Ησίοδος
Από το σμίξιμο Ουρανού και Γης εγεννηθήκαν
τρεις άλλοι ακατανόμαστοι γιοι, δυνατοί, πελώριοι.
Ο Κόττος, ο Βριάρεως κι ο Γύγης. Ξακουσμένοι!…
Από τον ώμο καθενός χέρια εκατό κρεμόνταν
και στα λαιμά του καθενός πενήντα φυτεμένα
κεφάλια είταν και στιβαρά, γερά τα σώματά τους,
κι είταν το μπόι τους αγριμιού μαζί, θαρρείς και σκιάχτρου.
Κι από όλα τα παιδιά της Γης και τ’ Ουρανού πιο απαίσια
ποτέ δεν ξαναστάθηκαν, ποτέ δεν ξαναγίναν.
Και μόλις ξεγεννιόντανε το ένα στερνά από τ’ άλλο,
ο Ουρανός τα εντάφιαζε μέσα στης Γης τα βάθη,
νοιώθοντας, άμετρη χαρά για τη σκληρή του πράξη.
Μα η μάννα Γη αναστέναζε κρυφά και πικραινόνταν.
Κι άξαφνα κάποιο σκέδιο σατανικό της ήρθε
και τα παιδιά της τ’ άγρια ξεθάβοντας, τους δίνει
ένα δρεπάνι ατσάλινο και το θυμό τους πάσκει
να συδαυλίσει σα φωτιά στα στήθη τους και λέει:
– Παιδιά, δικά μου σπλάχνα, κι ένοχου ενός πατέρα,
εμπρός… την πράξη τη σκληρή εκδικηθείτε τώρα.
Έτσι είπε. Και τους κόπηκεν η ανάσα από τον τρόμο.
– Όμως ο Κρόνος ο τρανός, που άκουγε από μιαν άκρη,
τόλμησε στη μητέρα του κι έτσι είπε τη σεβάσμια:
Μητέρα, τον ξεδικιωμό τάζω εγώ ν’ αποσώσω.
Κανένα στον πατέρα μας σέβας δεν τρέφω, εν όσω
τεχνάσματα σκαρφίστηκε για τα παιδιά του τέτοια.
Έτσι είπε κι αναγάλλιασαν της Γης τα φυλλοκάρδια.
Κι απόμερα τον έκρυψε και τούβαλε στο χέρι
το δοντωτό το δρέπανο και του ξεμυστερεύτη
το σκέδιό της.
Κι ο Ουρανός τη Νύχτα ήρθε οδηγώντας
και στο σκοτάδι που έγινε τη Γη τραβάει κοντά του
γεμάτος από ερωτική φωτιά κι επιθυμία.
Μα όξω απ’ την κρυψώνα του, με το ζερβί του ο Κρόνος
τον πιάνει, και με το δεξί, το δοντωτό δρεπάνι
αρπάζει το πελώριο και τα γεννητικά του
του κόβει μόρια παρευτύς και πίσω του τα ρίχνει.
Κι άσκοπα από το χέρι του δεν ξεγλυστρήσαν διόλου.
Τι η Γης, τις στάλες που έσταξαν τις ματωμένες όλες
επήρε, και σαν έφτασε ο καιρός, τις Εριννύες
εγέννησε και τους τρανούς Γίγαντες, όπου λάμπουν
απ’ τ’ άρματά τους και μακριά κρατούσανε κοντάρια,
και τις Νυφούλες που Μελιές στη γη τις ονομάζουν.
Και τα κρυφά τα μέλη του με το σπαθί του ο Κρόνος
τάκοψε και τα πέταξε απ’ τη στεριά στον Πόντο
τον κυματάρη. Αρμένιζαν πολύν καιρό στο κύμα
κι άσπρος αφρός ανάβρυζεν απ’ το θεοξεσκλείδι,
απ’ όπου κόρη ξέβγηκε. Και πρώτα την εφέραν
στα θεία τα Κύθηρα. Από κει στην κυματολουσμένη
την Κύπρο. Κι άραξεν η ωραία θεά και τρισεβάσμια.
Και κάτω από τα πόδια της τα μαγικά βλαστήσαν
χορτάρια. Κι αφρογένητη την είπαν Αφροδίτη.
Κι ωριοστεφάνωτη, θεοί κι ανθρώποι, Κυθερεία,
γιατί ο αφρός την έθρεψε και στα Κύθηρα απέκει
άραξε. Κυπρογέννητη, τι από τ’ αντρίκια μέλη
εβγήκε… Τη συνώδευεν ο Έρωτας κι ο εξαίσιος
την ακολούθαγε Ίμερος, στων θεών ανέβη
τη συντροφιά και την τιμή της έδωκεν η Μοίρα
να προεδρεύει σε θεούς αθάνατους κι ανθρώπους,
στων κοριτσιών τα μυστικά, στα γέλια και στα φίλτρα,
στα ηδονικά τα θέλγητρα και στ’ απαλά τα χάδια.
Μετάφραση: Σωτήρης Σκίπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου