Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Τι να φταίει;

 


Ναι, πάμε κι όπου βγει

μα σε καλό δε βγαίνει

στη χωρά που ο ένοχος

στη φυλακή δε μπαίνει

Εδώ που αν είμαστε ζωντανοί

είναι και θέμα τύχης 

που πέφτει όλο χαμηλότερα

της ποιότητας ο πήχης

Οι ράγες εδώ δεν έχουνε 

τη σταθερή τροχιά τους

οι γονείς οδύρονται 

για τα νεκρά παιδιά τους

Οι υπεύθυνοι δεν έχουνε 

ίχνος ποτέ ευθύνης

η δικαιοσύνη πάντα πρόθυμη

το φταίξιμο να ξεπλύνει

Μη σπάτε το κεφάλι σας 

κάθε φορά τι φταίει

έκατσαν στο κεφάλι μας 

δερβέναγες λαθραίοι.


Τρελακρίδα

 



αχ, τρελακρίδα,

πρόσεχε μη σπάσεις τις

δροσοσταλίδες


Κομπάγιασι Ίσσα


132 γιαπωνέζικα χαϊκού, εκδ. ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ

Ακτίνες

 


Ακτίνες ρίχνει

ο ήλιος και σήμερα

Πόση οδύνη!

57

 


Ηχούν καμπάνες·

πενήντα επτά χτύποι

Πότε φτάνετε;

Για να γίνεις δεκτός, έλα φτωχός:




Η υπεροψία σου δεν κάνει προσευχές,
αφού δε βλέπει εκεί κανένα κέρδος για σένα.
Όσο στο τιμόνι βρίσκεται η υπεροψία,
αμφιβάλλω αν θα φτάσει ο Γαβριήλ.
Όταν πάνω στην οδό σκοτώσεις τον εαυτό σου, 
αμέσως θα δεις την εύνοια του Θεού. 
Για να γίνεις δεκτός, έλα φτωχός:
αν όχι, έχεις αμετάκλητα αποκοπεί.

Χακίμ Σαναϊ. Οτειχισμένος κήπος της αλήθειας, εκδ. Πύρινος Κόσμος

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Γιατί




Γιατί έχιδνα
θέλεις να με δαγκώσεις;
Δεν σε πάτησα

Αναζήτηση



Γιατί τόσο διακαώς αναζητείς

την αλήθεια στους μακρινούς τόπους;

Αναζήτησε την πλάνη και την αλήθεια 

στον πάτο της δικής σου καρδιάς


Τάιγκου Ριόκαν, ο ενδεής του όρους Κουγκάμι, εκδ. Οδός Πανός

Φτερούγισμα

 


Πάνω από το κεφάλι μου

φτερουγάει περιστέρι

βραχιόλι η κουτσουλιά του

που το περνώ στο χέρι

Βροχή η ελπίδα μου

μα ποτέ δε βρέχει

πόδια δεν έχει η σκέψη μου

μα μακριά μου τρέχει

Νερό ήπιαμε μαζί

από δέντρο καταραμένο

δυο ψάρια που χώρια ρίχτηκαν

σε ποτάμι σκοτισμένο


Μάτια

 


Δίχως να κοιτάζω 

μπορώ και βλέπω τα πάντα μέσα μου.

Τα μάτια μου είναι άχρηστα

τώρα που μπορώ να δω

ολόκληρο τον κόσμο

με τα δικά Του μάτια


Τζελαλαντίν Ρουμί , Ο Αγαπημένος, εκδ. Αρμός

Στη βουνοκορφή



Το μέλλον μου ατενίζω
στου γκρεμού το χείλος
ενώ χαρούμενα ουρεί
το πόδι μου ένας σκύλος
Βουτιά κάνω στο άγνωστο
η ελπίδα τρύπια βάρκα
το αλεξίπτωτο αποδεικνύεται
ξεχειλωμένη βράκα
Στα νύχια του μανικιούρ
απαιτεί ο γάτος 
στο βαρέλι που με κλείσανε
απουσιάζει ο πάτος
Ηλιακές πορδές δημιουργούν
ένα συμπαντικό συμβάν
σε μιναρέ ανέβηκα 
να τραγουδήσω "αμάν"

πίνακας του Jeff Soto

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Το μάθημα



 Το σκοτάδι πυκνό σκεπάζει τον κήπο σου. Κάθεσαι κάτω απ' το αγαπημένο σου δέντρο. Η μελαγχολία πλακώνει την καρδιά σου, καθώς αισθάνεσαι τον εαυτό σου εκεί μονάχο, λησμονημένο, ενώ μπορούσες να έκανες μεγάλα πράγματα ή τουλάχιστον να καταστήσεις ευτυχισμένη μια γυναίκα. Μα στρέψε τα μάτια σου στο πλήθος των γιασεμιών που κάνουν το δέντρο σου να μοιάζει στον ουρανό με τα μύρια του άστρα και δέξου το μάθημα που σου δίνουν.


Σααντί, Γκιουλιστάν, εκδ. Ηριδανός

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Μαγκάλι

 


Στέκομαι ολημερίς 

στο ένα μου ποδάρι

σε ξεκούρδιστο βιολί

είμαι το δοξάρι

Γύρω μου φτερουγίζουν

γέρακες και σκνίπες

τα δάχτυλά μου χάνονται 

μέσα σε μαύρες τρύπες

Δαχτυλίδι φόρεσα 

και στέμμα στο κεφάλι 

φωτιά πήραν τα νύχια μου,

τα χέρια μου μαγκάλι

Αν σας μοιάζω κάρβουνο

ουρανός χωρίς αστέρια

δείτε στο μαύρο πώς πετούν

πολύχρωμα περιστέρια.


πίνακας: Tetsuya Ishida, “Kiro” (“Return Journey,” 2003)

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Πού να βρω




Πες μου πού να βρω 
απάνεμο λιμάνι
τη μοίρα μου να κλάψω 
η ώρα όταν σημάνει
Δείξε μου ανούσια 
πως να περνώ την ώρα
και να χασκογελώ 
στη βυθισμένη χώρα
Δώσε μου να προσευχηθώ
ναό του εμπορίου 
να χαίρομαι με δείγματα
ανύπαρκτου προνομίου
Γραφείο να επεξεργάζομαι
την τροφή του χοίρου
να σκάβω λάκκο τρίσβαθο
την εξόδιο του ονείρου

Ο πίνακας του Tetsuya Ishida

Στις Πυραμίδες

 


https://georgianjournal.ge/discover-georgia/35550-valentines-day-georgian-poets-about-love.html

Εκεί που οι πυραμίδες στέκονται σιωπηλές,

όταν ο ήλιος παντρεύεται,

Θα ξαπλώσω στην ηλιόλουστη άμμο,

εκεί που οι πυραμίδες στέκονται σιωπηλές,

θα σε θελω,

τα μάτια σου,

τους ώμους σου,

τη τρυφερότητά σου…


Πάμπλο Ιασβίλι, Στις Πυραμίδες


Where the pyramids stand in silence,

when the sun is being married,

I shall lie down on the sun-coloured sand,

where the pyramids stand in silence,

I shall want you,

your eyes,

your arms,

your tenderness…


Paolo Iashvili, In the Pyramids (translated by Melashvili Tamta)

Μακάβριον!



Τρέχουν οι πλούσιοι μπροστά

και οι φτωχοί ξοπίσω

κι όλοι μου λέν' για θάνατο

να μη ξαναμιλήσω

Μα σ' όποια κατεύθυνση 

κι αν τρέχουν οι καημένοι

εκεί κάπου ο Χάροντας

όλους μας περιμένει

Λεφτά πολλά αν έχετε

ή αν ο μισθός δε φτάνει

η γη ετούτη μέρος της

στο τέλος  θα μας κάνει 


 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Ένα μάτι

 



"Μπορεί να 'χει ένα μάτι

μα είναι όμορφο"

λέει η προξενήτρα


Ανώνυμου, Ανθολογία Ιαπωνικής Ποίησης, εκδ.ροές

Ύμνος στο ζύθο!

 


Να βουτήξω αφήστε με 

σ' ένα βαρέλι μπύρα

και να φωνάξω με πυγμή

τις άγκυρες τώρα βίρα!

Στη μεθυστική αγκάλη 

να βρεθώ του ζύθου

και στα μέρη να πετάξω  

κάποιου μεγάλου μύθου

Μαύρη αν είναι ή ξανθιά

διόλου δε μας πειράζει

κι αν καμιά κόκκινη βρεθεί

το χρώμα δε μας διχάζει

Απολαύστε τον αφρό

και την πικρή τη γεύση

επιτρέψτε στη μπυρίτσα σας

να σας θεραπεύσει!


Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Ταπεινωσύνη

 


Φιλάρεσκα αρωματισμένη η νύχτα πάλι

ήρθε κι ως τη φτωχή τη κάμαρά μου

μου ζήτησε ένα γέλιο, τη χαρά μου

και στο προκηρυγμένο μου έσκυψε κεφάλι .

Γιατί τη φιλαρέσκεια ακόμα αυτή σε μένα;

Ακόμα μία βρισιά στα αισθήματά μου.

Ξέρει καλά την ταπεινότητά μου

το μέγα Σύμπαν κ' η ράβδος του Ποιμένα.

Ξέρει καλά πως κι αν τα χείλη στην πληγή μου

με ροδοκλώνια, παίζοντας, ανοίγει,

μία περηφάνια πάντοτε θα πνίγει

και τη βλαστήμια ακόμη στη σιγή μου


 Μαρία Πολυδούρη, Ποιήματα, εκδ. βιβλιο...Βάρδια

Μεθυστικοί στίχοι

 


Εάν στον οίνο κρύβεται

πράγματι κάποια αλήθεια

γιατί να χάνουμε καιρό

με άνοστα παραμύθια;

Αφήστε με να αφιερώσω

μία σπονδή στο ρούμι

πριν με φυλακίσετε 

σε νηφάλιο μπουντρούμι

Άρωμα γυναικείο 

έχει αυτό το ουίσκι 

κάποιος πάντα το αναζητά

μάταια, δε το βρίσκει

Κάποτε μέθυσα πολύ 

πίνοντας τεκίλα

δεν είχα ξαναπάθει

μέχρι τότε τέτοια νίλα

Δεν είναι υπόθεση απλή

να πίνεις κρύα μπίρα

χρειάζεται ένα κάποιο τακτ

μα και μεγάλη πείρα

Το πόνημα αυτό το μεθυστικό

με βότκα θα το σβήσω

μήπως και τη παλιά μου όρεξη

μπορέσω να ξυπνήσω

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Απόψε




Αύριο μεθαύριο, τι θα μας ξημερώσει
ο Θεός δε θέλησε να μας το φανερώσει
απόψε λοιπόν ας πιούμε παραπάνω λίγο
πριν ο νεκροθάφτης στο χώμα βαθιά μας χώσει

Χαρακίρι

 



Σαν τον νίντζα θα 'θελα

γρήγορα να κινούμαι

αθόρυβα να 'ρθω κοντά

σάκε μαζί να πιούμε

Μα αφού εσύ μ' αρνήθηκες  

ετούτο το χατίρι

δε θα διστάσω μια στιγμή

να κάνω χαρακίρι

Η αναχώρησή σου απότομα

απ' όνειρο με ξυπνάει

με σπασμένο έμεινα σπαθί

σαν άοπλος σαμουράι...

Ένα ποίημα στη βροχή

 


Ο παγωμένος ο βοριάς

μου πάγωσε τα πόδια

αδιάφορη στο δράμα μου

εσύ διαβάζεις ζώδια

Τι κι αν βγάζω μια κραυγή

βοήθα με λιγάκι

το βλέμμα σου στην οθόνη,

ακόμα έχει Μενεγάκη;

Κρύα η βροχή που πάνω μου

όλη τη μέρα πέφτει

άκαρδη καλλωπίζεσαι 

μπροστά σ' έναν καθρέφτη

Τα χέρια μου πονέσανε

τα μάτια μου δακρύζουν

κοκκίνησε η μύτη μου

τρεις σκύλοι μου γαβγίζουν

Μένεις όμως αγέρωχη 

σε τούτο δω το δράμα

ανάβεις το αερόθερμο

φοράς ζεστή πιτζάμα

Εντάξει, το κατάλαβα

για μένα δε σε νοιάζει

στη βότκα θα βρω παρηγοριά

με πάγο από χαλάζι...



Ελλάς, η χώρα του φωτός

 


Φανέλες και φουστανέλες

και μπλούζες εμπριμέ

πιτόγυρα με γεμιστά

και συνταγές γκουρμέ

Πουρμπουάρ αφήνουμε

πληρώνοντας ρεφενέ

ποπ τραγουδάκια ακούμε

μαζί με αμανέ

Το μαλλί αχτένιστο

και στη κεφαλή μπερέ

μετά τον εσπερινό  

έχουμε  πάρτι μασκέ

Εξυπνάδες και τσαμπουκά

πουλάμε στον καφενέ 

μα τα δύσκολα σαν έρθουν

πιάνουμε τα οϊμέ

Απελευθέρωση και πρόοδος

μίνι και ντεκολτέ

με σημαίες και χιτώνες

πιάνονται αγκαζέ

Επανάσταση και ξεσηκωμός

μα το ματς είναι σικέ

αντί γι' αμπέχονα φοράμε πια

σακάκια λίγο λαμέ

Χώρα που δε πεθαίνει

δεν ανασταίνεται ποτέ

φωνάζει μα δε  ξυπνά

έτσι για το εφέ


Οι κακές οι γλώσσες

 



Οι κακές οι γλώσσες

πω πω και τι δε λένε

νέα πιπεράτα 

που σαν λάβα καίνε


Άφτερες οι κλώσες τούτες

στήνουν το χορό τους

αλίμονο σ' όποιον πιαστεί

στο στόμα δόκανό τους


Μα αυτές οι κουτσομπόλες

μονάχες τους λιμνάζουν 

χρειάζονται αυτιά να τις ακούνε

αλλιώς στη σιωπή σκουριάζουν


Βαλεντίνος

 


Μπαλόνια κόκκινα και καρδιές

πετάνε στον αέρα

ξημέρωσε μουρτζούφληδες

του έρωτα η μέρα!

Μη πάτε να ξεφύγετε

λέγοντας "ανοησίες"

γίνετε πιο γλυκούληδες

χωρίς δικιολογίες

Κι αν ένα φτερωτό μωρό

με τόξο και με βέλη

σας τρυπήσει τον πισινό

είν' επειδή τα θέλει!

Ξίδι μη πιείτε σήμερα

μη φάτε καν λεμόνι,

μα σοκολάτες και κρασί

η μέρα το σηκώνει!



Σαν ινδιάνος φύλαρχος

  


Σαν ινδιάνος φύλαρχος

με βέλη και με τόξο

όλη τη μέρα κυνηγώ

την ώρα να σκοτώσω

Βότκα έκατσα να πιω

με μεθυσμένο Ρώσο

παράπονο με πήρε

πότε θα σ' ανταμώσω

Δύο μπαλόνια πράσινα

κατάφερα να φουσκώσω

αμέσως για ταξίδι έφυγαν

πριν να σου τα δώσω

Όταν το βράδυ έπεσε

πάλεψα να το σηκώσω

πόνεσε η μέση μου

και πήγα να ξαπλώσω

Πριν να μπορέσω όμως

το κρεβάτι μου να στρώσω

ξερός τελείως έπεσα

Τι λες, θα ξημερώσω;

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Σιωπή...

 


Γιατί γκρινιάζεις τώρα δα

που είμαι μες στη μούγκα

καλύτερα από το να 'σκουζα

σαν μαϊμού στη ζούγκλα

Όποιος πολύ μιλά

ασήμαντα αυτά που λέει

πιο ψεύτικα κι από κροκόδειλο

που δίπλα στο Νείλο κλαίει

Γι' αυτό στα λόγια τα πολλά 

κρύβεται η βλακεία

η εξυπνάδα προτιμά 

πάντα την ησυχία

Κονσέρτο για δείπνο και προδοσία



Έφτιαξα φαγητό
σου έστρωσα τραπέζι
έβαλα στη τηλεόραση
ταινία της Καρέζη
Γέμισα το βάζο
με κόκκινα λουλούδια
κι αγόρασα για επιδόρπιο
ένα σωρό καλούδια
Κόκκινο γλυκό κρασί
και φίνα πορσελάνη,
σούπα για ορεκτικό 
από σουπιάς μελάνι
Εσύ όμως με έστησες
δεν ήρθες για το δείπνο
κι εγώ στον καναπέ 
το έριξα στον ύπνο
Την μέρα την επόμενη
τηλέφωνο δε πήρες
κι εγώ απ' τον καημό
το έριξα στις μπύρες
Και το φαϊ το πέταξα 
και τα λουλουδάκια
και πήγα και παρήγγειλα
τριάκοντα σουβλάκια
Να μου θυμίζουν πως εσύ
αποδείχτηκες Ιούδας
και πως μάτια σε είδανε 
στον ναύσταθμο της Σούδας
Εκεί πήγες και γιόρτασες
με Γιάνκηδες πεζοναύτες
κι εγώ τάισα της γειτονιάς
τους σκύλους και τις γάτες

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Στο Δρόμο

 



Η θλίψη για τα μαλλιά στον καθρέφτη δεν είναι πια νέα,

οι κηλίδες του μανδύα μου είναι πιο δύσκολο να βουρτσιστούν.

Ξόδεψα τις ελπίδες μου δίπλα σε ποτάμια και λίμνες με μια πετονιά στο χέρι, 

που με φυλάει απ' το δυτικό ηλιόφως καθώς κοιτάζω προς το Τσανγκ-αν 


-Του Μου


Κινέζοι Αναχωρητές Ποιητές, εκδ. Καστανιώτη

Πεθαμένα πράγματα



Μ' αρέσει πολύ να κάθομαι

στα μάρμαρα των τάφων

και να αφουγκράζομαι

τις φωνές των φαντασμάτων

Πώς βλέπουν τον κόσμο τούτο

οι κεκοιμημένοι 

τώρα που αναχώρησαν

να είναι ευτυχισμένοι;

Και άραγε οι σκιές τους

πώς να κουτσομπολεύουν,

του Άδη τα κακώς κείμενα

δε θα τα κοροϊδεύουν;

Για κτήματα και μετρητά

θα κάνουνε κουβέντα

στα τυχερά παιχνίδια τους

να έχει κανείς τους ρέντα;

Και τι έχουνε να πουν

για τη φορολογία

που βάζει ο Βαρκάρης

έξτρα στη κηδεία;

Αυτά κι άλλα πολλά

τα έχω απορία 

αλλά δε μιλάνε ήρεμα

κάνουνε φασαρία

"Αυτό είναι το χώμα μου

που στρώθηκες απάνω"

"Εδώ για μένα σκάψανε

τι θέλεις να σου κάνω;"

Τέτοιους καυγάδες στήνουνε

και νύχτα μα και μέρα

και που και που ανεβαίνουνε

να πάρουνε αέρα

Γι' αυτό αν δείτε να περπατά

κανένας πεθαμένος

μη βάλετε τα ουρλιαχτά

ξεσκάει ο καημένος

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

To κακό το μάτι

 


Μια φοβερή φαγούρα

με έπιασε στα πόδια

και δε μπορώ να κάνω

σύνδεση στα καλώδια

Τον καφέ μου έφτιαξα

γλυκό όπως συνήθως

μα τον ακούμπησα χαμηλά

και μου τον ήπιε ο σκύλος

Πήγα και στον καθρέφτη

να με καλλωπίσω

μα έκοψε η ΔΕΗ το φως

το μαλλί μου πριν χτενίσω

Βγήκα στο δρόμο τελικά

με μόχθο και με κόπο

μα λύθηκε το κορδόνι μου

και έπεσα με κρότο

Τι μάτιασμα είναι αυτό 

όλα στραβά μου πάνε

σύννεφο από πάνω μου

και μπόρες να ξεσπάνε!




Τα δάκρυα

 


Τα δάκρυα είναι κι αυτά προσευχές, ταξιδεύουν στον Θεό όταν δε βρίσκεις λέξεις

Ρουμί

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Μια βόλτα στο Κέντρο...

 


Άδικα μου φέρθηκες 

άτιμα και σκάρτα 

όλο "φέρ'τα" μου ΄λεγες

κι εγώ έλεγα "πάρ'τα"

Στα έδρανα τα άδεια

σε πήγα της βουλής

σου έδωσα και δικό μου

τμήμα της χολής

Σε πήγα και για ψώνια

κάπου στην Αιόλου

μα εσύ ήθελες να μπω

στο πνεύμα άλλου ρόλου

Κέρασα κι ένα καφέ

σε μαγαζί στη Σίνα

κι εκεί με άφησες σκληρή

για κείνον τον κηφήνα

Ώρα καλή σου εύχομαι

κι αέρα στα πανιά σου

και ψείρες να γεμίσουνε

τα πρόσθετα μαλλιά σου!

Στα μπλόκα(ένα αγωνιστικό ποίημα προδομένου έρωτα)

 


Εσύ ήσουν για μένα 

η αγάπη μου η πρώτη

για χάρη σου εφόρεσα

μέχρι στολή ιππότη

Μα αχάριστη εφάνηκες

και μ' έχεις κάνει πότη

όταν στα πράσα σ' έπιασα

στα μπλόκα μ' έν' αγρότη



Μια καλή Δευτέρα



Ξεκίνησε σαν μια ακόμη από εκείνες τις καταραμένες Δευτέρες. Το ξυπνητήρι ούρλιαζε σαν ενοχλητική πεθερά κι εγώ του έδωσα μία για να κλείσει, το έριξα κάτω κι έσπασε. Τα πρώτα αχρείαστα έξοδα της εβδομάδας πριν καν σηκωθώ από το κρεβάτι. Με τα χίλια ζόρια σηκώθηκα, φόρεσα τις παντόφλες μου και μέσα στο σκοτάδι και το κρύο, σκουντουφλώντας πάνω σε μικροέπιπλα, πεταμένα στο πάτωμα βιβλία και ένα ζευγάρι γαλότσες που δε θυμόμουν καν ότι είχα, έφτασα στο μπάνιο. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη του νιπτήρα για να πλυθώ και τότε το είδα! Ή μάλλον τότε δεν το είδα!! Με δύο θαυμαστικά, για να φανεί μεγαλύτερη η έκπληξή μου. Στον καθρέφτη έβλεπα τα πλακάκια του τοίχου πίσω μου αλλά δεν υπήρχα πουθενά εγώ! Έλειπε το είδωλό μου. Το οποίο θεωρούσα και είδωλο γενικώς. Αρχικά σκέφτηκα πως ακόμα δεν είχα ξυπνήσει καλά και έριξα κάμποσο παγωμένο νερό στα μούτρα μου τα οποία συνέχιζαν να μην εμφανίζονται στον καθρέφτη μου. Έπειτα τράβηξα μια δυνατή τσιμπιά στο ένα κωλομέρι μου μπας και ονειρευόμουν. Πόνεσα μεν, δεν ξύπνησα δε αφού ήμουν προφανώς ήδη ξύπνιος. Τότε συνειδητοποίησα πως υπήρχε φως στη κουζίνα αναμμένο. Έτρεξα προς τα εκεί, χωρίς δεύτερη σκέψη, και δεν μπορώ να περιγράψω την έκπληξή μου μόλις είδα...τον εαυτό μου να τρώει πρωινό! Μάλιστα μου είχε φτιάξει και καφέ...Κάθισα ήπια μια γουλιά, δε μ' άρεσε. Σηκώθηκα και έκανα να φύγω από τη κουζίνα. Κοντοστάθηκα και κοίταξα τον εαυτό μου άλλη μια φορά. Άλλον έναν τέτοιο καφέ να μου φτιάξεις και θα γυρίσεις πίσω από το τζάμι. Ετοιμάσου για τη δουλειά κι ελπίζω να τα πας καλύτερα απ' ό,τι μέχρι τώρα. Γύρισα πίσω στο κρεβάτι μου κι έπεσα για ύπνο. Κοίτα που αυτή Δευτέρα τελικά ήταν καλύτερη από τις άλλες..

Ο καναπές



Βράδιασε πάλι. Άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Το κρύο αεράκι θα του έκανε καλό, σκέφτηκε. Θα έδιωχνε τη σκέψη της από το μυαλό του. Πόσος καιρός είχε περάσει που ήταν μακριά ο ένας από τον άλλον και δεν είχαν ιδωθεί. Έσφιξε τα χέρια του στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Ψυχή δεν υπήρχε εκεί. Μόνο τα παιχνίδια που έπαιζε το φως της λάμπας με την όρασή του. Θα ορκιζόταν ότι την έβλεπε σε διάφορα σημεία, άλλοτε να του χαμογελά, άλλοτε να τον κοιτάζει με το παιχνιδιάρικο βλέμμα της. Όμως ήξερε πως όλα αυτά ήταν απλές ψευδαισθήσεις. Το κρύο είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Μπήκε μέσα και έκλεισε τη μπαλκονόπορτα. Κατέβασε τα ρολά. Δεν ήθελε να βλέπει πια έξω. Ούτε τον μισοσκότεινο δρόμο, ούτε τον ουρανό που ήταν καταστόλιστος με αμέτρητα αστέρια. Ήθελε απλά να ξεχάσει. Έβαλε ποτό στο ποτήρι του. Το άδειασε. Επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις με τελετουργική ευλάβεια πάνω από πέντε φορές. Δε θυμόταν πια πόσες. Δε θυμόταν τίποτα πια. Τα είχε καταφέρει. Έβαλε ένα ακόμα ποτό. Σήκωσε το ποτήρι του και μέσα από αυτό κοίταξε το άδειο δωμάτιο. Την είδε να κάθεται απέναντί του, στον παλιό καναπέ. Έριξε τον ποτό του στον καναπέ. Έπειτα πήρε έναν αναπτήρα και προσπάθησε να του βάλει  φωτιά. "Σε νίκησα", κάγχασε και πήγε για ύπνο. Την επόμενη μέρα ξύπνησε και είδε τον καναπέ του σε ένα σημείο. Στο σημείο που είχε μαυρίσει από τη  μικρή φωτιά που του άναψε με τον αναπτήρα του. Δεν κατάφερε, ευτυχώς γι' αυτόν, να τον κάψει τελείως. Το μαυρισμένο σημείο του καναπέ σχημάτιζε τη σιλουέτα της. Χαμήλωσε το βλέμμα του κι έφυγε για άλλη μια φορά ηττημένος... 


Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Τετράστιχο οικονομίας

 




 

Τέσσερις στίχους προσπαθώ ώρα πολύ να γράψω

για τέσσερις φέτες τυρί που θέλω ν' αγοράσω

και σαλάμι άλλες τόσες για να καλοπεράσω

και μία καρπουζόφλουδα, ε δε μπορώ, θα σκάσω!



Ο Ρωμηός


Γ. Σουρής

https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-giorgos-soyris-1852-1919/


Στον καφενέ απ’ έξω μπέης ξαπλωμένος

του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,

και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,

κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

………………………………..


Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,

και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,

και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω


τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.


Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,

κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,

τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,

κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.


Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,

απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου χτυπώ…

Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,

κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.


Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.

Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,

τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,

και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.

Χωρισμός

 


Βόλτα αν θες να πας

μη μου ζητάς τα ναύλα

τελεία βάλε εσύ

να βάλω εγώ τη παύλα

Μου το 'κανες σαφές

φτάνουν οι εξηγήσεις

τη τύχη σου αλλού 

θέλεις να κυνηγήσεις

Τράβα λοιπόν τον δρόμο σου

μ' αυτόν εδώ τον μπάμια

είστε ζευγάρι ταιριαστό

αφού κι εσύ 'σαι λάμια

Μα όταν έρθει η στιγμή

και σας σωθούν τα μέλια

σουσάμι από μένα δε θα βρεις

το 'βαλα στα παστέλια!


Προφητεία

 


Μία μέρα λεν οι γραφές

ο κόσμος θα αλλάξει

ανοησίες δε θα πετά

κανείς πριν να το ψάξει

Στα σχολεία οι δάσκαλοι

δε θα λαγοκοιμούνται

στη Βουλή οι βουλευτές

να παν δε θα βαριούνται

Και οι γιατροί προσεκτικά

θα μας γιατροπορεύουν

και σε δυο μέρες οι ασθενείς

υγιέστατοι θα χορεύουν

Οι πλούσιοι και οι φτωχοί

στο ίδιο το τραπέζι

θα τρων βασιλικό πολτό

θα πίνουν πετιμέζι

Χριστιανοί και άθεοι

το Πάσχα αρνί θα ψήνουν

και στο τέλος θα μοιράζουν

αυτά που θα τους μείνουν

Τις μέρες εκείνες και εμείς

ίσως ξαναβρεθούμε

κι όσα παλιά μας ένωναν 

μπορεί να θυμηθούμε

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Το τέλος του Πούσκιν

 


https://www.fosonline.gr/stiles/paraskinio/article/275554/alexantr-poyskin-ton-glytose-o-kapodistrias-skotothike-se-monomaxia-giati-ton-apokalesan-kerata

Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου 1799 (6 Ιουνίου με το νέο ημερολόγιο). Ο πατέρας του καταγόταν από μία παλιά οικογένεια βογιάρων και η μητέρα του ήταν εγγονή του Αμπράμ Χάνιμπαλ, ενός Αιθίοπα ευγενή, που υιοθετήθηκε από τον Μέγα Πέτρο και πολέμησε μαζί του.


Στην παιδική του ηλικία διάβαζε λαϊκούς Ρώσους συγγραφείας, έργα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ενώ από μικρός είχε γράψει τα πρώτα του ποιήματα, καθώς η ποίηση αποτελούσε βασικό μάθημα στα σχολεία.


 

Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Διαφωτισμό και σε ηλικία 16 ετών έγραψε μία σειρά από ποιήματα υπέρ της ελευθερίας, σατιρίζοντας τους ομιλητές της σλαβονικής γλώσσας, ενώ στρεφόταν και κατά του τσαρικού καθεστώτος.


Φοίτησε στο Λύκειο του Τσάρσκογιε-Σελό και οι νέοι που έβγαιναν από αυτό, συνήθως διορίζονταν, σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους- είτε σε στρατιωτικά συντάγματα είτε στις κεντρικές πολιτικές υπηρεσίες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι, βέβαια, που προτιμούσαν να αφήνουν σε δεύτερη μοίρα τα καθήκοντά τους και να απολαμβάνουν την ζωή. Ο Πούσκιν αποφοίτησε και διορίστηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Άρχισε να συχνάζει σε λογοτεχνικούς κύκλους και να ζει έντονα.


Πολλά ποιήματα που έγραψε ο Πούσκιν στα χρόνια 1817-1820 συντίθενται από παιχνιδιάρικους στίχους, εκφράζοντας, άλλα από αυτά ήρεμα αισθήματα και άλλα ισχυρά πάθη, όπως « Ο θρίαμβος του Βάκχου». Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγραψε το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο Ρουσλάν και Λιουντμίλλα», ένα κωμικοηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων.


Ωστόσο, δεν σταμάτησε να καυτηριάζει την κοινωνική κατάσταση της τσαρικής Ρωσίας, προκαλώντας την οργή του Αλέξανδρου Α', ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει εξόριστο στον ρωσικό Βορρά.


Έσπευσαν πάντως να τον βοηθήσουν τρεις κορυφαίοι τότε εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικολάι Μιχάιλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι και ο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, άντρας με εξαιρετική ευρυμάθεια. Ενεργοποίησαν υψηλές γνωριμίες τους και με τη συνδρομή και της τσαρίνας κινητοποιήθηκαν για να τον σώσουν από την οργή του τσάρου.


Καθοριστική, ωστόσο, υπήρξεη παρέμβαση του, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος υπήρξε, άμεσος προϊστάμενος του Πούσκιν στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την υπόσχεση αυτή ο Καποδίστριας απέσπασε την έγκριση του τσάρου για μετάθεση του αντιδραστικού Πούσκιν στη Νότια Ρωσία.


Μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Πούσκιν πέρασε δύσκολες μέρες στη Μόσχα. Η λογοκρισία των έργων του- ήταν πολύ πιεστική και η παρακολούθηση της αστυνομίας πολύ στενή. Όμως, εκείνη την εποχή έγραψε τις λεγόμενες «μικρές τραγωδίες» του, όπως «Μότσαρτ και Σαλιέρι» «Ο πέτρινος επισκέπτης», καθώς και πεζογραφήματα, ποιήματα και άρθρα.


Από το 1826 ζούσε μια άσωτη ζωή στη Μόσχα, μέχρι το 1831, οπότε και παντρεύτηκε τη Νατάλια Νικολάγεβνα Γκοντσάροβα ύστερα από μια περιπετειώδη σχέση. Εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε και πάλι σε κρατική θέση και το 1834 πήρε το αυλικό αξίωμα του Kammerjunker.


Του ανατέθηκε να γράψει μια ιστορία του Μεγάλου Πέτρου, τον οποίο θαύμαζε. Εκείνος , όμως, έγραψε την Ιστορία του Πουγκατσόφ, ένα μυθιστόρημα με συναφές θέμα ), το ημιτελές μυθιστόρημα Ντουμπρόβσκι και άλλα ελάσσονα έργα, που έμειναν επίσης ημιτελή.


Η μονομαχία τιμής και το τέλος


Το Νοέμβριο του 1836, ο Πούσκιν ελάμβανε ανώνυμες υβριστικές επιστολές, στις οποίες τον αποκαλούσαν «ιστοριογράφο του Τάγματος των Κερατάδων». Ο ποιητής είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η προέλευση των επιστολών αυτών είχε να κάνει με τις επίμονες ερωτοτροπίες του Ζωρζ ντ' Αντές (1812 - 1895), ενός αξιωματικού γαλλικής καταγωγής του ιππικού της φρουράς στην Αγία Πετρούπολη, με τη σύζυγό του Ναταλία.


Μην αντέχοντας άλλο τα κουτσομπολιά που έδιναν και έπαιρναν, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καλέσει τον ντ' Αντές σε μονομαχία.


Η μονομαχία έγινε το απόγευμα της 27ης Ιανουαρίου του 1837 στην τοποθεσία Τσερνάια Ρέτσκα, στα χιονισμένα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης, με δυνατό αέρα και θερμοκρασία δεκαπέντε βαθμούς υπό το μηδέν.


Ο Πούσκιν τραυματίστηκε θανάσιμα στο κάτω μέρος της κοιλιάς και μεταφέρθηκε με άμαξα στο σπίτι του στην πρωτεύουσα. Πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στο σπουδαστήριο-γραφείο του, ανάμεσα σε αγαπημένα του πρόσωπα, θαυμαστές και φίλους. Άφησε την τελευταία του πνοή στο ανάκλιντρο του γραφείου του δύο ημέρες αργότερα, το απόγευμα της 29ης Ιανουαρίου 1837, ώρα 2:45, σε ηλικία 37 ετών.