ο ίδιος, «τεχνίτης», «μάστορας» του λόγου. Θα πρέπει, πάνω από όλα, να μπορεί όχι μόνο να μιλά, αλλά και να «ακούει» την ομορφιά που υπάρχει παντού γύρω του. Θα πρέπει τέλος να αδράχνει την χαρά που απλώνεται, αν ξέρει να κοιτά, σε πολλά μέρη, να την μεταβάλλει σε δοξολογική διάθεση για Αυτόν που έπλασε τόπους και προπαντός ανθρώπους.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ζωγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου