Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Η κηδεία

 


Με έναν πνιχτό ήχο η πρώτη φτυαριά έπεσε. Το πρώτο χώμα έσκασε πάνω στο φέρετρο κάνοντας έναν ελαφρύ θόρυβο. H σύζυγος και η κόρη του μακαρίτη έμπηξαν τα κλάματα. Ίσως επειδή ο δικός τους άνθρωπος είχε φύγει. Ίσως επειδή αυτός μπορεί να έφυγε αλλά τα χρέη του δεν πήγαν μαζί του και βάραιναν τώρα τις δυο γυναίκες. Κανείς δε μπορούσε να είναι βέβαιος αν έκλαιγαν για το θάνατό του ή για τη ζωή τους που χαράμισαν με τούτον τον ανεπρόκοπο μπεκρή. Καυγατζής, τεμπέλαρος, χαρτοπαίκτης και άλλα πολλά προσωνύμια περνούσαν από τις σκέψεις των δύο γυναικών. Παραδίπλα, κάμποσα μέτρα για την ακρίβεια, ένας γείτονας, από αυτούς που δε του μίλησαν ποτέ παρά μόνο για να παραπονεθούν για κάποιο θόρυβο ή για το παρκάρισμα του αυτοκινήτου, ψιθύρισε με μια δόση χαιρεκακίας στον διπλανό του: "ε, αφού πήγε και εμβολιάστηκε, τι περίμενε; Θα γλίτωνε; Μου τα έχουν πει οι γιατροί εμένα, πώς θερίζουν οι παρενέργειες αλλά δε το λέει κανείς..." Ο άλλος του έγνεψε καταφατικά χωρίς να τον πολυακούει αφού το μυαλό του ήταν στις δουλειές που άφησε για να τρέχει στη κηδεία ενός τύπου που ποτέ δε συμπάθησε. Να ερχόταν τουλάχιστον και καμιά όμορφη γυναίκα σε τούτη τη κηδεία...Μα πού να τη βρει αυτός ο χαμένος την όμορφη γυναίκα για να έρθει στη κηδεία του, σκέφτηκε και έπνιξε ένα γέλιο που αν του ξέφευγε, σίγουρα θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Καθώς οι φτυαριές διαδέχονταν η μία την άλλη, ο κόσμος περνούσε μπροστά από τη χήρα και τη κόρη για να συλλυπηθούν. Ένα μίγμα οίκτου, μειδιάματος και λέξεων που έβγαιναν από τα χείλη με τρόπο τέτοιο ώστε να ακούγεται σαν φτέρνισμα που κόβεται στη μέση αποτελούσαν τα συλλυπητήρια. Ο ένας νεκροθάφτης, ο πιο βιαστικός, άθελά του, μάλλον άθελά του δηλαδή, εκείνη την ώρα χτύπησε το πόδι του συναδέλφου του με το φτυάρι. Ο άλλος αφού έσκουξε πονεμένος, κατακοκκίνησε και πριν ο πρώτος προλάβει να ψελλίσει κάποια συγγνώμη- αν και δεν έδειχνε τέτοια διάθεση- σήκωσε το φτυάρι του και κατάφερε ένα ισχυρό χτύπημα στον μηρό του συναδέλφου του. Εκείνος βρίζοντας αισχρά όρμηξε με μπουνιές να πάρει το αίμα του πίσω διαπιστώνοντας ότι την ίδια ιδέα και με την ίδια ορμή είχε και ο άλλος. Ακολούθησε μια βίαιη σύγκρουση με τους ανθρώπους που είχαν έρθει για τη κηδεία και είχαν ήδη ξεκινήσει να κουτσομπολεύουν τον κεκοιμημένο, να παρακολουθούν σοκαρισμένοι και να λένε βαρύγδουπες εκφράσεις που αφορούσαν την έλλειψη σεβασμού προς τον νεκρό που οι ίδιοι είχαν στολίσει και με το παραπάνω ως μέθυσο, τεμπέλη, αχαϊρευτο κλπ τόσο κατά τη διάρκεια της κηδείας αλλά και πριν και αμέσως μετά από αυτήν. Οι φωνές των παρευρισκόμενων και η κάπως αργοπορημένη επέμβαση των ψυχραιμοτέρων, ίσως και οι πολλές γροθιές που έπεσαν, έφεραν το τέλος του καυγά. Οι δυο νεκροθάφτες έπιασαν και πάλι τα φτυάρια, όχι για να ανοίξουν ο ένας το κεφάλι του άλλου, αλλά για να συνεχίσουν το έργο τους. Κουνώντας τα κεφάλια με αποδοκιμασία αλλά και κρυφογελώντας, οι θρηνούντες απομακρύνθηκαν, με τελευταίες τη γυναίκα και τη κόρη του νεκρού. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα για τον καφέ και τα κουλουράκια. Το φέρετρο είχε κλείσει από ώρα και κανείς δε μπόρεσε να δει το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο νεκρό του πρόσωπο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου