Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Πόλη

Αποτέλεσμα εικόνας για city painting

Πόση γαλήνη,
μέσα στη φασαρία
της πόλης βρήκα

So much bliss,
in the city's noise
I have found

Μοιραίο

Αποτέλεσμα εικόνας για fall of empire

ispania.gr

κάθε
αυτοκρατορία
έχει 
ένα τέλος

(με παρηγορεί η σκέψη αυτή όταν σε κοιτάζω)

Φεράν Φερνάντεθ

Η σπουδαία Λιβανέζα Ghada Shbeir θα ζωντανέψει λιβανέζικα ποιήματα και ψαλμούς στο Womad

Lebanese musician Ghada Shbeir will play Womad NZ 2018.
stuff.co.nz

Με πάθος για την κλασσική αραβική μουσική από τότε που ήταν παιδί, η Ghada Shbeir,από το Λίβανο, αφιέρωσε τη ζωή της στην εξερεύνηση και προσαρμογή των αρχαίων κειμένων και της εμπνευσμένης ποίησης μέσω της σαγηνευτικής της φωνής. Το ρεπερτόριό της κινείται ανάμεσα σε παραδοσιακά της Μ.Ανατολής, αραβο-ανδαλουσιανά τραγούδια και αρχαίους Μαρωνίτικους ψαλμούς.

Το Womad είναι ένα τόσο διαφορετικό σύνολο  ταλέντων από όλο τον κόσμο, μπορείτε να περιγράψετε τη μουσική σας σε ανθρώπους που ίσως δεν έχουν ακούσει για σας;

Είμαι καλλιτέχνης που εκτελεί ανατολίτικους ψαλμούς συνοδευόμενους από ακουστικά όργανα που ερμηνεύουν το είδος της μουσικής που παίζω. Moushahat, αυτοσχεδιασμοί, ποιήματα, Takasim. Ο τύπος της μουσικής που εκτελώ χωρίζεται σε δύο μέρη. σύγχρονη μουσική που επηρεάζεται από παραδοσιακούς ρυθμούς και παραδοσιακή λαϊκή μουσική.



Πόσο καιρό είσαι μουσικός και πώς ξεκίνησες;

Ξεκίνησα περίπου πριν από 25 χρόνια. Όλα ξεκίνησαν ως ταλέντο και μετά  σπούδασα μουσική και τώρα κατέχω διδακτορικό στη μουσικολογία. Ο στόχος μου ήταν να γίνω εξειδικευμένη ερμηνεύτρια.

Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας;

Αντλώ την έμπνευσή μου από τους αραβικούς Maqams και τους συριακούς ρυθμούς.

Ποιο είναι το αποκορύφωμα της καριέρας σας μέχρι στιγμής;

Ότι πήρα ένα PHD στη μουσικολογία και ο μεγάλος αριθμός συναυλιών που έκανα σε όλο τον κόσμο.

Μπορείτε να μας πείτε κάτι για την πατρίδα σας που ίσως να μην γνωρίζουμε;

Η χώρα μου είναι ανοιχτή σε όλους τους πολιτισμούς. Είναι επίσης μια τουριστική χώρα. Οι πολίτες της αγαπούν τη ζωή και είναι πολύ φιλόδοξοι.

Τι προσβλέπετε περισσότερο στο Womad;

Ανυπομονώ να συναντήσω νέους καλλιτέχνες και μουσικούς και να μάθω περισσότερα για τη μουσική τους.

Έχετε πάει στο Womad πριν; Αν ναι, ποια ήταν η άποψή σας;

Ναι σίγουρα. Εντυπωσιάστηκα από τους ανθρώπους (ακροατήριο). Δεν τους ένοιαζε πολύ ο βροχερός καιρός. Ήρθαν υπό βροχή για να βοηθήσουν και φάνηκαν φιλόξενοι σε όλους τους τύπους μουσικής. Ήταν εκατοντάδες και έδιναν πραγματικά έμπνευση.

Ποια μουσική ακούτε αυτή την εποχή;

Έχω κατεβάσει και ακούω τα τραγούδια του Karem Mahmoud τον τελευταίο καιρό.

Εχετε κανένα χόμπυ?

Μου αρέσει να διαβάζω για τους συριακούς ψαλμούς και για τις τεχνικές τραγουδιού.

Γιατί είναι σημαντικό για τους ανθρώπους του κόσμου να ακούν διαφορετικά στυλ μουσικής;

Είναι μια κουλτούρα και μέσω της μουσικής μπορούμε να δεχθούμε τους άλλους και ακόμη και να τους πλησιάσουμε.

Ποια είναι τα τρία πράγματα που σας κάνουν ευτυχισμένη; 

Να προετοιμάζω νέα έργα,να συνθέτω μουσική και να γράφω άρθρα για μια φωνή που μου αρέσει.

Έχετε κάποια έργα στα οποία εργάζεστε αυτή τη στιγμή; Εάν ναι, ποια είναι αυτά;

Δουλεύω για την εφαρμογή νέων έργων σε εκπαιδευτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο.

Το Womad NZ  2018, που περιλαμβάνει έξι σκηνές που παρέχουν 30 ώρες ψυχαγωγίας σε διάστημα τριών ημερών,  διαρκεί από τις 16 έως τις 18 Μαρτίου. Το ημερήσιο πρόγραμμα θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2017. Τα εισιτήρια πωλούνται τώρα.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Ψηφιδωτό λεωφορείου

Αποτέλεσμα εικόνας για city bus painting

Πρόσωπα πολλά,όσες κι οι διαθέσεις
Άλλα σκεφτικά,άλλα χαρούμενα,άλλα σκυθρωπά
και άλλα απλά αδιάφορα 
Μικρές κουκκίδες ψηφιδωτού
ποικίλες ψηφίδες σε κινούμενο
σε ρόδες υπόστρωμα
Έργο τέχνης σε γκρίζο αστικό φόντο
μεταβαλλόμενο από στάση σε στάση 
Το τέρμα σημαίνει το τέλος 
της δημιουργίας τούτης
σημαίνοντας συνάμα και την 
αρχή μιας άλλης.

Σαίξπηρ-Σοννέτο αρ. 23

Σχετική εικόνα

poiein.gr

Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
π’ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,
έτσι κι εγώ, που ν’ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τ’ άγια•
λειωμένος απ’ το εντός μου πάθος, να με,
και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια.
Άσ’, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ’ναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απ’ όσα η γλώσσα να πει θέλει.
Μάθ’ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει•
τα μάτια σου θ’ ακούνε στη σιωπή.

Φως ποιήσεως


blogs.antifono.gr

Στά πλαίσια τῆς ἔρευνας τοῦ ἐργαστηρίου Δημιουργικῆς Γραφῆς Ἱστιαίας «ΔΙΑΠΟΡΘΜΕΥΩΝ ΛΟΓΟΣ» γιά τή δυναμική τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας,
παραδίδουμε μέ τή μορφή σκυτάλης κάποια ἀπό τά φωτοφόρα πλατύσκαλα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. 
Πρόκειται γιά ποιητικούς ἀναβαθμούς πού μᾶς ἐπιστρέφουν τό ὕψος. 
Κλίμακες ἀπό τήν ἀναστάσιμη συνειδητότητα τῆς ἀνθρωπότητας. 
Διάσελα πνευματικότητας καί διαισθαντικότητας. Καταφύγια τῆς καταδιωκόμενης ὀμορφιᾶς μας. 
Ἀληθανθοί ἀπό εὐδόκιμες ἀναπνοές στό στάδιο τοῦ βίου, μέ πλέριο τό ἀκριβό ἄρωμα τῆς ὕπαρξης. 
Ἀθανασίες ἀπό τήν αἰωνιότητα τῶν προσώπων. 
Καθημερινότητες μέ ζέουσα τήν καθολικότητα τοῦ πνεύματος. 
Χρόνοι ἔξω ἀπό τά δεσμά τῆς χρείας. 
Ἐλευθερίες τῆς κεκρυμμένης Ἑλλάδας.
Σταλαγμοί πού ἐπιμένουν νά συλλαβίζουν φωτοτροπούμενο τό θαῦμα καί τή χαρά τοῦ κόσμου. 
Χαρεῖτε τήν εὐγένεια τῶν ποιητικῶν στοχασμῶν καί τή διαχρονική δυναμική τους.


• Τό ἔθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεῖ ἐθνικόν ὅ,τι εἶναι ἀληθές. (Διονύσιος Σολωμός)

• Συμμετέχουμε στήν ὑπόθεση τοῦ φωτός. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ψυχή μου λυτρώσου ἀπ’ τόν κρίκο τοῦ σκότους.
Λίγο ἀκόμη νά σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα. (Γιώργος Σεφέρης)

• Πάντα ἀνοιχτά πάντα ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου. (Διονύσιος Σολωμός)

• Ἐτοίμαζε τήν ψυχή σου.( Γιώργος Θέμελης)

• Τό σκοτάδι μέ χρωστάει στό φῶς.( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ἡ φωνή μου ἤτανε προορισμένη μόνο γιά τούς αἰώνες. (Ἀγγελος Σικελιανός)

• Ἄλμα πιό γρήγορο ἀπό τή φθορά. (Ὀδυσσεας Ἐλύτης)

• Χῶμα ἠχολογάει χῶμα
Κι ὅμως πρέπει νά βρεῖ ἕνα νόμισμα ἡ ζωή. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Εἰρήνη εἶναι ὅταν τοῦ ἀνθρώπου ἡ ψυχή γίνεται ἔξω στό σύμπαν ἥλιος
κι ὁ ἥλιος ψυχή μέσα στόν ἄνθρωπο. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Διψασμένοι γιά λίγη λάμψη τοῦ ὄρους Θαβώρ. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Κατά βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός. (Γιώργος Σεφέρης)

• Οἱ δοκιμασίες σταυρός τοῦ «ἐν τούτῳ νίκα» (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Τέτοιες λέξεις: τέτοιες ψυχές. (Γιώργος Θέμελης)

• Ἀγάπα νά παίρνεις ἀνάσα. (Γιώργος Θέμελης)

• Ὁ κόσμος μόνο ὅταν τόν μοιράζεσαι ὑπάρχει. (Τάσος Λειβαδίτης)

• Ἐκεῖνα πού χαρίζεις πάνε στή ζωή. (Γιάννης Ρίτσος)

• «Μήν χάσουμε τήν ψυχή μας
Τά μάτια μας τέσσερα ( τά μάτια μας καί τήν ψυχή μας)». (Γιώργος Θέμελης)

• Θέλει ἀρετή καί τόλμη ἡ ἐλευθερία. (Ἀνδρέας Κάλβος)

• Ἕνα σβησμένο πρόσωπο σέ κάθε αὐλαῖα λήθης. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Τά χέρια μου βρίσκονται σέ ἀδιάκοπη κίνηση
Ξεφορτώνω οῦρανό στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ἴσως νά’ρθαμε γιά τοῦτες τίς μικρές ἀποκαλύψεις τοῦ μεγάλου θαύματος. (Γιάννης Ρίτσος)

• Χριστός Ἀνέστη μέ τά πρῶτα σπάρα τῶν Ἑλλήνων. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ὑποσχέθηκα στόν πατέρα μου
πώς θά ἔκανα τό σκοτάδι κατοικήσιμο φῶς. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Καί τό ὄνομα Ἑλλάδα, δέν εἶναι λέξη, ἀλλά λόγος
ὅλες οἱ λέξεις πού ὀνομάζουν τό φῶς. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Ὁ μισθός τῶν ἀνθρώπων δέ φτάνει γιά νά βλέπουν
Δέ φτάνει νά γίνουνε πρόσωπα. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Νά βάλλουμε τό εὐ μπροστά ἀπό τήν κάθε ἡμέρα μας, νά εὐπρεπίσουμε τήν καθημερινότητα μας.
Ἀνήκουμε στό σύνολο κόσμο, δέν εἴμαστε ἐφήμεροι, μετέχουμε στήν αἰωνιότητα.
Εἴμαστε ἡ ἐπικαιρότητά της...
Ἐμεῖς θά πρέπει νά οἰκονομήσουμε τή ζωή μας, ὄχι ἡ οἰκονομία ἐμᾶς. (Χρῆστος Μποκόρος: Τά στοιχειώδη)

• Ἄς μήν τό κρύβουμε διψᾶμε γιά οὐρανό (Μίλτος Σαχτούρης)

• Τό ρολόι πού μᾶς ἀφορᾶ δέν εἶναι αὐτό πού καταμετρᾶ τίς ὥρες
ἀλλά πού κατανέμει τό μέρος τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀφθαρσίας τῶν πραγμάτων. ( Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ἀλλ’ἥλιος ἀλλ’ἀόρατος αἰθέρας κοσμοφόρος. (Διονύσιος Σολωμός)

• Οἱ ζωγραφιές τοῦ ἀνάστα ὁ Θεός. .(Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Πρός τί; Πρός τί;
Φτάνει πιά, φτάνει πιά.
Στό φῶς, στό φῶς, στό φῶς. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Εὐδόκιμοι σάν τόν Χριστό (Κ. Μόντης)

• Παράδοση εἶναι ἡ κοινωνία μέ τούς ζῶντες ἄσχετα ἄν ζοῦν βιολογικά ἤ εἶναι κεκοιμημένοι. (Ζήσιμος Λόρεντζάτος)

• Ἐτάχτηκα παιδαγωγός. Πρέπει νά ἐκφράσω τό αἰώνιο συνολικό πρόσωπο τῆς ζωῆς. (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Φῶς καί πάλι φῶς ἡ ψυχή πού μάχεται. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Λάβετε ὑπομονή αὐτό εἶναι τό πρῶτο μάθημα τοῦ κόσμου. ( Χρῆστος Μποκόρος)

• Ἄν ὑπάρχει περίπτωση Θερμοπυλῶν ἀναφέρατε. (Κώστας Μόντης)

• Ὥ καρδιορίζωμα τῆς προσευχῆς περίστυλο τοῦ ἀντρίκειου στοχασμοῦ. (Ἀγγελος Σικελιανός)

• Καμμιά λευτεριά δέν κερδίζεται χωρίς κάποια δική μας θυσία. (Γιάννης Ρίτσος)

• Δέν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης. (Νίκος Καρούζος)

• Μοῦ ἀρκεῖ νά γνωρίζω ὅτι στάζει Θεό στίς ψυχές τῶν παιδιῶν ἡ λάμψη τῶν λέξεων. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

• Θέλω νά μιλήσω μέ δύναμη γιά νά μπορέσει νά κατορθωθεῖ ἡ ζωή στόν τόπο μου. (Νίκος Γ. Πεντζίκης)

• Καί πιά δέν εἶναι τίποτα πού νά λυγίζει τή ζωή σου καί τά μάτια σου..
καί τίποτα δέν εἶναι πού νά μήν μπορεῖς νά στρέψεις τή μορφή του πρός τόν ἥλιο. (Γιάννης Ρίτσος)

• Ἤ θά περπατήσουμε στόν οὐρανό ἤ κάντε μας τή χάρη.
Δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μικρές ζωές. (Κώστας Μόντης)

• Ἡ σιωπή κάνει τόν κόσμο πιό μεγάλο, ἡ θλίψη πιό δίκαιο. (Τάσος Λειβαδίτης)

• Τά μάτια σου κυνηγᾶν τούς οὐρανούς
παίρνουν τόν ἥλιο τό κατόπι. (Κώστας Μόντης)

• Τήν ἄνοιξη ἄν δέν τήν βρεῖς τήν φτιάχνεις. (Ὀδυσσέας Ἐλύτης)

• Ὁ ἄγγελος τοῦ ἔαρος μοῦ φώναζε:
-Μή στενεύεις, ἁγίαζε μονάχα. (Νίκος Καρούζος)

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Ἡ γλῶσσα στὴν ποίησή μας

Αποτέλεσμα εικόνας για poet painting
agiazoni.gr

Σεφέρης Γιῶργος


Ἐδῶ στὶς χῶρες τοῦ Μεγαλέξαντρου ἦταν ἀναπόφευκτο νὰ θυμηθῶ τὸ θρυλικὸ βασιλέα καὶ τὸ λόγο του, καθὼς τὸν μνημονεύει ἡ περιώνυμη «φυλλάδα»: «τῶν βασιλέων τὰ δῶρα πάντοτε πολλὰ πρέπει νὰ εἶναι». Μοῦ ἐκάματε ἕνα βασιλικὸ δῶρο, σεῖς ποὺ κρατᾶτε τὰ φῶτα τῆς σοφίας σ᾿ αὐτὸ τὸ σύνορο. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ κάνει ἡ πατρίδα στὸ ἔργο μιᾶς ἀρκετὰ σπαταλημένης ἀνθρώπινης ζωῆς. 

Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ καὶ ἀνακρίβεια ἂν ἐνόμιζα πὼς ἡ τιμὴ ἀνήκει μόνο σ᾿ ἐμένα καὶ ὄχι σ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βοήθησαν νὰ κάμω τὸ πρᾶγμα ποὺ τιμᾶτε. Στὴν ἴδια «φυλλάδα» ὑπάρχει ἕνας ἄλλος λόγος ἀκόμη: Ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης ρώτησε τὸν Ἀλέξαντρο : «τὸ μάλαμα καὶ τὸν πλοῦτο ὁποὺ ἐπῆρε ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο ποῦ τὸν ἔχει;», ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι καὶ ὁ λαὸς εἶναι τὸ μάλαμα καὶ ὁ πλοῦτος μου». Οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι καὶ ὁ λαός· αὐτοὶ μοῦ ἔδωσαν τὸ πολυτιμότερο ποὺ ἔχω, κι αὐτοὺς τιμᾶτε σήμερα. Σᾶς εὐχαριστῶ.

Ἀρχὲς τοῦ Μάρτη εἴχαμε ἕνα Συμπόσιο στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴ γλῶσσα μας σ᾿ ὅλες τὶς ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Μ᾿ ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα οἱ ὁμιλίες ποὺ ἀφοροῦσαν κάθε κλάδο τοῦ ἐπιστητοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποίηση. Φοβόμουν ἀλήθεια ὅτι σχετικὴ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη τούτη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου θὰ μποροῦσε καὶ συγχύσεις νὰ προκαλέσει καὶ νὰ βλάψει τὸ σκοπὸ τοῦ Συμποσίου. Γιατὶ ἡ ποίηση χρησιμοποιεῖ μιὰν εἰδικὴ λειτουργία τῆς γλώσσας, τὴ συγκινησιακή, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ δὲ χρειάζεται, θὰ ἦταν μάλιστα βλαβερή, ἂν τὴν χρησιμοποιούσαμε γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε ἄλλες ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. 

Ἔτσι, σὲ μιὰ παρέμβασή μου, εἶπα λίγα λόγια ποὺ εἶναι πιθανὸ νὰ φάνηκαν αἱρετικά. Θὰ ἤθελα ν᾿ ἀναπτύξω περισσότερο τὴν ἰδέα μου σήμερα.

Σὲ διάφορους καιροὺς ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ νὰ κάμει μαζὶ μὲ τὴν ποίηση καὶ ποικίλα πράγματα: νὰ εἶναι μάγος, νὰ εἶναι προφήτης, νὰ εἶναι κοινωνικὸς ἀναμορφωτὴς λ.χ. Δὲν εἶναι τὸ θέμα μου νὰ ἐξετάσω τώρα ποιὰ ἄλλα πράγματα πρέπει νὰ κάνει ὁ ποιητής. Θὰ περιοριστῶ στὴν ποίησή του. Κι ἐδῶ νομίζω πὼς ἕνα πρᾶγμα τουλάχιστο εἶναι βέβαιο: ὁ ποιητὴς δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ πράξει παρὰ μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται γύρω του. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ ριζώσει καὶ θὰ βλαστήσει ἡ δική του λαλιὰ ποὺ τὸν ἐκφράζει. Μεταχειρίστηκα τὰ ρήματα ριζώνω καὶ βλασταίνω στὴν κυριολεξία τους, μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς φυσικῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ τεχνητὸ ἢ τὸ μηχανικό. Ἂν εἶναι φυτό, ἕνα ποίημα μᾶς ἐνδιαφέρει ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ καρποῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς ρίζας.

Ἔτσι, στὸ ξεκίνημά του, ὁ ποιητὴς βρίσκεται σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ τοῦ παρέχει τὴ γλῶσσα ποὺ θ᾿ ἀρχίσει νὰ χρησιμοποιεῖ. Αὐτὴ τὸν συνδέει μὲ τοὺς ἄλλους, αὐτὴ δίνει σάρκα στὸν καημό του, στὸν πόνο του, στὴ χαρά του· τὴν ἀγαπᾶ, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά του. Ὡστόσο, καθὼς προχωρεῖ, προσπαθεῖ νὰ διαλέξει τὶς λέξεις ποὺ ἔχουν τὴ δική του ἁφή, τὸ δικό του βάρος· τὶς ψάχνει ὁλοένα πιὸ βαθιὰ μέσα του. Γυρεύει, καὶ καθὼς γυρεύει αἰσθάνεται πὼς ὁ κόσμος ὅπου ζεῖ τοῦ προσφέρει ἕνα πλῆθος φωνές, ἀλλὰ καμιὰ δὲν εἶναι ἡ δική του. Στὰ νιάτα του ἦταν εὐκολώτερο· μιμοῦνταν ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς ξένες φωνὲς ποὺ τοῦ ἄρεσαν περισσότερο. Τώρα νιώθει, παραμερίζοντάς τες, πὼς ὁ ἑαυτός του τείνει νὰ εἶναι ὁλοένα καὶ περισσότερο ἄλαλος, κι ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει πίσω· νιώθει πὼς πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς γιὰ νὰ βρεῖ στὸ βυθὸ τί εἶναι πραγματικὰ ὁ ἴδιος. Κάθε ἀτόφιος ποιητὴς περνᾷ, νομίζω, τέτοιες κρίσεις· γι᾿ αὐτὸ λέμε πὼς κάθε ποίημα ποὺ γράφουμε εἶναι σὰ νὰ ἦταν τὸ τελευταῖο. Ἀφοῦ ὁ ποιητὴς ἀφομοιώσει τὰ πράγματα ποὺ ἔχει μαζέψει ἡ ἰδιοσυγκρασία του ἀπὸ τὸ γύρω κόσμο, φτάνει στὴ στιγμὴ ποὺ θὰ νιώσει τὸ κενὸ μέσα του, ποὺ θὰ νιώσει ὅτι βρίσκεται στὸ σκοτεινὸ δάσος, ὅπως ἔλεγα κάποτε, στὴ selva oscura, μόνος καὶ ἀβοήθητος· ὅτι πρέπει νὰ τὸ ἐμπιστευτεῖ αὐτὸ τὸ κενό, ἐπὶ ποινῇ θανάτου. Εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη στιγμή του, αὐτὸς ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ βρεῖ ἐκείνη τὴ φωνὴ ποὺ ταυτίζεται καὶ σωφιλιάζεται μὲ τὰ πράγματα ποὺ θέλει νὰ δημιουργήσει, ἤ, ἂν θέλουμε, ποὺ δημιουργεῖ τὰ πράγματα ὀνομάζοντάς τα. Τὸ ἀκραῖο ὅριο ὅπου τείνει ὁ ποιητὴς εἶναι νὰ μπορέσει νὰ πεῖ « γεννηθήτω φῶς» καὶ νὰ γίνει φῶς.

Μπορεῖ νὰ φανεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω ἀφοροῦν καὶ ἄλλες λειτουργίες, ποὺ σχετίζονται μ᾿ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς τὶς ἀφοροῦν· ὡστόσο θὰ ἤθελα νὰ παρατηρήσω ὅτι τὶς διακρίσεις σ᾿ αὐτὰ τὰ ζητήματα τὶς κάνουμε πάντα ἐπιφανειακὰ καὶ μόλις προχωρήσουμε λίγο, συναντοῦμε ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ποίηση εἶναι ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ὁρισμός, εὐτυχῶς.

