Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Στη μάντισσα

 


Μπήκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι βαριές κουρτίνες στα παράθυρα δεν άφηναν ίχνος φωτός να περάσει. Όχι ότι ο δρόμος έξω ήταν και κανένας καλοφωτισμένος. Μια λάμπα πάλευε να σπάσει το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας. Στο μέσο του χώρου ήταν στημένο το τραπεζάκι. Μια γυάλινη μπάλα εξέπεμπε ένα υπνωτιστικό μπλε φως που επέτρεπε  στον επισκέπτη να βλέπει μόνο την στρογγυλή επιφάνεια του τραπεζιού όπου ήταν απλωμένα τα χαρτιά τις τράπουλας Ταρώ. Δεξιά και αριστερά ήταν διακοσμημένο με μια ψεύτικη νεκροκεφαλή κι ένα βαλσαμωμένο κοράκι, μάλλον ψεύτικο κι αυτό. Από τη χαρτομάντισσα μπορούσες να διακρίνεις μόνο τα απλωμένα στο τραπέζι χέρια της. Πολύ όμορφα χέρια, περιποιημένα και με προσεκτικά βαμμένα νύχια με μωβ χρώμα. Το πρόσωπό της φαινόταν ελάχιστα. Μόνο τα μάτια της έλαμπαν, αποτέλεσμα έξυπνου μακιγιάζ. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έφταναν μέχρι λίγο κάτω από τους ώμους της. "Ήρθες για το μέλλον ή το παρελθόν; Έχασες κάποιο πρόσωπο και το ψάχνεις ή μήπως γυρεύεις τον εαυτό σου;" μου είπε με τη γλυκιά υποβλητική της φωνή. "Το χθες και το αύριο δεν ενδιαφέρουν όσους ζουν στο σήμερα. Και δε χάνω ανθρώπους. Τους διώχνω. Όσο για τον εαυτό μου, τον αφήνω να περιδιαβαίνει δρόμους που λένε ιστορίες και να συναντά ξωτικά κι αερικά", της απάντησα. Γέλασε. Είχα κάμποσα χρόνια να ακούσω το γέλιο της. Τότε ακόμα έλεγε τη μοίρα σε περαστικούς στο δρόμο. "Ακόμα μαύρα φοράς; Τι πενθείς τόσα χρόνια;" με ρώτησε περιπαικτικά. "Το κακό μου γούστο στον συνδυασμό χρωμάτων μάλλον. Άσε που το μαύρο αδυνατίζει, έτσι δε λένε;" είπα χαμογελώντας. Έκανε μια κίνηση με το χέρι και τέσσερα κηροπήγια με πέντε κεριά το καθένα, άναψαν με μιας. "Εντυπωσιακό. Δεν έχασες την τέχνη σου βλέπω". "Πώς και ήρθες εδώ; Πάνε χρόνια που έχω να σε δω", μου είπε πιο σοβαρά αυτή τη φορά. "Με έφερε ένας δρόμος μέχρι τη πόρτα σου. Και είπα ευκαιρία να με κεράσει κάποιος λίγο τσάι. Μαύρο με λίγο μέλι, αν ενδιαφέρεσαι για λεπτομέρειες". Χτύπησε τα δάχτυλά της και μετά από λίγα λεπτά ένας αρουραίος περπατώντας στα δυο του πόδια έφερε ένα δίσκο με δυο κούπες αχνιστό τσάι και βουτήματα. "Απέλυσες το βάτραχο; Κρίμα. Ήταν λίγο γλοιώδης αλλά πολύ ευχάριστος τύπος. Και έλεγε ωραία ανέκδοτα", είπα ρουφώντας λίγο από το τσάι μου. "Συνταξιοδοτήθηκε. Του έλειψε ο βάλτος του βλέπεις" απάντησε η μάγισσα κοιτώντας από το παράθυρο που κάλυπταν οι χοντρές κουρτίνες. Μπορούσε να δει μέσα από αυτές και πολύ πιο μακριά από τον ορίζοντα. Πάντα με εντυπωσίαζε όταν το έκανε αυτό. "Λοιπόν ήρθες σαν φίλος ή σαν εχθρός;". "Τι διαφορά έχουν αυτά τα δύο; Κάποτε κάποιος είναι φίλος και κάποτε εχθρός. Κάποτε και τα δύο. Ανάλογα από ποια κατεύθυνση θα αφήσει ο Αίολος τους ανέμους του. Σήμερα πάντως, ήρθα σαν κάποιος που ήθελε λίγο τσάι. ό,τι κι αν με κάνει αυτό". Περάσαμε κάμποσες ώρες συζητώντας. Κάποια στιγμή σηκώθηκα να φύγω. "Έρχεται καταιγίδα" μου είπε κοιτώντας πιο μακριά από κάθε άλλη φορά, "μήπως να μείνεις εδώ απόψε;". Κοίταξα κι εγώ μακριά. Πράγματι, μια καταιγίδα ερχόταν πάνω στα φτερά ενός γρύπα. "Αναθεματισμένα πλάσματα. Ούτε ξέρουν αν είναι λιοντάρια ή αετοί αλλά στους μπελάδες πρώτα είναι!" γρύλισα. "Δεν πειράζει. Όσο βρέχομαι έξω, βρέχομαι και μέσα. Άλλωστε βρήκα ό,τι έψαχνα σήμερα και πρέπει να αρχίσω αυτό που θα γυρέψω αύριο". Αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετηθήκαμε. Βγήκα στο δρόμο. Δεν ήταν αυτός που με είχε οδηγήσει εδώ. Παρ' όλα αυτά τον ακολούθησα. Καθώς προχωρούσα άκουγα τα φτερά του γρύπα πίσω να κουβαλούν τα μαύρα σύννεφα, τις βροντές και τις αστραπές. Μια νέα μέρα ξεκινούσε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου