Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

«Δεν είμαστε Ποιητές»

 




https://antifono.gr/i-poiitiki-andreia/


Ανδρέας Κριλάκης

Μπορεί ο άνθρωπος να εκφράσει την ζωή του μέσα από τον λόγο του; Τόσες και τόσες φορές ο άνθρωπος καθημερινά προσπαθεί να ορίσει, να εκφράσει αυτό που τον περιβάλλει, μα πολλές φορές ή ίσως όλες, τον ξεπερνάει. Όταν προσπαθεί να το πιάσει, ξάφνου του ξεφεύγει σαν το άρωμα του μύρου που χύθηκε στο δωμάτιο.[1] Για τούτο και τ’ αφήνει να περάσει. Παρόλο που μπορεί να τ’ αφουγκράστηκε για μια στιγμή, αποφασίζει ν’ αποσυρθεί απ’ την κουραστική διεργασία της αναζήτησης παραδιδόμενος στην επιφανειακή έκφανση της ζωής. Όμως υπάρχουν κάποιοι άλλοι – οι πρώτοι δεν απορρίπτονται – που συνεχίζουν πεισματικά το κοπιαστικό έργο της έκφρασης κι αναζήτησης ούτως ώστε να εκφράσουν την ζωή όσο αγνότερα, δοξολογηκότερα γίνεται, αυτοί, θαρρώ, είναι οι ποιητές. Οι ποιητές που προσπαθούν μέσα από το κοπιαστικό έργο τους – για κάποιους αγνώμονες μπορεί να μην είναι κοπιαστικό αλλά είναι – να δώσουν μια μαρτυρία της ζωής σε όλο το φάσμα της, είτε στο απλούστερο αυτής, είτε στο περιπλοκότερο, δηλαδή να εκφράσουν το καθολικό της ανθρώπινης εμπειρίας.


Ενός τέτοιου ανθρώπου τα χαράγματα θα ήθελα να φέρω μπροστά σας με το παρόν κείμενο, το ποίημα  «Δεν είμαστε Ποιητές» του Γιώργου Σαραντάρη και με αφορμή αυτό να σκεφτούμε την θέση μας απέναντι της Ζωής, χωρίς όποιος σχολιασμός που θα επιχειρηθεί εκ μέρους μου να είναι σωστός ή να φέρει αξιώσεις, ας θεωρηθεί ως μια ακόμα σημείωση ανάγνωσης δίπλα σε τόσες άλλες, τα χαράγματα μίας αναζήτησης του ποιητή, του ποιήματος –  της Ζωής.


Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,


σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,


παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,


τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου


και στη σκόνη του καιρού.


Σημαίνει πως φοβόμαστε


και η ζωή μάς έγινε ξένη,


ο θάνατος βραχνάς.[2]


*


Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,


σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,


παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,


Ο ποιητής καταφεύγει στην απόφανση – την αρνητική έκφραση για να αποδώσει το μεγαλείο του ποιητή και κατ’ επέκταση του ανθρώπου που αποζητά αληθινά την ζωή, αλλά ταυτόχρονα να δηλώσει και την αποξένωση του ανθρώπου από την ουσία του κόσμου. Δεν είμαστε ποιητές, δεν αποζητούμε το αληθές, εγκαταλείψαμε την ομορφιά, την αγάπη, κλειστήκαμε στο εγώ μας. Όμως ο ποιητής δένεται οργανικά με την ζωή και ό,τι αυτή περιλαμβάνει μέσα σε ένα δοξολογικό πλαίσιο,  παρόλο που φέρει μέσα του το φθοροποιό στοιχείο, τον θάνατο, είναι ο άνθρωπος αυτός που σε κάθε εποχή θ’ αποζητά το αιώνιο στο εφήμερο που μέλλει να γίνει ένα πάντα – μια Άνασταση. Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, είναι ο ανδρείος εκείνος που δεν εγκαταλείπει την ζωή, τον αγώνα της και την χαρά της,   την αφουγκράζεται ως λίθο τίμιο πολύ, ως στέμμα βασιλικό κατά τον ψαλμωδό[3], ενώ ο στίχος εγκαταλείπουμε τον αγώνα,/παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,/ σα να απηχεί την ευαγγελική εκείνη προειδοποίηση· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσουσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς ».[4]


*


[...]τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου


και στη σκόνη του καιρού.


Ας μην παραδώσουμε τα όμορφα του κόσμου, αυτά που δίνουν νόημα και είναι έμπλεα αυτού,  στην επιφάνεια της απροσεξίας και των απρόσεκτων. Τις γυναίκες, τον έρωτα, τον θησαυρό αυτόν που είναι η Εύα ως Ζωή, ομορφιά και δόξα και πηγή των πάντων[5] στα φιλιά του ανέμου, του εφήμερου πνεύματος, στην παροδικότητα του χρόνου, στην σκόνη του καιρού, που περνά, χάνεται και δεν στέκεται ως ζώσα πνοή, μόνο και μόνο επειδή δεν δρέπουμε με μάτι δακρυσμένο τον κόσμο στο αληθινό του βάθος. Δεν ζούμε την κάθε μέρα μας με τον ενθουσιασμό της πρώτης μέρας, του πρώτου έρωτα που όλα τα κραταιώνει μέσα στο πνεύμα της ανακαίνισης του Φωτός.


Ας είμαστε ανδρείοι όπως ο ποιητής που παραμένει στο ύψος του προσπαθώντας να μεταπλάσει την ζωή όλη, αυτή που φθείρεται, μα κι αυτή, κυρίως αυτή που μέλλεται ως αιώνια και κρύβεται μέσα στην φθορά ως ύμνος δοξολογικός, για τούτο ίσως και ψιθυρίζει σε τόνο κάπως απογοήτευσης·


Σημαίνει πως φοβόμαστε


και η ζωή μάς έγινε ξένη,


ο θάνατος βραχνάς.


Αν δεν είμαστε ανδρείοι, είμαστε δειλοί, και ριψάσπιδες απέναντι στον καθημερινό εχθρό, έχουμε φτάσει να φοβόμαστε τα πάντα και να ζούμε κάτω από το άχθος και το άγχος του εφήμερου γούστου, διότι η ζωή που μέλλεται και κάποτε είχαμε το όραμά της μας είναι πλέον ξένη και τώρα ο θάνατος βραχνάς, όχι αναβαθμός ανάστασης αλλά βάραθρο, άβυσσος μηδενισμού, αγχόνη, κατάθλιψη, συντριβή αφού λησμονήθηκε ο δοξολογικός εκείνος τόνος της εδώ ζωής, που μας ποδηγετεί προς την Ανάσταση.


Ας μην φοβόμαστε να είμαστε ποιητές ή να γίνουμε, να αποζητήσουμε το αιώνιο, καθώς ο ποιητής σημαίνει ανδρεία, ενέργεια, πνεύμα ηρωικό, εκείνος που θυμίζει το πάντα στο τώρα.


 


Σημειώσεις


[1]    Άσμα. 1, 3.


[2]    Γιώργος Σαραντάρης, Στὴ Δόξα τῶν Πουλιῶν, εκλογή ποιημάτων: Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σελ. 210, εκδ. Ίκαρος, 2014 β΄ έκδοση.


[3]    Ψαλμ. 20, 4.


[4]    Ματθ. 7, 6.


[5]    Γεν. 3, 18.


 


Το χαρακτικό έργο που συμπληρώνει τη σελίδα αποτελεί δημιουργία του Σπύρου Βασιλείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου