Σε τούτο τον τόπο
των κεκοιμημένων
ο ήλιος τα σύννεφα
ποτέ δε διαπερνά.
Κοράκια κρώζουν
πάνω απ' το κεφάλι μου,
ερπετά μονάχα
σέρνονται στο χώμα
Τα δέντρα σάπιους
δίνουνε καρπούς
και τα λουλούδια
πριν ανθίσουν μαραίνονται.
Σκύβω να πιω νερό
μα είναι γεμάτο βδέλλες.
Σφιχτά κρατώ το ραβδί μου
και τη φωνή σου ακολουθώ.
Αυτή που υπόσχεται
πως μακριά από
τη γη ετούτη της κατάρας
θα με οδηγήσει.


