Ποιος δε γνωρίζει τον “Φάουστ” που πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο, στον Μεφιστοφελή, για να ξαναγίνει νέος; Τον “Φάουστ”, το λογοτεχνικό αυτό αριστούργημα του Γκαίτε και το υπέροχο μελόδραμα του Γκουνό;
Η υπόθεση του αριστουργήματος αυτού στηρίχτηκε σε γερμανικούς θρύλους, που ο Γκαίτε αποφάσισε να τους δώσει φωνή. Ιδού, λοιπόν, τι αναφέρει για τον περίφημο Φάουστ η γερμανική παράδοση:
“Ο Δόκτωρ Γιόχαν Φάουστ ήταν γιος ενός χωρικού από τη Βαϊμάρη. Είχε, όμως, κι έναν πλούσιο θείο που κατοικούσε στη Βυρτεμβέργη και ο θείος αυτός ανέλαβε να τον σπουδάσει και τον υιοθέτησε μάλιστα, καθώς στερούνταν άλλων κληρονόμων.Έτσι, ο νεαρός Φάουστ σπούδασε Θεολογία, τη σπουδαιότερη επιστήμη του καιρού εκείνου και έγινε Διδάκτωρ. Επειδή, όμως, ήταν νέος ασύνετος και άφρων, περιφρόνησε την Αγία Γραφή και διήγε βίο διεφθαρμένο και ασεβή.Κάποτε, ο Φάουστ πληροφορήθηκε πως στην Κρακοβία, στο Βασίλειο της Πολωνίας, υπήρχε μια ξακουστή και επισημότατη καθ’ όλα Σχολή Μαγείας, στην οποία διέπρεπαν άντρες καταγινόμενοι με τα Χαλδαϊκά, τα Περσικά, τα Φοινικικά, τα Αραβικά και τα Ελληνικά Γράμματα, τα σύμβολα, τους χαρακτήρες, τους εξορκισμούς, τις γητειές, τη νεκρομαντεία, τα φίλτρα, τις μαγείες, τις μαντείες και άλλα συναφή.Αυτό ήρκεσε για να επιδοθεί ο Φάουστ στη μάθηση της Μαγείας. Δεν ήθελε πια να αποκαλείται Θεολόγος και εντρυφούσε μέρα-νύχτα στις Απόκρυφες Επιστήμες. Σε ελάχιστο χρόνο κατόρθωσε να μάθει στην εντέλεια Μαθηματικά και Αστρολογία και να διακριθεί. Έγινε συγχρόνως Φαρμακοποιός και κατάφερε να θεραπεύσει πολλούς ανθρώπους με φάρμακα, χόρτα, ρίζες, βότανα και κλυστήρια…”
Αυτό αναφέρει σχετικώς η γερμανική παράδοση για τον Φάουστ και προσθέτει πως είχε καταστεί πολυμαθής και σοφός. Κατείχε όλες τις επιστήμες του καιρού του. Ήταν θεολόγος, ιατρός, αστρολόγος, μαθηματικός και καλός ρήτορας. Ήταν ένας ισχυρός νους, που διανοήθηκε το αδιανόητο: να απαρνηθεί τον Θεό του.
“Ένα βράδυ, λοιπόν, περπατούσε σ’ ένα πυκνό και σκοτεινό δάσος κοντά στη Βυρτεμβέργη. Εκεί κατάφερε με διάφορα καταχθόνια και σατανικά μέσα να καλέσει τον Διάβολο. Η ώρα ήταν μετά τις 9, κόντευε 10 τη νύχτα. Ο Διάβολος δεν άργησε να φανεί. Ο Φάουστ δεν τα έχασε καθόλου.Άνοιξε συζήτηση μαζί του και του υποσχέθηκε να του παραδώσει την ψυχή και το σώμα του και να υπακούσει σε όλες του τις θελήσεις και επιθυμίες, υπό τον όρο, όμως, να του προσφέρει και ο Διάβολος τις υπηρεσίες του, όταν θα το είχε ανάγκη. Ο Διάβολος Μεφιστοφελής δέχτηκε ευχαρίστως την πρόταση αυτή του Φάουστ. Το σχετικό συμβόλαιο συντάχτηκε και ο απαίσιος Φάουστ πούλησε οριστικά την ψυχή του στον Σατανά…”
Μάλιστα, το συμβόλαιο που υπεγράφη είχε ως εξής:
“Εγώ, ο Γιόχαν Φάουστ, Δόκτωρ, δια του παρόντος ιδιοχείρου μου εγγράφου, επικυρώνω συμφωνία γενομένη μεταξύ εμού και του πνεύματος του καλούμενου Μεφιστοφελή. Το εν λόγω πνεύμα υποχρεούται να με οδηγεί, να με διδάσκει και να με υπακούει σε όλα. Επίσης, εγώ του υποσχέθηκα και το επιβεβαιώνω ενταύθα ότι για 24 έτη από τη σημερινή ημερομηνία, που φέρει το σχετικό έγγραφο, θα διατελώ υπό την καθοδήγησή του, αλλά και εκείνος θα μου προσφέρει όσα επιθυμώ. Εν τούτοις, απαρνούμαι οτιδήποτε σχετίζεται με τον Ιησού Χριστό και κηρύττω πως σε όλα ανήκω στον Μεφιστοφελή. Με πλήρη γνώση και συναίσθηση, έχοντας σώας τας φρένας μου, σφράγισα αυτή τη συμφωνία με το αίμα από τις φλέβες μου”.
Κατόπιν της υπογραφής του συμβολαίου τούτου, ο Διάβολος απέκτησε όλα τα δικαιώματα πάνω στην ψυχή και τη ζωή του Γιόχαν Φάουστ, ο οποίος, πέρα από τις υποχρεώσεις προς τον Σατανά, απολάμβανε και ένα σωρό ανομολόγητες ηδονές.
“Μάλιστα, μια Κυριακή, οι μαθητές του Φάουστ πήγαν να γευματίσουν στο σπίτι του, φέρνοντας μαζί τους τα σχετικά κρασιά και τρόφιμα. Μετά το φαγητό, άρχισαν να πίνουν και πάνω στο κέφι ξεκίνησαν να συζητούν για τις ομορφιές των γυναικών. Ένας από τη συντροφιά, τότε, θυμήθηκε την Ωραία Ελένη του Μενελάου κι εξέφρασε τον πόθο του να μπορούσε να την έβλεπε έστω για μια στιγμή, έτσι, καλλονή, όπως την είχε περιγράψει ο Όμηρος.Ο Φάουστ, θέλοντας τότε να επιδείξει τη διαβολική του δύναμη, υποσχέθηκε στους μαθητές του να καλέσει ενώπιόν τους την Ωραία Ελένη από τον Άλλον Κόσμο, αλλά τους σύστησε να μην κινηθούν καθόλου, όταν αυτή θα παρουσιαζόταν μπροστά τους.Πραγματικά, χάρη στη βοήθεια του Διαβόλου, η πεντάμορφη Ελένη φανερώθηκε, φεγγοβολώντας από ωραιότητα και κάλλος! Οι δυστυχείς Γερμανοί σπουδαστές έχασκαν με το στόμα ορθάνοιχτο, τρίβοντας τα γουρλωμένα μάτια τους. Κι όταν το θεσπέσιο εκείνο όραμα έσβησε κι εχάθη, οι νεαροί δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη.Την ίδια εκείνη νύχτα, τα μεσάνυχτα ακριβώς, η Ωραία Ελένη, παρουσιάστηκε εκ νέου στον Φάουστ, όταν βρισκόταν μόνος του στο σπουδαστήριό του. Ήταν γοητευτική και σαγηνευτική. Ήταν εξόχως πάγκαλη!Ο Φάουστ δεν άντεξε να συγκρατηθεί εμπρός στη θεϊκή ομορφιά της, την πολυτραγουδισμένη μέσα στους αιώνες της ανθρωπότητας. Πόθησε να απολαύσει τη ροδαλή της σάρκα, να φιλήσει τα τριανταφυλλένια της μάγουλα και τα αιματόχροα χείλη της. Πόθησε να σφίξει στην αγκαλιά του το θεσπέσιο κορμί της. Και ο πόθος αυτός, ο άγριος και πρωτόγονος, εκπληρώθηκε. Ο Μεφιστοφελής του παρέδωσε την οπτασία της Ωραίας Ελένης και η νύχτα κύλησε μέσα σε ένα υγρό όνειρο.Αποτέλεσμα αυτής της ερωτικής νύχτας υπήρξε, όπως αναφέρει η γερμανική παράδοση, η γέννηση ενός παιδιού πανέμορφου. Του παιδιού της Ελένης και του Γιόχαν Φάουστ, του Γιούστου Φάουστ. Το βρέφος το έφερε μια νύχτα στον πατέρα του ο ίδιος ο Διάβολος από τον Άλλο Κόσμο, όπου και γεννήθηκε.Οι μέρες περνούσαν. Τα χρόνια περνούσαν. Και ο Φάουστ, καθώς έσβηνε η νεότητά του, άρχισε να σκέφτεται με συντριβή το σφάλμα του. Μετανοούσε ολοένα και περισσότερο για το ειδεχθές συμβόλαιο που είχε υπογράψει με τον Σατανά. Δεν άντεχε πλέον να ξανασυναντήσει τον Μεφιστοφελή, γι’ αυτό και δεν εξέφραζε πια καμιά επιθυμία να του ικανοποιήσει.Ο Διάβολος, που είχε καταλάβει τις προθέσεις του Φάουστ να τον απαρνηθεί, του έστειλε τότε τον δαίμονα Βεελζεβούλ για να τον συνετίσει.Ο δαίμονας εμφανίστηκε τα μεσάνυχτα, μεταμόρφωσε τον Φάουστ σε πίθηκο και τον πήρε μαζί του. Έφτασαν στον Άδη και ο Φάουστ περιπλανήθηκε σε αυτόν και είδε με τα μάτια του όλες τις οδύνες και τα βάσανα των κολασμένων.Το θέαμα ήταν φρικώδες, ανείπωτο, ανέκφραστο με λόγια! Ο πολυμαθής Γερμανός Δόκτωρ ταράχθηκε περισσότερο από ό,τι άντεχε η καρδιά του. Οι φωτιές, οι καπνοί, οι αδηφάγες φλόγες, η ομίχλη, τα χιόνια και οι παγετοί, τα ουρλιαχτά και οι κραυγές αγωνίας, τα βασανιστήρια και οι πόνοι, τον ανάγκασαν να ικετέψει τον Βεελζεβούλ να τον ανεβάσει αμέσως στον επάνω κόσμο, όπερ και έγινε”.
Το γεγονός της επίσκεψης του Φάουστ στον Άδη βρέθηκε γραμμένο από τον ίδιο μέσα σ’ ένα βιβλίο, στο γραφείο του, μετά τον θάνατό του.
Έπειτα από λίγο καιρό, ο Φάουστ γύρεψε από τον Μεφιστοφελή να δει όλους τους δαίμονες μαζί να παρελαύνουν εμπρός του, γιατί η ταραχή του, όταν κατήλθε στον κόσμο των κολασμένων, δεν τον άφησε να τους γνωρίσει. Ο Διάβολος δέχτηκε αμέσως κι έτσι, τα μεσάνυχτα, το γραφείο του γέμισε με δαίμονες αποκρουστικούς και δόλιους.
“Πρώτος παρουσιάστηκε ο Βελιάλ, που είχε μορφή ελέφαντα, μάτια πύρινα, μεγάλα λευκά δόντια και πίσω του, αντί για ουρά, είχε τρεις κυμαινόμενους όφεις. Ο Βελιάλ του παρουσίασε τον Εωσφόρο, που είχε χρώμα ερυθράς βαλάνου, τον Βεελζεβούλ, που είχε κεφαλή βοδιού, μάτια ειδεχθή και ουρά δράκου, τον Ασταρώθ, που είχε μορφή φιδιού, πολύχρωμη ουρά, μικρά και κατακίτρινα πόδια και κοιλιά στο χρώμα του θειαφιού. Μετά, είδε τον Σατανά, που ήταν όμοιος με όνο κερασφόρο και είχε ουρά γάτας, τον Ανναβρύ, με κεφαλή ασπρόμαυρου σκύλου και πελώρια αυτιά, τον Δυθικάν, όμοιο με γιγάντια πέρδικα και τελευταίο, τον Δράκοντα, που έφερε τέσσερα πόδια κιτρινοπράσινα, σώμα που σπινθηροβολούσε και ουρά βαθυκόκκινη!”
Αυτοί ήταν οι εφτά κορυφαίοι του Τάγματος των Δαιμόνων του Άδη. Πλην αυτών, όμως, τον επισκέφτηκαν και πολλοί άλλοι κατώτεροι δαίμονες της Κολάσεως, που είχαν τις πλέον παράδοξες και τρομακτικές μορφές.
Ωστόσο, τα χρόνια περνούσαν και τα 24 έτη του συμβολαίου προσέγγιζαν στο τέρμα τους. Ο δυστυχής Δόκτωρ, βλέποντας τον εαυτό του εντελώς εξαρτημένο από τις ορέξεις του Μεφιστοφελή, θλιβόταν και μελαγχολούσε, καθώς αντιλαμβανόταν πως η εποχή της αιώνιας καταδίκης του πλησίαζε.
Έτσι, ήρθε και το 24ο έτος. Την τελευταία εβδομάδα εκείνης της αποφράδας χρονιάς, ο Μεφιστοφελής παρουσιάστηκε στον Φάουστ και του είπε να ετοιμαστεί για να του πάρει την ψυχή. Ο Φάουστ έγινε έξω φρενών. Τον κατέκλυσε ολοκληρωτική απελπισία.
Έφτασε, τέλος, και η στερνή του μέρα. Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, οι μαθητές του είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, για να αναπαυθούν. Ο Διάβολος μετέβη στο γραφείο του Φάουστ.
“Η ώρα ήταν δωδεκάμισι, όταν άρχισε να φυσά μέγας και σφοδρός αγέρας εναντίον της οικίας, σε τέτοιο βαθμό που το μεγαλοπρεπές αρχοντικό έμοιαζε να παραδέρνεται από βάναυσες ριπές, που το κλυδώνιζαν από τα θεμέλιά του. Σειόταν και τρανταζόταν άγρια, έτοιμο να πέσει και να σωριαστεί.Οι μαθητές του πολυμαθούς Δόκτωρος ξύπνησαν αμέσως φοβισμένοι και ανάστατοι. Δίχως να ξέρουν τι συνέβαινε, απλά παρηγορούσαν ο ένας τον άλλον.Όταν ήρθε το πρωί και το πρώτο άτολμο φως διαπέρασε τις βαριές κουρτίνες, οι νεαροί μπήκαν στο δωμάτιο του δασκάλου τους, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά.Μα, το θέαμα που αντίκρισαν ήταν σκληρό και αιμοσταγές. Οι τοίχοι ήταν πιτσιλισμένοι με μυαλά, σκορπισμένα τριγύρω, ενώ στο πάτωμα υπήρχε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Οι οφθαλμοί του Φάουστ ήταν πεσμένοι καταγής και δίπλα τους, ξεχώριζαν μερικά από τα δόντια του.Το σώμα του Φάουστ, βάναυσα κατακρεουργημένο και κακοποιημένο από τον ίδιο τον Διάβολο, βρέθηκε πεταμένο έξω από το σπίτι, με κεφάλι λιωμένο και οστά σπασμένα σε κάθε σπιθαμή του δύσμοιρου κορμιού του.”
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 29/03/1925…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου