Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Ένα παραμύθι του ανέμου

 


Περπατούσε μόνο όταν το φως του ήλιου έπεφτε πάνω στις σταγόνες της βροχής και έκανε τα χρώματα της ίριδας να εμφανιστούν κι όταν οι σκίουροι ροκάνιζαν τα βελανίδια τους από κάτω προς τα πάνω και άφηναν τα υπολείμματα προς τη μεριά του νοτιά. 

Μερικοί έλεγαν πως ερχόταν από το γειτονικό δάσος και άλλοι πως εκεί κατευθυνόταν. Κάποιοι πίστευαν πως ο κοντινός καταπράσινος λόφος ήταν ο πατέρας της και μια μακρινή λιμνούλα γεμάτη νούφαρα η μάνα της. 

Όπως και να 'χει κανείς δεν ήξερε από που ερχόταν, που πήγαινε -αν πήγαινε κάπου- και που ζούσε όλο τον υπόλοιπο καιρό. Όλοι και όλες όμως έτρεχαν να τη δουν όταν εμφανιζόταν. 

Έλεγαν ακόμα τις ιστορίες τους όταν έπεφτε η νύχτα και τα χρόνια είχαν κάνει τις εμφανίσεις της πιο μυθικές και παράξενες απ' ό,τι ήταν. Περιέγραφαν πως όταν γελούσε, μικρά σπουργίτια πετούσαν γύρω της κινούμενα από τη δύση προς την ανατολή και ποτέ από τον βορρά προς τον νότο. Τις φορές που έκλαιγε πολλοί ήταν αυτοί που είχαν δει τα δάκρυά της να γίνονται πολύχρωμες πεταλούδες, που απαλά κουνώντας τα φτερά τους, πότιζαν τη γη με τη σκόνη τους και τότε το γρασίδι χόρευε και τα λουλούδια τραγουδούσαν σκοπούς αρχαίους. Ήταν πάντα μόνη και πάντα σιωπηλή.

Όλοι στο χωριό ήταν ευτυχισμένοι όταν εμφανιζόταν. Όλοι, εκτός από τη τρελή γυναίκα με τα μαύρα που έμενε στο τελευταίο σπίτι του χωριού λίγο πριν τα σκοτεινά σαγόνια του δάσους από το οποίο ερχόταν η μαγική κοπέλα ή που εκεί εξαφανιζόταν. Αυτή λέγανε πως από μωρό τρελάθηκε και πως έβλεπε σκοτάδι εκεί που οι άλλοι βλέπαν φως. Πως άκουγε θρήνους στις μουσικές των πανηγυριών και νεκρολογίες στα χωρατά.

Αυτή η μαυροφορεμένη, με τα μάτια να γυαλίζουν, φώναζε πως όταν εμφανίζεται εκείνη η νεράιδα οι πεταλούδες ριγούν, ρίχνοντας τη σκόνη απ' τα φτερά τους στα λουλούδια που θρηνούν και τα σπουργίτια  πανικόβλητα πετούν με κατεύθυνση την ανατολή. Έλεγε ακόμα πως το γρασίδι να ξεκολλήσει από τη γη προσπαθεί και να τρέξει θέλει μακριά και πως κάποιος νέος ή κάποια νέα χάνεται μέσα στα σαγόνια του δάσους, προσφορά  στη σπηλιά του κοντινού στοιχειωμένου λόφου ή στα μαύρα τα νερά της σκοτεινής λιμνούλας που περίεργα φυτά έπλεαν στην επιφάνειά της.

 Κανείς δεν άκουγε όμως τις προειδοποιήσεις της και στο τέλος την έδιωξαν από το χωριό πετώντας της πέτρες και ξύλα. Κάποιοι λένε πως οι νέοι κι οι νέες του χωριού την γκρέμισαν από ένα βράχο. Κανείς πάντως δεν την ξαναείδε ούτε και άκουσε τις όλο τρόμο και θάνατο φοβέρες της. 

Σιγά σιγά τα χρόνια πέρασαν και το χωριό ερήμωσε από ανθρώπους. Λένε πως οι νέοι και οι νέες χάθηκαν και οι γέροι πέθαναν. Ένας ένα τη φορά. Μία μία σε κάθε χορό της νεράιδας. Και πως όσοι επέζησαν σκορπίστηκαν από τον άνεμο στα πέρατα του κόσμου και ποτέ δεν ξαναβρήκαν ο ένας τον άλλον. 

Πολλοί επιμένουν πως αν περάσει κανείς από έναν κοντινό γκρεμό βράδυ όταν η σελήνη είναι μεθυσμένη και τα αστέρια μεταξύ τους φιλονικούν, μπορεί να δει τη γυναίκα με τα μαύρα να φωνάζει αυτούς που χάθηκαν και αυτούς που ο άνεμος έστειλε μακριά. 

Άλλοι ορκίζονται πως η νεράιδα ακόμα περπατά όταν τα αστέρια τραγουδούν στον ήλιο το εγερτήριο άσμα τους.

Τις ιστορίες αυτές μου τις έφερε μια μέρα ο βοριάς μαζί με τις σκιές ανθρώπων που είχε αναλάβει να σκορπίσει ολόγυρα στο κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου