Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Το δείπνο του Χάρου

Σχετική εικόνα
myriobiblos.gr

[Κατά τας παλαιάς δοξασίας των γερμανικών λαών τα δάκρυα των οικείων ενοχλούν τον νεκρόν εν τω τάφω, διότι ως θρόμβοι αίματος κατασταλάζουν εις τα στήθη του. Τοιαύτη δοξασία είναι άγνωστος εις τον έλληνικόν λαόν. Αλλά εν μοιρολόγιον εκφράζει την ιδέαν ότι από τα πολλά δάκρυα, τα χυνόμενα καθ' εκάστην επϊ του τάφου, ενδεχόμενον να εξαφανισθή ο νεκρός και να γυρίση πίσω. Το δε κατωτέρω μοιρολόγιον, δια πλαστικής διασκευής της ιδέας του εξαφανισμού, σκοπεί να υποδείξη παραστατικώς την ανάγκην του περιορισμού των θρήνων δια της διακοπής αυτών από της δύσεως του ηλίου, όπως οι πενθούντες δύνανται να διέλθουν ατάραχον την νύκτα.]

Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης, 
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι, 
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του. 
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι' άκουσα τη φωνοϋλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου, 
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη, 
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους, 
καίει των νυφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχεϊλι μου φαρμάκι.

221

Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, 
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα, 
να μη την είδες πουθενά, να μη την απαντήσες; 
-Εψές προχτές την είδηκα 'ς του Χάρου το σαράι. 
Ό Χάρος έτρωγε ψωμί, κ' η κόρη τον κερνούσε, 
κ' έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κ' έτρεμε κ' η καρδούλα της σα μήλο μαραμμένο. 
Κι' από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι, 
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι, 
μέσα 'ς του Χάρου την ποδιά έπεσε κ' ερραΐστη. 
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει. 
"Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης. 
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω; 
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης, 
μόν' με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι' οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου