Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Χριστουγεννιάτικη ἱστορία


agiazoni


Γκανᾶς Μιχάλης



Κάθεται μόνος

καὶ καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στὸ τζάκι.

Κανεὶς δὲ θὰ ’ρθει καὶ τὸ ξέρει, 

κλείσαν οἱ δρόμοι ἀπὸ τὸ χιόνι, σὰν πέρυσι,

σὰν πρόπερσι, Χριστούγεννα καὶ πάλι

καὶ τὰ ποτὰ κρυώνουν στὸ ντουλάπι.

Τὸ τσίπουρο στυφό, τὸ οὖζο γάλα

καὶ τὸ κρασὶ ραγίζει τὰ μπουκάλια.

Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.



Κάθεται μόνος του δίπλα στὸ τζάκι,

δὲν πίνει, δὲν καπνίζει, δὲ μιλάει.

Στὴν τηλεόραση χιονίζει,

τὸ στρώνει ἀργὰ στὸ πάτωμα καὶ στὸ τραπέζι

καὶ στὶς παλιὲς φωτογραφίες,

γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν, 

ποὺ τὸν κοιτάζουν ἀπ’ τὸ μέλλον.

Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη

καὶ μόνο τὸ δικό της βλέμμα

ἔρχεται ἀπὸ τὰ περασμένα. 



Κοντεύουνε μεσάνυχτα

καὶ καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ τὸ πρωί. 

Πῶς νὰ τοῦ πῶ «Καλὰ Χριστούγεννα»,

εὐχὲς δὲ φθάνουν ὡς ἐδῶ,

δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,

ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τὸ κλαδὶ τῆς μνήμης,

μὰ νὰ τρυπώσει δὲν μπορεῖ στὴ μοναξιά του.

Μία μοναξιὰ ποὺ χτίστηκε σιγὰ σιγὰ

μ’ ὅλα τὰ ὑλικὰ καὶ δίχως λόγια.



Κοντεύουνε ξημερώματα κι ἀκόμη

γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στὸ τζάκι

μὲ ἀργὲς κινήσεις σὰ νὰ τὸ χαϊδεύει.

Μένει στὰ δάχτυλα τὸ λάδι

ἀλλὰ τὸ χάδι χάνεται. 

Θυμᾶται κυνηγετικὲς σκηνὲς

μὲ ἀγριογούρουνα καὶ χιόνια ματωμένα,

πρὶν γίνει θήραμα κι ὁ ἴδιος

στὴν μποῦκα ἑνὸς κρυμμένου κυνηγοῦ,

ποὺ τὸν παραμονεύει ἀθέατος

ἀφήνοντας νὰ τὸν προδίδουν κάθε τόσο

πότε μιὰ λάμψη κάνης,

πότε μιὰ κίνηση στὶς κουμαριὲς

κι ἡ μυρωδιὰ ἀπ’ τὸ βαρὺ καπνό του.

Ξέρει καλὰ ὅτι κρατάει

μακρύκανο παλιὸ μπροστογεμὲς

γεμάτο σκάγια καὶ μπαροῦτι μαῦρο.

Ὅταν ἀποφασίσει νὰ τοῦ ρίξει

δὲ θὰ προλάβει πάλι νὰ τὸν δεῖ

πίσω ἀπ’ τὸ σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.



Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,

καὶ δὲν τὸν τιμωρῶ ἐγὼ μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις,

πῶς νὰ πλαγιάσει καὶ νὰ κοιμηθεῖ.

Λέω νὰ γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,

ἕνας πατέρας ποὺ τοῦ ἔτυχε

σιωπηλὸ καὶ δύστροπο παιδί,

καὶ νὰ τοῦ πῶ μιὰ ἱστορία

γιὰ νὰ τὸν πάρει ὁ ὕπνος.



Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ πάρε καὶ τὸν πατέρα...

Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ

πάρε καὶ τὸν πατέρα• ἀπ’ τὶς μασχάλες πιάσ’ τονε

σὰ νὰ ’ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τὰ παιδιὰ

ἐκεῖ περπάτησέ τον, μὲ τὸ βαρὺ ἀμπέχωνο στὶς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.



Δῶσ’ του κι ἕνα καλὸ σκυλὶ

καὶ τοὺς παλιούς του φίλους, καὶ ρῖξε χιόνι ὕστερα

ἄσπρο σὰν κάθε χρόνο. Νὰ βγαίνει ἡ μάνα νὰ κοιτᾶ

ἀπὸ τὸ παραθύρι, τὴν ἔγνοια της νὰ βλέπουμε

στὰ γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νὰ τῆς τὸ κρύβουμε πὼς εἶναι πεθαμένη.



Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιὰ

πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μὲ τοὺς ἀνήλικους γονεῖς, 

παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σὲ στρωματσάδα ρῖξε μας

μιὰ νύχτα τοῦ χειμῶνα, πίσω ἀπ’ τὰ ματοτσίνορα

ν’ ἀκοῦμε τοὺς μεγάλους, νὰ βήχουν, νὰ σωπαίνουνε,

νὰ βλαστημοῦν τὸ χιόνι. Κι ἐμεῖς νὰ τοὺς λυπόμαστε

ποὺ γίνανε μεγάλοι καὶ νὰ βιαζόμαστε πολὺ

νὰ μοιάσουμε σ’ ἐκείνους, νὰ δοῦν πὼς μεγαλώσαμε νὰ παρηγορηθοῦνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου