Εκ του άμβωνος
εφόρμησε μανιωδώς
προς όσους ομιλούν
εναντίον της πίστεώς (του),
μα και εναντίον
των εχθρών(και πάλιν του)
Κύμα ορμητικό θαρρούσε
πως ήταν αφρισμένο μα
- φευ! - δεν είχε παραπάνω τι
εκτός ολίγων φυσαλίδων...
Εκ του άμβωνος
εφόρμησε μανιωδώς
προς όσους ομιλούν
εναντίον της πίστεώς (του),
μα και εναντίον
των εχθρών(και πάλιν του)
Κύμα ορμητικό θαρρούσε
πως ήταν αφρισμένο μα
- φευ! - δεν είχε παραπάνω τι
εκτός ολίγων φυσαλίδων...
Άνθρωπε πτωχέ
μη πέφτεις σ' απελπισία
Κι αν δε βρίσκεις φαγητό
υπάρχει πάντα λύση!
Κοίτα πόσους πλούσιους
έχει η χώρα τούτη
Με τη κατάλληλη μαρινάδα
μπορούν να γίνουν
πιάτο νοστιμότατο!
Μπλέξε με στα ξόρκια σου
και κάνε με ποντίκι
πάτα με με το τακούνι σου
σαν να 'μουνα σκουλήκι
Με μια ματιά σου κόψε με
σαν το τυράκι φέτες
τα νύχια σου κάγκελα κελιού
που φυλακίζουν κλέφτες
Τα μαλλιά σου άφησε
σαν φίδια να χορέψουν
σαν άκαρδοι εφοριακοί
σκληρά να με ελέγξουν
Ξεκίνησε φιλοδοξώντας να συνδέσει την ελληνική λογοτεχνία με τα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα της Δύσης. Όταν έγινε φανερό ότι ήταν η ίδια σύμπτωμα της καθυστερημένης πνευματικής ζωής στην Ελλάδα, καλλιέργησε ένα κλίμα πολιτισμικού απομονωτισμού, μέσα στο οποίο επιδίωξε να κατοχυρώσει λιγότερο την εθνική ταυτότητα και περισσότερο τη δική της πρωτοκαθεδρία.
Βάλτε με στο φέρετρο και κλείστε το καπάκι
σκάψτε και πετάξτε με σ' ένα βαθύ χαντάκι
μια χάρη μόνο ζητώ πριν ρίξετε το χώμα
ένα μπουκάλι αφήστε φίνο ουισκάκι!
Τώρα σκύβεις
πάνω στο κινητό σου
χθες το κεφάλι έσκυβες
μπροστά στ' αφεντικό σου
Σκύβεις μη φανείς καλύτερος
απ' τον προϊστάμενό σου
σκύβεις στον γείτονα που θαρρεί
πως ορίζει το σπιτικό σου
σκύβεις στους γονείς
που ξέρουν το καλό σου
κι έτσι σκυφτός κάποια στιγμή
θα μπεις στο φέρετρό σου...
Δεν έχω κέφι για δουλειά
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα...
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και όλ' η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα
Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω..
Σ΄αυτό τον κόσμο το χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα...δίχως να πεθάνω.
Γεώργιου Σουρή, επίλεκτα σατιρικά, εκδ. ΠαραΠέντε/Ars Brevis
Τα σύννεφα πυκνώσαν
κι εμένα τι με νοιάζει
άσε τον προφήτη
σαν κόρακας να κράζει
Στον γκρεμό βουτώ
όλο χαρά και τρέλα
δε θέλω αλεξίπτωτο
θ' ανοίξω μια ομπρέλα
Στη λίμνη λιάζομαι
ανάμεσα σε κροκοδείλους
άσπρα τα μαύρα κάνω
του εχθρούς μου βλέπω φίλους
Έτσι θα πορεύομαι
ρίψασπις οπλίτης
ξέρεις βρε ποιος είμ' εγώ;
Έλληνας πολίτης!!!!