Δε θυμάμαι πως τα βήματά μου με οδήγησαν σε εκείνη την ορεινή περιοχή. Όπως πάντα από κάτι θα ήθελα να ξεφύγω. Πιθανόν από εμένα τον ίδιο ή ίσως από την κακοτυχία μου. Μόλις έφτασα στη κορυφή του υψώματος που είχα μπροστά μου, σκαρφαλώνοντας κάπως άτσαλα είναι η αλήθεια πάνω στον βραχώδη όγκο που βρέθηκε μπροστά μου αφήνοντας κάμποσες πέτρες να κατρακυλάνε σε κάθε μου προσπάθεια να ανεβώ πιο ψηλά, έμεινα για λίγη ώρα ακίνητος προσπαθώντας να βρω την ανάσα μου από τη μία και σαστισμένος από την άγρια ομορφιά του τοπίου από την άλλη. Στις πλαγιές που απλώνονταν μπροστά μου, είχε στρωθεί ένα χαλί από πυκνά πεύκα και βελανιδιές. Μετά από λίγο και αφού τα μάτια μου συνήθισαν την απόκοσμη απεραντοσύνη του τοπίου διέκρινα κάτι εντελώς αταίριαστο με τη περιοχή. Μέσα σε αυτή την απόλυτη απομόνωση, μέσα στο θρίαμβο της απάτητης, άγριας φύσης, εκεί όπου οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τα πουλιά, κάποια αγρίμια που έτρεχαν βιαστικά εδώ κι εκεί και τον αέρα που σφύριζε ώρες ώρες μέσα από τα κλαδιά των δέντρων υπήρχε μια ξύλινη καλύβα. Απόρησα με το γεγονός πως χρειάστηκα τόση ώρα για να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή της αφού δε θα ήταν πάνω από πεντακόσια μέτρα μακριά από το σημείο που βρισκόμουν. Με ένα μείγμα περιέργειας και φόβου πλησίασα τη καλύβα. Στα είκοσι περίπου μέτρα θα πρέπει αν ήμουν όταν εντόπισα κίνηση από μέσα. Στάθηκα ακίνητος. Δεν ήξερα να θα έπρεπε να προχωρήσω. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ένας παράξενος στην εμφάνιση, με παλιά ρούχα, μακριά άσπρα μαλλιά και μια απεριποίητη γενειάδα γέρος ξεπρόβαλλε από μέσα ρίχνοντάς μου ένα ψυχρό βλέμμα. Μου έκανε νεύμα να περάσω μέσα. Σαν υπνωτισμένος τον ακολούθησα. Ένα μείγμα έκπληξης και τρόμου κατέλαβε τη σκέψη όταν η πόρτα έκλεισε και μπροστά ανοίχτηκε το χάος. Μέσα στη καλύβα οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου όπως τις γνωρίζουμε καμία εφαρμογή και καμία σημασία δεν είχαν. Αμέτρητες οδοί και μονοπάτια που οδηγούσαν ακόμα και στις πιο μακρινές περιοχές του σύμπαντος, τόσο νέες που ακόμα βρίσκονταν στην διαδικασία της δημιουργίας αλλά και τόσο παλιές που σίγουρα είχαν γεννηθεί κλάσματα του δευτερολέπτου αφότου ακούστηκε το "γεννηθήτω φως" από το Θεό. Μπορούσα να δω μυριάδες μορφές ζωής με σχήματα απερίγραπτα και συνήθειες φρικαλέες μα και θείες ταυτόχρονα. Τινάχτηκα σαν να με χτύπησε ρεύμα όταν ένιωσα το αριστερό χέρι του παράξενου γέρου στον ώμο μου. Με το δεξί μου πρόσφερε ένα παράξενο λουλούδι, μαύρο στο χρώμα, με πέταλα ζωντανά και στο κέντρο ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο...πρόσωπο. Δίστασα να το πάρω μα ο γέρος επέμεινε με τις κινήσεις του. Τελικά το πήρα. Αυτό άλλαξε αμέσως και από λουλούδι μεταμορφώθηκε σε κλειδί. Ο γέρος άρχισε να γελά δυνατά, σχεδόν υστερικά, ενώ μπροστά στα μάτια μου αρχικά η σάρκα του και στη συνέχεια και τα οστά του μετατράπηκαν σε σκόνη. Έμεινα εμβρόντητος για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τρομαγμένος έτρεξα να φύγω. Πόρτα όμως δεν υπήρχε πουθενά. Χτυπούσα για κάμποση ώρα με τα χέρια μου τους ξύλινους τοίχους της καλύβας μέχρι που κουράστηκα και τα χέρια μου μάτωσαν. Κοίταξα ξανά απελπισμένος. Δε πίστευα στα μάτια μου. Μπροστά μου στη μέση του τοίχου υπήρχε μια κλειδαριά. Έβαλα το κλειδί, το μεταμορφωμένο σε κλειδί λουλούδι, και αμέσως μια πόρτα εμφανίστηκε και άνοιξε. Βγήκα έξω τρέχοντας προσπαθώντας να απομακρυνθώ από τη καλύβα το γρηγορότερο δυνατόν. Δε πρόλαβα να κάνω είκοσι μέτρα όταν μια αόρατη δύναμη με τράβηξε βίαια μέσα στη καλύβα και έκλεισε τη πόρτα. Μέσα στο χωρίς διαστάσεις και με άπειρες πύλες δωμάτιο βρισκόταν ένα τραπεζάκι και πάνω στο τραπεζάκι ένα σημείωμα. Πλησίασα το χοντροκομμένο ξύλινο έπιπλο, πήρα το σημείωμα στα χέρια μου και διαβάζοντάς το έφριξα. Έγραφε: "Είσαι πια ο κάτοχος του κλειδιού και φύλακας των περασμάτων. Η δική μου σκοπιά έφτασε στο τέλος της. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις πύλες και τις οδούς αλλά πάντα θα γυρίζεις εδώ. Αντίο". Δεν ξέρω από τι προσπαθούσα να ξεφύγω όταν ανέβηκα σε εκείνο το απομονωμένο μέρος. Αλλά τώρα έχω ολόκληρο το σύμπαν για να διατρέξω. Έστω κι αν χρειάζεται πάντα να επιστρέφω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου