Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Η progressive rock σκηνή της Ιταλίας των 70's

Αποτέλεσμα εικόνας για italian progressive rock
Δεν είμαι καλός στα αφιερώματα. Μόνο στις συνεντεύξεις είμαι καλός. Επειδή όμως δεν μου μένουν ακόμα πολλοί που θα ‘θελα να μιλήσω μαζί τους και επειδή οι περισσότεροι από τους παρακάτω μουσικούς ομιλούν μόνο την μητρική τους, η μόνη δυνατή επιλογή που μου απομένει είναι να κάνω ένα μικρό αφιερώμα στη ιταλική progressive rock σκηνή της δεκαετίας του ’70. Κάποια συγκροτήματα όπως οι Premiata Forneria MarconiBanco del Mutuo SoccorsoLe OrmeGoblinκαι Area έκαναν καριέρα και εκτός Ιταλίας, αλλά τα περισσότερα παρέμειναν σε εγχώριο επίπεδο. Οι επανακυκλοφορίες αυτών των album και το downloading βοήθησαν στο να φτάσουν κάποιοι δίσκοι σε αυτιά που δεν είχαν φτάσει τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε κάποια ξεχασμένα διαμάντια, δίπλα στους γνωστούς δίσκους των προαναφερθέντων συγκροτημάτων. Φυσικά, ό,τι ακολουθεί δεν γίνεται να περιέχει τα πάντα, ούτε είναι «απολύτος οδηγός», ούτε «λίστα» και συνειδητά δεν υπάρχει αξιολογική, αλφαβητική ή χρονολογική σειρά στα albums που παρατίθενται (βλέπε ΥΓ.2). Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα albums είναι ντεμπούτα. Επίσης, όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει τις συνεντεύξεις που έκανα τους προηγούμενους μήνες με τον Franz Di Cioccio των Premiata Forneria Marconi και τον Claudio Simonettiτων Goblin.

metamorfosiMetamorfosi – “Inferno” (1973)
Αυτό είναι το δεύτερο album των Metamorfosi και δικαιολογημένα θεωρείται από τα κλασσικά της συγκεκριμένης σκηνής. Το “Inferno” είναι ένα concept album που βασίζεται στη «Κόλαση» του Δάντη, αλλά διαδραματίζεται στη σημερινή εποχή: Ο ποιητής περιπλανιέται στη Κόλαση και συναντά εκτελεστές της Μαφίας (“Violenti”), εκμεταλλευτές (“Sfruttatori”), βαποράκια (“Spacciatore di droga”), μέλη της Kux Klu Klan (“Razzisti”) κλπ. Αυτό που χαρακτηρίζει την μουσική των Metamorfosi είναι τα πλήκτρα του Enrico Olivieri και τα πομπώδη φωνητικά του Jimmy Spitaleri, τα οποία ίσως ξενίσουν κάποιους. Κορυφαία στιγμή του δίσκου είναι κατά την αποψή μου είναι το “Spacciatore di droga” αν και δεν μπορείς να πεις ότι κάποιο τραγούδι υπολείπεται σε αξία. Το πιο εύληπτο κομμάτι του album είναι το “Lussuriosi”, όμως προτιμώ περισσότερο τα μελωδικά φωνητικά του Spitaleri στο “Violenti”, στο σημείο με τις καμπάνες. Στα αξιοπερίεργα κατατάσσεται το παίξιμο μέρους των Εθνικών Ύμνων των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης στο “Razzisti” (ή ως ξεχωριστό κομμάτι στο “Fossa dei Giganti”, ανάλογα με την έκδοση που έχετε). Πρέπει να αφιερώσετε στο “Inferno” πολλές ακροάσεις, κυρίως για να αφομοιώσετε την τρομερή δουλειά που έχει γίνει στα πλήκτρα. Κάθε φορά εντοπίζεις κάτι καινούργιο. Προφανώς, οι οπαδοί του Moog πρέπει να εντρυφήσουν σ’αυτό. Η απουσία της κιθάρας περνάει απαρατήρητη, σε αντίθεση με το “Felona e Sorona” των Le Orme, για παράδειγμα, όπου μου λείπει πολύ περισσότερο.

blocco mentaleBlocco Mentale – “Poa” (1973)
Το συγκρότημα από το Viterbo, κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό studio album. Το “Poa” έχει οικολογική θεματολογία, όπως φαίνεται και από τη λέξη που είναι γραμμένη στο εξώφυλλο στα Ελληνικά. Το album παραμένει αδικημένο ακόμα και από τους γνώστες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εξαιρετικά εμπνευσμένο album και το θεωρώ από τα καλύτερα του ιδιώματος. Κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το προηγούμενο, δεν κουράζει καθόλου και σε κάθε ακρόαση πάντα κάτι παραπάνω ανακαλύπτεις και το εκτιμάς ακόμα περισσότερο. Κανένα τραγούδι δεν είναι υποδυέστερο, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω δύο είναι τα “Impressioni” και “Verde”. Μπορούμε να πούμε ότι οι Blocco Mentale είναι επηρεασμένοι από τους πρώιμους Genesis, τους Van der Graaf Generator και τους King Crimson, αλλά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία σ’αυτό. Απλά απολαύστε τη μουσική τους. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι και τα πέντε μέλη του συγκροτήματος τραγουδάνε όπως έκαναν και οι New Trolls και η παρουσία του σαξόφωνου και του φλάουτου που είναι πολύ ουσιαστική. Προσωπικά, μ’αρέσει πολύ εδώ και ο ήχος των drums που ανά στιγμές ακούγονται «μπροστά» όπως στο “La Nuova Forza” και στο bonus κομμάτι “Lei è musica”. Η παραγωγή γενικά είναι πολύ καλή. Στην έκδοση που έχω υπάρχουν ως bonus tracks δύο singles που κυκλοφόρησαν μετά το “Poa” και είναι εξαιρετικά, το ανθεμικό “L’ amore muore a vent’anni” και το μελαγχολικό “Lei è musica” με το ωραίο φλάουτο. Σε αντίθεση με ότι συνηθίζεται, τα bonus κομμάτια εδώ είναι στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με αυτά του album και δεν χρησιμεύουν απλά στο να αυξηθεί η διάρκεια της ακρόασης, αλλά δίνουν μια πληρέστερη και ομορφότερη εικόνα για αυτό το συγκρότημα. Αριστούργημα.

campo di marteCampo di Marte – “Campo di Marte (1973)
Το συγκρότημα από τη Φλωρεντία κυκλοφόρησε μόνο ένα album τη δεκαετία του ΄70 και ήταν το μοναδικό Ιταλικό συγκρότημα που υπέγραψε στην κραταιά United Artists. Το χαρακτηριστικό του είναι η αλληλεπίδραση του γαλλικού κόρνου (French horn) του πληκτρά Alfredo Barducci με το φλάουτο του drummer Mauro Sarti (είχαν δύο drummers) και ο τονισμός των αντιθέσεων μεταξύ των κλασικών οργάνων και του rock συγκροτήματος (ακούστε το “Secondo Tempo”). Ολόκληρο τo album αποτελεί σύνθεση του κιθαρίστα Enrico Rosa και είναι χωρίσμενο σε 7 κινήσεις σαν να πρόκειται για κλασική συμφωνία. Η πρώτη κίνηση (“Primo Tempo”) χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή μελωδικών φωνητικών και ηλεκτρικών ξεσπασμάτων και είναι από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Το “Terzo Tempo” είναι εξαιρετικά εθιστικό και σου κολλάει στο μυαλό, αν και οι επιρροές από King Crimson είναι παραπάνω από εμφανείς. Το “Quinto Tempo” είναι ένα ατμοσφαιρικό κομμάτι με το πανέμορφο φλάουτο σε πρώτο ρόλο. Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα πολύ καλό album, με εξίσου καλη παραγωγή. Ένα δεύτερο album των Campo di Marte με τον Enrico Rosa μόνο από την αρχική σύνθεση, δεν κυκλοφόρησε ποτέ επειδή η United Artists το θεώρησε υπερβολικά φουτουριστικό και αντιεμπορικό. Αργότερα, ο Rosa έπαιξε με πολλούς Ιταλούς μουσικούς, μεταξύ των οποίων και οι Area.

biglietto per l infernoBiglietto per l’Inferno – “Biglietto per l’Inferno” (1974)
Και αυτό το συγκρότημα από το Lecco, κυκλοφόρησε ένα μόνο album τη δεκαετία του ’70, το ομώνυμο. Το album περιέχει 5 κομμάτια και είναι όντως είναι ένα πολύ καλό δείγμα της ιταλικής progressive rock σκηνής της εποχής. Το χαρακτηριστικό τους είναι ο σκληρός ήχος με τους δύο πληκτράδες, Banfi και Cossa και η πολύ ουσιαστική κιθάρα του Marco Mainetti. Το φλάουτο του τραγουδιστή Claudio Canali –που σήμερα είναι μοναχός!- δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα στη μουσική τους. Προσωπικά ξεχωρίζω το αριστουργηματικό 13λεπτο “L’Amico Suicida” (αγαπημένο σημείο γύρω στο 3.55), το “Una Strana Regina” με τις πολλές εναλλαγές στον ρυθμό και το “Confessione”. Η φωνητική ερμηνεία του Canali στο “Confessione” είναι από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου. Το συγκρότημα είχε έτοιμο και δεύτερο album το 1975 με τίτλο “Il Tempo Della Semina”, σε παραγωγή του φίλου του Demetrio Stratos των Area, Eugenio Finardi, αν και είχαν προσεγγίσει τον φίλτατο Klaus Schulze  για να κάνει την παραγωγή. Η εταιρία τους, Trident, έκλεισε τότε και το album κυκλοφόρησε τελικά το 1992. Παρ’όλα αυτά, ο ένας από τους δύο πληκτράδες τους, ο Giuseppe (Baffo) Banfi κυκλοφόρησε το 1979 και το 1981, δύο solo albums στην εταιρία του Klaus Schulze, Innovative Communication.

premiataPremiata Forneria Marconi – “Storia Di Un Minuto” (1972)
Οι Premiata Forneria Marconi (PFM) είναι το πιο επιτυχημένο συγκρότημα της συγκεκριμένης σκηνης. Υπέγραψαν στην εταιρία των ELP, Manticore Records, περιόδευσαν μαζί τους, όπως και με τους Santana, Beach Boys, ZZ Top και άλλους στις ΗΠΑ. Αυτό είναι το πρώτο album των PFM και ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών. Εννοείται, ότι πρόκειται για ένα από τα κορυφαία δημιουργήματα του ιταλικου progressive rock. Πραγματικά, σε εντυπωσιάζει η αυτοπεποίθηση του συγκροτήματος και η εκτελεστική του δεινότητα. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη εμπειρία που είχαν τα μέλη των PFM ως session μουσικοί σε δημοφιλείς Ιταλούς καλλιτέχνες όπως οι Lucio Battisti, Mina, Fabrizio De André και άλλους. Όλα τα τραγούδια είναι εξαιρετικά και πλέον κλασσικά. Προσωπικό αγαπημένο το “Dove… Quando… Parte 1”. Οι κολλημένοι με τους PFM μπορείται να βρείτε στο Youtube videos με τον Peter Hammill των Van der Graaf Generator να τραγουδάει το “Impressioni Di Settembre” (στα Ιταλικά) και τον Ian Anderson των Jethro Tull να παίζει φλάουτο στο “La Carrozza Di Hans” σε συναυλίες που έδωσαν πριν λίγα χρόνια οι PFM. O Phil Collins έχει παραδεχτεί σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Corriere della Sera το 2010 ότι την επιτυχία των Genesis στην Ιταλία την οφείλουν στους PFM. Επίσης, τεράστιος οπαδός τους είναι και ο Fish, πρώην τραγουδιστής των Marillion και τους είχε δει ζωντανά στο Leith Theatre του Εδιμβούργου τον Απρίλη του ’76 στην περιοδεία για το “Chocolate Kings”.

garybaldiGarybaldi – “Astrolabio” (1972)
Οι Gleemen ήταν ένα συγκρότημα από τη Γένοβα που το 1970 κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο rock album. Το 1971 οι Gleemen μετονομάστηκαν σε Garybaldi, διατηρώντας τα ίδια μέλη και κυκλοφόρησαν το “Nuda”. Το συγκρότημα ήταν πολύ ενεργό στον τομέα των συναυλίων, συμμετείχε στα μεγάλα festivals που γίνονταν στην Ιταλία και είχε την ευκαιρία να ανοίξει συναυλίες των Uriah Heep, Van der Graaf Generator και Santana. Το 1972, οι Garybaldi κυκλοφόρησαν το δεύτερο album τους (ως Garybaldi), με τίτλο “Astrolabio”. Το “Astrolabio” περιέχει δύο κομμάτια, που το καθένα ξεπερνάει τα 20 λεπτά. Το χαρακτηριστικό του ήχου τους είναι η κιθάρα του «Ιταλού Hendrix», Pier Niccolò “Bambi” Fossati, ο οποίος κάνει και τα φωνητικά. Τα πρώτα λεπτά του εναρκτήριου “Madre Di Cose Perdute”, ξεκινάνε πολύ μελωδικά και θυμίζουν περισσότερο Pink Floyd και χαρακτηρίζονται από τα πλήκτρα του Marchi. Μετά το 7.00 υπάρχει το πρώτο κιθαριστικό solo, αλλά στο 9.42 –πάνω στην κορύφωση- ξαφνικά ο ρυθμός πέφτει και παίρνει θέση ένα αυτοσχεδιαστικό, ψυχεδελικό «χάσιμο». Στο 12.00 αρχίζει ένα άλλο, πιο bluesy solo. Στο 15.30 τα πλήκτρα και το μπάσο έχουν τον πρώτο λόγο, μέχρι να ξαναρχίσει να σολάρει η κιθαρα. Στο 19.00 μπαίνουν πάλι τα πλήκτρα και κλείνουν ήρεμα το τραγούδι.
Το δεύτερο τραγούδι είναι το “Sette” και είναι ηχογραφημένο από συναυλία. Είναι πιο heavy από το πρώτο και με εμφανέστερες τις επιρροές από Hendrix. Ο “Bambi” σολάρει πιο μανιασμένα, τα πλήκτρα είναι πιο έντονα σε σημεια και τα φωνητικά είναι μετριότατα (πιστά δηλαδή στο ύφος του Hendrix). Tα δεύτερα φωνητικά γύρω στο 11.50 δίνουν ένα πιο funky ρυθμό. Από το 16.00 τα πλήκτρα μπαίνουν σε «διάλογο» με την κιθάρα à la Deep Purple, με αυξομειώσεις στην ταχύτητα. Με τις συνεχείς ακροάσεις, το εκτιμάς παραπάνω αυτό το σημείο. Το τραγούδι τελειώνει με μια γρήγορη ηλεκτρική εκτέλεση του “Frère Jacques”. Μ’αρέσει το “Sette” πολύ περισσότερο από το προηγούμενο τραγούδι. Ίσως οι live συνθήκες τους δίνουν μεγαλύτερο πάθος και ελευθερία για αυτοσχεδιασμούς. Μπορεί το “Astrolabio” να μην το θεωρώ progressive rock album, είναι όμως ένα πολύ ενδιαφέρον και ευχάριστο ηλεκτρικό άκουσμα. Δεν μοιάζει με κανένα από τα υπόλοιπα παρουσιαζόμενα albums, αλλά κάθε φορά που το ακούω, μ’αρέσει και πιο πολύ. Α, να θυμηθώ να ρωτήσω τον μέγιστο Frank Marino αν έχει ακούσει τον “Bambi” Fossati.

il Rovescio della MedagliaIl Rovescio della Medaglia – “Contaminazione” (1973)
Αυτό είναι το τρίτο album των Il Rovescio della Medaglia (RDM). Είχαν προηγηθεί δύο hard rock κυκλοφορίες. Η προσθήκη του πληκτρά Franco Di Sabbatino, τους αλλάζει το ύφος σε συμφωνικό rock. Το παρουσιαζόμενο album είναι concept και αναφέρεται στην ιστορία ενός Σκωτσέζου μουσικού που ήταν τόσο εθισμένος στη μουσική του Johann Sebastian Bach που τρελάθηκε. Μουσικά βασίζεται στο “Well-Tempered Clavier” έργο του Bach, και η εξαιρετική παραγωγή έχει γίνει από τον Αργεντινό συνθέτη, Luis Enríquez Bacalov, που είχε ήδη συνεργαστεί με τους New Trolls και τους Osanna, και είχε συνθέσει το soundtrack για «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Pier Paolo Pasolini, για το οποίο είχε προταθεί και για Oscar Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής. Σε αντίθεση με ότι θα περίμεναν πολλοί, το album δεν περίεχει 15-λεπτα ή 20-λεπτα κομμάτια. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια είναι 5.16. Τα 36 λεπτά του album κυλάνε ταχύτατα και δεν κουράζουν καθόλου τον ακροατή, ακόμα και τον μη εξοικειωμένο με το συγκεκριμένο είδος. Φυσικά, τα πλήκτρα κάθε είδους (πιάνο, Hammond organ, κλαβεσέν, Mini Moog, VCS-3, ARP 2600) έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ και η ύπαρξη ορχήστρας κάνει τις συνθέσεις ακόμα πλουσιότερες. Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης τα πολύ καλά φωνητικά του Pino Ballarini. Προσωπικά, θεωρώ κορυφαία στιγμή του δίσκου το συγκλονιστικό “La Mia Musica”. Το 1975 κυκλοφόρησε και η έκδοση του album με Αγγλικούς στίχους με τίτλο “Contamination”, συνήθης πρακτική για την εποχή αφού το ίδιο είχαν κάνει και οι Le Orme, Fremiata Forneria Marconi και Banco del Mutuo Soccorso. Συνολικά το “Contaminazione” είναι ένα πολύ επιτυχήμενο πάντρεμα μεταξύ συμφωνικής και rock μουσικής. Είμαι πολύ περίεργος πώς το απέδιδαν live, μιας και οι RDM φημίζονταν για τις ζωντανές εμφανίσεις τους και τον ακριβό εξοπλισμό τους.

quella vechhiaQuella Vecchia Locanda – “Quella Vecchia Locanda” (1972)
Το συγκρότημα από τη Ρώμη πριν από πρώτο studio album, είχε κυκλοφορήσει ένα live album με 12 τραγούδια, από τα οποία μόνο 3 ήταν δικές τους συνθέσεις. Με την προσθήκη του Αμερικανού βιολιστή Donald Lux -που είχε μετακομίσει στη Ρώμη επειδή ο πατέρας του ήταν υπάλληλος της εκεί Αμερικανικής Πρεσβείας- δημιουργούν το παρουσιαζόμενο album. Ο ήχος τους χαρακτηρίζεται από την παρουσία του βιολιού, του φλάουτου και των πλήκτρων. Το rhythm section και τα φωνητικά είναι πολύ ικανοποιητικά στα σημεία που χρειάζονται. Μ’αρέσει πολύ η κιθάρα στο “Immagini Sfuocate”. Το βιολί στο “Verso La Locanda” μετά το 1.10 είναι απίστευτο, ενώ το συγκρατημένο πιάνο στο “Sogno, Risveglio E…” είναι η κορυφαία στιγμή του δίσκου. Αυτό που μου έκανε ευχάριστη εντύπωση, είναι ότι σε αρκετά σημεία μέσα στα τραγούδια ακούς μόνο το βιολί ή μόνο το πιάνο ή μόνο το φλάουτο (“Il Cieco”) ή μόνο τα φωνητικά συνοδεία ακουστικής κιθάρας (“Realta”). Έτσι το album «αναπνέει», δεν είναι overproduced. Το κάθε όργανο παίρνει την ευκαιρία του, αντί να «θάβεται» πίσω από υπερβολικές ενορχηστρώσεις. Δισκάρα! To δεύτερο album τους ,“Il Tempo Della Gioia” (1974) με το εξαιρετικό εξώφυλλο, είναι σχεδόν ισάξιο του ντεμπούτου, αν και δεν συμμετέχει ο Lux. Ο οποίος Lux, επέστρεψε στις ΗΠΑ και διετέλεσε μέλος των Prince Gabriel’s Fleet με τον τσελίστα Tim Tompkins, συνεργάτη των Moody Blues (έγραφε τα σημεία με τα έγχορδα) και των Camper Van Beethoven. Επειδή οι Quella Vecchia Locanda είχαν μπλέξει με άθλιες δισκογραφικές και μέχρι σήμερα δεν έβγαλε ούτε μια λιρέτα από τις πωλήσεις των albums, σας συνιστώ να «κατεβάσετε» τις κυκλοφορίες τους, και να μην τις αγοράσετε. Ούτε για τις επανακυκλοφορίες τους ενημέρωσαν, το έμαθαν από το Internet.

de de lindDe De Lind – “Io Non So Da Dove Vengo e Non So Dove Mai Andrò, Uomo e’ il Nome Che Mi han Dato” (1973)
Οι De De Lind πήραν το όνομά τους από γνωστό στην εποχή του μοντέλο του Playboy. Το μοναδικό album του συγκροτήματος από το Μιλάνο με το μακροσκελέστατο τίτλο («Δεν ξέρω από πού έρχομαι ούτε ξέρω πού πηγαίνω, άνθρωπος είναι το όνομα που μου δόθηκε»), δικαιολογημένα θεωρείται από τα καλύτερα της συγκεκριμένης σκηνής. Η μουσική του συνδυάζει τη σκληρή ηλεκτρική κιθάρα με τα ακουστικά περάσματα και τον ήχο από το φλάουτο του σαξοφωνίστα/πληκτρά/φλαουτίστα Gilberto Trama. To album ξεκινάει με το “Fuga E Morte” στο οποίο ο τραγουδιστής Vito Paradiso δίνει μια συναισθηματική φωνητική ερμηνεία. Μ’αρέσει πάρα πολύ η κιθάρα του Matteo Vitolli στο “Indietro Nel Tempo”. Στο “Paura Del Niente” το φλάουτο έχει τον πρώτο ρόλο αλλά τα δυναμικά drums κλέβουν την παράσταση. Το “Smarrimento” είναι πιθανότατα η πιο πολυσυλλεκτική συνθετικά στιγμή του δίσκου. Η εκπληκτική ενορχήστρωσή του δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Το “Voglia Di Rivivere” είναι άκρως μελαγχολικό και το album κλείνει με ένα ηλεκτρικό ξέπασμα στο “E Poi”. Συμπερασματικά, ο δίσκος κυλάει αβίαστα και ο Vitolli είναι τρομερός και ουσιαστικός κιθαρίστας. Οι οπαδοί των Van der Graaf Generator και των Jethro Tull σίγουρα θα εκτιμήσουν αυτό το album.

il Balletto di BronzoIl Balletto di Bronzo – “Ys” (1972)
Αυτό είναι το δεύτερο album του συγκροτήματος από τη Νάπολι και περιλαμβάνει διαφορετική σύνθεση σε σχέση με το υπερ-σπάνιο ντεμπούτο τους, “Sirio 2222”. Το album θεωρείται αρκετά αμφιλεγόμενο ακόμα κι ανάμεσα στους οπαδούς του ιταλικού progressive rock: άλλοι το θεωρούν αριστούργημα, άλλοι όχι κάτι ιδιαίτερο. To “Ys” είναι ένα concept album και εξιστορεί το ταξίδι ένος ανθρώπου που περιπλανιέται μόνος του κι έχει τρεις διαδοχικές συναντήσεις με τα τρία πρόσωπα του Θανάτου και σχετίζεται με την καταστροφή της μυθικής πόλης Ys που την κατάπιε η θάλασσα. Κάπως έτσι. Το album κυριαρχείται από τα εντυπωσιακά πλήκτρα και το mellotron του νεοεισερχόμενου πληκτρά/τραγουδιστή Gianni Leone και τις καταιγιστικές αλλαγές στους ρυθμούς που καθιστούν κάθε περιγραφή του περιεχομένου του, ελλιπή. Οι επιρρροές του Leone από τον Keith Emerson είναι εμφανείς. Όμως με τις επαναλαμβανόμενες ακροάσεις παρατηρείς και τα υπόλοιπα όργανα και όχι μόνο τα πλήκτρα.Ο ήχος του album είναι βαρύς και σκοτεινός και αυτό τους διαφοροποιεί από τα περισσότερα συγκροτήματα της συγκεκριμένης σκηνής. Στο 15λεπτο “Introduzione” μετά τα πλήκτρα που ήχουν σαν σειρήνες, ο κιθαρίστας Ajello δείχνει το ταλέντο του. Στο “Primo Incontro” η κιθάρα σολάρει πάνω από το heavy drumming του Stinga. Το “Secondo Incontro” κυριαρχείται από μελωδικά φωνητικά μέχρι το 1.59 όπου τα drums ξεσαλώνουν, με το νοσταλγικό mellotron να τα ακολουθεί. Το “Terzo Incontro” ξεκινά με μια επαναλαμβανόμενη μπασογραμμή του επίσης νεοεισερχόμενου Manzari και τελειώνει με ένα solo στα πλήκτρα. Το “Epilogo” είναι το τελευταίο τραγούδι του album και μετά την εισαγωγή στο πιάνο που σου πέφτει το σαγόνι, αυτό που σου τρυπάει το μυαλό είναι ο ήχος των drums του Stinga. Από τα καλύτερα δείγματα drums που έχετε ακούσει στη ζωή σας! Να αναφέρουμε ακόμα ότι τα γυναικεία φωνητικά ακούγονται απολύτως ταιριαστά στην à la King Crimson κλιμάκωση του συγκεκριμένου τραγουδιού. Η επανακυκλοφορία σε CD περιέχει και ένα επιπλέον τραγούδι, το “La Tua Casa Comoda” που κυκλοφόρησε ως single το 1973. Ο ήχος των drums είναι και πάλι εντελώς χαρακτηριστικός, αφού ακούγονται σαν drum machine, πράγμα σχεδόν αδύνατο για την εποχή, αν και o Jaki Liebezeit των Can χρησιμοποιεί drum machine στο τραγούδι “Peking O” από το “Tago Mago” album του 1971 και ο Nick Mason των Pink Floyd παίζει ηλεκτρονικά drums στο ομώνυμο τραγούδι από το “Obscured by Clouds”, ηχογραφημένο το 1972. Αφιερώστε χρόνο και ακούστε προσεκτικά αυτό το περιπετειώδες album, θα σας ανταμείψει.

museo rosenbachMuseo Rosenbach – “Zarathustra” (1973)
Οι καταβολές των Museo Rosenbach, όπως και των Celeste, βρίσκονται στους Il Sistema που έδρασαν στην περιοχή του Sanremo, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Το “Zarathustra” είναι το μοναδικό album που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία ‘70 και το concept του βασίζεται στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» του Φρίντριχ Νίτσε. Η αναφορά στο «Υπεράνθρωπο» ( “Superuomo” στα ιταλικά, “Übermensch” στα γερμανικά) και η εικόνα του Μουσολίνι μεταξύ άλλων στο κολάζ του εξωφύλλου, ήταν αρκετά να για να χαρακτηριστούν αμφιλεγόμενοι πολιτικά και να αποκλειστούν από τη RAI με συνέπεια να πατώσουν οι πωλήσεις του album. Μουσικά, το album είναι κλασικό progressive rock, βαρύτερο από τους Banco και τους PFM. H πρώτη πλευρά του album με τίτλο “Zarathustra”, αποτελείται από μια 19-λεπτη σουίτα χωρισμένη σε 5 μέρη και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είναι το Ιταλικό αντίστοιχο του “Supper’s Ready” των Genesis από το “Foxtrot” album (1972). Στη δεύτερη πλευρά υπάρχουν 3 ακόμα τραγούδια που σχετίζονται κι αυτά με τη φιλοσοφία του Νίτσε. Τα αγαπημένα μου σημεία του album είναι το drumming στο “Il tempio delle clessidre”, η κιθάρα στο “Degli Uomini”, το progressive έπος “Della Natura” με το παθιασμένο Joe Cocker-ικό ξέσπασμα του τραγουδιστή “Lupo” Galifi στο τέλος και το “Dell’Eterno Riturno” με την εξαιρετική φωνητική ερμηνεία, ειδικά από το 3.56 και μετά. Αν και τα ευφάνταστα πλήκτρα του ταλαντούχου Pit Corradi, παίζουν σημαντικό ρόλο στη μουσική των Museo Rosenbach, αυτή δεν γέρνει μονόμπαντα προς τη μεριά τους, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες κυκλοφορίες που παρουσίαζονται εδώ. Το rhythm section είναι πολύ στιβαρό εκεί που χρειάζεται, επίσης σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις, κάτι που κάνει το συνολικό αποτέλεσμα σαφώς πιο rock και πιο ισορροπημένο. Σύμφωνα με πολλούς, αυτό θεωρείται το καλύτερο album που έβγαλε η Ιταλική progressive σκηνή τη δεκαετία του ’70. Σίγουρα, είναι από τα κορυφαία δείγματα της συγκεκριμένης σκηνής και είναι πολύ θετικό που η αξία του έχει αναγνωριστεί με το πέρασμα των χρόνων.

alphataurusAlphataurus – “Alphataurus” (1973)
Μιλάμε για πραγματικό αριστούργημα. Και αυτό το συγκρότημα από το Μιλάνο, κυκλοφόρησε μόνο ένα album τη δεκαετία του ’70 από την εταιρία Magma του Vittorio De Scalzi των New Trolls. Το album περιέχει 5 κομμάτια και ξεκινάει με το “Peccato D’orgoglio”. Μ’αρέσουν πάρα πολύ τα φωνητικά του Michele Bavaro και δεν μπορεί να κρυφτεί το «δέσιμο» όλων των μελών του συγκροτήματος μεταξύ τους. Το “Dopo L’uragano” ξεκινάει με μπουμπουνητά και έπειτα ακολουθεί η ακουστική κιθάρα του Wassermann, τα φωνητικά και σιγά-σιγά μετατρέπεται το κομμάτι σε ηλεκτρικό. Το “Croma” από το 1.00 και μετά θυμίζει εμφανώς King Crimson. Το “La Mente Vola” είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου με τα πλήκτρα του Pietro Pellegrini να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αλλαγή του ρυθμού με το πιάνο από το 3.27 και μετά απογειώνει το κομμάτι και αποτελεί χαρακτηριστικό της ποιότητας του δίσκου. Συγκλονιστικό τραγούδι! Το “Ombra Muta” που κλείνει το album είναι πιο επικό. Εδώ ξεχωρίζει το παίξιμο του Giorgio Santandrea στα drums και η τρομερή φωνητική ερμηνεία του Bavaro. Μπορεί αυτό να είναι το μοναδικό album που κυκλοφόρησαν στην εποχή τους, αλλά αυτό που ακούτε δεν είναι τυχαίο. Δεν προέκυψε κατά τύχη. Είχαν συγκεκριμένο όραμα στο μυαλό τους και αυτό αποτυπώνεται στο album. Δεν «ψάχνονται». Ξέρουν τι θέλουν.

Le OrmeLe Orme – “Collage” (1971)
Αρχικά είχα γράψει ολόκληρο κατεβατό για το “Felona e Sorona” (1973) album των Le Orme. Αλλά άλλαξα γνώμη και αποφάσισα ν’αναφερθώ στο “Collage”, το δεύτερο album που κυκλοφόρησε το συγκρότημα από τη Βενετία. Το πρώτο τους album (“Ad Gloriam” -1969 που περιέχει την τραγουδάρα “Senti l’Estate Che Torna”) είναι σε beat/ψυχεδελικό ύφος, οπότε στο “Collage” παρουσιάζονται για πρώτη φορά οι Le Orme με progressive ήχο στο στυλ των ELP και των Nice. Βρισκόμαστε στο 1971, και δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα το ντεμπούτο τους ούτε οι Premiata Forneria Marconi, ούτε οι Banco del Mutuo Soccorco, ούτε οι Area, ούτε φυσικά οι Goblin. Ιστορικά, αυτό είναι από τα πρώτα καθαρά progressive rock albums που κυκλοφόρησαν στην Ιταλία. Ο ήχος είναι πιο άμεσος και πιο “live” από αυτόν του “Felona e Sorona”, με τα πλήκτρα του βιρτουόζου Toni Pagliuca να κυριαρχούν στο album. Το εναρκτήριο “Collage” είναι ίσως το καλύτερο τραγούδι που έγραψαν οι Le Orme και ο ρυθμός των πλήκτρων μου θυμίζουν τον Vincent Crane (Atomic Rooster, The Crazy World of Arthur Brown). To “Era Inverno” ξεκινά με ακουστική κιθάρα και «πειραγμένα» φωνητικά. Μ’αρέσουν τα «ωμά» drums σ’αυτό το τραγούδι. Το solo στο Hammond μετά το reverb στα φωνητικά, είναι εμφανώς επηρεασμένο από τον Jon Lord των Deep Purple. Στο “Cemento Armato” το μακροσκελές solo στα πλήκτρα σου τραβάει την προσοχή και τα drums συνοδεύουν δυναμικά τα πλήκτρα. Στο “Sguardo verso il cielo” τα φωνητικά του μπασίστα/κιθαρίστα Aldo Tagliapietra ισορροπούν απέναντι στο ρυθμό που δίνουν τα πλήκτρα. Η σύντομη παρουσία της ακουστικής κιθάρας, δίνει μεγαλύτερη ποικιλία στο τραγούδι. Το instrumental “Evasione totale” με το ωραίο Hammond και το ευκρινές μπάσο, είναι η πιο ψυχεδελική στιγμή του album. Το ονειρικό “Immagini” που ακολουθεί θα το αποκαλούσα το “Julia Dream” των Le Orme. Έχει διάρκεια τρία λεπτά και σου μένει στην μνήμη από το πρώτο δευτερόλεπτο.Το “Morte di un fiore” που κλείνει το album, ξεκινάει με τα μελωδικά φωνητικά και την ακουστική κιθάρα του Tagliapietra, και έπειτα μπαίνουν τα drums και πλήκτρα. Μ’αρέσει πολύ η μελωδία που παίζουν τα πλήκτρα μετά το 2.20. Ακούστε αυτό το album και δεν θα χάσετε, ειδικά αν είστε λάτρεις των πλήκτρων. Δεν ξέρω αν το “Collage” είναι καλύτερο από το “Felona e Sorona”, σίγουρα όμως είναι λιγότερο ελεγχόμενο και περισσότερο αυθόρμητο. Και γω πρώτα ακούσα το “Felona e Sorona”, αλλά εδώ βρίσκεις αυτό το πρωτόλειο που δεν υπάρχει μετά.

osannaOsanna – “Palepoli” (1973)
Πριν κυκλοφορήσουν το “Palepoli”, οι Ναπολιτάνοι Osanna είχαν ήδη στο ενεργητικό τους δύο albums και μια Ιταλική περιοδεία με τους Genesis. Το “Palepoli” αποτελείται από τρία τραγούδια, δύο περίπου 20-λεπτά και ένα διάρκειας κάτω των δύο λεπτών, που είναι ουσιαστικά επανάληψη της εισαγωγής του πρώτου. Αυτό που χαρακτηρίζει την μουσική τους είναι οι εναλλαγές στο ρυθμό και στο ύφος μέσα στο ίδιο τραγούδι, χωρίς όμως κανένα σημείο να υστερεί σε σχέση με τα υπόλοιπα. Στα 42 λεπτά του album είναι λες και έχεις ακούσει 20 διαφορετικά τραγούδια. Στo album συναντάς: progressive rock, αρκετά heavy κιθάρα, παραδοσιακή Ιταλική μουσική, ακουστικά σημεία, φλάουτο, σαξόφωνο, mellotron, avant-garde πειραματισμούς, ένα drum solo, μέχρι και έναν Μουσουλμάνο να προσεύχεται στην αρχή του “Oro Caldo”. Η ταραντέλα στο 2.02 του “Oro Caldo”, θυμίζει το αγαπημένο “È Festa” των Premiata Forneria Marconi, ενώ τα παιγμένα ανάποδα φωνητικά στο “Stanza Citta”, πίσω από το αιθέριο φλάουτο, φέρνουν στο νου το “Revolution 9” των Beatles. Με διαφορά το αγαπημένο μου σημείο του album είναι η ακουστική κιθάρα και τα μελωδικά φωνητικά στο 7.00 του “Animale Senza Respiro”. Εδώ αποδεικνύουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν σπουδαία μουσική με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να κάνουν αναγκαστικά κάτι εξεζητημένο. Το εξαιρετικό φλάουτο και σαξόφωνο του Elio D’Anna, δεν έχουν σε καμμία περίπτωση δευτερεύοντα ρόλο στο album. Αντίθετα, του δίνουν επιπλέον δυναμική, κάνοντας το τελικό αποτελέσμα μοναδικό. Και δεν είμαι καθόλου υπερβολικός. Όλο αυτό που ακούς στο “Palepoli”, όλα αυτά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά στο ίδιο τραγούδι, προσφέρουν στον ακροατή μια εμπειρία που είναι δύσκολο να τη ξεχάσει. Δεν είναι τυχαία ένα από τα καλύτερα albums του Ιταλικού progressive rock.

bancoBanco del Mutuo Soccorso – “Banco del Mutuo Soccorso (1972)
Οι Banco del Mutuo Soccorso είναι ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα της συγκεκριμένης σκηνής και είχε υπογράψει στην εταιρία των ELP, Manticore Records μαζί με τους Premiata Forneria Marconi. Το ομώνυμο ντεμπούτο το θεωρώ ως την καλύτερη κυκλοφορία τους, αν και το “Darwin!” που κυκλοφόρησε αργότερα το ίδιο έτος, συνιστάται ανεπιφύλακτα. Το “R.I.P. (Requiescant in Pace)” είναι το πρώτο κανονικό τραγούδι του δίσκου και το καλύτερό του κατ’εμέ. Η φωνητική ερμηνεία του Francesco Di Giacomo είναι απλά συγκλονιστική και αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο των Banco μαζί με την παρουσία των αδελφών Nocenzi στα πλήκτρα. Το “Passaggio” είναι ένα σύντομο κομμάτι στο πιάνο αλλά όλα τα λεφτά είναι τα βήματα πριν και μετά καθίσει ο μουσικός στο πιάνο. Πολύ ρεαλιστική και ωραία ιδέα. Το “Metamorfosi” είναι ένα progressive rock τραγούδι με τα πλήκτρα και το πιάνο σε κυρίαρχο ρόλο. Το 18-λεπτο “Il Giardino del Mago” είναι από τα κορυφαία τραγούδια του album. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο κομμάτι που χωρίζεται σε διαφορετικά μέρη, με πολλές εναλλαγές στον ρυθμό και στο ύφος. Το album κλείνει με το “Traccia” που μ’αρέσει πολύ με τα “la-la-la” του, αν και δεν έχει στίχους. Παρόλο που δεν συνηθίζω να ακούω μουσική που δεν έχει τον πρώτο ρόλο η κιθάρα, το album δεν κουράζει καθόλου. Για τους άρρωστους οπαδούς των Banco, υπάρχει video στο Youtube με τον John Wetton να τραγουδάει μαζί τους επί σκηνής το “Starless” των King Crimson!

goblinGoblin – “Suspiria” (1977)
Οι ρίζες των Goblin βρίσκονται στους Oliver, οι οποίοι είχαν πάει στο Λονδίνο και είχαν συναντήσει τον παραγωγό των Yes, Eddy Offord, ο οποίος τους σύστησε να πάρουν έναν Άγγλο τραγουδιστή (Clive Haynes). O Offord έπρεπε να πάει σε περιοδεία με τους Yes και έτσι δεν ηχογράφησαν κάτι μαζί του. Μόλις οι Oliver γύρισαν στην Ιταλία, υπέγραψαν με την Cinevox, η οποία τους άλλαξε το όνομα σε Cherry Five και με το όνομα αυτό κυκλοφορησαν ένα album. Σε Goblin ονομάστηκαν το 1975 αφού ξεκίνησαν να δουλεύουν στο soundtrack για την ταινία “Profondo Rosso” του Dario Argento. Αυτό συνέβη καθαρά από σπόντα, μιας και ο Argento ήρθε σε ρήξη με τον jazz πιανίστα και συνθέτη Giorgio Gaslini που του είχε αναθέσει αρχικά τη σύνθεση του soundtrack και την αποτυχημένη προσπάθειά του μετέπειτα να εξασφαλίσει τους Pink Floyd, Emerson, Lake & Palmer και Deep Purple για να αντικαταστήσουν τον Gaslini. Τελικά, ο παραγωγός των Cherry Five (όπως λεγόντουσαν τότε), Carlo Bixio, που επίσης κυκλοφορούσε τα soundtracks του Argento, έπεισε τον σκηνοθέτη να ακούσει το album των Cherry Five, το οποίο και του άρεσε. Οι Goblin ηχογράφησαν το soundtrack για το “Profondo Rosso”, το οποίο είχε τρομερή επιτυχία και έχει πουλήσει μέχρι σήμερα πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα. Σκέτη πόρωση το “Death Dies”, έτσι;
To “Suspiria” του 1977 αποτελεί και πάλι soundtrack για την ομώνυμη ταινία του Argento, και είναι πιο «δύσκολο» άκουσμα από τα “Profondo Rosso” και “Dawn of the Dead”. «Αυτό είναι το αριστούργημα των Goblin. Είχαμε πολύ εξωτικούς ήχους. Γράψαμε πολλή πειραματική μουσική. Είχαμε όργανα όπως tabla και μπουζούκι. Μείναμε για σχεδόν ένα μήνα στο studio για το “Suspiria”. Είμαστε πολύ περήφανοι για αυτό το album», δήλωσε τον Σεπτέμβριο του 2014 στον υπογράφοντα ο πληκτράς και ηγετική μορφή των Goblin, Claudio Simonetti. Στο album συναντάμε: ιδιοφυιή και άκρως εθιστικό συνδυασμό νοσηρότητας και μελωδικότητας (“Suspiria”), ιδιαίτερα κρουστά (“Witch”), σχεδόν Βουδιστικές ψαλμωδίες (“Sighs”), επαναλαμβανόμενες μελωδίες στο synthesizer του Simonetti (“Markos”), progressive rock με σαξόφωνο (“Black Forest”), funk μπάσο και drums, jazz πλήκτρα και το riff από το “Fearless” των Pink Floyd (“Blind Concert”), ακόμα και βάλς (“Death Walzer”). Τα πλήκτρα έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο album ενώ το μπουζούκι του κιθαρίστα Morante οφείλει την ύπαρξή του στον Mike Oldfield του “Ommadawn” album (1975). Η βασικότερη επιρροή του Simonetti είναι ο Keith Emerson  , ενώ στις πιο jazz στιγμές ο Brian Auger . Κάποιοι επίσης διακρίνουν και την επίδραση του Βαγγέλη Παπαθανασίου και των Tangerine Dream αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Συμπερασματικά, το album δεν είναι απλά ένα soundtrack μιας ταινίας τρόμου, αλλά μια περιπετειώδης μουσική εμπειρία που αποδεικνύει τo πολύπλευρο ταλέντο και την μοναδικότητα των Goblin.
Μετά την ηχογράφηση του soundtrack για το “Dawn of the Dead” (ή “Zombi”, το οποίο περιλαμβάνει και το αγαπημένο μου τραγούδι τους, το “Oblio”) του George A. Romero το 1978, οι Golbin διαλύονται. Επανενώνονται προσωρινά το 1982 για την ταινία “Tenebrae” του Argento, και σήμερα υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές του συγκροτήματος με καλύτερη κατ’εμέ του Simonetti. Η αγάπη του Mikael Akerfeldt των Opeth για το συγκρότημα, οδήγησε τους Claudio Simonetti’s Goblin στο Roadburn Festival το 2014 και 2015 και έδωσε την ευκαιρία σε ένα νεότερο κοινό να γνωρίσει τη μουσική τους.

newtrollsNew Trolls – “Concerto Grosso per I New Trolls” (1971)
Αυτό είναι το δεύτερο album με καινούργιο υλικό των πρωτοπόρων της Ιταλικής rock σκηνής, New Trolls. Η ταυτόχρονη παρουσία συμφωνικής ορχήστρας και rock συγκροτήματος δεν είχε επιχειρηθεί προηγουμένως στην Ιταλία. Ο Αργεντινός συνθέτης Luis Enríquez Bacalov είναι ο υπεύθυνος για την παραγωγή, την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση την ορχήστρας στο “Concerto Grosso no. 1” που καταλαμβάνει την πρώτη πλευρά του δίσκου και η συνεισφορά του στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα είναι πολύ σημαντική. Η μουσική είναι επηρεασμένη από Vivaldi, Beatles, Jethro Tull, Deep Purple, Doors και Jimi Hendrix Experience. Στο ονειρικό “Adagio” επαναλαμβάνεται ο στίχος “To die, to sleep, maybe to dream” που προέρχεται από τον «Άμλετ» του Shakespeare. Το “Cadenza-Andante Con Moto” με το solo βιολί και την καλοδουλεμένη ορχήστρα, είναι ένα εξαιρετικό instrumental. Το “Shadows (per Jimy Hendrix)” είναι αφιερωμένο στο σπουδαίο Αμερικανό κιθαρίστα, του οποίου ο κιθαρίστας των New Trolls, Nico Di Palo, είναι μεγάλος θαυμαστής. Η έκπληξη είναι το à la Jethro Tull φλάουτο που έχει περισσοτέρο «χώρο» απ’όσο θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί σε ένα τραγούδι αφιερωμένο σε κιθαρίστα. Κι εδώ επαναλαμβάνεται το “To die, to sleep, maybe to dream”. Στην δεύτερη πλευρά βρίσκουμε το “Nella Sala Vuota, Improvvisazioni Dei New Trolls Registrate In Diretta”, που είναι ένας πολύ ενδιαφέρων 20-λεπτος αυτοσχεδιασμός με το φλάουτο, την παραμορφωμένη κιθάρα και το Hammond να κλέβουν την παράσταση. O drummer Gianni Belleno αποδεικνύει τις αδιαμφισβήτητες εκτελεστικές του ικανότητες στο drum solo που κλείνει το κομμάτι, αν και η διάρκεια του είναι σίγουρα υπερβολική. Αυτό που σου κάνει εντύπωση στο album είναι η επιτυχημένη συνύπαρξη ορχήστρας, σκληρής κιθάρας, φλάουτου και καλών αγγλικών φωνητικών σε μια χρονική στιγμή (1971) που θρύλοι της Ιταλικής progressive rock σκηνής όπως οι Premiata Forneria Marconi, οι Banco del Mutuo Soccorso και οι Area, δεν είχαν καν κυκλοφορήσει τα ντεμπούτα τους. Εδώ έχουμε μια κυκλοφορία-ορόσημο.
Ως bonus στην επανακυκλοφορία σε CD υπάρχει το “Concerto Grosso no.2” του 1976, πάλι σε σύνθεση του Bacalov που είναι όντως αξιόλογο και κάποια άλλα τραγούδια σε τελείως διαφορετικό ύφος: μπαλάντες, μια διασκευή στο “Let It Be Me” των Everly Brothers” και το “Le Roi Soleil” που είναι μια μάλλον αποτυχημένη μίμηση του “Bohemian Rhapsody” των Queen. Από αυτά ξεχωρίζω το “Vent’ Anni” με την πολύ καλή ακουστική κιθάρα και τα φωνητικά απ’όλο το συγκρότημα. Αν ακούσεις ολόκληρη την επανακυκλοφορία μαζί με τα bonus κομμάτια, το αυθεντικό υλικό του 1971 μοιάζει να αλλοιώνεται από όλα αυτά. Άλλη μια επιβεβαίωση των λόγων που είμαι κάθετα εναντίον των bonus tracks. Κύριοι των δισκογραφικών, βάλτε τα σε ξεχωριστό CD αν θέλετε. Καταστρέφετε το πρωτότυπο έτσι. Φαντάζεστε το “Dark Side Of The Moon” ή το “Abbey Road” με τρία-τέσσερα ξεκάρφωτα bonus κομμάτια στο τέλος; Αυτά είναι εγκλήματα.

