Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Εκλογές

 


Οι εκλογές κηρύχθηκαν μέρα μεσημέρι

μοιράζει υποσχέσεις το απλωμένο χέρι

που στόχο έχει πονηρό τη ψήφο μας ν' αρπάξει

για να μπορέσει άνετα μετέπειτα ν' αράξει

κι εκεί που είχα σκοπό λουλούδια να μυρίσω

τώρα κυριακάτικα θα τρέχω να ψηφίσω

αυτούς που θα με σώσουνε από κακό μεγάλο

και θα με γλιτώσουνε κι απ' του ποδιού τον κάλο

μου τάζουν πράγματα τρελά, λαγούς με πετραχήλια

πως θα μου ζωγραφίσουνε ξανά χαμόγελο στα χείλια

να δείτε που ακόμα μια φορά τούτοι με τουμπάρουν

τον τελευταίο μου παρά από τη τσέπη μου θα πάρουν

κι όσο θα τρώνε με χρυσά πυρούνια και κουτάλια

θα απορώ που ακόμα έχουμε τα ίδια μαύρα χάλια

κι αφού μου κόψουν τις ελπίδες μου με κοφτερό μαχαίρι

θα ορκίζομαι πως δε ξαναψηφίζω, που να μου κοπεί το χέρι





Άνοιξη

 


Τον ερχομό της άνοιξης βγήκα να χαιρετίσω

η τόση γύρη μ' έπνιξε και μου 'ρχεται να βήξω

τον ήλιο είπα να χαρώ, του αέρα τη φρεσκάδα

μα βούλωσε η μύτη μου και μ' έπιασε ζαλάδα

φόρεσα κοντομάνικο που φύγανε τα κρύα

μια μέλισσα με τσίμπησε κι έχω αλλεργία

ποίημα είπα να γράψω χαρωπό δίχως καθόλου γκρίνια

αλλά και στις αρχές της άνοιξης με κυνηγά η γκίνια...



Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Θρήνος για τον Αδάμ και την Εύα



Το φίδι απεκδυμένο τα φτερά του σέρνεται στο χώμα

και ο άγγελος του φωτός χαμένος στο σκοτάδι

σε πύρινη γη να κατοικεί με τους ακόλουθούς του,

Άδειασε ο κήπος από τους κατοίκους του που στάθηκαν ανάξιοι

Μακριά τους κρατά φρουρός φρικτός στα μάτια τους

που κραδαίνοντας σπαθί φλογισμένο φυλάει πια τη πύλη

Άκου γη το κλάμα του πηλού, του από σένα προερχόμενου

που ζωή του φύσηξε ο Δημιουργός των πάντων 

δέξου νύχτα τον λυγμό αυτών που προορισμένοι για μεγαλεία

προτίμησαν στη λάσπη να κυλιστούν αφού τους ξεγέλασε

η ίδια τους η περιέργεια και η ανοησία 

Θρηνήστε άστρα του πρωταγωνιστές του δράματος που εξορίστηκαν

από τον οίκο που για αυτούς είχε από πάντα ετοιμαστεί


Η ύαινα

 



Η ύαινα την πόλη περιδιαβαίνει

τόσο ευγενής στη κτηνωδία της

τόσο μεγαλειώδης στην αγριότητά της

Το αίμα οσμίζεται στον αέρα 

τον πνιγμένο από τα καυσαέρια και τους ρύπους

και τυφλά το ακολουθεί με την πείνα της να μεγαλώνει

Κόκκινα τα μάτια της με δόντια να ακτινοβολούν

θάνατος προσωποποιημένος απλώνει τη φρίκη του

πάνω από τα ανυποψίαστα θύματά της που ανέμελα

κοιμούνται στην παραίσθηση ασφάλειας που τους κυκλώνει

Σαρωτικό θηρίο σε κάθε του βήμα τρέμουν ακόμα 

και οι πιο γενναίοι γιατί ο φόβος κατατρώει τις ψυχές τους

γιατί η ύαινα θα ροκανίσει και το τελευταίο χιλιοστό τους

Δίψα



Ξέρεις πώς είναι να ζεις στο σκοτάδι;

Η μέρα σου να είναι η νύχτα

το φως του φεγγαριού το μόνο που αντέχεις;

Ξέρεις πώς νιώθεις νεκρό αίμα 

στις φλέβες σου να κυλά;

Να χρειάζεσαι αίμα ζωντανό για

να μείνεις από το θάνατο μακριά;

Ο δράκος να είσαι του παραμυθιού,

το τέρας κάτω από το κρεβάτι;

Το σπίτι σου στα μνήματα να είναι 

αφού πιο κοντινός στους πεθαμένους είσαι

παρά στους ζωντανούς

Να κυνηγάς κάθε βράδυ, όχι γιατί το θέλεις

μα γιατί σε σπρώχνει μια δίψα άγρια

ακόρεστη, πανίσχυρη.

Έλα πιο κοντά μου και αφέσου

τότε θα πάρεις τις απαντήσεις που ζητάς

θα περάσεις στον δικό μου κόσμο

χωρίς να μπορείς να γυρίσεις πίσω


Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Το φάντασμα του Βύρωνα

 



Σε δρόμους σκονισμένους, υγρούς

το φάντασμά σου είδα να τριγυρνά

γυρεύοντας μεγαλεία ανύπαρκτα, ψευδή

Να ακούς και να διαβάζεις σε βρήκα

και το κεφάλι σου λυπημένος να κουνάς

ψάχνοντας για ήρωες λαμπρούς,

βρίσκεις ανθρωπάρια θλιβερά 

θεωρίες κούφιες να διατυπώνουν πομπωδώς

περήφανοι για την μιζέρια τους

Σε παρακολούθησα στους τάφους ανάμεσα

να κλαις πάνω από τους άδικα χαμένους

Εσύ τα νιάτα σου θυσίασες για μια ιδέα

για ανθρώπους που δεν γεννήθηκαν ποτέ,

ένας λόρδος που θυσιάστηκε για αγώνα δίκαιο

Μα πες μου Βύρωνα, ειλικρινά

άξιζε η θυσία τούτη, αυτά που έδωσες σε 

εκείνους που δε μπόρεσαν ποτέ ούτε να τα καταλάβουν

ούτε και τα ήθελαν ποτέ...

Αίμα

 


Τίμα το σπαθί που σε ελευθέρωσε

μα μη ξεχνάς

πως κι αυτό αίμα ανθρώπων έχυσε

A sacrifice to Dagon

 



The terrors of the seas, sons and daughters

of the ocean's deities

They came bringing mayhem and chaos

as they were singing their Leviathan song

Kraken's spawns set foot on shore,

a fishermen's village is no more

Murderers wearing a scaled skin

seeing through the eyes of a shark

Acts of hatred unspeakable took place

under the light of the moon

a sacrifice to Dagon the Great

The shore is painted red,

the beach has now the scent of death

be afraid of the children of the people of the land

and the offsprings of the abyss

make no deals with their kind

because they always come to collect

Ο άγγελος

 


Βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο. Βυθισμένος στις σκέψεις του και εντελώς μηχανικά βγήκε στο μπαλκόνι του. Κοίταξε κάτω στο δρόμο. Αυτό το κομμάτι της πόλης ήταν συνήθως ήσυχο. Αυτό το βράδυ όμως πολλοί άνθρωποι πηγαινοέρχονταν. Άνθρωποι. Τι παράξενα πλάσματα! Ποτέ δεν τους κατάλαβε. Αν και φτιαγμένοι για μεγαλεία και υψηλές πτήσεις, αρέσκονται να κυλιούνται στο χώμα και να ευφραίνονται στα καταγώγια. Τι μυστήριο η ανθρώπινη ψυχή! Είχε δει τόσα και τόσα μυστήρια τα εκατομμύρια χρόνια που ζούσε αλλά τίποτα τόσο παράδοξο όσο η ανθρωπότητα. Θυμήθηκε κάποια από αυτά που είχε ζήσει. Τη μεγάλη μάχη στους ουρανούς. Την εξορία των Πρωτοπλάστων, τη τιμωρία του ερπετού, τη Γέννηση και την Ανάσταση. Όλα τα κατανοούσε, όλα τα καταλάβαινε. Αλλά τους ανθρώπους όχι. Αποφάσισε να ζήσει ανάμεσά τους. Αιώνες τώρα είχε κρύψει τα φτερά και τα όπλα του. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Χώρες παράξενες, υπαίθρους και πόλεις. Είχε μείνει σε αγροτόσπιτα και ουρανοξύστες. Σε παλάτια και παράγκες. Αλλά το μυστήριο παρέμενε ανεξιχνίαστο. Έβρισκε την καθαρότητα μέσα στους ρύπους και το μεγαλείο μέσα στην αθλιότητα. Την κακία μέσα σε καλοχτισμένα παλάτια και τη μιζέρια μέσα στο χρυσάφι. Όλες αυτές οι σκέψεις γύριζαν μέσα στο κεφάλι του και του προκαλούσαν πονοκέφαλο. Ένιωθε τα άστρα να τον καούν να πετάξει ανάμεσά τους. Σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα του έκανε καλό. Απελευθέρωσε τα φτερά του και πέταξε ψηλά. Κοίταξε κάτω στη γη. Είδε με τα αγγελικά του μάτια την Εδέμ και τα Σόδομα. Το θρίαμβο και τη τραγωδία. Την αρετή και τη κτηνωδία. Διέκοψε την πτήση του και επέστρεψε στο διαμέρισμα. Αυτό για το οποίο είχε ανταλλάξει το σύμπαν ολόκληρο αφού αντί να πετά σε κάθε μήκος και πλάτος της δημιουργίας τώρα βαδίζει ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ενός μικρού δωματίου. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε ξανά τους ανθρώπους που, λιγότεροι πια αφού η ώρα είχε περάσει, περπατούσαν στα πεζοδρόμια της γειτονιάς του. Πού και πού κάποιο αυτοκίνητο με τα φώτα του πρόσθετε στο δημόσιο φωτισμό. Σκέφτηκε ξανά τους ανθρώπους. Τέτοιο παράδοξο πλάσμα δεν είχε συναντήσει σε ολόκληρο το σύμπαν... 

… ἦρθε μία μέρα ἕνα φῶς

 


https://www.isagiastriados.com/index.php/articles/diafora-2/7612-gi-afto-klaio-ki-ego

Ἡγουμένου Πορφυρίου

Ἀρχή ἤ τέλος

τέλος πάντων

δέν ἦρθε ἀκόμη

καί δέν μπορῶ νά πῶ

ἄν περιμένω καί κάτι

ἄλλο νά μοῦ γεμίζει φῶς τά ἐντός

ἐπέκεινα παντός

νοήματος κι αἰσθήματος.

Ὑπάρχουν κι ἄλλοι χῶροι

ἐπέκεινα ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα

καί ἐκεῖ ὑπάρχω

τί κι ἄν ἀκόμα ἐκεῖ δέν ἔφτασα.

 

… ἦρθε μία μέρα ἕνα φῶς

ἐκεῖ πού ἤμουν μοναχός

καί μ’ ἄνοιξε τά μάτια.

Στη καλύβα της Μπάμπα Γιάγκα

 


Η πεταλούδα πέταξε ενοχλημένη από τον ήχο των ποδιών μου πάνω στα  ξεραμένα χόρτα και τα πεσμένα κλαδιά. Η αλήθεια είναι πως ήταν τερατώδης η παραφωνία του βηματισμού μου μέσα στην αρμονία της φύσης. Το κελάηδημα των πουλιών, το βούισμα των εντόμων και οι ήχοι από τις βιαστικές κινήσεις των άγριων ζώων του δάσους συνέθεταν μια ραψωδία για ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα αυτιά. Προχωρώντας βαθύτερα στο δάσος διέκρινα αρχικά μια αλλαγή στον αέρα. Ο γλυκός αρωματισμένος από τα λουλούδια αέρας ο οποίος μετέφερε τη μελωδία των πλασμάτων του δάσους τώρα είχε γίνει ψυχρός και βαρύς. Μια αίσθηση υγρασίας με καταπλάκωνε καθώς προχωρούσα ενώ γύρω μου ο τόπος σκοτείνιαζε αφού οι πολύ πυκνές φυλλωσιές των δέντρων δεν επέτρεπαν στις ακτίνες του  ήλιου να φτάσουν μέχρι το έδαφος. Επιπλέον μια παράξενη σιωπή απλωνόταν σε όλο το μέρος. Οι ήχοι των κατοίκων του δάσους εδώ φαίνεται πως δεν είχαν θέση. Παρ' όλα αυτά προχώρησα. Φοβόμουν είναι η αλήθεια αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω τώρα ενώ είχα φτάσει τόσο κοντά. Πλέον ο αέρας ήταν τόσο πυκνός και το φως τόσο λιγοστό που δυσκολευόμουν πάρα πολύ στο περπάτημα. Συνέχισα όμως. Και μετά από λίγο, οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Μπροστά μου στεκόταν μια καλύβα. Μια πολύ παλιά ετοιμόρροπη ξύλινη καλύβα η οποία στεκόταν πάνω σε δυο πόδια κότας. Πάνω από τη σκεπή πετούσε γελώντας αποκρουστικά μια μάγισσα μέσα σε ένα γουδί κραδαίνοντας το γουδοχέρι. Μόλις με είδε έκοψε ταχύτητα και χαμήλωσε τη πτήση της. Πλησίασε και με κοίταξε με τα σκοτεινά της μάτια. Μόλις είδε τι κρατούσε στα χέρια ξέσπασε σε ένα τρελό γέλιο και πέταξε μέσα στη καλύβα της. Δευτερόλεπτα αργότερα μια ανεμόσκαλα ξετυλίχτηκε από τη πόρτα της καλύβας και έφτασε ως κάτω στο έδαφος. Η γριά μάγισσα ξεπρόβαλλε κάνοντάς μου νόημα να ανέβω πάνω. Μπήκα στο εσωτερικό της καλύβας αφού σκαρφάλωσα στη σκάλα ανάμεσα στα δύο κοτοπόδαρα, τα οποία πού και πού σηκώνονταν εναλλάξ για να ξύσουν τους ξύλινους τοίχους και τη σκεπή. Σε ένα παλιό τραπέζι καθισμένη, με περίμενε η μάγισσα με δύο ποτήρια με καυτό κοκκινωπό τσάι σερβιρισμένo. Μου έγνεψε να κάτσω. Με περιεργάστηκε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στο κακάσχημο στόμα της σχηματισμένο. Άπλωσε το χέρι της. Της έδωσα αυτό που όφειλα. Τη σκόνη από τους τελευταίους τρεις εφιάλτες που είχα δει. Είχα καταφέρει με πολύ κόπο να τη μαζέψω και να τη φυλάξω. Τη μύρισε και την έριξε μέσα στο ποτήρι της. Ήπιε το τσάι το ανακατεμένο με τη σκόνη των εφιαλτών μου, με κοίταξε και γέλασε υστερικά. Έβαλε το δάχτυλο μέσα στο ποτήρι και πήρε λίγο από το κατακάθι που είχε σχηματιστεί στο πάτο. Άπλωσε αυτή την βρωμερή λάσπη στα μάτια μου. Μου έδωσε το ποτήρι μου και ήπια το τσάι που είχε μέσα. Η μάγισσα γέλασε ξανά. "Η ανάμνηση που ήθελες να χαθεί, χάθηκε. Αλλά τώρα τα όνειρά σου μου ανήκουν! Άξιζε η ανταλλαγή;" με ρώτησε με τη στριγκιά φωνή της. "Η ανάμνηση με πονούσε αλλά ήταν και το μόνο ενδιαφέρον στα όνειρά μου. Αντάλλαξα τον πόνο με τη νοστιμιά. Δε ξέρω αν άξιζε, ξέρω ότι δεν άντεχα τον πόνο πια. Θα δούμε". "Ναι θα δούμε" είπε η μάγισσα και άρχισε να γελάει καθώς άρχισα να νιώθω μια ζαλάδα η οποία ραγδαία μετατράπηκε σε λιποθυμία. Όταν συνήλθα ήμουν στο κρεβάτι μου. Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Ούτε τι ήταν αυτό που τόσο ήθελα να ξεχάσω θυμάμαι ούτε όμως τι χρώμα έχουν τα όνειρα μου γνωρίζω πια...

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Το ελιξήριο

 


Ο αλχημιστής ανάμιξε τα ξένα υλικά

για να ξεκλειδώσει της ζωής τα μυστικά

κοίταξε μία τον ουρανό και μία τη φωτιά

είδε πως χορεύουνε άστρα και στοιχειά

το μυαλό του δεν άντεξε τούτη τη γητειά

έμεινε χωρίς ψυχή, με μία κενή ματιά



Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Η καλύβα...



Δε θυμάμαι πως τα βήματά μου με οδήγησαν σε εκείνη την ορεινή περιοχή. Όπως πάντα από κάτι θα ήθελα να ξεφύγω. Πιθανόν από εμένα τον ίδιο ή ίσως από την κακοτυχία μου. Μόλις έφτασα στη κορυφή του υψώματος που είχα μπροστά μου, σκαρφαλώνοντας κάπως άτσαλα είναι η αλήθεια πάνω στον βραχώδη όγκο που βρέθηκε μπροστά μου αφήνοντας κάμποσες πέτρες να κατρακυλάνε σε κάθε μου προσπάθεια να ανεβώ πιο ψηλά, έμεινα για λίγη ώρα ακίνητος προσπαθώντας να βρω την ανάσα μου από τη μία και σαστισμένος από την άγρια ομορφιά του τοπίου από την άλλη. Στις πλαγιές που απλώνονταν μπροστά μου, είχε στρωθεί ένα χαλί από πυκνά πεύκα και βελανιδιές. Μετά από λίγο και αφού τα μάτια μου συνήθισαν την απόκοσμη απεραντοσύνη του τοπίου διέκρινα κάτι εντελώς αταίριαστο με τη περιοχή. Μέσα σε αυτή την απόλυτη απομόνωση, μέσα στο θρίαμβο της απάτητης, άγριας φύσης, εκεί όπου οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τα πουλιά, κάποια αγρίμια που έτρεχαν βιαστικά εδώ κι εκεί και τον αέρα που σφύριζε ώρες ώρες μέσα από τα κλαδιά των δέντρων υπήρχε μια ξύλινη καλύβα. Απόρησα με το γεγονός πως χρειάστηκα τόση ώρα για να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή της αφού δε θα ήταν πάνω από πεντακόσια μέτρα μακριά από το σημείο που βρισκόμουν. Με ένα μείγμα περιέργειας και φόβου πλησίασα τη καλύβα. Στα είκοσι περίπου μέτρα θα πρέπει αν ήμουν όταν εντόπισα κίνηση από μέσα. Στάθηκα ακίνητος. Δεν ήξερα να θα έπρεπε να προχωρήσω. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ένας παράξενος στην εμφάνιση, με παλιά ρούχα, μακριά άσπρα μαλλιά και μια απεριποίητη γενειάδα γέρος ξεπρόβαλλε από μέσα ρίχνοντάς μου ένα ψυχρό βλέμμα. Μου έκανε νεύμα να περάσω μέσα. Σαν υπνωτισμένος τον ακολούθησα. Ένα μείγμα έκπληξης και τρόμου κατέλαβε τη σκέψη όταν η πόρτα έκλεισε και μπροστά ανοίχτηκε το χάος. Μέσα στη καλύβα οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου όπως τις γνωρίζουμε καμία εφαρμογή και καμία σημασία δεν είχαν. Αμέτρητες οδοί και μονοπάτια που οδηγούσαν ακόμα και στις πιο μακρινές περιοχές του σύμπαντος, τόσο νέες που ακόμα βρίσκονταν στην διαδικασία της δημιουργίας αλλά και τόσο παλιές που σίγουρα είχαν γεννηθεί κλάσματα του δευτερολέπτου αφότου ακούστηκε το "γεννηθήτω φως" από το Θεό. Μπορούσα να δω μυριάδες μορφές ζωής με σχήματα απερίγραπτα και συνήθειες φρικαλέες μα και θείες ταυτόχρονα. Τινάχτηκα σαν να με χτύπησε ρεύμα όταν ένιωσα το αριστερό χέρι του παράξενου γέρου στον ώμο μου. Με το δεξί μου πρόσφερε ένα παράξενο λουλούδι, μαύρο στο χρώμα, με πέταλα ζωντανά και στο κέντρο ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο...πρόσωπο. Δίστασα να το πάρω μα ο γέρος επέμεινε με τις κινήσεις του. Τελικά το πήρα. Αυτό άλλαξε αμέσως και από λουλούδι μεταμορφώθηκε σε κλειδί. Ο γέρος άρχισε να γελά δυνατά, σχεδόν υστερικά, ενώ μπροστά στα μάτια μου αρχικά η σάρκα του και στη συνέχεια και τα οστά του μετατράπηκαν σε σκόνη. Έμεινα εμβρόντητος για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τρομαγμένος έτρεξα να φύγω. Πόρτα όμως δεν υπήρχε πουθενά. Χτυπούσα για κάμποση ώρα με τα χέρια μου τους ξύλινους τοίχους της καλύβας μέχρι που κουράστηκα και τα χέρια μου μάτωσαν. Κοίταξα ξανά απελπισμένος. Δε πίστευα στα μάτια μου. Μπροστά μου στη μέση του τοίχου υπήρχε μια κλειδαριά. Έβαλα το κλειδί, το μεταμορφωμένο σε κλειδί λουλούδι, και αμέσως μια πόρτα εμφανίστηκε και άνοιξε. Βγήκα έξω τρέχοντας προσπαθώντας να απομακρυνθώ από τη καλύβα το γρηγορότερο δυνατόν. Δε πρόλαβα να κάνω είκοσι μέτρα όταν μια αόρατη δύναμη με τράβηξε βίαια μέσα στη καλύβα και έκλεισε τη πόρτα. Μέσα στο χωρίς διαστάσεις και με άπειρες πύλες δωμάτιο βρισκόταν ένα τραπεζάκι και πάνω στο τραπεζάκι ένα σημείωμα. Πλησίασα το χοντροκομμένο ξύλινο έπιπλο, πήρα το σημείωμα στα χέρια μου και διαβάζοντάς το έφριξα. Έγραφε: "Είσαι πια ο κάτοχος του κλειδιού και φύλακας των περασμάτων. Η δική μου σκοπιά έφτασε στο τέλος της. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις πύλες και τις οδούς αλλά πάντα θα γυρίζεις εδώ. Αντίο". Δεν ξέρω από τι προσπαθούσα να ξεφύγω όταν ανέβηκα σε εκείνο το απομονωμένο μέρος. Αλλά τώρα έχω ολόκληρο το σύμπαν για να διατρέξω. Έστω κι αν χρειάζεται πάντα να επιστρέφω...



Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Τριζόνι

 


O ήλιος τόσο φωτεινός 

τα μάτια του σκοτώνει

όποιος στο διάβολο χρωστά

στην ώρα του πληρώνει

κάποτε στον έρωτα ορκιζόταν

τώρα μόνο σκόνη

μόνη θαρρεί παρηγοριά

η πτώση απ' το μπαλκόνι

γνώμη άλλαξε σαν άκουσε

πώς τραγουδάει το τριζόνι

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

The fairy and the giant - H νεράιδα και ο γίγαντας

 


Once I met a little glowing fairy girl. She was so cute and sweet. Always singing happily. I invite her to come in my home and drink some coffee. We sat together and talked about a lot of things. She told me how much in love she was with a giant living up on a sad mountain top. It was a place so depressing that even the dancing stars were falling from the nightsky there. The giant lacked of any colour, he was constantly dark like a living black hole walking on the earth. She was the only light he had. He was taking her gently in his blackest hand lifting her closer to his chest. Then her light was warming him inside out and that was the only moment he was able to smile. And that was when the stars weren't falling anymore. They began dancing again. I sipped the last of my coffee and said to the firy "you're a lucky bright girl and this dark giant of yours should be a a really happy black titan to have your light in his life". She smiles, walked to the door and said "farewell" sending me a butterfly kiss. I still have this colorful kiss flyin all over my room and I sometimes think about the the bright light fairy in the dark giant's hand.


Κάποτε είδα μια μικρή λαμπερή νεραϊδούλα. Ήταν τόσο χαριτωμένη και γλυκιά. Πάντα τραγουδούσε χαρούμενη. Την κάλεσα να έρθει στο σπίτι μου και να πιούμε έναν καφέ. Καθίσαμε μαζί και μιλήσαμε για πολλά πράγματα. Μου είπε πόσο ερωτευμένη ήταν με έναν γίγαντα που ζούσε σε μια θλιβερή βουνοκορφή. Ήταν ένα μέρος τόσο καταθλιπτικό που ακόμη και τα αστέρια που χορεύανε εκεί έπεφταν από τον νυχτερινό ουρανό. Ο γίγαντας δεν είχε παντελή έλλειψη χρώματος, ήταν συνεχώς σκοτεινός, σαν μια ζωντανή μαύρη τρύπα που περπατούσε στη γη. Αυτή ήταν το μόνο φως που είχε. Την έπαιρνε απαλά στο κατάμαυρο  χέρι του φέρνοντάς την κοντά στο στήθος του. Τότε το φως της τον ζέσταινε μέσα κι  έξω και αυτή ήταν η μόνη στιγμή που μπορούσε να χαμογελάσει. Και ήταν τότε που τα αστέρια δεν έπεφταν πια. Άρχιζαν πάλι να χορεύουν. Ήπια τον τελευταίο μου καφέ και είπα στη νεράιδα "είσαι ένα τυχερό λαμπερό κορίτσι και  ο σκοτεινός σου γίγαντας σου θα πρέπει να είναι ένας πραγματικά χαρούμενος μαύρος τιτάνας που έχει το φως σου στη ζωή του". Χαμογέλασε, προχώρησε προς την πόρτα και είπε «αντίο» στέλνοντάς μου μια πεταλούδα-φιλί. Έχω ακόμα αυτό το πολύχρωμο φιλί να πετάει σε όλο το δωμάτιό μου και μερικές φορές σκέφτομαι τη λαμπερή νεράιδα στο χέρι του σκοτεινού γίγαντα.



Κιτσούνε



Ο ήχος της καμπάνας ήταν τόσο μακρινός που στάθηκε αδύνατον να με ξυπνήσει. Δε θα μπορούσε να μου κάνει μεγαλύτερο δώρο ο θεός εκείνη την ώρα από ένα ξύπνημα. Παρέμεινα έτσι παγιδευμένος στου ύπνου την αρπάγη, εγκλωβισμένος στο δαιδαλώδες μέγαρο του εφιάλτη. Εκεί όπου η διαφυγή περνά μέσα από λαβυρίνθους τόσο πολύπλοκους που ούτε ο ίδιος ο δημιουργός τους δε θα μπορούσε να βρει διέξοδο. Εκεί όπου σε κάθε σκιά παραμονεύουν φόβοι και πλάσματα τερατώδη. Και τι πιο τερατώδες από τον ίδιο σου τον εαυτό; Από αυτόν που κρύβεις καλά βαθιά μέσα σου και που δε τολμάς ποτέ ούτε καν αν σκεφτείς να τον αντικρίσεις. Εκεί που αν αντέξεις και δε ξυπνήσεις κάθιδρος και συνεχίσεις την κάθοδό σου στην καρδιά αυτού του σκοτεινού πλάσματος που είναι ο πραγματικός σου εαυτός θα αντικρίσεις αυτό που πραγματικά σε κάνει να παραλύεις. Αυτή τη φορά δε με έσωσε κάποιο λυτρωτικό ξύπνημα. Όχι. Ολοκλήρωσα τη διαδρομή μέσα από τα σκοτάδια του τρομερού λαβύρινθου, μέχρι που έφτασα στη κατοικία του Μινωταύρου. Όμως εκεί δε βρισκόταν κανένα θηρίο μισό άνθρωπος και μισό ταύρος. Εκεί βρισκόμουν εγώ σε όλη τη μεγαλόπρεπη κτηνώδη φύση που κρύβω. Στάθηκα απέναντι σε αυτό το μισητό πλάσμα και το κοίταξα θαρραλέα. Αυτό τότε γέλασε σαρκαστικά και με μια του κίνηση έβαλε τα χέρια του στη θέση που θα έπρεπε να βρίσκεται η καρδιά του και σκίζοντας τη σάρκα του μου έδειξε τον μεγαλύτερο φόβο μου. Στεκόταν με ένα ειρωνικό χαμόγελο και με κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της. Όσες εικόνες κι αν είχα σβήσει από τη μνήμη μου με κόπο επανήλθαν μονομιάς. Ντυμένη με μαύρα αέρινα ρούχα άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μου υφαίνοντας μια ακόμα από τις παλιές γητειές  της. Ένιωθα να με τυλίγουν όπως ο ιστός της αράχνης τυλίγει την αδύναμη να αντιδράσει μύγα. Άπλωσα το χέρι μου προς τον ουρανό με μια κίνηση απεγνωσμένη. Μια κόκκινη λάμψη, μια αλεπού φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων και των θρύλων πέταξε από πάνω μου. Ενστικτωδώς άρπαξα μία από τις  επτά ουρές της. Σηκώθηκα στον αέρα και κατανικώντας την έκπληξή μου γαντζώθηκα επάνω της. Ένιωσα τα χέρια μου να βυθίζονται μέσα στη πορφυρή γούνα της ιπτάμενης αλεπούς. Πέταξα μαζί της μέχρι την άκρη του ονειρόκοσμου και όταν φτάσαμε εκεί προσγειώθηκε απαλά αφήνοντας με να κατέβω στο έδαφος. Μου έριξε ένα ζεστό  βλέμμα και η λάμψη που ξεπήδησε από τα μάτια της με ξύπνησε. Άκουσα ξανά τη καμπάνα να χτυπά. Ο ήχος της ήταν πολύ μακρινός για να με ξυπνήσει...


Κιτσούνε: πνεύμα των ιαπωνικών θρύλων που συνήθως έχει τη μορφή αλεπούς με επτά ουρές

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Οι άγγελοι θρηνούν



Ο ήλιος βγαίνει ξανά

ρίχνει το φως του και

τη ζεστασιά του

Το φεγγάρι τον διαδέχεται

κάθε νύχτα σαν τίποτα

να μην έχει αλλάξει

Τα πουλιά κελαηδούν

και τα αγρίμια τα μονοπάτια τους 

όπως πάντα ακολουθούν

Οι άνθρωποι, μέχρι κι αυτοί  

γυρίσαν στις δουλειές τους

σαν και πριν

Δεν έμειναν όμως όλα 

τα ίδια

Αν περάσεις από εκεί 

κάνε ησυχία, μη μιλήσεις

Στη σιωπή θα ακούσεις

πως ακόμα οι άγγελοι θρηνούν

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

On this foggy night - Τούτη την ομιχλώδη νύχτα

 



On this foggy night

a tree's shadow dances

under the moonlight


Τούτη την ομιχλώδη νύχτα

χορεύει του δέντρου η σκιά  

στο σεληνόφως

 

The dream fairy - Η νεράιδα των ονείρων

 



Mistress of nighttime

tied her swing on the stars

Listening to the songs of sleep

made her happy


Η Κυρά της νύχτας

έδεσε τη κούνια της στ' αστέρια

Ακούγοντας του ύπνου τα τραγούδια

πλημμύρισε χαρά

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Σκοτεινό φως

 



Φως 

αβάστακτα λαμπερό,

μου έγινες σκοτάδι



Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Στη λιμνούλα



Η σαλαμάνδρα βούτηξε αθόρυβα στη λιμνούλα. Τα νερά ταράχτηκαν καθώς κουβάλησε μαζί της μια σειρά από ελπίδες που ποτέ δε γεννήθηκαν στις σκέψεις των ανθρώπων. Μικρές λαμπερές σφαίρες που χαρούμενα παίζουν στο βυθό της λίμνης με άλλα ξεχασμένα όνειρα. Ένας μικρός βάτραχος καθισμένος πάνω σε ένα μικρό ολόλευκο βραχάκι, ξασπρισμένο από το νερό και τον ήλιο, τους τραγουδούσε μια μπαλάντα για τον έρωτα και τον θάνατο. Άλλωστε οι δύο αυτές καταστάσεις μοιάζουν τόσο πολύ όπως πάντα έλεγε η πολύχρωμη λιβελούλα που με τόση χάρη χορεύει πάνω από τα νούφαρα στο κέντρο της λιμνούλας. Σιγά σιγά το χρώμα των ελπίδων αρχίζει και ξεθωριάζει μέχρι που γίνονται σκοτεινές και παίρνουν τη θέση τους ανάμεσα στα πετραδάκια που μπορεί κανείς να βρει στο πάτο της λίμνης. Κάποιοι λένε πως όλα αυτά τα πετραδάκια είναι αγέννητες ελπίδες και πεθαμένα όνειρα. Άλλοι πάλι λένε πως δε χάθηκαν και δεν πέθαναν. Πως απλά κοιμούνται και περιμένουν να πέσει πάνω τους λίγη από τη λάμψη της πανσελήνου για να ξυπνήσουν και πάλι και να βγουν από το νερό σε αναζήτηση των καρδιών που τα κρατούσαν καλά φυλαγμένα μέχρι που τους ξεγλίστρησαν αφού αποσπάστηκαν από τα παιχνίδια των νόων. Το μικρό νερόφιδο που φωλιάζει στην υγρή όχθη ακούγοντας αυτές τις ιστορίες γελά ειρωνικά και υποστηρίζει πως ποτέ ο,τιδήποτε κι αν έπεσε στη λίμνη και σκοτείνιασε δε βγήκε από εκεί μέσα. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε γεννώντας μικρές ρυτίδες στην επιφάνεια της λίμνης. Το φως του γεμάτου φεγγαριού χάθηκε μέσα στους λεπτούς κυματισμούς και δε μπόρεσε να φτάσει στο βυθό. Τα όνειρα και οι ελπίδες θα συνεχίσουν τον ύπνο τους για λίγο ακόμα. Ένας λυπημένος αναστεναγμός ακούστηκε μέσα από το καβούκι μιας χελωνίτσας η οποία συνέχισε να κοιμάται και να ονειρεύεται μέσα του... 

Μικρό διαμάντι

 


Μικρό διαμάντι,

λίθο ακριβό κρατώ

Ένα δάκρυ σου

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη

 


https://www.isagiastriados.com/index.php/articles/diafora-2/7533-apolelysai-tis-astheneias-sou

Νίκου Καρούζου




Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη


και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.


Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες -


και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας


όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.

Ανοιξιάτικη βροχή

 


Με απόπλυνε

της άνοιξης η βροχή

Ίχνος λύπης πια

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Το ταξίδι του τσακαλιού

 


Το τσακάλι στάθηκε στη μέση του δάσους. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοιτώντας το ολόγιομο φεγγάρι άφησε ένα μελαγχολικό ουρλιαχτό. Τα δέντρα γύρω του ανατρίχιασαν και το τρέμουλό τους έφτασε μέχρι τις παρυφές των ονείρων. Ξύπνησε τις φωτιές των φάρων που φωτίζουν τη πορεία των ταξιδιωτών οι οποίοι μέσα στη νύχτα αφήνουν τα σώματά τους για να βρεθούν σε χώρες που ανθρώπινο μέσο δε μπορεί να φτάσει. Σε μέρη που ούτε και οι άνεμοι της ερήμου δεν καταφέρνουν να πνεύσουν και που η άμμος που μεταφέρουν βρίσκουν απροσπέλαστα εμπόδια που τη σταματούν. Εκεί φυτρώνουν λουλούδια που τα χρώματα των πετάλων τους και τα αρώματά τους μπορούν να αφυπνίσουν τις κρυμμένες αναμνήσεις που οι άνθρωποι διατηρούν σε κατάσταση ύπνωσης στο κομμάτι του εγκεφάλου τους που δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τη συνείδησή τους. Αναμνήσεις από την εποχή που ο Αδάμ για πρώτη φορά πάτησε το πόδι του έξω από τον κήπο της Εδέμ. Τότε που τα ερπετά μόλις έχαναν τα φτερά τους και ο θάνατος ξυπνούσε σαν πεινασμένο μωρό στη κούνια του και οι θεοί έβλεπαν για πρώτη φορά την εξουσία που οι άνθρωποι τους παραχωρούσαν στη φαντασία τους και μετέπειτα στη ζωή τους. Το τσακάλι σιώπησε και το δάσος ηρέμησε. Η πύλη έκλεισε και οι φάροι σκοτείνιασαν και πάλι. Οι ταξιδιώτες γνωρίζουν πως το ταξίδι τους σταμάτησε προσωρινά μα οι κόσμοι πέρα από τον ύπνο περιμένουν να τους υποδεχτούν και να τους σαγηνεύσουν. Στο επόμενο ουρλιαχτό του τσακαλιού...

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Κοσμόραμα

 


Με ξύπνησε ένα θλιμμένο τραγούδι. Μια σχεδόν πένθιμη μελωδία. Από που ερχόταν δε κατάλαβα στην αρχή. Κοίταξα γύρω μου. Οι τοίχοι τοι δωματίου είχαν εξαφανιστεί. Γύρω μου απλωνόταν απέραντο και ανείπωτο το σύμπαν. Αστερισμοί και νεφελώματα ξεδίπλωναν τις απόκρυφες πτυχές τους. Η μυστηριακή μουσική του διαστήματος γινόταν ολοένα και πιο δυνατή. Ο αρχέγονος ρυθμός της δημιουργίας καταλάμβανε ξανά το χώρο που πάντα του αναλογούσε. Κομήτες έπλεαν τριγύρω σαν φωτεινά αενάως κινούμενα στο άπειρο νησιά. Ήλιοι και πλανήτες γεννιόνταν και χάνονταν μέσα σε μια σταλαγματιά αιωνιότητας. Έκανα ένα βήμα προς στο άπειρο περνώντας δίπλα σε υπερκαινοφανείς αστέρες που πάλλονταν από τη φωτιά της χαοτικής τάξης που διαφεντεύει τον κόσμο. Είδα ουράνια σώματα να καταπίνονταν από απίστευτα σκοτεινές, αδηφάγες μαύρες τρύπες που με τη δύναμη της βαρύτητας πάλευαν να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους. Μακρινές εκρήξεις σηματοδοτούσαν τη γέννηση και το θάνατο ολόκληρων γαλαξιών. Φτάνοντας στη πηγή του οράματος ένα φως τόσο εκτυφλωτικό που κατέληγε σε σκοτάδι με ξύπνησε. Πάνω από το πρόσωπό μου μια πεταλούδα της νύχτας πετούσε χτυπώντας δυνατά τα φτερά της και αφήνοντας τη σκόνη που τα καλύπτει να πέφτει απαλά πάνω μου και να διεισδύει στο μυαλό μου. Άπλωσα το χέρι μου για να την αγγίξω. Τότε αυτή χάθηκε μέσα σε μία αέρινη λίμνη φωτός. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η πόλη απλωνόταν θλιμμένη και σκοτεινή περιμένοντας το ξημέρωμα που θα αργούσε λίγες ώρες ακόμα. Ψηλά στον ουρανό μια θλιμμένη μελωδία και ένα πένθιμο τραγούδι γέμιζαν τον κενό χώρο του διαστήματος...

Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Η κηδεία των αστεριών

 


Θάφτηκαν τα αστέρια σε μια νύχτα μέσα·

τα τραγούδια τους έγιναν φαντάσματα

που θα στοιχειώνουν για πάντα την ηχώ του παρόντος

Το θαμμένο λιμάνι



https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-tzoyzepe-oyngkareti-1888-1970/

Φτάνει μόλις εκεί

μια στιγμούλα ν ’αγγίξει

ο ποιητής

Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει

με τα τραγούδια του

που τα σκορπάει


Από μια τέτοια ποίηση δεν

μου απομένει πάρεξ

ένα κάτι ελάχιστο

θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου.


Giuseppe Ungaretti


Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Ονειρικός ουρανός

 


Ακολούθησα μια σειρά ματωμένων ονείρων. Περπατούσαν κλαίγοντας αλλά δεν άφηναν τα δάκρυά τους να πέσουν κάτω. Το καθένα τους τα μάζευε σε ένα δοχείο που κρατούσε. Μέσα από μυριάδες μονοπάτια πόνου, θλίψης και οδύνης. Από πάνω μου κοράκια και περιστέρια πετούσαν μεταφέροντας μηνύματα από χώρες πέρα από τα όρια του ανθρώπινου νου. Τα όνειρα άλλαζαν πορεία και ρυθμό συνεχώς. Το μόνο που έμενε σταθερό ήταν η θρηνωδία. Ένα μελαγχολικό τραγούδι που πλάκωνε τη καρδιά του ακροατή. Αισθάνθηκα ένα δυσβάσταχτο βάρος να πιέζει το στήθος μου. Πίστεψα πως θα με συνθλίψει. Δε σταμάτησα να τρέχω ξοπίσω τους. Περάσαμε μέσα από δάση σκοτεινά, γεμάτα με ξεραμένα δέντρα που κρυφογελούσαν πονηρά ακούγοντας το μοιρολόι των ονείρων. Εκεί μόνο κουκουβάγιες και νυχτερίδες πετούσαν σιωπηλά, φτιαγμένες από το ίδιο υλικό που φτιάχνονται οι μεγάλες θλίψεις. Στο έδαφος έτρεχαν δεξιά και αριστερά μαύροι κατάμαυροι αρουραίοι την ώρα που τη γη έσκαβαν καταβροχθίζοντας αχόρταγα το χώμα γεωσκώληκες φτιαγμένοι από αίμα. Τα πόδια μου κόβονταν και γρατζουνιόνταν σε κάθε μου βήμα από τα σαν μεταλλικά βάτα που είχαν καλύψει σαν χαλί το δάσος αυτό. Μετά από ώρες περάσαμε αυτή την απαίσια δασώδη έκταση και βγήκαμε σε μια ήρεμη κοιλάδα. Ήταν τόσο γαλήνια. Οι μυρωδιές από τα  αγριολούλουδα και τα χορταράκια που φύτρωναν παντού γέμιζαν τον αέρα. Ο νυχτερινός ουρανός ήταν φωτεινός και λαμπερός με τρόπο που δε μπορεί να περιγραφεί. Τα όνειρα σταμάτησαν τον θρηνητικό τους ύμνο. Άνοιξαν τα δοχεία τους, πήραν τα δάκρυα από μέσα και τα φύτεψαν απαλά σε ολόκληρη τη πεδιάδα. Μετά από λίγη ώρα υπέροχα φωτεινά λουλούδια ξεφύτρωσαν από τη γη. Ο ανθός του κάθε λουλουδιού έμοιαζε με πεταλούδα. Δε πέρασαν πολλά δευτερόλεπτα και οι πεταλούδες αποκόπηκαν από το υπόλοιπο φυτό. Γέμισαν τον αέρα σε μια καλά συντονισμένη στροβιλιζόμενη πτήση. Σιγά σιγά δημιούργησαν μια τεράστια σπειροειδή δίνη που κινούταν προς τον ουρανό. Οι πεταλούδες, πολύχρωμες και λαμπερές έφτασαν ψηλά στον ουρανό δημιουργώντας μια πλειάδα αστερισμών. Τα όνειρα δεν μάτωναν πια. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από μέσα τους. Αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους και το καθένα πήρε το δρόμο του. Μαγεμένος έμεινα για λίγο χαζεύοντας τον, στολισμένο από τα χρωματιστά αστέρια πια, ουρανό. Με βαριά βήματα από τη κούραση αλλά με καλύτερη διάθεση πήρα το δρόμο του γυρισμού στον κόσμο των ξυπνητών. Ήξερα πως σε αυτό το μέρος δε θα ξαναβρεθώ, μα για κάποιο λόγο δε με πείραζε...

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Χελιδόνια

 


Τα χελιδόνια

δε φέραν την Άνοιξη

μα πήραν ψυχές

Για τη Νιότη

 


https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-li-tai-po-701-762-2/

Μέσα στη μικρή λιμνούλα

βρίσκεται ένα περίπτερο από πράσινη

και άσπρη πορσελάνη.


Σαν τη ράχη ενός τίγρη

φτάνει γέρνοντας ως εκεί

η γέφυρα από νεφρίτη.


Μες στο σπιτάκι κάθονται φίλοι

με ρούχα όμορφα• πίνουν και συζητούν.

Μερικοί γράφουνε και στίχους.


Τα μεταξωτά μανίκια τους γλιστρούνε

προς τα πάνω, οι σκούφοι οι μεταξωτοί

κουρνιάζουν εύθυμα στο σβέρκο τους.


Πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης

το καθετί φαντάζει θαυμαστό

σαν σε καθρέφτη.



Στο περίπτερο από πράσινη

και άσπρη  πορσελάνη

τα πάντα είναι ταιριαστά

κι αρμονικά δεμένα μεταξύ τους.


Με μισοφέγγαρο μοιάζει η γεφυρούλα

με μια ανάποδη καμάρα από κάτω.

Φίλοι με ρούχα όμορφα πίνουν και συζητούν.


Λι-Τάι-Πο

Κρίνα

  


Κρίνα του αγρού

στενάζουν στη κοιλάδα

Ζωές χαμένες

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Επιτύμβιον




Σε τούτη τη γη

μόνο σκιές απόμειναν

με πόνο να ρωτούν 

ποιοι τους έκλεψαν το φως

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Ξύπνημα

 


Το όνειρό μου 

με ξύπνησε χθες βράδυ·

το πρόσωπό σου

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Κόκκινο

 




Οδυνηρό

κόκκινο χρώμα

έβαψε τις ράγες

Φτωχικό επίγραμμα



Αν τα πλούτη δε φέρνουν τη χαρά

και δε βασίζεται στο χρήμα η ευτυχία

τότε ας βροντοφωνάξω: "τι καλά!

που δε μου έμεινε στη τσέπη μία!"