Ὁ E. M. Forster, ἕνας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος μυθιστοριογράφος καὶ δοκιμιογράφος, παρατηροῦσε:

«Ὅπως ἀκριβῶς οἱ λέξεις ἔχουν δυὸ λειτουργίες, τὴ μιὰ ποὺ ἀφορᾷ τὴ μετάδοση ἐννοιῶν, καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ἀφορᾷ τὴ δημιουργία, ἔτσι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἔχει δυὸ προσωπικότητες, τὴ μιὰ στὴν ἐπιφάνεια, καὶ τὴν ἄλλη μέσα πιὸ βαθιά. Ἡ ἀπάνω προσωπικότητα ἔχει ὄνομα· ὀνομάζεται Σαμουὴλ Κόλεριδζ, Γουλιέλμος Σαίξπηρ, ἡ Κυρία Χ... Εἶναι εὐσυνείδητη, σβέλτα, καὶ διαφέρει ἁδρὰ καὶ διασκεδαστικὰ ἀπὸ τὶς προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Ἡ ἐσώτερη προσωπικότητα εἶναι μία πολὺ παράξενη ὑπόθεση. Ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς εἶναι ὁλωσδιόλου ἀκαταλόγιστη. Ὅμως χωρὶς αὐτὴ δὲν ὑπάρχει λογοτεχνία· γιατί ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲ ρίξει ἕναν κουβὰ (γιὰ ν᾿ ἀντλήσει) βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἔργο πρώτης ποιότητας. Τὴ χαρακτηρίζει μ᾿ ἕναν τρόπο κάτι τὸ γενικό. Μολονότι βρίσκεται μέσα στὸν Κόλεριδζ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τῆς δώσουμε τ᾿ ὄνομά του. Ἔχει κάτι τὸ κοινό με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ μυστικὸς θὰ μᾶς βεβαιώσει πὼς αὐτὴ ἡ κοινὴ ἰδιότητα εἶναι ὁ Θεός, καὶ πὼς ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας πλησιάζουμε τὶς πύλες τοῦ θεϊκοῦ» (2).

Εἶναι ἀξιοπρόσεχτο ὅτι ἕνας σημαντικὸς λογοτέχνης, ποὺ δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὁ μυστικισμός, καὶ ποὺ δὲν ἔγραψε ποιήματα, μιλᾷ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια. Μᾶς εἶναι χρήσιμη ἡ παραβολή του. Μολονότι δὲ θὰ χρησιμοποιοῦσα ὁλωσδιόλου ἔτσι τὴ λέξη προσωπικότητα, νομίζω πὼς ἐκφράζει μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια αὐτὴ τὴν τόσο σκοτεινὴ λειτουργία τοῦ ποιητῆ. Θὰ ἤθελα μόνο νὰ παρατηρήσω ὅτι κι ἐδῶ ἡ διάκριση γίνεται γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀκριβολογίας καὶ ὅτι οἱ δυὸ αὐτὲς προσωπικότητες ποὺ λέει δὲν εἶναι στεγανὰ χωρισμένες, καὶ ἡ λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἕνα ἀδιάκοπο πάει κι ἔλα ἀνάμεσα στὸ ἐσώτερο καὶ τὸ ἐπιφανειακότερο ἐγώ. Τέλος θέλω νὰ ὑπογραμμίσω πὼς ὅταν μιλῶ γιὰ τὴ γλωσσικὴ λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἔχω πάντα ὑπ᾿ ὄψη μου αὐτὴ τὴν ἐσώτερη λειτουργία, εἴτε ὅπως προσπάθησα νὰ τὴν ἐκφράσω, εἴτε ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούσατε. Τώρα ἂς ἔρθουμε στὰ δικά μας.

Ἔχουμε μίαν ἰδιότροπη ἱστορία· πῶς νὰ τὴν πῶ ἀλλιῶς· ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες. Ἡ συνέχεια τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς ζωῆς μας κόπηκε ἀπὸ μία «νύκτα αἰώνων». Αὐτὸ εἶναι τὸ χοντρὸ γεγονός· δὲν πρόκοψαν ἁρμονικὰ τὰ διάφορα κλωνάρια τῆς ζωῆς τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Κι ὅταν ἐλευθερωθήκαμε, ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση, καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀπελευθέρωση, μᾶς ἔφερε τέτοιες ἀντιδράσεις καὶ προκάλεσε τέτοια φαινόμενα, ποὺ ἀκόμη σήμερα λογαριάζουμε κάποτε πόσα πράγματα τεχνητὰ δημιούργησε τὸ νεογέννητο Ἑλλαδικὸ κράτος. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τεχνητὰ εἶναι καὶ ἡ ροπή μας πρὸς τὴν ἐπιφανειακὴ ρητορεία, αὐτὴ τὴ λοιμική. Ἴσως αὐτὰ νὰ μὴν ἔγιναν τότε ἀπὸ τὸ μηδέν. Εἶναι πολὺ πιθανὸ πὼς εἶχαν καὶ ἄλλα αἴτια. Ὅμως καλλιεργήθηκαν καὶ προστατεύτηκαν ὅσο ποτὲ κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς χάρισαν οἱ καταπληκτικοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τοῦ Εἰκοσιένα. Εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ ἀντίθεση ὅταν τ᾿ ἀναλογίζεται κανείς.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ Ἑφτάνησα προσφέρνουν στὴν Ἑλλάδα δυὸ ποιητές, τὸ Σολωμὸ καὶ τὸν Κάλβο. Θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε τὸ παράδειγμά τους.

Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἔχω γράψει γιὰ τὴν πολὺ μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ Σολωμοῦ πιστεύω νὰ ἔχει φανεῖ πὼς τὰ χάσματα ποὺ μᾶς ἄφησε μ᾿ ἐνδιαφέρουν τὸ ἴδιο ὅσο καὶ τ᾿ ἀποσπάσματά του. Τ᾿ ἀποσπάσματα τοῦ Σολωμοῦ εἶναι δεῖκτες. Δείχνουν ποιὰ καὶ τί λογὴς μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀτόφια λαλιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Δὲν ξέρω παράδειγμα στὴν παγκόσμια λογοτεχνία ποὺ οἱ σκόρπιοι στίχοι ἑνὸς ποιητὴ νὰ ἔχουν δώσει μία τέτοιαν ἀποκάλυψη. Ὅμως αὐτοὺς τοὺς σκόρπιους στίχους δὲν μποροῦμε ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, νὰ τοὺς κοιτάξουμε σὰν δημιουργίες τετελεσμένες. Πάντα μὲ κάποιον τρόπο μᾶς σπρώχνουν πρὸς τὶς σιωπὲς ποὺ τοὺς περιβάλλουν: τὰ κενά τους. Κι αὐτὰ τὰ χάσματα μᾶς δείχνουν ὄχι μόνο τὴν τραγῳδία αὐτοῦ τοῦ ἐναγώνιου ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνουν, καθὼς νομίζω, πὼς ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα ποὺ μαζεύει γύρω του. Ἐλπίζω νὰ μὴ νομιστεῖ πὼς ὑποστηρίζω μία φωνογραφικὴ ἐπανάληψη τῆς λαλουμένης· σίγουρα ἡ προσωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ποιητῆ πάνω στὴ γλῶσσα εἶναι μεγάλη, σίγουρα τὸ πρῶτο χρέος του εἶναι νὰ κυριαρχήσει τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δόθηκε, νὰ τὴν ἀναπτύξει καὶ νὰ τὴν κάνει τὸ καλύτερο δυνατὸ ὄργανο τῆς ἔκφρασής του· αὐτῆς τῆς ἔκφρασης ποὺ κάνει εἴτε τὸν παλαιότερο μονοτονικὸ ἢ τὸν ἄλλον τὸν πολυτονικὸ στίχο νὰ μοιάζει πρωτάκουστος. Ἀλλὰ ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφεύρει μία καινούργια γλῶσσα· γιατί θὰ εἶναι ἀρίζωτη, δὲ θὰ πηγαίνει ν᾿ ἀγγίξει τοὺς μυχοὺς τοῦ βαθύτερου ἐγώ του. Ὁ λόγος τοῦ Σολωμοῦ εἶναι καλὰ ριζωμένος, ὅπως δὲν εἶναι λ.χ. στοὺς Σούτσους καὶ στοὺς Ραγκαβῆδες· αὐτοὶ δὲ νιώθουν τὴν ἐπιταγὴ ἐκείνου τοῦ σωφιλιάσματος (πῶς νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς) τῆς γλώσσας μὲ τὴ βαθύτερη ζωή μας. Εἶναι ἐπιφανειακὲς προσωπικότητες, μένουν στὴν ἐπιφάνεια. Ἂς μὴν εἴμαστε ὑπερβολικοὶ στὴν κατηγόρια. Ἂς συλλογιστοῦμε πὼς ἡ ῥοπὴ ποὺ κάνει τοὺς λογίους μας νὰ κινοῦνται συχνὰ στὴν ἐπιφάνεια πρέπει νὰ εἶναι κοντὰ στὰ ὁρμέμφυτά μας· τὴν ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο στὰ πιὸ ἀπροσδόκητα σταυροδρόμια, ὡς τὶς μέρες μας. Ὅταν λ.χ. παρουσιάστηκε ἡ αὐτόματη γραφή, υἱοθετήθηκε φυσιολογικὰ αὐτὴ ἡ γλῶσσα ἐπιφανείας· εἴταν, θαρρῶ, ἀναπότρεπτο· χρειαζότανε μία γλῶσσα ποὺ νὰ γλιστρᾷ· καὶ νὰ ξεφεύγει μὲ κάποιον τρόπο· μιὰ γλῶσσα πιὸ ριζωμένη, καὶ γι᾿ αὐτὸ πιὸ βαριά, θὰ διέκοπτε τὴν ὑποσυνείδητη ροὴ ποὺ ἀπαιτοῦσε αὐτὴ ἡ γραφή.

Τώρα ποιὰ εἶναι ἡ γλωσσικὴ παρουσία ποὺ ἔχει γύρω του ὁ Σολωμός; Εἶναι πρῶτα καὶ βαθύτερα ἡ γλῶσσα τῆς μάνας του· τῆς «πληβείας» Ἀγγελικῆς Νίκλη. Ἔπειτα εἶναι τὰ ἰταλικά, πολλὰ ἰταλικὰ ποὺ μαθαίνει ἀπὸ μικρός, καὶ στὴ Ζάκυνθο καὶ στὴν Ἰταλία ὅπου ἐκπαιδεύεται. Τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει μέσα του τὸ γάλα τῆς μητρός του βρίσκουν, μόλις δοῦν τὸ φῶς, μιὰ μεγάλη μάθηση στὰ ἰταλικά. Σὰν ἀληθινὸς ποιητὴς ξέρει πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε χωρὶς αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἄσκησή του στὰ μεγάλα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης τοῦ μαθαίνει ὅτι: «Καλὸ εἶναι νὰ ρίχνει κανεὶς τὶς ρίζες του πάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ χνάρια [ἐννοεῖ τὰ κλέφτικα τραγούδια, ὅπως τὰ λέει], δὲν εἶναι ὅμως νὰ σταματᾷ ἐκεῖ· πρέπει νὰ ὑψώνεται κατακόρυφα». Αὐτὰ γράφει στὸν Τερτσέτη ὁ Σολωμός (3). Ἔτσι εἶναι. Ὅμως ὅσο ὑψώνεται κανείς, πρέπει οἱ ρίζες του ν᾿ ἁπλώνουνται σὲ πλατύτερο ἔδαφος. Τὸ ἔδαφός του, τὸ ἑλληνικό, δὲν μπορεῖ νὰ πλατύνει στὴ ζωὴ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἴδιος ὑψώνεται τὸ αἰσθάνεται πιὸ στενό. Δὲ γίνεται ποίηση μόνο μὲ τὶς κορυφές. Γιὰ τοὺς στοχασμούς του, γιὰ τὶς ἐπιστολές του, μεταχειρίζεται τὰ ἰταλικά, ποὺ ξέρει θαυμάσια· στὴν ἴδια γλῶσσα γράφει καὶ στιχουργήματα. Ὅμως ὅλα αὐτὰ δὲν τοῦ προσφέρουν τὸ βάρος τοῦ λόγου, ποὺ ξέρει νὰ τὸν ξεχωρίσει καὶ τὸν γυρεύει ἀκατάπαυστα. Αὐτὸν ποὺ βλέπουμε στὴ Γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος ἢ στοὺς καλύτερούς του δεκαπεντασύλλαβους (4). Ἀντίθετα, τὰ ἰταλικὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ δὲ δείχνουν παρὰ ἕναν ποιητὴ ποὺ ξέρει καλὰ τὴν τεχνική του. Γι᾿ αὐτὸ λέω πὼς τὰ χάσματά του εἶναι ἕνα μεγάλο δίδαγμα καὶ γιὰ μᾶς τοὺς σημερινούς· δὲν ξέρω καὶ γιὰ πόσες γενεὲς ἀκόμη, ἂν πηγαίνουμε ὅπως πᾶμε. Μᾶς δείχνουν πόσο εἶχαν ὀγκωθεῖ ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ δυσκολίες τοῦ ποιητῆ ποὺ βρίσκει μίαν ἀκαλλιέργητη γλῶσσα. Τὰ παραδομένα ἑλληνικὰ τοῦ Σολωμοῦ εἶναι μέρος μόνο ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ποὺ εἶχε ὁ Χορτάτσης ἢ ὁ Κορνάρος κι ὅπου κινήθηκαν μὲ τόση ἄνεση. Αὐτοὶ μποροῦσαν νὰ μὴν ἀρνοῦνται τίποτε ἀπὸ τὴ γλῶσσα ποὺ τοὺς ἔδινε ὁ περίγυρός τους. Μᾶς τὸ δείχνει ἡ εὐκολία τους, ποὺ ἰδωμένη ἀπὸ ἄλλη πλευρὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ μειονέκτημά τους. Ἂν εἴχαμε τὴν παραξενιὰ νὰ φανταστοῦμε τὸ Σολωμὸ νὰ κινεῖται στὴ γλῶσσα του μὲ τὴν ἴδια εὐκολία, θὰ ἔπρεπε σὲ τελευταῖα ἀνάλυση νὰ τὸν φανταστοῦμε πῶς θὰ συμπλήρωνε τὰ χάσματά του μὲ κατωφέρειες γραμμένες ἰταλικά, ὅπως μᾶς δείχνουν, μὲ κάποιο τρόπο, οἱ σάτιρες ἢ τὰ σχεδιάσματά του. Ὁ Σολωμὸς ὁλοένα γυρεύει καὶ ὁλοένα ἀρνεῖται τὴ φυσικὴ κατάστασή του στ᾿ ὄνομα μιᾶς βαθύτερης φύσης, ποὺ καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ ὅσο τὴ γυρεύει πιὸ βαθιά, στενεύει. Ἡ φυσικὴ κατάστασή του εἶναι, μὲ κάποιο τρόπο, διφυής: ἡ μιὰ περιορισμένη, ἀλλὰ συγκλονίζει τὸ βαθύτερο εἶναι του, καὶ ἡ ἄλλη πολὺ πιὸ πλατιά, ἀλλὰ ρηχή, ποὺ ἀπασχολεῖ τὸ «ἀπάνω ἐγώ» τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ἔλεγα. Τὰ δυὸ αὐτὰ στοιχεῖα, στὴν περίπτωσή του, δὲν μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν καὶ ν᾿ ἀποτελέσουν ἕνα ὁμοιόμορφο μίγμα. Ἡ ἄρνηση γιὰ τὸν ποιητὴ δὲν εἶναι κακό. Ἀπεναντίας· ὅλοι οἱ ποιητὲς εἶναι φτιαγμένοι ἀπὸ ἀρνήσεις. Ἀλλὰ τὴν ἀντιζυγιάζει μιὰ ἀποφασιστικὴ παραδοχή. Παραδοχή, ὄχι συμβιβασμός. Ἀλίμονο στὸν ποιητὴ ποὺ δὲν παραδέχεται, κάποτε, τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ τὴν παραδοχὴ βλέπω νὰ λιγοστεύει ὁλοένα στὸ Σολωμό. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ τραγωδία του ὅπως τὴν αἰσθάνομαι καὶ πάντα μὲ συγκλονίζει.

Φυσικά, ἕνα τέτοιο πρόβλημα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γυμνὰ γλωσσικό· δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τ᾿ ἀπομονώσουμε. Γιατί ἀγγίζει τὴν ἔκφραση ποὺ ὡριμάζει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ ἡ αἴσθηση καὶ ὁ νοῦς συναπαντιοῦνται ἀπάνω σὲ μιὰ λέξη καί, ὅπως θὰ λέγαμε, τὴ φορτίζουν. Δὲν εἶναι ξένη, τούτη ἡ δυσεξερεύνητη λειτουργία, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ θὰ ὀνομάζαμε ρυθμὸ καὶ μᾶς πηγαίνει σὲ μία πανάρχαια τάξη μαγείας. Ὁ ἀφοσιωμένος ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ τὴ μελετήσει καὶ σὲ ἄλλους, δικούς μας ἢ ξένους, αὐτὴ τὴ μετατροπὴ τῆς δοσμένης γλώσσας ἀπὸ τὸν ποιητὴ· πῶς πιάνει ἀπάνω του, πῶς τὸν βοηθᾷ ἢ πῶς τὸν βλάπτει.

Ὁ Σολωμὸς εἶχε τὸ πλεονέκτημα ποὺ δὲ νόθεψε τὴ γλῶσσα του ὁ λογιότατος, καθὼς παρατηρεῖ ὁ Λίνος Πολίτης. Εἶχε τὴ διαίσθηση νὰ κλείσει ἀπὸ νωρὶς τὴν πόρτα του στὸ λογιότατο. Αὐτὸ δὲν ἔτυχε στὸν Κάλβο, τὸν ξενιτεμένο, στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ποὺ ὀνειρεύουνταν στὴν ἀρχὴ νὰ γίνει Ἰταλὸς ποιητής.

Εἶχα προσπαθήσει σὲ παλαιότερα χρόνια νὰ δείξω τὶς διαλείψεις ποὺ κόμισε στὸν Κάλβο ἕνας ἀποστεγνωτικὸς ἀρχαϊσμός· τὰ σημεῖα ὅπου δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς τοῦ ἔχει κοπεῖ ἡ λαλιά, πὼς ἡ ἔξοχη ποιητικὴ φωνή του ἔχει πάθει μία ξαφνικὴ ἀφασία· πὼς μᾶς ἀφήνει στὸ τέλος κι αὐτὸς λαμπρὰ συντρίμματα ποὺ παρασέρνει ἕνας ρωμαλέος ρυθμός, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὴν κακοριζικιά μας. Ἂς μὴν ἐπαναλαμβάνομαι. Ἡ μόνη παρατήρηση ποὺ θέλω νὰ προσθέσω τώρα εἶναι ὅτι διάφοροι μεταγενέστεροι ποιητὲς ἀντὶ νὰ γυρεύουν νὰ διδαχτοῦν ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλαψαν τὸν Κάλβο, τὰ νομίζουν ἀντίθετα ὠφέλιμα παραδείγματα. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μὲ τὸν Καβάφη. 

Ὁ Κάλβος ἔχει πάψει πιὰ νὰ γράφει στὴν ἡλικία ποὺ ὁ Καβάφης ψάχνει καὶ παραπατᾷ ἀκόμη ἀνάμεσα σὲ ἐκφράσεις ποὺ εἶναι σκαλοπάτια πρὸς τὸ ὥριμο ἔργο του καὶ στίχους σὰν τοὺς ἀκόλουθους: 

Ἡ ἀρχαία τραγῳδία, ἡ ἀρχαία τραγῳδία
εἶναι ἱερὰ κ᾿ εὐρεία ὡς τοῦ σύμπαντος καρδία.
Τὴν ἐγέννησεν εἷς δῆμος, μιὰ πόλις Ἑλληνίς.
Ἀλλ᾿ εὐθύς ἐκείνη ἔπτη κ᾿ ἔκτισεν ἐν οὐρανοῖς
τὴν σκηνὴν... 

· στίχους ποὺ εἶναι χειρότεροι νομίζω ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄδειους στίχους τοῦ Κάλβου. Ἀλλὰ ἡ μοῖρα τοῦ Καβάφη εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ μοῖρα τοῦ Κάλβου καὶ διαφορετικὰ μᾶς διδάσκει. Ὁ Κάλβος ὕστερα ἀπὸ τὶς «Ὠδές» γυρίζει μία γιὰ πάντα τὴ ράχη του στὴν ποίηση. Ὁ Καβάφης θὰ δουλέψει πολλὰ χρόνια ἀκόμη, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προικισμένος μὲ μίαν ἀσυνήθιστη ἐπιμονὴ ὅλο καὶ ἀρνεῖται κακὲς συνήθειες, κακὲς μαθητεῖες, ὡς τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἑαυτός του ἔχει ὁλωσδιόλου καθαριστεῖ καὶ τοῦ ἐπιτρέπει τὴν τελικὴ παραδοχή. Τὸ πιὸ ἀργοπορημένο σημάδι ποὺ ξέρω αὐτῆς τῆς ἀφηρημένης ἔκφρασης, ὄχι τῆς πεζολογικῆς ὅπως λένε, ἀλλὰ ἑνὸς ἀνυπόστατου λυρικοῦ διάκοσμου, τὸ δημοσιεύει στὰ 1916, δηλαδὴ ὅταν ἔχει περάσει τὰ πενῆντα. Λέει: 

...Ἐν ἐκτάσει βλέπω νῦν
τοῦ Ἐνδυμίωνος τὴν φημισμένην καλλονήν.
Ἰάσμων κάνιστρα κενοῦν οἱ δοῦλοι μου· κι εὐοίωνοι
ἐπευφημίαι ἐξύπνησαν ἀρχαίων χρόνων ἡδονήν. 

Μ᾿ ἐνδιαφέρει τούτη ἡ στιχοποιία, ὄχι μόνο γιατί δείχνει σὲ τί καμώματα μπορεῖ νὰ παραστρατήσει ἕνας καλὸς ποιητής, ἀλλὰ κυρίως γιατὶ μοῦ ξαναθυμίζει, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν Ἰθάκη, πόσο ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνει ὁ ποιητὴς αὐτός, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὰ κίβδηλα ἀπὸ τὰ ἀτόφια ποὺ εἶχε μέσα του· γιὰ ν᾿ ἀποφασίσει νὰ δουλέψει ἐπὶ τέλους ὄχι μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίδαξαν ὁ Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος καὶ ἡ σχολή του, ἀλλὰ μ᾿ ἐκείνη ποὺ ἐναπόθεταν μέσα του λαϊκοὶ ἄνθρωποι ἢ μικροαστοὶ τοῦ καφενὲ ἢ τοῦ χρηματιστηρίου, ποὺ συνελάμβανε ὡς ὠτακουστής, πάνω στὴ βράση της· καθὼς ἔλεγε σ᾿ ἕνα φίλο. Δὲν εἶναι ἡ ὥρα νὰ προχωρήσω περισσότερο στὴν ἀνάλυση τῆς ἔκφρασης τοῦ ὠτακουστῆ Καβάφη, ποὺ ἔχει, καθὼς νομίζω, τρία στηρίγματα: τὴν ἀκρίβεια, τὴν εὐκινησία, καὶ τὸ ἐπιμυθιακὸ ἀπόφθεγμα. Αὐτὸ ποὺ τοῦ δίνει ἕνα πλατύτερο ὑπόβαθρο ἐπικοινωνίας. Ὅμως θέλω νὰ συγκρατήσουμε στὴ μνήμη μας πὼς κι ὁ Καβάφης μπόρεσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ βρεῖ τὴ φωνή του μὲ τοὺς σπόρους ποὺ ἔπιαναν πραγματικὰ μέσα του κι ὄχι μ᾿ ἀνεμοσκορπίσματα.

Τὰ τρία παραδείγματά μου χρησιμοποιοῦν τρεῖς ποιητικὲς ἰδιοσυγκρασίες πολὺ διαφορετικὲς κι ἐπιμένουν ὄχι στὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωσαν, ἀλλὰ προπάντων στὸν ἀγῶνα τους γιὰ νὰ ὑπερβοῦν στὴν ἔκφρασή τους, τὰ ψεγάδια ποὺ τοὺς πρόσφεραν οἱ κοινωνίες ὅπου ἔζησαν. Γιατί, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πὼς ἔχει τὴν ἄδεια νὰ κατασκευάζει φραστικὲς μηχανὲς ἀσύνδετες μὲ τὴ ζωή. Ὁ ποιητὴς θὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς οἱ τριγυρινοί του· δὲν μπορεῖ νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητά του. Καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι. Κάποτε, στοὺς ἡρωικοὺς χρόνους τοῦ δημοτικισμοῦ, λέγαμε πὼς θὰ ἔρθει ἕνας Δάντης, ἕνας μεγάλος ποιητὴς νὰ φτιάξει τὴ γλῶσσα. Ἦταν, φοβοῦμαι, ἕνας μεσσιανισμὸς ὑπαγορεμένος ἀπὸ τὴ νωχέλειά μας. Στὸν ἴσκιο του μπορούσαμε νὰ περιμένουμε ἀμέριμνοι. Ἡ δουλειὰ τοῦ ποιητῆ εἶναι νὰ προσπαθήσει νὰ κυριαρχήσει αὐτὴ τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ μιλήσει στὴν ὑψηλότερη δυνατὴ ἔνταση. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ χωρὶς κίνδυνο ἀπὸ τὴν κοινὴ χρήση ποὺ κάνει τὴ γλῶσσα φορέα συναισθημάτων. Κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τόσο φθαρμένη ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκώσει ἔνταση, αὐτὸ θὰ πεῖ πῶς καὶ ἡ κοινωνία εἶναι φθαρμένη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θρέψει ποιητές. Ἔτσι ἀκολουθώντας τὸ μονοπάτι τῆς λαλιᾶς μας ἀγγίζουμε γενικότερα ἐλαττώματα. Δὲ θέλω τώρα νὰ παρασυρθῶ ἀπὸ αὐτά. Θέλω ὅμως νὰ προσθέσω πὼς ὁ ποιητὴς, σὰν ἄνθρωπος ποὺ μοιράζεται μία κοινωνία, ἔχει τὸ χρέος νὰ ἐπισημαίνει καὶ νὰ καταδικάζει κάθε ἑστία φθορᾶς τῆς γλώσσας του. Γιατί ξέρει πὼς ἡ φθορὰ θὰ πέσει στὸ τέλος ἀπάνω του καὶ στοὺς ἐπιγόνους του.

Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μία γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φᾶνε· ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θα᾿ λεγα παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη. Αὐτὰ θὰ εἶχα νὰ πῶ στοὺς σημερινοὺς ὠτακουστές, ἂν πραγματικὰ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.

Πιστεύω νὰ φάνηκε ἀπὸ ὅσα εἶπα ὡς τώρα ὅτι δὲν ἔχω διάθεση νὰ κηρύξω κανένα δογματισμό. Ὁ Κάλβος καὶ ὁ Καβάφης εἶναι φίλοι μου καὶ δὲν ἔχω τὴ ροπὴ νὰ τοὺς ἀποκηρύξω σὰν κακὰ παραδείγματα. Τὸ ἀντίθετο μοῦ συμβαίνει καὶ γι᾿ αὐτὸ λυποῦμαι βλέποντας, ἀκόμη σήμερα, πόσο λίγο ξέρουμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἄφησαν· ἀπὸ τὰ χάσματα τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ τὶς διαλείψεις τοῦ Κάλβου, ἀπὸ τὸ ἀργοπορημένο καὶ ἐπίπονο ὡρίμασμα τοῦ Καβάφη.

Καὶ τοῦτο: Λέμε κάποτε, ἡ λογοτεχνία κέρδισε πρώτη στὸν ἀγῶνα τοῦ δημοτικισμοῦ, δὲ γράφεται πιὰ σὲ νεκρὰ σχήματα, δὲν τὴν ἐνδιαφέρει τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Σ᾿ αὐτὸ θ᾿ ἀπαντοῦσα: Ἡ λογοτεχνία ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴ λογοτεχνία εἶναι λίγη. Μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς ζωῆς, κι ὅσο κλείνεται στὸν ἑαυτό της τόσο θὰ μαραζώνει. Ἴσως νὰ νομιστεῖ πὼς μιλῶ γιὰ μάταια στολίδια, ὅπως ὑποτίθεται ἀπὸ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἐπιφανειακῆς σοβαρότητας πὼς εἶναι ἡ τέχνη τοῦ λόγου. Θὰ ἦταν ὡραῖα ἡ ζωὴ ἂν τὰ πράγματα εἴταν ἔτσι. Ὅμως ἡ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἕνα σύνολο ἀπὸ θορύβους, ἀλλὰ εἶναι δείκτης τῆς ψυχολογικῆς συμπεριφορᾶς μας. Κι ἂν μᾶς δείχνει τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀσυνέπεια ἢ τὴν ἀκρισία, αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ ἀσυνέπεια ἢ ἡ ἀκρισία βρίσκουνται βαθύτερα κάπου μέσα μας.

Μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία ἔλεγα. Ἂν ἀφήσουμε κατὰ μέρος παλαιότερα ἔργα ποὺ οἱ πολλοὶ ἀπό μᾶς -ἐννοῶ τοὺς λογοτέχνες- μοιάζουν νὰ τὰ νομίζουν ξεπερασμένα καὶ χωρὶς ὀργανικὴ ἐπιρροὴ στὴ ζωή τους· ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ὁ καρπὸς ἑνὸς κράτους ἑκατὸν πενῆντα χρόνων. Μετρώντας μὲ τὰ μέτρα τῆς ζωῆς τῶν λαῶν, ὄχι τῶν ἀνθρώπων, δὲν ξέρω ἂν τὰ λίγα αὐτὰ χρόνια εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐνηλικίωσή της. Ὅμως τὸ πρᾶγμα ποὺ θα᾿ πρεπε νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους εἶναι πόσο ἡ λογοτεχνία αὐτὴ μπορεῖ ν᾿ ἀντισταθεῖ στὸ νόμο τῆς ἀπορρόφησης ἀπὸ ἰσχυρότερες γλῶσσες καὶ λογοτεχνίες.

Κι ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ποῦμε πὼς δὲν τῆς μένουν διόλου περιθώρια γιὰ νὰ σπαταλᾷ δυνάμεις, ὅπως ὅταν ἀπαρνιέται τὴν παλαιὰ παράδοσή της. Παράδοση δὲ σημαίνει ἀπαρίθμηση καὶ μνεῖες τίτλων, ἀλλὰ ἔργα ποὺ ζοῦν καὶ γονιμοποιοῦν τὴ δημιουργικὴ φαντασία τῶν σημερινῶν ζωντανῶν ἀνθρώπων.

Βρισκόμαστε σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι· δὲν εἴμασταν ποτὲ ἀπομονωμένοι· μείναμε πάντα ἀνοιχτοὶ σ᾿ ὅλα τὰ ρεύματα -Ἀνατολὴ καὶ Δύση- καὶ τ᾿ ἀφομοιώναμε θαυμάσια τὶς ὧρες ποὺ λειτουργούσαμε σὰν εὔρωστος ὀργανισμός. Εἴμαστε τώρα μέρος τῆς λογοτεχνίας τῆς Εὐρώπης (ἐννοῶ μὲ τὴν πιὸ πλατιὰ ἔννοια) καὶ συνταραζόμαστε κι ἐμεῖς, δικαιολογημένα ἢ ἀδικαιολόγητα, ἀπὸ διαδοχικὲς κρίσεις, ἀποκαλυπτικὲς ἐφευρέσεις καὶ φόβους, ποὺ δὲν ἀφήνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ νὰ ἠρεμήσει· σὰν τὴν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ τί μᾶς μένει γιὰ νὰ βαστάξουμε ἂν ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας; Δὲ μένω τυφλὸς στὰ ψεγάδια μας, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἰδιοτροπία νὰ πιστεύω στὸν ἑαυτό μας. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσετε ποὺ μνημονεύω ἐδῶ προσωπικὲς ἐμπειρίες· δὲν ἔχω ἄλλο πειραματόζωο ἀπὸ ἐμένα. Καὶ ἡ προσωπική μου ἐμπειρία μοῦ δείχνει πὼς τὸ πρᾶγμα ποὺ μὲ βοήθησε, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, δὲν ἦταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοὶ ἑνὸς διανοουμένου, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωσή μου σ᾿ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καὶ περασμένων ἀνθρώπων· στὰ ἔργα τους, στὶς φωνές τους, στὸ ρυθμό τους, στὴ δροσιά τους. Αὐτὸς ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ᾿ ἁλῶνι. Μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρατηθῶ ἀνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς ποὺ ἦταν τῆς μοίρας μου νὰ ἰδῶ. Κι ἀκόμη μ᾿ ἔκανε νὰ νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα ποὺ μὲ γέννησε, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τὶς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν.

Ἐδῶ στοὺς πρόποδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι ἴσως ἄτοπο νὰ θυμηθῶ τὴν πόλη ποὺ γοητεύει πάντα τὴ φαντασία μου, ὅταν συλλογίζομαι τὰ χρόνια ποὺ ταξίδευα στὴν ἀραβικὴ ἔρημο· τὴ Σελεύκεια ἐπὶ τοῦ Τίγρη. Ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη πολιτεία τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔπειτα ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια· ἕνας μεγάλος ἀγωγὸς τῶν ἰδεῶν τῆς Δύσης πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση. Πῆγα νὰ ἰδῶ τὴ θέση της καθὼς ἔπεφτε ὁ ἥλιος. Δὲν ἀπομένει ἀπολύτως τίποτε σήμερα. Μόνο τὸ πράσινο στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ὁ ἦχος μιᾶς φλογέρας. Ὅμως αὐτὸ τὸ τίποτε μοῦ ἔδωσε μία τέτοια εὐρυχωρία. Θὰ αἰσθανόμουν ἄραγε ἔτσι ἂν ἤμουν ὁλότελα μόνος; Ἡ Ἑλλάδα εἶναι στενόχωρη, ἀκοῦμε νὰ παραπονιοῦνται κάποτε· ἄραγε ἀναρωτηθήκαμε πόση στενοχώρια μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὶς σύγχρονες κοσμοπόλεις, ὥς που νὰ βροῦν τὴν κάθαρση τῆς Σελεύκειας ἐπὶ τοῦ Τίγρη;

Κι ὅλα τοῦτα θὰ μποροῦσα νὰ τὰ ὀνομάσω μὲ τὴ λέξη παράδοση, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κάποτε ψυχρὰ καὶ μᾶς φαίνεται ὑπόδικη. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ροπὲς ποὺ νομίζουν πὼς ἡ παράδοση μᾶς στρέφει σὲ ἔργα παρωχημένα καὶ ἀνθρώπους παρωχημένους· πὼς εἶναι πρᾶγμα τελειωμένο καὶ ἄχρηστο γιὰ τὶς σημερινές μας ἀνάγκες· πὼς δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει σὲ τίποτε τὸ σημερινὸ τεχνοκρατικὸ ἄνθρωπο ποὺ γνώρισε φριχτοὺς πολέμους καὶ φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀμφιταλαντεύεται ἀνάμεσα στὴν κατάσταση τοῦ θηρίου καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνδροειδοῦς. Ἡ παράδοση εἶναι λοιπὸν ἕνα περιττὸ βάρος ποὺ πρέπει νὰ ἐξοβελιστεῖ. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτὲς οἱ ροπὲς ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἀπελπισία γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὰ συμπτώματα ἑνὸς πανικοῦ ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρώπου τείνουν νὰ κατακερματίσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τί ἀπομένει ἂν βγάλουμε ἀπὸ τὴ μέση τὸν ἄνθρωπο;

Ἂς ξαναγυρίσουμε καλύτερα στὴν παραβολὴ ποὺ μνημόνευα ἀρχίζοντας. Σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐσώτερη προσωπικότητα ποὺ ἔχει κάτι τὸ κοινό με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν ἄλλων, ποὺ βρίσκεται στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας. Χωρὶς ν᾿ ἀντλήσουμε ἀπὸ αὐτὴ δὲν μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε ἔργο πρώτης ποιότητας, μᾶς ἔλεγε ὁ Forster. Ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας, θὰ συναντήσουμε καὶ τὴν παράδοση τοῦ ἀνθρώπου, θὰ πρόσθετα. Ἡ μάθηση εἶναι μέγα ἀγαθό· ἀσφαλῶς χρειάζεται μάθηση πολλὴ γιὰ νὰ γίνει ἕνας ποιητής. Ὅμως ἂν δὲν πᾶνε ὡς ἐκεῖ, κι ἂν δὲν ἀγγίξουν ἐκείνη τὴν καταποντισμένη μνήμη, τ᾿ ἀγαθὰ τῆς μάθησης θὰ μείνουν ἐξωτερικὰ στολίδια χωρὶς ἀξία. Τὸ πρᾶγμα ποὺ προσπαθῶ κι ἐδῶ νὰ ἐκφράσω εἶναι μία λειτουργία ὅπως τὸ ὡρίμασμα ἑνὸς καρποῦ. Εἶναι δύσκολο νὰ τὴν ξεχωρίσει ὁ καθένας αὐτὴ τὴν κίνηση τοῦ χυμοῦ πρὸς τὸ κάρπισμα. Τὸ εὐαίσθητο ἔνστικτό του ποιητῆ μπορεῖ νὰ τὸ νιώσει σὲ στιγμὲς ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, καί, ὄντας ἐλεύθερος, κάνει ἐλεύθερους καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ τὸν ἀκοῦνε. Οἱ μαντατοφόροι, θὰ ἔλεγα, ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ δείξουν στὴν ἀσκημένη ἀκοὴ τοῦ ποιητῆ ὅτι ἕνα ἀντικείμενο ἄγγιξε τὸ βαθύτερο ἐγώ του, εἶναι οἱ λέξεις, αὐτὲς οἱ ἀναδυόμενες, ποὺ ξαναβγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια μ᾿ ἕνα ἰδιαίτερο χνούδι, ἕναν ἰδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπεῖς ἢ γυμνές, παλλόμενες ἢ ἀθόρυβες, ὅμως ὅλες ἔχουν τὴν ἰδιαίτερη ἁφή τους.

Μαθαίνουμε τὴν τέχνη μας σὲ πολλὰ καὶ διάφορα ἐργαστήρια, εἴτε μέσα εἴτε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Πῶς νὰ γίνει ἀλλιῶς; Ὅλοι μας πρέπει νὰ διδαχτοῦμε καὶ νὰ ἐπεξεργαστοῦμε αὐτὸ ποὺ διδαχτήκαμε. Ἀλλὰ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅσο καὶ νὰ μᾶς ἀπελπίζουν κάποτε οἱ κακὲς πλευρὲς τῆς πολυμήχανης ἐφευρετικότητάς μας, δὲν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ ποὺ κράτησε τὰ βαθιὰ κοιτάσματα τῆς μνήμης του σὲ καιροὺς ἀκμῆς καὶ σὲ αἰῶνες διωγμῶν καὶ ἄδειων λόγων. Τώρα ποὺ ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νὰ θέλει νὰ μᾶς κάμει τρόφιμους ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θὰ τὴν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη; Θὰ τὸ παραδεχτοῦμε τάχα νὰ γίνουμε ἀπόκληροι; Δὲ γυρεύω μήτε τὸ σταμάτημα, μήτε τὸ γύρισμα πρὸς τὰ πίσω· γυρεύω τὸ νοῦ, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ κουράγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ προχωροῦν ἐμπρός.

Μοῦ ἔτυχε κάποτε νὰ κάνω ἕναν πειραματισμὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς μας. Νὰ τοὺς κοιτάξω σὲ διάφορες ὧρες τῆς ἱστορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Ἀλεξανδρινῶν. Συλλογιζόμουν καὶ προσπαθοῦσα νὰ συναισθανθῶ, ὅσο μοῦ ἦταν δυνατό, πόσο ἄλλαζε κάθε φορὰ ἡ παρουσία τους. Κι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲν ἦταν τόσο ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ, ἀλλὰ κυρίως, ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀπὸ τοὺς τρόπους τῆς εὐαισθησίας σὲ κάθε διαφορετικὴ ἐποχὴ ἢ τόπο. Ὅταν λ.χ. ἕνας «περὶ τὴν κολακείαν πολύς» -καθὼς μᾶς διηγεῖται ὁ Μιχαὴλ Ψελλός- ψιθυρίζει στὴ Σεβαστὴ Σκλήραινα τὴν ἀρχὴ τοῦ περιώνυμου στίχου τῆς Ἰλιάδας γιὰ τὴν Ἑλένη: «οὗ νέμεσις ...», αἰσθάνομαι τὴν παρουσία τοῦ Ὁμήρου πολὺ πιὸ ζωντανὴ στὰ χρόνια ἐκεῖνα, παρὰ στὴν Ἀθήνα τοῦ 1860, ὅπου, μολονότι γίνεται ἄπειρος θόρυβος γι᾿ αὐτούς, εἶναι ἄφαντοι οἱ ἀρχαῖοι.

Τώρα, ἂν προσέξουμε τὴ σημερινὴ συμπεριφορά μας ἐμπρὸς στ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα μας, εἶναι εὔκολο νομίζω νὰ παρατηρήσουμε τὰ συμπτώματα μιᾶς νωχελικῆς αὐτοκολακείας, σὰν ἐκεῖνα ποὺ παράγει ἡ τουριστικὴ βιομηχαία -οἰκονομικὴ ἀνάγκη ἀσφαλῶς- ποὺ ἔχει ὡστόσο τὸ ἴδιο νὰ μοῦ προκαλεῖ ἐφιάλτες, ὅπως λ.χ. ἡ φωταγωγημένη Ἀκρόπολη. Ἡ παρατήρησή μου -περιττὸ νὰ τὸ διευκρινίσω- δὲν μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ ἀνθρώπους σὰν τοὺς ἔξοχους μελετητὲς ποὺ τιμοῦν τὸ Πανεπιστήμιό σας ἢ ἀκόμη ἐκείνους, ὅποιοι καὶ νὰ εἶναι, ποὺ αὐτὰ τὰ πράγματα ἀγγίζουν ἄμεσα στὴν εὐαισθησία τους καὶ τοὺς ἀλλοιώνουν. Ἀφορᾷ ἀντιλήψεις ὁλοένα πλατύτερα διαδεδομένες, ἐπίσημες ἢ ἀνεπίσημες, ποὺ στομώνουν κάθε ζωντανὴ αἴσθηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ φέρουν ἀντιδράσεις· ποὺ προκαλοῦν μία συμπεριφορά, κατὰ βάθος παραπλήσια μὲ τὴν κίβδηλη ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων τοῦ 1860. Ἔτσι δὲ μὲ παραξενεύει ἡ ἀποστροφὴ ὁρισμένων νέων συγγραφέων γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα τῆς κληρονομιᾶς μας. Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔλεγα πολλὰ περισσότερα. Ὅμως εἴτε ἔχουν δίκιο εἴτε ἄδικο, μένει ἀκέραιο τοῦτο: πὼς μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία μετριέται καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίζει τὶς ξένες λογοτεχνίες, ἀλλὰ προπάντων μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει τὰ δικά της περασμένα· ἄλλωστε τὰ δυὸ τοῦτα πράγματα εἶναι ἀλληλένδετα. Γιατί ὅλα στὸ βάθος καταλήγουν σ᾿ ἕναν κοινὸ τόπο: στὸ ἐρώτημα ἂν μία λογοτεχνία ἔχει εὔρωστους συγγραφεῖς τόσο στὴν ποίηση ὅσο καὶ στὴν πρόζα, μείζονες καὶ ἥσσονες.

Σκοπός μου δὲν εἴταν ν᾿ ἀντιπαραβάλω αἰσθητικὲς θεωρίες ἢ ν᾿ ἀναπτύξω προτιμήσεις. Ξέρω πὼς οἱ ποιητικοὶ τρόποι τρίβουνται καὶ ἀλλάζουν, ὅπως ἀλλάζουν καὶ περνοῦν οἱ ψυχολογικὲς συμπεριφορὲς καὶ οἱ γλωσσικὲς ἐκφράσεις τῶν ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἂν εἶναι κανεὶς πολὺ μεγάλος, κι αὐτὸ τ᾿ ἀποφασίζουν, ὄχι μιὰ μόνο γενιά, ἀλλὰ πολλές. Ὅμως ἔμαθα ἐπίσης ὅτι ἂν ἕνας λαὸς δὲν παράγει ἄξιους καὶ ζωντανοὺς ποιητές, ἄξιους καὶ ζωντανοὺς συγγραφεῖς, οἱ παλαιότεροι θ᾿ ἀπομακρύνονται ὁλοένα ὅσο νὰ καταντήσουν ἄδειοι ψιττακισμοί, καὶ ἡ λαλιά του θὰ ἐκφυλίζεται ὅσο νὰ γίνει ἕνα κούφιο πρᾶγμα. Ἂν ἴσως καὶ τὰ χώματά μας πάψουν νὰ γεννοῦν τέτοιους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ γεμίζουμε ἀκόμη τ᾿ ἀρχαῖα θέατρά μας ὡς τὶς τελευταῖες κερκίδες, μπορεῖ νὰ τὰ κάνουμε ν᾿ ἀντηχοῦν ἀκόμη ἀπὸ θρηνῳδίες ποὺ θὰ μᾶς φαίνουνται ἐξαίρετα σπαραχτικές, ὅμως ἡ ζωντανὴ παρουσία τῶν ἔργων τῆς παράδοσής μας θὰ μᾶς ἀφήνει ὁλοένα πιὸ μακριά· καὶ τὸ χειρότερο, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ συναίσθησή μας ἀνεπαίσθητα θὰ φυραίνει.

Προσπάθησα νὰ δείξω μόνο λίγες ὄψεις ἑνὸς θέματος δύσκολου, γιατί ξεφεύγει τὶς διακρίσεις, ὑπερβαίνει, θὰ ἔλεγα, τὰ πλαίσια ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σαφήνεια. Ὡστόσο μίλησα περισσότερο γιὰ τὴ συνάρτηση τοῦ ποιητικοῦ ἔργου μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ γύρω του κόσμου καὶ τὴ στάθμη τῆς παιδείας ποὺ ἀναπότρεπτα δέχεται. Ἔτσι ἄφησα σχεδὸν ἀνέγγιχτη μίαν ἄλλη ἀξιοπρόσεχτη πλευρά. Αὐτὴ ποὺ θὰ προσπαθοῦσα νὰ κοιτάξω, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη φράση ποὺ ἔγραψε ἕνας ἀληθινὸς ποιητής: «Τὰ ἔθνη ἔχουν μεγάλους ἀνθρώπους παρὰ τὴ θέλησή τους. Ὁ μεγάλος ἄνθρωπος εἶναι λοιπὸν νικητὴς ὁλόκληρου τοῦ ἔθνους του». Ἀλλὰ τώρα ἐξάντλησα τὴν κλεψύδρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στὸ Ἀθηναϊκὸ Τεχνολογικὸ Ἰνστιτοῦτο, 5η Μαρτίου 1964 (τρίτη βραδιά, γιὰ τὴ λογοτεχνία). Ἔλεγα λ.χ.: «Τώρα ἔρχομαι στὴν ποίηση. Νομίζω ὅτι ἡ θέση της δὲν εἶναι σ᾿ αὐτὸ τὸ Συμπόσιο. Ἐξηγοῦμαι. Τὴ γλῶσσα τὴ χρησιμοποιοῦμε μὲ δυὸ τρόπους· τὸν ἕναν γιὰ νὰ μεταδίνει ἔννοιες καὶ τὸν ἄλλον γιὰ νὰ μεταδίνει καὶ συναισθήματα, μίαν ἀτμόσφαιρα, ἕνα ὕφος. Μὲ τὴ μετάδοση ἐννοιῶν ἀσχοληθήκαμε ὡς τὰ σήμερα, μὲ τὴν ἄλλη ἀσχολεῖται ἡ ποίηση. Μὲ ἄλλα λόγια, φοβοῦμαι ὅτι συζητώντας γιὰ τὴν ποίηση ἐδῶ θὰ κινδυνεύαμε νὰ κάνουμε σύγχυση τῆς γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους. Καὶ ἡ σύγχυση δὲν ὠφελεῖ ποτέ, οὔτε καὶ τώρα. Θὰ κινδυνεύαμε νὰ κρίνουμε τὰ ποιήματα γιὰ τὴ γλωσσική τους μορφή, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κρίνουμε ἂν εἶναι καλὰ ἢ κακὰ ποιήματα. Κι αὐτὰ ὑποτάσσουνται σὲ ἄλλα κριτήρια ποὺ δὲν εἶναι τῆς σημερινῆς στιγμῆς. Ἂν εἶναι καλὸ τὸ ποίημα θὰ βαστάξει, ἂν εἶναι κακὸ θὰ γίνει σαρίδια. Ἀνατράφηκα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δημοτικισμοῦ, καί, ὅταν ἤμουν νέος, καταδίκαζα τοὺς καθαρευουσιάνους ποιητὲς γιὰ τὴ γλῶσσα ποὺ μεταχειρίζουνταν. Τώρα ξέρω ὅτι τοὺς καταδικάζω γιὰ τὸ ὕφος τους, γιὰ τὴν ποιότητά τους. Γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους διεκδικῶ καὶ ὑποστηρίζω τὴν ἐλευθερία τοῦ ποιητῆ, ὅπως τὸ ἔκανα πάντα, ξέροντας ἄλλωστε πὼς ὅποιο φραγμὸ κι ἂν τοῦ βάλουμε δὲ θ᾿ ἀντέξει. [...]. Δὲ θὰ ἤθελα νὰ δώσω τὴν ἐντύπωση πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορο ὅταν βλέπω συχνὰ τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν ἔλλειψη ἄσκησης στὰ ποιητικά μας πράγματα. Ἂν εὐχόμουν ἕνα «σχολεῖο ἀφοσιωμένων ποιητῶν» -γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Ρήγα- θὰ εἴταν ἕνα σχολεῖο ὅπου οἱ μαθητευόμενοι, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα (ποὺ παραλείπω γιὰ συντομία καὶ γιὰ νὰ περιοριστῶ στὰ γλωσσικά), θὰ μάθαιναν ἀπ᾿ ἔξω μεγάλα κομμάτια ἀπὸ τοὺς ποιητές μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὡς τοὺς Βυζαντινοὺς ὑμνογράφους, τὸν Διγενῆ, τὸν Φτωχοπρόδρομο, ἐννοῶ στὸ πρωτότυπο, καὶ παρακάτω ὡς ἐμᾶς. Θὰ μάθαιναν ὅ,τι μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία προσῳδία· θὰ ἔκαναν ἀσκήσεις πάνω στοὺς διάφορους τύπους τοῦ δεκαπεντασύλλαβου καὶ σὲ πολὺ αὐστηρὰ στιχουργικὰ θέματα· θὰ δοκίμαζαν τέλος νὰ συμπτύξουν εἰκοσιπέντε στίχους ἑνὸς ποιήματος σὲ τρεῖς. Θ᾿ ἀπόφευγα τὶς σχολικὲς ἀναλύσεις τῶν κειμένων· ἀπεναντίας θὰ χρησιμοποιοῦσα κάθε μέσο γιὰ νὰ τοὺς φέρω στὴν ἀμεσώτερη ἐπαφὴ μὲ τὴν ὑφὴ τῆς γλώσσας αὐτῶν τῶν ποιημάτων. Ἔπειτα θὰ τοὺς ἄφηνα ἐλεύθερους νὰ βροῦν τὸ δρόμο τους. Τώρα βλέπετε, φαντάζομαι, πόσο ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ συμπόσιό μας, καὶ ἴσως νὰ συλλογιζόσαστε πὼς εἶναι καιρὸς νὰ διώξουμε τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὴν πολιτεία».

2. Ε. M. Forster, Two Cheers for Democracy, Λονδίνο, Edward Arnold and Co, 1951, σελ. 93.

3. Τὸ γράμμα ἰταλικά. Δὲς Κ. Θ. Δημαρᾶ, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, Νέα ἔκδοση, Ἀθήνα, Ἴκαρος.

4. Θέμα γιὰ πλατύτερη ἐπεξεργασία: Κοιτάζοντας τὰ σῳζόμενα τοῦ Σολωμοῦ, θὰ ἔλεγα: α) Σχετικὰ μὲ τὸ στίχο· ὅτι ἔχει τόνους ἰταλικοὺς ὡς τὸν Κρητικό, ὅπου φαίνεται καθαρὰ ἡ καταβολὴ τοῦ Ἐρωτόκριτου. Ὁ ἦχος ὁ ἀποκλειστικὰ δικός του φαίνεται στὰ ἀποσπάσματα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων καὶ στὸν Πόρφυρα. β) Σχετικὰ μὲ τὴν πρόζα, τὸ πρᾶγμα ποὺ μοῦ δημιουργεῖ περισσότερα ἐρωτήματα εἶναι ἡ Γυναῖκα τῆς Ζάκυνθος, ποὺ πρέπει νὰ ἔπαψε νὰ τὴ δουλεύει τὸ Δεκέμβρη τοῦ 1829, κείμενο ἀπαλλαγμένο καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἰταλικοὺς τόνους. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ προσέξει κανεὶς τὴ διαφορὰ ἤχου ἀνάμεσα στὴ Γυναῖκα καὶ στοὺς στίχους ποὺ γράφει τὸν ἴδιο καιρό. Σ᾿ αὐτούς, ἴσως νὰ εἶναι ἡ στιχουργική, στὴν ὁποία ἔχει πολὺ ἀσκηθεῖ ἰταλικά, ποὺ τὸν παρασέρνει. Ὅπως καὶ νἆναι, ἐκεῖνο ποὺ μπορῶ νὰ ἰδῶ εἶναι ὅτι τέτοια κείμενα, ποὺ ὀνομάζω ἑλληνικά, βγαίνουν ἀπὸ τὸ βαθύτερο κοίτασμα τῆς ὕπαρξής του.

Μεταφραστής ποιήσεως

Αποτέλεσμα εικόνας για poet painting

ellopos.gr

Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ


μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς

Ωσάν αδέξια μέλισσα εφορμά
επάνω στο λουλούδι
λυγίζει το ντελικάτο στήμονα
ανοίγει δρόμο μέσ' από τα πέταλα καθώς
μέσα από σελίδες λεξικού
πασκίζει να χωθεί
εκεί που βρίσκονται το άρωμα κι η γλύκα
και μολονότι συναχωμένος
δίχως γεύση
επιμένει
ωσότου κουτουλήσει
σε κάποιο κίτρινο ύπερο

Δὲν στράφηκα πίσω

 Αποτέλεσμα εικόνας για sinner painting

ellopos.gr

ΑΜΑΡΤΗΣΑ στὸν Θεὸ ὅπως ἄλλος

κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.

Ὅτι μιλάω ἔτσι ἀπὸ ταπείνωση

κανένας μὴ νομίσει : ἁμάρτησα πραγματικά,

εἶναι ἀλήθεια, πάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.

Κάθε ἁμαρτία —νὰ στὸ πῶ μὲ μιὰ κουβέντα—

καὶ κάθε κακία, τὴν ἔκανα.

Κι ὅμως μὲ κάλεσε, τὸ εἶδα,

καὶ δὲν ἄργησα καθόλου νὰ ὑπακούσω. …


 Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Ποιητικές μεταφράσεις

Σχετική εικόνα

agiazoni.gr

Ἀνδριόπουλος Παναγιώτης


Πολὺς λόγος γίνεται τὸν τελευταῖο καιρὸ γιὰ μιά «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ -ἐρήμην του βεβαίως, καθὼς δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἀνάλογο αἴτημα- στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας ἐντάσσεται καὶ ἡ μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων. 

Ἔχει ὅμως καταστεῖ κοινὴ συνείδηση στοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας, ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα γενικότερα, ἀντιπροσωπεύει «τὴν τελειοτέραν δυνατὴν μορφὴν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου... Ἀναφέρεται εἰς τὴν σφαίραν τοῦ Θείου Εἶναι· ὀφείλει αὕτη νὰ ἐκφράζη τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Πνεύματος καὶ τὰς ἐξ αὐτῆς γεννωμένας νοερὰς θεωρίας» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ 1993, σσ. 374-376).


Μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴ γλῶσσα ἔχουν, ἀναμφισβήτητα, οἱ ποιητές, ποὺ σμιλεύουν τὸ χρόνο μὲ τὶς λέξεις. Ποὺ παλεύουν νὰ ἀποτυπώσουν τὴν ὀμορφιά, χρησιμοποιώντας τὸ γλωσσικὸ ὄργανο ποὺ διαθέτουν μὲ τρόπο ἐμπνευσμένο. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο. Τὰ ἱερὰ κείμενα δὲν θὰ μποροῦσαν ν’ ἀφήσουν ἀδιάφορους τοὺς μεγάλους Ἕλληνες ποιητές. Στεκόμαστε στοὺς δύο νομπελίστες. Τὸν Γιῶργο Σεφέρη καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη, οἱ ὁποῖοι ἀποπειράθηκαν νὰ «μεταφράσουν» κάποια βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐκφράζοντας, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴ γλωσσική μας συνέχεια.


Ὁ Γιῶργος Σεφέρης μεταφράζει τὸ « Ἆσμα Ἀσμάτων» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὴν «Ἀποκάλυψη» τοῦ Ἰωάννη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «μεταγραφὴ» καὶ ὄχι μετάφραση. Τὴ θεωρεῖ περισσότερο ἱκανοποιητικὴ γιὰ τὸν μεταγλωττισμὸ τῶν ἀρχαίων κειμένων. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ Σεφέρη στὶς εἰσαγωγὲς τῶν δύο αὐτῶν βιβλίων εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικὲς γιὰ τὶς προθέσεις καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ποιητῆ ἀναφορικὰ μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα. Στὸ προλόγισμα στὸ « Ἆσμα Ἀσμάτων» σημειώνει: «Μὲ τ’ ἀρχαῖα κείμενα, ἐννοῶ τὰ ἑλληνικά, μοῦ συμβαίνει τοῦτο τὸ ἰδιότροπο: ὅσες φορὲς -καὶ δὲν εἶναι λίγες- δοκιμάζω νὰ τὰ μεταφράσω, σταματῶ πάντα σὲ κάποιο σημεῖο μὲ τὴ σκέψη: Μὰ τοῦτο εἶναι τόσο ὡραῖο, γιατί νὰ τ’ ἀλλάξει κανείς; Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ κοιτάξω τώρα περισσότερο αὐτὸ τὸ πρόβλημα ποὺ θὰ εἶχε, σὰν τελευταία συνέπεια, τὴν ἄποψη ὅτι οἱ ἀρχαῖες τραγωδίες πρέπει νὰ παίζονται στὸ πρωτότυπο ἤ ὅτι σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν πρέπει νὰ μεταφράζονται οἱ Γραφές». Τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν Σεφέρη ἐντοπίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς λαὸς «πρέπει νὰ ζήσει μὲ οἰκειότητα καὶ ν’ ἀγαπήσει αὐτὰ τὰ κείμενα ποὺ εἶναι ἡ κληρονομιά του καὶ ἡ παράδοσή του» συμβαίνει νὰ ἔχει ζήσει τοὺς τελευταίους αἰῶνες «σὲ μία μισοσυνείδητη συμβίωση μὲ τὰ Ἱερὰ Γράμματά του. Πόσοι Ἕλληνες καταλαβαίνουν καὶ αἰσθάνονται ἕνα κείμενο τῶν Ο’ ἡ ἔστω τὶς πρὸς Κορινθίους;». Ἄρα, θέλει νὰ πεῖ ὁ Σεφέρης, οἱ μεταφράσεις βοηθᾶνε πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση: Στὴν ἄμεση πρόσβαση τοῦ λαοῦ στὰ ἱερὰ κείμενα.


Στὴν εἰσαγωγή του στὴν « Ἀποκάλυψη» ὁ Σεφέρης εἶναι πιὸ ἐπεξηγηματικὸς ἀναφορικὰ μὲ τὸ μεταφραστικό του ἐγχείρημα. Δηλώνει καθαρά: «Προσπάθησα νὰ μείνω ὅσο μποροῦσα πιὸ κοντὰ στὸ παλαιὸ κείμενο κρατώντας, ἄν μοῦ τὸ συγχωροῦσε ἡ γλώσσα μας, τὴ δομὴ καὶ τὶς λέξεις τοῦ πρωτοτύπου». Θεωρεῖ τὴν μεταγραφική του ἐργασία μὴ ὁριστικὴ καὶ ὁμολογεῖ: «Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲ θὰ δοκίμαζα τούτη τὴν ἀπόπειρα ἂν δὲν ἔβλεπα μὲ λύπη μεγάλη πόσο χειροτερεύουν οἱ μεταφράσεις καὶ παραφράσεις τῶν Γραφῶν ποὺ ὡστόσο κυκλοφοροῦν πλατιά. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἡ θέση μας εἶναι πολὺ χειρότερη παρὰ στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας». Ἐδῶ ὁ Σεφέρης θέτει τὸ μέγα ζήτημα τῆς «πιστῆς» μετάφρασης τῶν Γραφῶν ποὺ φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι διόλου εὔκολη ὑπόθεση. Γι’ αὐτὸ καὶ διευκρινίζει: «Ἔχω ἀκούσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Γραφῶν μπορεῖ νὰ προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὑποστήριξα, οὔτε τὸ διανοήθηκα ποτέ, ὅτι εἶναι δυνατὸ ἡ μετάφραση ν’ ἀντικαταστήσει τὸ πρωτότυπο, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ δόγμα, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ λατρεία. Αὐτὰ τὰ θέματα ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πέφτει κανένας λόγος σ’ ἐμᾶς τοὺς λαϊκούς. Ὅμως ἡ φροντίδα γιὰ τὴ γλῶσσα μας εἶναι πράγμα ποὺ ἐνδιαφέρει τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς σ’ ὅποια γωνιὰ τῆς γῆς κι ἂν βρίσκεται. Ἄλλωστε δημοσιεύω, πλάι στὴ μεταγραφή μου, καὶ τὸ πρωτότυπο, τονίζοντας ὅσο μπορῶ, πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκυρο γιὰ τὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία».


Ἡ τελευταία αὐτὴ παρατήρηση τοῦ Σεφέρη εἶναι καταλυτική. Οὔτε σκέφθηκε, οὔτε ὑποστήριξε ποτὲ πὼς ἡ μετάφραση μπορεῖ ν’ ἀντικαταστήσει τὸ πρωτότυπο. Κι ἀκόμα τονίζει ὅσο μπορεῖ πὼς τὸ πρωτότυπο ταιριάζει στὴ λατρεία ὡς ἀπολύτως σύμφωνο μὲ τὸ δόγμα. Δὲν ἀναλύει περαιτέρω αὐτὴ τὴ θέση του ὁ ποιητής, ἀλλά, προφανῶς, δὲν χρειάζεται. Εἶναι πεπεισμένος ὅτι τὸ πρωτότυπο φέρει μία «γλωσσικὴ ἱερότητα», ἡ ὁποία συνίσταται ἀκριβῶς στὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του γιὰ τὴ διατύπωση τοῦ ὀρθοῦ δόγματος. Ἔχει ἤδη διακηρύξει ὅτι ἡ γλῶσσα μας «θὰ εἶχε τόσα πολλὰ νὰ ὠφεληθεῖ ἂν ἀποφάσιζε ν’ ἀσκηθεῖ πάνω σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα». Ἡ γλῶσσα, δηλαδὴ τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Σεφέρη τὴν μήτρα ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ ἀναγεννηθεῖ ἡ νεώτερη γλῶσσα μας καὶ νὰ γίνει «μία γλῶσσα εὔρωστη, γυμνασμένη καὶ ἀποτελεσματική». Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ εὐεργετικὴ τὴν ἐπίδραση τῶν Γραφῶν σὲ λαούς, ὅπως οἱ Σλάβοι (μνημονεύει τὴν τεράστια μεταφραστικὴ ἐργασία τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου)1, ἐνῶ θεωρεῖ ὅτι «ἂν ἔλειπε ἡ παρόρμηση γιὰ τὴ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, ὅπως λείπει καὶ τώρα, καὶ δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο τὸ ἔργο, θὰ εἶχε χάσει ἡ γλῶσσα μας ἕνα κείμενο βασικὰ ἀποφασιστικὸ γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ πῆρε ἐξαρχῆς ὁ Χριστιανισμός, ἡ μοῖρα τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρη»!



Ὁ Σεφέρης ἔχει ἐπίγνωση ὅτι καταπιάστηκε μ’ ἕνα δύσκολο κείμενο ὅπως εἶναι ἡ «Ἀποκάλυψη». Ὁ ἴδιος ὅμως μᾶς λέει ὅτι «τὶς δυσκολίες τὶς ἐξαγόραζε ἡ χαρὰ καθὼς παρατηροῦσα πόσο κοντὰ μπορεῖ νὰ εἶναι, ὕστερα ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια, μὲ τὰ σημερινά μας ἑλληνικά, αὐτὸς ὁ θεόσταλτος λόγος». Θὰ λέγαμε ὅτι ὁ ποιητὴς ἀσκήθηκε σ’ ἕνα πείραμα, κυρίως γλωσσικό. Θέλησε νὰ δεῖ ἂν τὰ νέα ἑλληνικὰ ἀντέχουν στὴν ἀπόδοση τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση: «Ἔνιωσα τὸ πρωτότυπο νὰ στέκεται ψηλότερα καὶ ἀπὸ τὴ δική μου ἀπόδοση καὶ ἀπὸ τὶς μεταφράσεις στὶς ξένες γλῶσσες ποὺ γνωρίζω». Καὶ καταλήγει ὁ Σεφέρης μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης: «Ἀλήθεια τοῦτο μ’ ἔκανε νὰ συλλογιστῶ πολλὲς φορὲς τὴ βαθιὰ παρατήρηση τοῦ Συνεσίου, τοῦ ἐπισκόπου Πτολεμαΐδας: Πνεῦμα θεῖον ὑπερορᾶ μικρολογίαν συγγραφικήν».



Μὲ τὸ κείμενο τῆς «Ἀποκάλυψης» καταπιάστηκε καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Οὔτε αὐτὸς ὀνομάζει τὸ ἐγχείρημά του «μετάφραση». Προτιμᾶ τὸν μετριοπαθῆ τίτλο «μορφὴ στὰ Νέα Ἑλληνικά». Ὁ Ἐλύτης δὲν ἔχει γράψει πρόλογο στὸ ἔργο τοῦ αὐτό. Ἀρκέστηκε σὲ μία ὀλιγόλογη σημείωση, στὸ τέλος τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ διευκρινίζει ἐξ ἀρχῆς: «Μερικὲς λέξεις ἤ ὅρους, κάποτε καὶ φράσεις ὁλόκληρες, προτίμησα νὰ τὶς ἀφήσω μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔχουν στὸ πρωτότυπο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ ὁ μυστικὸς καὶ ὑπερβατικὸς χαρακτήρας τοῦ κειμένου». Ἀναγνωρίζει δηλαδὴ ὁ ποιητής, ὅτι ἡ μετάφραση ἐνέχει αὐτὸν τὸν κίνδυνο: Νὰ ἀλλοιώσει, ἔστω ἀκούσια, τὸν ὅλως ἄλλον χαρακτήρα τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Γι’ αὐτὸ δὲν διστάζει νὰ ἀφήσει «ἀμετάφραστες» λέξεις ἤ φράσεις τοῦ πρωτοτύπου, ἐξαίροντας ἔτσι καὶ τὴν ἀναντικατάστατη δυναμική τους (π.χ. ἀφήνει ὡς ἔχει ὁ ποιητὴς τὴ γνωστὴ ἔκφραση «ὁ Ὤν ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος»).


Ἀπὸ ὅσα συνοπτικὰ ἀναφέρθηκαν γίνεται φανερό, ὅτι οἱ δύο νομπελίστες ποιητές μας, ἂν καὶ καταπιάστηκαν μὲ τὴ μετάφραση τῆς «Ἀποκάλυψης» καὶ τοῦ « Ἄσματος» (μόνον ὁ Σεφέρης), ἀναγνώριζαν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πρωτοτύπου, τὸ ὁποῖο διασώζει τὸν μυστικὸ καὶ ὑπερβατικὸ καὶ ὑπερκόσμιο, δηλαδὴ ἀληθινό, χαρακτήρα τῶν ἱερῶν κειμένων. Ἡ ἐνασχόλησή τους αὐτὴ δὲν εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν εἰσαγωγὴ «καινῶν δαιμονίων», δηλαδὴ τὴν ἀπαρχὴ γιὰ καθιέρωση τῆς μετάφρασης στὸν λειτουργικὸ χῶρο. Μόνη ἔγνοια τους ἦταν ἡ γλῶσσα, ἡ ρίζα καὶ ἡ διάρκειά της. Τὰ ἱερὰ κείμενα ἀσκοῦσαν πάνω τους μία ἀναμφισβήτητη γοητεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκεῖ τὸ γλωσσικὸ ὄργανο ὑφίσταται τὴν «καλὴ ἀλλοίωση» τοῦ Πνεύματος.


Ἂς ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸν Ἐλύτη: «...ἐκεῖ ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ παλιώνουν τὰ πράγματα, παραμένει ὅμως καινούργιος ὁ Θεός. Καί, φυσικά, οἱ λέξεις ποὺ τὸν ἐκφράζουν»2.


Ὅσοι λευκοφόροι, ἐννοήτωσαν.





Βιβλιογραφία:


Γιῶργος Σεφέρης, « Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη», ἔκδ. Ἴκαρος 1966


Γιῶργος Σεφέρης, « Ἆσμα Ἀσμάτων», ἔκδ. Ἴκαρος 1965


Ὀδυσσέας Ἐλύτης, « Ἰωάννης, Ἡ Ἀποκάλυψη», ἔκδ. Ὕψιλον/βιβλία






Σημειώσεις:


1. