Παλιάτσος μοιάζει
εκείνος που απειλεί
με κατακλυσμό
κρατώντας νεροπίστολο
Αλίμονο σ' εκείνον
που ερωτεύθηκε αγγέλους
και αναζήτησε
την άγνωστή τους γλώσσα
Τα λογικά του
απώλεσε για πάντα
και τη σοφία του
έκανε στάχτη
Φτερά αγγέλου ντύθηκα
για να βρεθώ κοντά σου
σαν πεταλούδα να πλεχτώ
στα ζωηρά μαλλιά σου
--
Με πιάσανε με ξόβεργες
σε κλουβί από ασήμι
δείπνο μου ετοιμάσανε
μα ήμουνα αγρίμι
--
Τα κάγκελα ήταν ακριβά
τα λύγισα ένα ένα
κόκκοι καφέ και άρωμα
μ' οδήγησαν σε σένα
--
Εφτά φλυτζάνια αδειανά
στο ένα μαύρο μπιζέλι
κι ένα κλειδί να σε φυλά
απ' όποιο κακό σε θέλει
--
Κυματιστό το χάδι μου
το έριξα στον γιαλό
με δυο κούπες μουσική
γυρνάω σαν τον σαλό
Δύο φακές που φούρνισα
κάρβουνα μου γινήκαν
πέντε μπαλόνια φούσκωσα
στη θάλασσα πνιγήκαν
--
Στο βουνό κολύμπησα
βουτιά μέσα στη στάχτη
σαν σάλιαγκας ιπτάμενος
αλυχτάω σ' ένα φράχτη
--
Τρελογιατρός μ' εξέτασε
κερνώντας με μια μπύρα
στραβό κουνέλι μ' έφτυσε
για τη κακή μου μοίρα
Μικρό παιδάκι ήμουνα
σαν μου 'πανε:
"μη μιλάς"
---
Όταν η φωτιά δε καίει
το δικό σου πισινό
τότε να σιωπάς
---
Κι αν ποτέ μιλούσα
με δίδασκαν:
"θες και τα τραβάς"
---
Χρόνια έχω που μεγάλωσα
μα ακόμα ακούω:
"τι κάθεσαι και σκας"
---
Και αν θέλω μπροστά να πάω
πως πρέπει να γίνω
"κάπως σαν χαλβάς"
---
Και με κοιτούν όλοι παράξενα
που τόσα χρόνια απαντώ:
"ρε δε μας παρατάς!!!"
Με δυο κουτάλια θέλησα
ρυθμό να σου χαρίσω
με μουσική παράξενη
τη μέρα σου να γεμίσω
--
Μα ο ήχος με παρέσυρε
και χάθηκα στη πορεία
κι αντί να είμαι δίπλα σου
βρέθηκα στην Σκωτία
--
Δύο κοκκινοτρίχηδες
μου πήραν τα κουτάλια
και μου έδωσαν να φορώ
δύο καφέ σανδάλια
--
Μα η χώρα είναι βόρεια
και έχει ένα κάποιο κρύο
γι' αυτό μπήκα ηττημένος
λαθραία σ' ένα πλοίο
Πολύχρωμα σκουλήκια ντύθηκαν
σεβάσμιοι αφεντάδες
σωστό και λάθος όρισαν
και ζήσαν σαν αγάδες
--
Και ο λαός τους απαθής
-τι βλάκες είναι τούτοι-
θρόνους τους προσέφερε,
τους γέμισε με πλούτη
---
Και τα ερπετάκια πλήθυναν
κάνανε κι απογόνους
κι ακόμα διαφεντεύουνε
ως τους δικούς μας χρόνους
---
Και κάτω από τα παλάτια τους
τα κυβερνημένα βόδια
σκοτώνονται για τους σκώληκες
και μένουν με τα ξόδια
---
Η μοίρα των ανόητων
αυτή είναι και τους αξίζει
να έχουν ηγέτες άθλιους
κι ο Χάρος να τους θερίζει.
Όρνεα και κοράκια
σε πτώμα σαπισμένο
χορό έχουνε στήσει,
γλέντι ξεγυρισμένο
---
Μα και του πτώματος τα μέλη
χαρούμενα χορεύουν
με νταούλια και κλαρίνα
τη σήψη μασκαρεύουν
----
Μέχρι που νεκροθάφτης έρχεται
στωικά, με ψυχραιμία
το δυσώδες νεκρό θάβει
αφήνοντας επιγραφή
...ενθάδε κείται: κοινωνία.
Ο πονηρός ο άνθρωπος
πολιτικός θα γίνει,
για να ξαπλώνει ολημερίς,
να τρώει και να πίνει
---
Δεκάδες ακόλουθους χαζούς
θα 'χει από κοντά του,
με προσοχή να αερίζουνε
τα βρώμικα αχαμνά του
---
Κι αν δεν του κόβει του λαού
τι πάει και ψηφίζει,
θέση θα έχει μια ζωή
τη ζωή μας να μαυρίζει
Ένα μικρούλι πούπουλο
πετάει στον αέρα
χωρίς ελεφαντάκια ροζ
πώς θα 'βγαινε η μέρα
Μήπως στις σκάλες του μετρό
θα βρω μπλε σαλαμάνδρες
ή κάτω απ' τους πλάτανους
χορεύουνε μωβ χάντρες;
Αν τ' όνειρο που έβλεπα
ξύπνιος δεν το θυμάμαι
μήπως σε συννεφόδρομους
αύριο θα πετάμε;
Σαν τους αγγέλους, με αγριωπό βλέμμα
θα επανέλθω στο υπνοδωμάτιό σου
και κοντα σου θα γλιστρήσω δίχως θόρυβο,
μαζί με τις σκιές της νύχτας
και θα σου δωρίσω, μελαχρινή μου
ψυχρά φιλιά, σαν τη σελήνη,
και φιδίσιες θωπείες,
έρποντας τριγύρω από μία τάφρο.
Όταν έρθει το ωχρό πρωί,
κενή θα βρεις τη θέση μου,
εκεί που ως το βράδυ θα κάνει κρύο.
Καθώς άλλοι μέσω της τρυφερότητας,
επάνω στη ζωή σου και στην νεότητά σου
εγώ επιθυμώ να βασιλεύσω μέσω του τρόμου
Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, εκδ. Βιβλιοβάρδια
Στα πέντε, ένα πρόσθεσε
κι αν βρεις άθροισμα έξι,
άσε τον νου ελεύθερο
χαοτικά να παίξει
Η τάξη των αριθμών
ας γίνει αφηρημένη
κάθε μια πράξη άλγεβρας
άφωνη να μένει.
Σ' όλα τα θεωρήματα
βάλε φωτιά να κάψει,
η φαντασία τα δεσμά
της λογικής να σπάσει
Επτά κουρούνες
σε μωβ ουρανό
Το πέταγμά τους
ήρεμο, απαλό
Τις κοιτώ με ζήλια
και τα χέρια μου
σαν φτερά κουνώ
Πηδώ στο κενό
και οδυνηρά ανακαλύπτω
πως πέφτω...
Τρελό κάπως μου μοιάζει
το ποτάμι ετούτο
Από δεντρί πηγάζει
κι εκβάλλει σ' ένα φρούτο
--
Ψάρι σ' αυτό δεν κολυμπά
κι είναι γεμάτο σπόρους
Που λιάζονται στις όχθες του
με κάτι κοπάδια σκόρους
--
Το νερό του είναι κόκκινο
μοιάζει κρασί ή αίμα
ή με σιρόπι βύσσινο
που έβαλα στη κρέμα
--
Αυτά είναι τοπία
που βλέπω κάθε μέρα
είτε κοιμάμαι ή ξυπνώ
σαν είμαι κι εδώ και πέρα
Στην αιωνιότητα όλα θα γίνονται ταυτοχρόνως:
Ούτε μέλλον ούτε παρελθόν όπως εδώ που ΄χει το βασίλειό του ο χρόνος.
Άγγελος Σιλέσιος - Χερουβικός Οδοιπόρος - εκδ. Περισπωμένη
Ο ήλιος κατηφόρησε
πίνοντας κακάο
Κρατώ ομπρέλα διάφανη
δεν έχω πού να πάω
--
Δυο γάιδαροι, τρεις πετεινοί
κι ένα κοτέτσι πάπιες
λένε πως οι νεράιδες
καβαλικεύουν κάμπιες
--
Εφτά βιβλία αγόρασε
για να βρει μια κορδέλα
τα έξι του τα έκλεψε
μια κόκκινη κουνέλα
--
Το φεγγάρι έρχεται, να!
Ντυμένο είναι στην τρίχα
ελπίζω να μου έφερε
σιρόπι για τον βήχα
Ντυμένος βοσκοπούλα
ο λύκος πλησιάζει
ένα κοπάδι πρόβατα
να βρει κάποιο ν' αρπάξει
--
Μα καθώς ένα πρόβατο
στα χέρια του σηκώνει
εκείνου πέφτει η προβιά
και λύκο φανερώνει
--
Δυο λύκοι τώρα κάθονται
στομάχια γουργουρίζουν
του κοπαδιού τα πρόβατα
τους περιτριγυρίζουν
--
Το ένα μετά το άλλο
τις προβιές τους βγάζουν
και μένουν κυνηγόσκυλα
τους λύκους να κοιτάζουν
--
Οι δυο οι λύκοι τρέχουνε
ακόμα λέει ο θρύλος
που οι σκύλοι διηγούνται
ενόσω ρέει ο ζύθος...
Βόλτα στο διάστημα
βγήκα με κάποια αστέρια
που μεθυσμένα χόρευαν
και στέκονταν στα χέρια
--
Δυο πίθηκοι, κάπου μακριά
βαθιά φιλοσοφούσαν,
σε τρύπα μαύρη, σκοτεινή
την ώρα τους περνούσαν
--
Σε ήλιους μακρινούς
φλεγόμασταν σαν ψάρια
που στο τηγάνι ξέχασες
επειδή έπαιζες ζάρια
--
Από το μπράτσο μ' έπιασες
πως με κρατάς μου είπες
κι εγώ πάνω ανέβηκα
σε μπλε μετεωρίτες
--
Τους στίχους μου διαβάζοντας
"έγραψες"- λες- "μια μπούρδα"
ξεχνάς, δεν είμαι άνθρωπος
είμαι σοφή αρκούδα!
Ας εξαπολύσουν οι Ιερείς του Κορακιού της αυγής, πετώντας τα θανατερά τους μαύρα, βραχνές κατάρες στα τέκνα της χαράς. Ούτε οι πνευματικοί αδελφοί του που ο τύραννος λογαριάζει ελεύθερους, θα χαράξουν τα όρια ή θα χτίσουν τη σκεπή. Ούτε η χλωμή θρησκευτική λαγνεία θα ονομάσει παρθενία ό,τι μόνο ποθεί αλλά δεν πράττει.
Γιατί το καθετί που ζει είναι Ιερό.
William Blake, Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης, εκδ. Εκδοτική Θεσσαλονίκης
Μαζεύτηκαν οι κόρακες
γύρω από
του λουλουδιού το πτώμα.
Καλοντυμένοι,
μοιρολόγι τραγουδούν
με τις βραχνές φωνές τους.
Μεθούν από το τελευταίο
νέκταρ που μπόρεσε
να προσφέρει,
απλώνοντας αντηλιακό
στα κατάμαυρα φτερά τους.
Κι ο ουρανός
λέγοντας ανέκδοτα
πεισματικά γαλάζιος μένει,
αδιάφορος που
ο κόσμος γέμισε σκιές
που ανάμεσά μας εκστατικά
χορεύουνε κλακέτες.
Απ' το μπαλκόνι
έπεσες
κοιτάζοντας το φεγγάρι
κόκκινο κι ολόγιομο
σαν ώριμο
παντζάρι
Ευτυχώς...
ψηλά δεν ήσουνα
δύο ή τρία
μέτρα
η πτώση
ήταν απαλή
σαν να 'σουν
μια χορευτική
πουπουλένια πέτρα!
Μου ζήτησες να πιάσω
κάποτε το φεγγάρι
στη λίμνη σαν να ήτανε
το κοιμισμένο ψάρι
**
Δίχτυ δε βρήκα πρόχειρο
και πήρα ένα φτυάρι
που τ' άφησε ο προπάππους μου
απάνω στο πατάρι
**
Τη σελήνη έριξα
την έβαλα σε πιθάρι
που κάποτε εκεί έκρυβε
η γιαγιά μου το κριθάρι
**
Γιατί το έκρυβε εκεί
και όχι σε συρτάρι
ποτέ μου δε κατάλαβα
μιας κι είμαι και μουλάρι
**
Σε πήγα βόλτα ρομαντίκ
σε μακρινό νταμάρι
εκεί που στόλισα πιο πριν
το έρμο το φεγγάρι
**
Μα μόλις το δες γέλασες
κι είπες πως είμ' γομάρι
τούτο φως δεν έβγαζε
ήταν απλό στουρνάρι
**
Και τότε φώτισε ο ουρανός
και λάλησε πετινάρι
μονάχο μου με άφησες
σαν άδειο κουκουνάρι
Δύο ασπράδια έριξα
σε μάλλινη λεκάνη
σαρδελίτσες πρόσθεσα
με γάντια και με κράνη
Λίγο αλεύρι έβαλα
από σκληρό σιτάρι
φορούσε τζιν στενό
κόντευε να φρικαρει
Στη φωτιά ανέβασα
τηγάνι που δεν κολλάει
να λιώσω λίγο βούτυρο
την ώρα που τραγουδάει
Μέλι από μπαμπουρες
εδεσα το μίγμα
το νι σοταρισα καλά
μα έχασα το σίγμα
Αυτή εδώ η συνταγή
νόημα μάλλον δε βγάζει
ούτε τη ποίηση μπορεί
κανείς στο νερό να βράσει
Στη ζυγαριά ανέβηκα
να μάθω τα μαντάτα
τα όνειρα για αδυνάτισμα
γίναν ψωμιά σκορδάτα
--
Τα έφαγα όμως κι αυτά
με μια όρεξη μεγάλη
κοκκινιστό μονόκερο
μαγείρεψα στο τσουκάλι
--
Τρεις δράκους στρουμπουλους
πέρασα σε μια σούβλα
εψησα και τον Πήγασο
σε πυρωμένα τούβλα
---
Δύο γοργόνων τις ουρές
πλακί έκανα στο φούρνο
Βλέπω τι γράφει η ζυγαριά
κι αρχίζω να της τα σουρνω
--
Παναθλιο μηχάνημα
δε μου χρωστάς καλό λόγο
να ξεκινήσω, λες, δίαιτα
γιατί έμοιασα με μπόγο!
Μικρός κάποτε ήμουνα
με δάγκωσε σαλιγκάρι
σε γαϊδάρου ράχη μ' έβαλαν
να κάνω το σαμάρι
*
Σ' αγώνες πάντα έχανα
κέρδιζε η χελώνα
σαν το σκυλί θα πέθαινα
μέσα σε αμπελώνα
*
Σαν να 'μουνα αδέσποτο
ζητούσα κανένα χάδι
μα η ζωή μου έμοιαζε
μ' ένα βαθύ πηγάδι
*
Ξυπόλυτος καθώς γύρναγα
με βρώμικα πατουσάκια
με τάισε μία ψυχή
του φούρνου παπουτσάκια
*
Αμέσως εστηλώθηκα
ψηλός σαν κυπαρίσσι
πίστεψα πως τελικά
η ομάδα μου θα κερδίσει
*
Τρία γκολάκια φάγαμε
στο ημίχρονο το πρώτο
κι αντί για αστακό
μου σέρβιραν καρότο...
Το καλοκαίρι πέρασε
και κλαις στη παραλία
Να κατηγορήσεις θες πολύ
την άτιμη κοινωνία
*
Το θέρος είναι μια εποχή
και τούτο σαν τις άλλες
Βρες ποιοι φταίνε για το χάλι μας
και φάε τις κουφάλες
*
Σε τούτη τη μαύρη χώρα μας
παλεύουμε να βγούμε
μα εκείνοι που τρώνε τα γκουρμέ
λιτά μας λεν' να ζούμε
*
Σε θάλασσα μαύρη σκοτεινή
του τραγουδιού να μοιάζει
βούλιαξε το συνάφι τους
κι ασε ο καιρός ν' αλλάζει
Σπάσε τα δεσμά του εγώ μ’ ένα και μόνο χτύπημα!
Γίνε σπαθί, χωρίς το βάρος του άχρηστου σιδήρου·
γίνε ατσάλινος καθρέφτης, που με τη μετάνοια καθαρίζει κάθε σκουριά.
Ρουμί
Στα μπατζακια μ'
έπιασε...φωτιά
και τώρα καίει
Στραβά ο μήνας
κίνησε, κι άιντε
να βρω τι φταίει
Μην είναι τα σχολειά
π' ανοίγουν
από βδομάδα
Ή φταίνε
τα δυο γκολ
πο' φαγε η ομάδα;
Να 'ναι άραγε
ο μισθός
επίδομα που μοιάζει
ή μήπως ο
πληθωρισμός
τη τσέπη που τρομάζει;
Μάλλον φταίει
για όλα αυτά
η κλούβια κεφαλή μου
που σκέφτεται
κακόμοιρα
ως λεν' κι οι υπουργοί μου