areacracArea – “Crac!” (1975)
Οι Area είναι γνωστοί για τον συνδυασμό jazz fusion, world και progressive rock μουσικής και τη μοναδική φωνητική ικανότητα του Έλληνα Demetrio Stratos (πραγματικό όνομα: Ευστράτιος Δημητρίου). Το “Crac!” είναι το τρίτο album τους και το επέλεξα επειδή περιέχει το αγαπημένο μου “Gioia e Rivoluzione” και επειδή το θεωρώ το ωριμότερο και πιο πολύπλευρο συνθετικά δημιούργημά τους. Το album ξεκινάει με το δυναμικό “L’elefante Bianco” που είναι ένα από τα γνωστότερα τραγούδια τους. Το “La Mela di Odessa (1920), μετά την avant-garde εισαγωγή του, ξεδιπλώνει τον jazz fusion ρυθμό του με κυρίαρχο το σαξόφωνο. Το “Megalopoli” αποδεικνύει σαφώς την αυτοσχεδιαστική ευφυία τους. To σόλο του μπασίστα Ares Tavolazzi φυσικά είναι καλοδεχούμενο και δεν ακούγεται ξεκάρφωτο. O πληκτράς Patrizio Fariselli βγάζει μάτια στο “Nervi Scoperti” με τη ουσιώδη συμβολή του drummer Giulio Capiozzo. Το “Gioia e Rivoluzione” είναι το πιο αγαπήμενο μου τραγούδι όλης της σκηνής. Μπορεί να έχει διάρκεια 4.40 αλλά έχει τρεις εμφανέστατες εναλλαγές στο ρυθμό. Ο Steven Wilson  θα μπορούσε άνετα να βγάλει από αυτό το κομμάτι μόνο, δύο 24-λεπτα τραγούδια. Γίνομαι λίγο υπερβολικός, το ξέρω. Αλλά μ’αρέσει πάρα πολύ. Για τους πολύ μερακλήδες υπάρχει και σε διάρκεια άνω των 10 λεπτών στο δεύτερο CD του live album “Concerto Teatro Uomo” (1976), αν και προτιμώ την πρωτότυπη εκτέλεση. Το “Implosion” είναι βασικά ένα progressive rock keyboard solo. Το album κλείνει με το “Area 5” που είναι ένα πειραματικό κομμάτι το οποίο δεν έχει γραφτεί από μέλη των Area. Ακούγεται σαν να σέρνεται κάτι ή σαν ηλεκτρικό τρυπάνι από απόσταση -δεν έχω ιδέα- και σ’αυτόν τον ήχο «απαντούν» οι άλλοι και κυρίως τα πλήκτρα. Γενικά, οι Area δεν μοιάζουν με κάνενα άλλο συγκρότημα της σκηνής. Αποτελούν μια κατηγορία από μόνοι τους. Έδω ο τραγουδιστής τους και μόνο, αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του. Εκτός όλων των άλλων, ήταν και οι πιο πολιτικοποιημένοι από όλους. Μέχρι και στην Κούβα είχαν παίξει, όχι και πολύ συνηθισμένο για Δυτικοευρωπαϊκό συγκρότημα το 1978.

celesteCeleste – “Principe di un giorno” (1976)
Οι ρίζες αυτού του συγκροτήματος, όπως και των Museo Rosenbach, βρίσκονται στους Il Sistema. Το παρόν album ηχογραφήθηκε το 1974 αλλά κυκλοφόρησε το 1976 από την ταπεινή Grog. Οι Celeste χαρακτηρίζονται από τον ακουστικό, μελωδικό και ονειρικό ήχο τους. Το mellotron, οι ακουστικές κιθάρες και το φλάουτο έχουν τον πρώτο ρόλο με μερικές τζούρες από synthesizers και σαξόφωνο να τα πλαισιώνουν. Οι King Crimson (η μελωδία στο mellotron του “Favole Antiche” είναι «δανεισμένη» από το τραγούδι “In the Court of the Crimson King”) και οι πρώιμοι Genesis είναι οι φανερές επιρροές τους. Η μουσική τους είναι πρωτότυπη και το στυλ τους ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα συγκροτήματα της συγκεκριμένης σκηνης. Μην ψάχνεται εδώ κιθαριστικά solos και αχαλίνωτο drumming αλλά ένα μελωδικό αριστούργημα που θέλει αρκετή υπομονή για να αποκαλυφθεί στους ακροατές του. Ακούς το album και ονειρεύεσαι σύννεφα να κινούνται, καταπράσινες κοιλάδες, χαράδρες, ρυάκια κλπ. Ο δίσκος έχει σχεδόν θεραπευτικές ιδιότητες. Προσωπική αδυναμία είναι το “Giochi Nella Notte” με το πανέμορφο πιάνο.To συγκρότημα ηχογράφησε ένα δεύτερο album το 1977, το οποίο κυκλοφόρησε το 1991 με τίτλο “Celeste II”.

Mauro PaganiMauro Pagani – “Mauro Pagani” (1978)
Ο Mauro Pagani παίζει βιολί και φλάουτο και είναι ιδρυτικό μέλος των Premiata Forneria Marconi. Το 1977 έφυγε από το συγκρότημα για να ακολοθούσει solo καριέρα. Το πρώτο ομώνυμο solo album του κυκλοφόρησε το 1978 και είναι κατά κάποιον τρόπο «μεικτή PFM-Area», μιας και συμμετέχουν οι Franz Di Cioccio, Patrick Djivas και Walter Calloni από τους πρώτους και οι Demetrio Stratos, Giulio Capiozzo, Patrizio Fariselli και Ares Tavolazzi από τους δεύτερους. Το album περιέχει world/μεσογειακή μουσική, με το βιολί φυσικά σε πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν θα το χαρακτήριζε κάποιος progressive rock, αν και είναι μουσικά πιο κοντά στους Area παρά στο προηγούμενο συγκρότημα του Pagani. Το πρώτο τραγούδι, “Europa Minor” με τα ρυθμικά παλαμάκια έχει ένα πιο σπανιόλικο χρώμα. Τα ιδιαίτερα φωνητικά της Teresa De Sio στο “Argiento” δίνουν μια διαφορετική αίσθηση και αυτό είναι το μοναδικό τραγούδι του δίσκου με στίχους. Το “Violer d’amores” είναι ουσιαστικά ένα μελαγχολικό solo στο βιολί. Η ηλεκτρική κιθάρα του Mussida στο “La città aromatica” μας επαναφέρει για λίγο στις rock ημέρες του Pagani. Στο “L’albero di canto (parte 1)”, όπως και στο δεύτερο μέρος, τον Pagani συνοδεύουν οι Area. Τα μοναδικά φωνητικά (άνευ στίχων) του Demetrio Stratos και το τρομερό solo του Fariselli στα πλήκτρα είναι σίγουρα από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου. Το “Choron” ξεκινάει με ένα άκρως βουκολικό solo του Pagani στο φλάουτο. Τα κρουστά από το 2.00 και μετά μας ταξιδεύουν σε εξωτικά μέρη. Η ακουστική κιθάρα στο “Da qualche parte tra la Calabria e Corfù il blu comincia davvero” είναι συγκλονιστική. Έχω να ακούσω τέτοιο παίξιμο από το “The Same Old Rock” από το “Stormcock” album του τεράστιου Roy Harper  ! Εκεί όμως υπήρχε και ο Jimmy Page. Το album κλείνει με το “L’albero di canto (parte 2)”, όπου ο Stratos αποδεικνύει και πάλι το ταλέντο του αλλά σε πιο χαμηλούς τόνους αυτή τη φορά. Συνολικά, το album αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον και διαφορετικό άκουσμα. Δεν είμαι γνώστης της world μουσικής, αλλά τουλάχιστον οι οπαδοί των Area, θα βρουν εδώ εκτός από τα μέλη του αγαπημένου τους συγκροτήματος και κάποια πραγματικά αξιολόγη μουσική. Προσωπικά, μ’αρέσει πολύ αυτό το album.

SemiramisSemiramis – “Dedicato a Frazz” (1973)
Αυτό είναι το μοναδικό album των εφήβων -τότε- Semiramis. Ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Michelle Zarrillo είναι εδώ 16 χρονών (αργότερα θα κάνει σπουδαία solo καριέρα ως τραγουδιστής) και εντυπωσιάζει με το παίξιμό του στην κιθάρα. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στο Villa Pamphili festival, όντας 15χρονος, είχε προκαλέσει τον φθόνο σε κιθαρίστες γνωστών ιταλικών συγκροτημάτων που ζητούσαν από τους ηχολήπτες να χαμηλώσουν τον ήχο της κιθάρας όταν σόλαρε. Οι Semiramis έχουν δύο πληκτράδες: τον Giampiero Artegiani (που παίζει και ακουστική κιθάρα) και τον Maurizio Zarrillo, μεγαλύτερο αδερφό του Michele. Ο μοναδικός ήχος από το Davolisint synthesizer -αντί για Moog- του Maurizio Zarrillo, προσδίδει κάτι «αρρωστημένο», και είναι από τους πρώτους που το χρησιμοποίησαν, όπως άλλωστε και ο Dave Sinclair των Caravan στο “For Girls Who Grow Plump in the Night” album, επίσης του 1973. Αυτό που χαρακτηρίζει την μουσική των Semiramis είναι το μοίρασμα του παιχνιδιού ανάμεσα στα δύο πλήκτρα και την κιθάρα και οι γρήγορες ταχύτητες. Το μόνο album που θα μπορούσε να συγκριθεί με το “Dedicato a Frazz” είναι το “Ys” των Il Balletto di Bronzo, όμως εκεί η κιθάρα δεν έχει τόσο βασικό ρόλο όσο εδώ. Οι στιγμές που ξεχωρίζω είναι: Η πορωτική ηλεκτρική κιθάρα στο “Luna park”, το ψυχεδελικό δεύτερο μισό του “Uno zoo di vetro”, με το βιμπρόφωνο και τις καμπάνες, τα αγωνιώδη φωνητικά στο τέλος του “Per una strada affolata” και τη ταξιδιάρικη ακουστική στο “Clown”. Άλλη μια δισκάρα που πρέπει να ανακαλύψετε όσοι δεν το έχετε κάνει ακόμα.

Maxophone – “Maxophone” (1975)
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το αριστουργηματικό ντεμπούτο των Maxophone δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου όταν ετοίμαζα το αφιέρωμα για το Ιταλικό progressive rock. Η μουσική τους περιέχει τόσο μεγάλο πλούτο από ιδέες, μελωδίες και μουσικά όργανα, που δεν προλαβαίνεις καν να τις καταγράψεις. Δεν αστειεύομαι. Υπάρχει καταιγισμός έμπνευσης. Θα προσπαθήσω με κόπο ν’αναφέρω ένα-δύο πράγματα για κάθε τραγούδι, αλλά δεν περιγράφουν ούτε το 1/20 όσων συμβαίνουν. Γι’αυτό και το να πεις ότι μοιάζουν με πρώιμους Genesis –που ισχύει- δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα, συνολικά. Να έχετε υπόψιν σας ότι δύο μέλη των Maxophone έχουν ως βασικό όργανο το γαλλικό κόρνο και το κλαρινέτο. Το “C’è Un Paese Al Mondo” ξεκινάει με πιάνο. Στο 3.16 το κλαρινέτο παίζει μια εντελώς swing μελωδία. Ακολουθεί η τρομπέτα. Στο 4.24 οι King Crimson του τραγουδιού “The Court Of The Crimson King” μας κλείνουν το μάτι, πριν αρχίσει το solo η ηλεκτρική κιθάρα του ευφυούς Roberto Giuliani (διαβάστε όσα γράφει στο booklet). Στο “Fase” εναλλάσσεται το κιθαριστικό rock με τo fusion και κάποια συμφωνικά στοιχεία. Αρχίζει με rock riff και το σαξόφωνο σολάρει στο 1.43. Το βιμπράφωνο παίζει ένα εντυπωσιακό solo στο 2.59, με τις νότες του μπάσου στο βάθος. Η κιθάρα επανεμφανίζεται, μπαίνουν τα πνευστά και κλείνει με ένα solo από το φλάουτο στο 6.03 και fusion ρυθμό. Το “Al Mancato Compleanno Di Una Farfalla” έχει ακουστική κιθάρα στην εισαγωγή και ακολουθεί το φλάουτο. Στο 4.48 το Hammond παίζει ένα αντισυμβατικό solo. Νωρίτερα, στο 3.39 το Hammond εισέβαλε σαν να έπαιζε ο Vincent Crane και όχι ο Sergio Lattuada. Το “Elzeviro” έχει επιβλητική εισαγωγή με εκκλησιαστικό όργανο και εθιστικά φωνητικά από το 2.40. Στο 3.35 ξεκινάει το καλύτερο κιθαριστικό solo του album. Οι στίχοι μιλάνε για την επικίνδυνη πολιτική ατμόσφαιρα που υπήρχε στην Ιταλία κατά τα «μολυβένια χρόνια». Η εισαγωγή με την άρπα στο ονειρικό “Mercanti Di Pazzie” είναι εμπνευσμένη από την «Σονάτα για Άρπα» του Paul Hindemith. Το βιμπράφωνο παρεμβάλλεται συχνά. Στο 4.19 μπαίνουν τ’ ατμοσφαιρικά πλήκτρα. Το “Antiche Conclusioni Negre” αποτελεί φόρο τιμής στην «μαύρη» jazz και gospel μουσική, εξού και ο τίτλος που σημαίνει «Επίλογοι Αρχαίων Νέγρων». Στο 3.28 μπαίνουν φουτουριστικά πλήκτρα. Το σαξόφωνο σολάρει στο 4.37. Στο 5.53 είναι η σειρά της κιθάρας να σολάρει κι ακολουθούν όλα τα πνευστά ταυτόχρονα. Στο 6.39 ο ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου μονοπωλεί τα ηχεία και το τραγούδι κλείνει με συναισθηματικά χορωδιακά φωνητικά. Αυτό το σημείο είναι σχεδόν ανατριχιαστικό. Οι επανακυκλοφορίες περιέχουν το single που κυκλοφόρησαν το 1977 πριν διαλυθούν. Το “Il Fischio Del Vapore” μ’αρέσει πολύ, ίσως επειδή τα φωνητικά μού θυμίζουν τους Blocco Mentale. Το b-side “Cono Di Gelato” έχει πολύ αγαπησιάρικα φωνητικά που δεν μ’ ενθουσιάζουν, και ένα solo από το σαξόφωνο. Στο τέλος γίνεται jazzy, δεν φτάνει όμως σε ποιότητα τα υπόλοιπα τραγούδια. Το album κυκλοφόρησε και σε έκδοση με αγγλικούς στίχους, συνήθης πρακτική για Ιταλικά συγκροτήματα της εποχής. Τον Ιούλιο του 1976 εμφανίστηκαν στο Montreaux Festival με τους Weather Report και Billy Cobham. Επίσης, περιόδευσαν στην Ιταλία με τους Area και τον Eugenio Finardi. Ο manager των Maxophone σ’εκείνη την περιοδεία τους ανάγκαζε να πληρώνουν οι ίδιοι το ποσό που αντιστοιχούσε στα εισιτήρια που δεν πλήρωναν όσοι έμπαιναν στις συναυλίες με «ντου». Έτσι, τα 6 μέλη του συγκροτήματος και ένας τεχνικός λάμβαναν για κάθε συναυλία μόνο 40.000 λιρέτες (30 δολάρια σημερινή αξία). Μετακινούνταν με ένα Ford Transit και τις νύχτες έμειναν σε σκηνές που είχαν πάρει από το σπίτι τους, επειδή δεν είχαν να πληρώσουν για διαμονή σε ξενοδοχείο. [Προστέθηκε 11/2/2017]

ΥΓ.1: Φυσικά, αυτό το αφιέρωμα θα ήταν αδύνατο χωρίς την ανάγνωση του εξαιρετικού www.italianprog.com .
ΥΓ.2: Επειδή σιχαίνομαι τις λίστες, για να διασφαλιστεί η τυχαία σειρά παρουσίασης στο παρόν άρθρο έκανα το εξής: Αρίθμησα τα albums με την σειρά που τα έγραψα στο word, έφτιαξα χαρτάκια με το νούμερο που αντιστοιχεί στο κάθε album, πέταξα τα χαρτάκια σε ένα καπέλο, τα ανακάτεψα, και τράβαγα ένα-ένα χαρτάκι. Τη σειρά με την οποία βγήκαν τα χαρτάκια τη βλέπετε. Δεν είναι δική μου ιδέα, το ίδιο είχε κάνει και ο Thom Yorke με στίχους για το “Kid A” album των Radiohead.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου