Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Τραγούδι και Εκκλησία


Ανδρέας Στεργιόπουλος 

Το τραγούδι γεννιέται. Τουλάχιστον, το τραγούδι εκείνο που μας αφορά! Βγαίνει  ως Κραυγή ελευθερίας - αγάπης - ελπίδας, μόχθου και έρωτα. Ενοποιεί τα σύμπαντα, εξευμενίζει τις διαθέσεις, τρέχει τους πόθους και φορές -γιατί όχι;- βοηθάει στο ξεπέρασμα των πειρασμών. Η λειτουργική μουσική, σε μια τέτοια περίπτωση, έρχεται, ας δούμε, σε άρτια συσχέτιση με την μουσική  εκείνη που εμπλουτίζει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας. Έρχεται να “ξεκουράσει” το νου και να θεραπεύσει την πίκρα. Η μέθεξη της προσευχής και η μέθοδος της εκκλησιαστικής ζωής εμπερικλείουν, αρχετυπικά, τον τρόπο που ένα ακριβό τραγούδι γεννιέται και ανοίγεται για να μας συνεπάρει...

   Ο Λευτέρης  Παπαδόπουλος, ο στιχουργός, έχει επισημάνει με οξυδέρκεια ότι “σήμερα δεν βγαίνουν καλά τραγούδια γιατί ο κόσμος είναι χορτάτος και δεν του λείπει τίποτα”. Υπό τέτοιες συνθήκες η εκούσια άσκηση, πανομοιότυπα όπως και η νηστεία, είναι αυτά που απομένουν να προάγουν τον πολιτισμό και την αυτοσυνειδησία του κοινού μας βίου. Με μια μόνο λέξη: η αποφυγή του σύγχρονου ανθρώπου για τον Σταυρό είναι αυτό ακριβώς που η χριστιανική συνείδηση αντιστρέφει και διατηρεί σαν κόρη οφθαλμού, για να αναβαπτισθεί η ελευθερία!

Από κει και πέρα, η προσφυγή του πλήθους στα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης, με τη σπατάλη χρόνου και χρήματος, είναι κάτι που η εκκλησιαστική εμπειρία προτιμά να μη συμμερίζεται. Αντ’ αυτού ενσκύπτει στα άδυτα του πάσχοντος προσώπου, προσλαμβάνοντας αυτούσιο το φως της πιο γνήσιας ζωής του, όπως  αυτό αναδύεται μέσα από τις ορόσημες όψεις του τραγουδιού που μας ταξιδεύει.

Κύριε των δυνάμεων
μεθ’ ημών γενού
άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν
εν θλίψεσιν ουκ έχομεν.
Κύριε των δυνάμεων
ελέησον  ημάς.
Όσα δεν βάνει ο λογισμός
μες την καρδιά μου κρύβω
γι’ αυτό δεν έχω υπομονή
κι όλο ζητώ να φύγω.
Δωσ’ μου ένα δρόμο, δρόμο ανοιχτό
ν’ απλώσω τη ζωή μου
δωσ’ μου δυο λόγια, λόγια της καρδιάς
παρηγοριά στερνή μου.
(Λ. Κόκκοτος - Α. Δασκαλόπουλος)

   Όσο αυτοτοποθετείται ο κόσμος έξω από την εκκλησία, ως τόπο παρωχημένων  ιδεών και τρόπο συντηρήσεως ελλειμματικών βιωμάτων, τόσο θα απομακρύνεται και από το καλό τραγούδι, που και σ’ αυτό θα χρεώνονται παραπλήσιες θεωρητικές καταδίκες...

Και όποιος θεωρεί ότι δεν λειτουργούν πια καταστάσεις όπως η φτώχεια, η ανάγκη, το δάκρυ, η λησμονιά, η απώλεια ή ότι δεν σημαίνει πια τίποτα η πράξη της πίστης, θα συμβάλλει, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνει, στο να κατακλυζόμαστε από ένα μουσικό άκουσμα που “σιδερώνει” χωρίς τύψεις όλους τους (κερδισμένους με ιδρώτα αιώνων) αναβαθμούς της ανθρώπινης αισθαντικότητας.

  Αυτοί οι στίχοι είναι η αναγκαιότητα  της Κοινωνίας μας εδώ και σήμερα. Και σ’ αυτήν την αναγκαιότητα ανταποκρίνεται, σε όλο το μάκρος, το πλάτος, το ύψος και το βάθος, η λειτουργική ζωή της θεανθρώπινης Υιοθεσίας μας.

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ
την λάμπα κρατάω ψηλά
να ’ρθούνε της γης οι θλιμμένοι
να ’ρθούν για  να βρουν συντροφιά.
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι
σκαμνί για να κάτσει ο φτωχός
και ’κει καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθεί συντροφιά κι ο Χριστός
(Μ. Θεοδωράκης - Τ. Λειβαδίτης)  

Το τραγούδι, σαν αναστεναγμός, βγαίνει κάθε πρωί παράλληλα με την ευχή της Ευχαριστίας: “Της νυκτός διελθούσης ήγγικεν η ημέρα και το φως τω κόσμω επέλαμψε` δια τούτο υμνεί σε  τάγματα αγγέλων και δοξολογεί σε, Χριστέ, ο Θεός.”

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιεί
/δώσε του Χριστού να πιεί.

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δώσ’ του αγάπη μου να πιεί.
(Μ. Θεοδωράκης - Ι. Καμπανέλλης)
  
Αυτές οι στροφές θυμίζουν λόγια απόκρυφων ευαγγελίων, και θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί από τον ίδιο τον Χριστό πάνω στον σταυρό, βλέποντας την μάνα του να σιγοκλαίει για τον θάνατό του.

Η Εκκλησία στους αιώνες δίνει στους πεινασμένους τροφή, στους διψασμένους νερό, περιμαζεύει τους ξένους, ντύνει τους γυμνούς, τους αρρώστους παρηγορεί και συντροφεύει του φυλακισμένους. Όλη, μάλιστα, ετούτη η λειτουργία της ευχαριστιακής διαβίωσης ενσαρκώνεται, τραγουδιέται και πανηγυρίζεται από τον ίδιο τον λαό του Θεού. Περνάει μέσα από την Ιστορία σαν ιστός που δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους και συνέχει σε κόσμο τα πράγματα.

Η  εκκλησιαστική σύναξη, κάθε Κυριακή, προσλαμβάνει αυτές τις διαθέσεις που διψούν να γίνουν τραγούδι, ποίηση, τέχνη, και τις μετουσιώνει σε μεταμορφωτική δύναμη που την ανάγει στον όντως ΄Οντα, σαν κατάφωτη θέληση για σωτηρία και ακεραιότητα της υπόστασης -δηλαδή της ευαισθησίας μας.

  Η χριστιανική ζύμη, ας εννοήσουμε, δεν βρίσκεται στον κόσμο για να τον απορρίψει ή να τον κατακρίνει αλλά για να τον μεταμορφώσει! Να αναδείξει την αγαθή προαίρεση και, με την φιλάνθρωπη πρόνοια του Δημιουργού, να προστατέψει από την ανυπαρξία το πλάσμα Του.

   Η τέχνη που αλληλοπεριχωρεί μελωδίες και στίχους, ως ανθός της διανθρώπινης επικοινωνίας, έρχεται, απ’ τη δική της πλευρά, να περιμαζέψει το νου στην καρδιά, να υπομιμνήσει στον άνθρωπο το ζητούμενο της υπέρβασης του εγωϊσμού, τη λαχτάρα νοήματος, την ευθύνη εν τέλει της στάσης του απέναντι στον αδελφό του:

Έχεις αφήσει μια ψυχή
στην παγωνιά και στην βροχή...
Μ’ ένα παράπονο πικρό
θα στο ξαναθυμίσω!
(Δ. Μούτσης - Ν. Γκάτσος)




Από το τχ 8 (Δεκέμβριος 2002) του νεανικού περιοδικού της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Συν...Αναστροφές»,

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Σικελιώτη.

πηγή κειμένου: antifono

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου