Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Το κενό

 


Στο ψυχρό κενό

που απλώνεται

ανάμεσα στα άστρα

τι είδους πλάσματα

κινούνται; 

Στη νεκρική σιωπή

που καλύπτει τον θάνατο 

των πλανητών

ποιοι εφιάλτες μπορούν 

άραγε να γεννηθούν;

Κάθε φορά που 

τον νυχτερινό κοιτάζω ουρανό

γιατί νιώθω βλέμματα 

μοχθηρά πάνω μου

καρφωμένα;

Και γιατί στη σιγαλιά 

της νύχτας 

γέλια άφατης κακίας 

αντηχούν;


Κύριος Χάιντ

 


Άκου τα νύχια που σκάβουν,

δε σκάβουν το χώμα 

διέξοδο για να βρουν 

μήτε σε τοίχο αναζητούν

μια πόρτα να ανοίξουν

Άκου το γρύλισμα του αγριμιού

δεν έρχεται βαθιά από κάποιο δάσος

ούτε από καμιά σπηλιά σκοτεινή

Δες στα μάτια μου τη φωτιά

δεν καθρεφτίζεται καθώς άγρια χόρτα καίει

Η ανάσα μου γίνεται βαριά

και τα δόντια μου τρίζω

άγνωστο το πρόσωπο που βλέπω

να καθρεφτίζεται απαίσιο, δαιμονικό

Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν

και το τέρας πια ελευθερώθηκε

αδέσμευτο, ασταμάτητο 

ένας αντίστροφος Αδάμ

πλασμένος κατά του ερπετού

την αρχέγονη εικόνα.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Μεσάνυχτα

 




Φοβάσαι τον καθρέφτη να κοιτάξεις

με μόνο φως, αυτό ενός κεριού;

Τρέμεις μήπως δεις 

-όπως οι ιστορίες λένε-

τον διάβολο τον ίδιο; 

Κοίτα ανόητε και κοίτα καλά

αυτό που σε τρομάζει δεν είναι

κάποιος δαίμονας που 

έρχεται από της κόλασης τα βάθη

Το είδωλό σου είναι αυτό που βλέπεις

-αυτό που τόσο λατρεύεις-

την αντανάκλαση κοιτάς 

αυτού που είναι ικανός

στη γη τη κόλαση να φέρει

----

εικόνα: Ertrigan the Demon της DC από τον Wayne Parker

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Το ξίφος



Στη κόκκινη 

άμμο της ερήμου 

ένας σκορπιός 

σέρνει την ουρά του 

Όπλο του το φαρμάκι 

και κατάρα του συνάμα 

με τούτο σκοτώνει τους εχθρούς 

κι από αυτό στο τέλος θα πεθάνει 

Τέτοιο είναι και το ξίφος μου 

που τους εχθρούς μου κόβει 

μέχρι επάνω μου να το στρέψω 



Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Λυκόφως-Χαραυγή

 


Όπως κάθε φορά 

κι απόψε ο ήλιος δύει

Δε θα είχε ενδιαφέρον

για μια μονάχα μέρα

το βράδυ ν' ανατείλει

κι όσοι περιμένουν τη νυχτιά

ένα ολόλαμπρο πρωινό 

να δούνε;

Απίθανο λες πως είναι 

και γελάς

Μα είναι πιο πιθανό 

το λυκόφως να γίνει χαραυγή

απ' το να μ' αγαπήσεις

κάποτε εσύ.

----

πίνακας: Kings River Canyon, California

Albert Bierstadt

1873 - 1874

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Μακρινή καταιγίδα

 



Σύννεφα στον ορίζοντα

και η μυρωδιά βροχής...

Δροσερό αεράκι φυσά 

της νεραντζιάς τα φύλλα 

κοιτάζω που τρεμουλιάζουν

Δε ξέσπασε η μπόρα 

μα δε πειράζει

Ας κρατήσει ο ουρανός

τις αστραπές του καλά δεμένες

και τα μπουμπουνητά του σιωπηλά

Θα περιμένω όσο χρειαστεί

να έρθει η καταιγίδα 

και τότε μέσα της να περπατήσω

ωσότου από τον ορατό τον κόσμο τούτο

αχνή και μακρινή

ανάμνηση να γίνω.

------

πίνακας: Landscape, Possibly the Isle of Wight or Richmond Hill

John Martin

Date: 1815

Οι στάχτες

 




πάρε της μάγισσας τις στάχτες

κουβάλα την κατάρα της

μύρισε τη μοχθηρή της φύση

νιώσε την οργή, το κακό, το μίσος...

πιάσε το γριμμόριο και ξεφύλλισέ το

δες τους δαίμονες που χορεύουν

στις μαύρες του σελίδες,

άκου τη στρεβλή τους μουσική

κράτα στα χέρια σου το σταυρό

σφίξε τον γερά και προσευχήσου

να μη χρειαστείς την προστασία του

από τούτες τις ακατανόμαστες ορδές...

κλάψε ανόητο ανθρωπάκι

άσε τον τρόμο την ανάσα να σου κόψει,

οι σκοτεινές ψαλμωδίες 

να στοιχειώσουν το μυαλό σου,

κλείσε την πόρτα αργά πριν να είναι

και τρέξε μακριά...όσο πιο μακριά μπορείς

Κθούλου

 


με κοίταξε χθες το βράδυ

μπορώ να σας ορκιστώ 

σε σας που με διαβάζετε

με ύφος σκωπτικό

Ακόμα κι αν δυσπιστείτε

σας διαβεβαιώνω 

πως δεν είναι τούτοι οι στίχοι

από αυτούς που συνηθίζω να σκαρώνω

κατάματα η άβυσσος 

κοίταξε στη ψυχή μου

η παράνοια πήρε στο μυαλό

τη θέση της λογικής μου

φρικαλέα πλάσματα 

και τόσο ψυχρό σκοτάδι

τέκνα ανίερα γελούν

οι κάτοικοι του άδη

στιγμή δεν έπαψαν

τα βδελύγματα να με γυροφέρνουν

με απαίσιες κραυγές μου θυμίζουν

πως θα με περιμένουν....

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Λαίδη Μπάθορυ

 


στων παρθένων το αίμα

λούζεσαι ζητώντας 

της νεότητας το αιώνιο

κλειδί. 

με τον πόνο τους 

ηρεμείς το τέρας 

που μέσα σου ουρλιάζει

ποτέ του δε χορταίνει

των βασανιστηρίων η λύκαινα

κόκκινα μάτια σε κοιτούν

και δόντια τρίζουν

μέσα από τη ψυχή σου.

το κάστρο σου πια δεν είναι

παρά ο μελλοντικός σου τάφος.

και καθώς το τελευταίο χτίζεται 

παράθυρο εσύ ήρεμη, μακάρια

χαμογελάς. 

ποτέ δε περπάτησε στη γη

τέρας τόσο όμορφο όσο εσύ

ποτέ μέρος δε βαπτίστηκε περισσότερο

στου αίματος τη βαριά οσμή

Τι να έμεινε από εκείνες τις αίθουσες

τους τοίχους τους καλοχτισμένους

ποιες ιστορίες ακόμα να διηγούνται

και πόσοι να ξυπνούν κάθιδροι τα βράδια

από τους εφιάλτες που ακόμα 

εσύ κατασκευάζεις;

Του λυκάνθρωπου ο πόνος

 


Η Κυριακή τελείωσε 

ξημέρωσε Δευτέρα

αυτός που ψάχνει λογική

βρίσκει συνήθως τρέλα

Σε λύκο μεταμορφώθηκα

σαν γέμισε η σελήνη

τώρα έχω πονοκέφαλο

και ψάχνω ασπιρίνη

Τριχωτός και άγριος

έτρεχα στα δάση 

οι ψύλλοι με κατάφαγαν

τα πέρναγ' αυτά η Λάσι;

Κρέας ωμό έφαγα 

και μάλλον ήπια αίμα

ίσως να ήπια και νερό

σε μολυσμένο ρέμα

Πώς να επιβίωσα

ένας Θεός το ξέρει

δαχτυλίδι είχα στο λαιμό

ποιου δάγκωσα το χέρι;

Για ύπνο τέλος έπεσα

με πόνους στη κοιλιά μου

ας είμαι τέρας πέρασα

κι εγώ το Γολγοθά μου

Μα τώρα ξύπνησα καλά

χωρίς να μοιάζω σκύλος

αλλά νομίζω μού 'μεινε

επάνω μου ένας ψύλλος

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Άμμος

 


 

στα πόδια σου ρίχνω

σκύλο νεκρό το πνεύμα μου

χαμένων επιθυμιών και 

ονείρων ματαιωμένων

αναδύεται οσμή

ρίξε μου άμμο της ερήμου

και σβήσε το όνομά μου

να μην ακούσει πια κανείς

τούτη την ιστορία, τούτο το 

κακόγουστο δράμα, 

το κακόφωνο μουσικό κομμάτι

που τόσο γλυκά έπαιζε 

ο σκληρόκαρδος αυλητής 

κλέβοντας για πάντα τα παιδιά

εκείνων που αθέτησαν την συμφωνία

δε θα πάρω εκδίκηση, μη φοβηθείς

εκείνος ο άνθρωπος δεν υπάρχει 

από καιρό, η σκόνη θε να με κάνει

κι εμένα σκόνη σε μια κλεψύδρα

μέσα το χρόνο να μετράω

 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Wendigo



πάνω στο βουνό

στο δάσος βαθιά

άφησα τη ψυχή μου

να κρυώνει

να πεινά

να πονά

δεν έψαξα να τη βρω

την άφησα εκεί

κομμάτι μου χαμένο

ποτέ να μη γυρίσει

μου είπαν πως την είδαν

κάποτε να τριγυρνά

να κυνηγά

να ουρλιάζει

να τρέφεται

με το δικό μου αίμα

ντυμένη 

τη δική μου παραφροσύνη

είπαν

πως κι εγώ ήμουν εκεί

κι ας ξέρω πως βρισκόμουν

μίλια μακριά...


Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Ομίχλες



 

σέρνομαι σε δρόμο

που δε θέλησα 

ποτέ να περπατήσω

δεμένος με φίδια

που με δαγκώνουν

στα χέρια, στα πόδια

καπνοί με τυλίγουν 

ενός διπλανού τεκέ

μα καμιά γαλήνη

και να! ξεπροβάλλει 

το πρόσωπό  σου

μα δε σκέφτομαι εσένα

ένα στοιχειό 

που σου μοιάζει

είναι αυτό που βλέπω

γέννημα των λιβανιών

που καίγονται ακόμα

γύρω μου

κι ο σκοπός μου

χαμένος στις ομίχλες





Το μοιρολόι ενός τέρατος



Ούτε ζωντανό με λένε 
μα ούτε και νεκρό
φτιαγμένος από έναν 
που ήθελε να γίνει θεός
δημιουργό
της εκδίκησης η γεύση
το στόμα δε γλυκαίνει πια
έγδαρα τα χέρια μου
όμως δε σβήστηκαν 
του αίματος οι λεκέδες 
αν ψυχή μέσα μου υπάρχει
ποιος μπορεί να μου το πει
κι ας χτυπάει μέσα μου καρδιά
τέρας για τον κόσμο κρύβομαι
και θάνατο πού να βρω;
ρωτάω δυνατά πότε
κι εγώ θα γαληνέψω
καμία απάντηση δεν έρχεται
το μίσος μου για τους ανθρώπους
φωτιά άσβεστη που καίει
υποδεέστερο μόνο από
την απέχθεια μου για τον εαυτό μου
----
εικόνας: Bernie Wrightson's Frankenstein

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Βασιλική παραφροσύνη





τρελός βασιλιάς
στο θρόνο του χτυπιέται
η ζέστη δεν υποχωρεί
ο πόνος δε μικραίνει
κι ας καίγεται η χώρα του
κεφάλια όσα κι αν πέφτουν
στους θεούς του ουρλιάζει
ζητά τη συνδρομή τους
αμίλητα είδωλα παραμένουν
χωρίς οίκτο, χωρίς λύπηση
των εχθρών τα πτώματα
ζωντάνεψαν ξανά
εφορμούν στη καρδιά
του βασιλείου που καταρρέει
κι αυτός πια γελά
στη παραφροσύνη παραδομένος
γιατί γνωρίζει πως τα τέρατα αυτά
ο ίδιος τα έχει γεννήσει
-----
πίνακας: Ναβουχοδονόσωρ, απεικόνιση του Ουίλλιαμ Μπλέικ για την κόλαση του Δάντη, 19ος αιώνας

Οι νόμοι της φιλοξενίας



https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-anastazioys-gkryn-1806-1876/

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποκαμωμένος

πέφτει στο πεδίο της μάχης,

εκεί όπου η ελευθερία έχυσε τις τελευταίες σταγόνες

του αίματός της,

εκεί όπου κέρδισε μια μεγάλη διάκριση,

χωρίς να την επιδιώξει,

μία ωραία πληγή ηρωισμού προβάλλει

μπροστά στο στήθος του.


Έτσι με στολισμένο το στήθος του

μ’ ένα λαμπρό κόκκινο τριαντάφυλλο,

στο χέρι τη λαβή του σπαθιού,

σπασμένο στον πόλεμο και κομματιασμένο,

περνά ο ήρωας στο έδαφος της Αυστρίας,

– ω, ας μην το πατούσε! –

Λεία που την εμπιστεύτηκε στα χέρια μας,

πλησιάζει τους δικούς μας και λέει:


«Αυτό για το οποίο σας ικετεύω, είναι λίγο!

Δώστε μου γάζες για επίδεσμο,

αφήστε να δροσιστώ με τον αέρα σας,

και να χαρώ στη χώρα σας!»

Πιο δυνατά από το στόμα του επισκέπτη

μιλά ρέοντας το ηρωικό αίμα του!

Και τον καλωσορίζουν και τον ενθαρρύνουν να μείνει:


«Το Μούνκατς είναι ένα όμορφο παλατάκι,

με καθαρό αέρα και ωραία θέα!

Στο μεταξύ περιοριστείτε μόνον

σ’ ένα μικρό παραθυράκι•


ο επίδεσμος δεν μπορεί να σας λείπει•

όπως στερεά και καλά σας ταιριάζει,

φαίνεται να είναι από σίδερο, σχεδόν ισοδυναμεί

με αλυσίδες».


Από τα κάγκελα του παραθύρου ο ήρωας των Ελλήνων

βλέπει κάτω το τοπίο,

όπου η μαγευτική άνοιξη βρισκόταν σε πλήρη άνθηση:

«Πώς μπορούν να ευωδιάζουν τα ρόδια,

να αφθονούν τα φρούτα και οι καρποί,

ζουμερά σταφύλια να σου γνέφουν δελεαστικά,

εκεί όπου καταπατείται

το δίκαιο της φιλοξενίας;»


Επτά ολόκληρα χρόνια τις αλυσίδες, έφερε

το τολμηρό λιοντάρι της ελευθερίας•

δες, τώρα τις λύνουν, για να βαδίσει ανάμεσά μας

πάλι ελεύθερο!

Όμως μόλις μετά από επτά ημέρες ο θάνατος

έσπασε την καρδιά του!

Πίστεψέ με, μου φαίνεται ότι πέθανε

για τη δική μας ελευθερία!


Μετάφραση: Λάμπρος Ηλ. Μυγδάλης, Νίκος Α. Παπαδόπουλος

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Κρόνοι




Το τραπέζι έχει στρωθεί
ο Κρόνος ο βασιλιάς
θα έρθει να καταβροχθίσει
τα ίδια τα παιδιά του
Φέρτε του κρασί
το γεύμα του να συνοδεύσει
αν και κάποτε θα ηττηθεί
πολλούς θ' αφήσει διαδόχους
Κρόνους νέους, πολυάριθμους
που σε τραπέζια 
επίσημα, γιορτινά
με λαιμαργία 
θα τρώνε τα παιδιά τους
----
Πίνακας: Saturn Devouring One of His Sons
Francisco Goya
Original Title: Saturno devorando a uno de sus niños
Date: 1819 - 1823

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Μάγισσες

 


Σε κάποιο δάσος μέσα 

νεράιδες χορεύουν 

σαν πεταλούδες που πετούν 

περαστικούς μαγεύουν

Κι αν το γεράκι έχει 

τόσο δυνατά φτερά

πως να τρυπήσει άραγε

φλεγόμενα νερά

Μ' αστέρια στόλισες 

τα όμορφα μαλλιά σου

για πάντα απ' τα χέρια μου

ξεγλίστρησ' η σκιά σου

Σε κύκλο άγριων μαγισσών 

η εικόνα σου πια σβήνει

ανάβω τα ξύλα στη πυρά 

 ----

Πίνακας: Witches in the Air

Francisco Goya

Original Title: Las brujas en el aire

Date: 1797 - 1798

Μανιταρόσουπα

 


Του χαμαιλέοντα η ουρά

χρώματα πόσ' αλλάζει

δώσε μου αν θες ένα φιλί

πριν πέσει ροζ χαλάζι

Άκου τ' ονείρου μου η ψυχή

για σένα πως σπαράζει

μια καταιγίδα από φτερά

ποτέ της δεν κοπάζει

Όσο και αν σε κυνήγησα

έμεινε το μαράζι

μανιτάρι ας γινόμουνα

για να σε κάνω χάζι

Και αν με αποκεφάλιζες

με περισσό το νάζι

μια πεταλούδα θα 'βαζα

τον πόνο μου να κράζει


Το ημερολόγιο ενός βρικόλακα

 


Μόλις σε είδα τα 'χασα

Και μ' έπιασε ζαλάδα 

Σαν τη Δανία φάνηκε

πως έγινε η Ελλάδα 

Λίγο τα κόκκινα μαλλιά 

Τα λαμπερά τα μάτια 

Έσπασαν όλα τα σχέδια 

Σε χίλια δυο κομμάτια 

( αλήθεια είναι παράξενο

και μη με βγάλεις ψεύτη

γιατί ποτέ δε φαίνεται

είδωλο στον καθρέφτη; )

Κι όταν μία ζεστή νυχτιά 

Με δάγκωσες με πάθος 

Έστω κι αργά κατάλαβα 

Πως είχα κάνει λάθος 

Που εμπιστεύτηκα τυφλά 

Χωρίς αμφιβολία

Κάποια που μόλις γύρισε

Απ' την Τρανσυλβανία 

Τώρα τις μέρες τις περνώ

Ανάποδα κρεμασμένος 

Σαν νυχτερίδα πια πετώ 

- για αίμα....-

Τις νύχτες διψασμένος

Μια μαϊμού από τ' όνειρό μου ξεπήδησε



Μια τρελή μαϊμού

το 'σκασε  απ' τ' όνειρό μου

στα σύννεφα ψηλά 

να φτιάξει τη φωλιά της

Ξύπνησα βιαστικά

μήπως και τη μαζέψω

μα έξω απ' τα όνειρα 

πώς γίνεται να πετάξω;

Παγίδα έφτιαξα γερή

από εκείνες 

που φτιάχνουν οι γονείς

τα όνειρα των παιδιών τους να φυλακίσουν

και την πέταξα όσο πιο ψηλά μπορούσα

Ώρα δε πέρασε πολύ κι άκουσα τη φάκα

με δύναμη να κλείνει

Μάζεψα τη μαϊμού και πήγα μαζί 

με τα παλιά μου όνειρα να κλείσω

μα με συγκίνησε το κλάμα της

κι ελεύθερη την άφησα να φύγει

Μπορεί να έχω πια γεράσει

μα δεν θα φυλακίσω ουτ' ένα

απομεινάρι ονειρικό.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Δάγων(απόσπασμα)



Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ τη βαθιά θάλασσα χωρίς να με πιάσει τρόμος. Συλλογίζομαι εκείνα τα ακατανόμαστα πλάσματα που μπορεί αυτή τη στιγμή να σέρνονται και ν' αγωνίζονται μάταια εκεί κάτω στο βυθό, στις μικρές σκοτεινές σπηλιές τους. Θαρρώ πως τα βλέπω να προσκυνούν τα αρχαία πέτρινα είδωλά τους και να σκαλίζουν τα δικά τους αποκρουστικά είδωλα πάνω στους οβελίσκους από μουσκεμένο γρανίτη στ' ανήλιαγα βάθη του ωκεανού. Φαντάζομαι τη μέρα που θα εμφανιστούν μέσα από τα κύματα και θα πνίξουν με τα βρωμερά τους νύχια τ' απομεινάρια της ασήμαντης, εξαντλημένης από τον πόλεμο ανθρωπότητας, την ημέρα που το έδαφος θα βυθιστεί και ο σκοτεινός θαλάσσιος βυθός θ' αναδυθεί προκαλώντας παγκόσμιο πανδαιμόνιο. 

Το τέλος πλησιάζει. Ακούω θόρυβο στη πόρτα· κάποιο τεράστιο κοιμισμένο σώμα κινείται βαριά και αδέξια. Φτάνει! Όχι, δε θα με βρει! Θεέ μου, εκείνο το χέρι! Το παράθυρο! Το παράθυρο!


Χ.Φ.Λάβκραφτ, απόσπασμα από το διήγημα Δάγων, από το βιβλίο Ο Τύμβος, εκδ. Αίολος

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Σόλο



Από τα ηχεία 
ακούγονται τα σολαρίσματα
ενός μπλουζ κιθαρίστα.
Η αλήθεια είναι ότι έχω βάλει
δυνατά τη μουσική απόψε. 
Πιάνω τον εαυτό μου 
να σε σκέφτεται πάλι...
ένα φάντασμα 
που ήρθε να με στοιχειώσει
ακόμα μια φορά..
Η μουσική γεμίζει
όλο το δρόμο,
- θυμάσαι; - 
η γειτονιά είναι σχετικά ήσυχη
και μάλλον ενοχλώ τους γείτονες
μα δε με νοιάζει και πολύ
ποτέ δεν τους συμπάθησα άλλωστε
Τι να κάνεις και πού να βρίσκεσαι άραγε; 
Υπήρξες ποτέ ή ήσουν όνειρο φευγαλέο
που διαλύθηκε στις πρώτες πρωινές 
ακτίνες του ήλιου
Μήπως σε έπλασε το μυαλό μου
ποτισμένο από τεκίλα και ουίσκι
-τι συνδυασμός κι αυτός!-
και όσα θυμάμαι είναι μια ψευδαίσθηση;
Το σόλο της κιθάρας συνεχίζει
είναι καταπληκτικός αυτός ο κιθαρίστας!
Μα ξέρω καλά 
(κι οι δυο το ξέρουμε πια, έτσι; )
πως το τραγούδι θα τελειώσει και μετά
θα επικρατήσει ησυχία...
Άραγε υπήρξες ποτέ πραγματικά;

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Κήπος

 


Όσο κι αν φυτεύω ρόδα και γιασεμιά, στον κήπο μου ασφόδελοι φυτρώνουν

Καθρέφτες



Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη σου και βλέπεις

τη νιότη που ο χρόνος παίρνει μακριά

Κοιτάξου στα μάτια μου μέσα και θα δεις

πως η ομορφιά σου δε θα φύγει ποτέ

Άννα Αχμάτοβα - Τα σημερινά τα χάδια σου....



Τα σημερινά τα χάδια σου είν' αλλιώτικα,
δεν είν' εκείνη η η αγάπη σου η παλιά...
Του κάκου μου τυλίγεις με προφύλαξη 
τους ώμους με τη γούνα, μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.

Του κάκου πάλι για την πρώτη αγάπη μας
σιγομιλούν τα χείλη τα χλωμά σου·
πόσο καλά την ξέρω την πλανεύτρα αυτή, 
κι αχόρταγη ματιά σου

Απόδοση: Α. Τιγανάς

Ανθολογίσ Ρωσικής Ποίησης, εκδ. Κοροντζή

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Νανούρισμα

 


Απλώνονται οι σκιές στο σούρουπο, για να μας νανουρίσουν αγκαλιάζοντας μας τη νύχτα...

Θεραπεία

 


Άσε τη νύχτα να επιδέσει, της μέρας τις πληγές.

Αντικατοπτρισμός



Σε μια μικρή λιμνούλα
από βρόχινο νερό
το δάχτυλό μου βάζω
ταράζοντας τα νερά
Μόλις ηρεμούν ξανά
βλέπω το πρόσωπό σου
σαν να μου χαμογελά
Μια σταγόνα που πέφτει
χαλά την ηρεμία
σε παίρνει μακριά μου
αφήνοντάς με μόνο

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Σπίτι




Είναι όλα τόσο οικεία και ξεκάθαρα,
το βλέμμα μου γνωρίζει κάθε στροφή.
Δεν κάνω λάθος - είμαι σπίτι.
Τα λουλούδια της ταπετσαρίας, οι σειρές των βιβλίων...

Δεν ταράζω τις στάχτες του χθες -
Η φωτιά έχει κρυώσει εδώ και καιρό.
Σαν φίδι που ερευνά το δέρμα που έχει πετάξει,
ατενίζω αυτό που ήμουν.

Αν και πολλοί ύμνοι μένουν σιωπηλοί
Και πολλές ευλογίες δε δίδονται,
αισθάνομαι τη λάμψη ενός διαφορετικού κόσμου,
Μια ευκαιρία για νέα τελειότητα!

Καλούμαι  σε άγνωστες βουνοκορφές
Από τη χορωδία της άνοιξης,
Κι αυτά τα γράμματα από μια γυναίκα
Κείτονται σε ένα κρύο, άψυχο σωρό!

Δροσοσταλίδες λάμπουν όπως τα μάτια στον ήλιο,
Σαν όλα να λούστηκαν με ασήμι...
Το ραβδί μου με περιμένει στην πόρτα!
Έρχομαι! Έρχομαι μόνος μου!

Valery Bryusov(μετάφραση δική μου από τα αγγλικά)

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Βροχή

 



Απόψε στον ουρανό 

σύννεφα μαζεύονται

και αστραπές χορεύουν

Ή που θα με άλλαζες

κι εγώ θα σε μισούσα

ή αν σε εγκλώβιζα

δεν θα με συγχωρούσα


Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Ήταν ένα μικρό(και σάπιο) καράβι



Τον τόπο τούτο να 'ξερα
αλήθεια ποιος κυβερνάει
το σαπιοκαραβάκι μας 
στα βράχια ευθύς το πάει

Κανένας δεν αγχώνεται
για να αλλάξει η ρότα
ούτε σκάει για τα νερά
που μπάζει η μπουκαπόρτα

Χαρούμενα κι ανάλαφρα
το σκάφος μας σαν βουλιάξει
δε θα βρεθεί μία ψυχή
σωσίβιο να πετάξει!

Ο αρουραίος

 




Το δρόμο διέσχισε τρέχοντας

το πρωί ένας αρουραίος

στο λούκι μέσα χώθηκε 

άνετος -δήθεν- κι ωραίος

Από εκεί μας κοίταζε

σαν εραστής μοιραίος 

μα όλοι ξέραμε πως ήτανε

λιγούρης και πειναλέος

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Στίχοι γραμμένοι κάτω από μία φωτογραφία - Λόρδος Μπάυρον

 


Αγαπημένο  πλάσμα της νικημένης μου φροντίδας!

κι αν τώρα πια η αγάπη σου έχει χαθεί,

μόνη παρηγοριά μου απελπισμένη έμεινε

η εικόνα σου και τα πικρά μου δάκρυα.


Λένε πως ο Καϋμός με τον  καιρό παρηγοριέται·

όμως το νιώθω, δεν είναι αλήθεια:

γιατί με το θάνατο της ελπίδας μου

η μνήμη μου έγινε αθάνατη.


Αθήνα, Γενάρης 1811


Επιλογές από επιστολές, ημερολόγια και ποιήματα - εκδ. Οδός Πανός

Το εκκαθαριστικό

 


Χθες μεσημέρι έφριξα

σχεδόν μ' έπιασε τρέλα

σαν να 'βαλαν στη πίτσα μου

ζωμό από σαρδέλα; 

Μου το' χε δει στο χέρι μου

μια μάντισσα τσιγγάνα 

πως θα πατήσω σύντομα

μια φλούδα από μπανάνα

Εγώ όμως αμέριμνος

δε πίστευα στη τύχη 

μέχρι που σε συνάντησα

και γνώρισα τη φρίκη

Στον ιστό σου μπλέχτηκα

οποία ατυχία 

κρύο λουτρό μου έκανες

κακούργα εφορία!

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Το κρασί των εραστών - Κάρολος Μπωντλαίρ

 


Το διάστημα πόσο λαμπρό είδα σήμερα!

Δίχως σπιρούνια, χαλινάρι και στομίδα,

Ας φύγουμε με το κρασί άλογό μας φτερωτό,

Σε κάποιον ουρανό παραμυθένιο, θεϊκό!


Σαν δυο άγγελοι που ανελέητος

Τους βασανίζει πυρετός,

Μες το κρυστάλλινο γαλάζιο πρωινό

Πίσω απ' τον μακρινό αντικατοπτρισμό!


Αιωρούμενοι απαλά επάνω στο φτερό

Του ευφυούς στροβίλου

Μέσα σε παραλήρημα παράλληλο,


Λάμνοντας πλάι-πλάι αδερφή μου, 

Θα φύγουμε χωρίς ανακωχή κι αναπαμό

Προς τον παράδεισό μου τον ονειρικό!


Τα Άνθη του Κακού, εκδ Κουκούτσι

Χάραμα



Ρωτάς γιατί μελαγχολώ

ο ήλιος σαν ανατέλλει

και τα πουλιά χαρούμενα

ξυπνούν κελαηδώντας.

Πού τώρα βρίσκεσαι εσύ 

και πού εγώ 

το χάραμα κοιτάζω;

Απάντησέ μου και  θα βρεις

το δάκρυ γιατί κυλάει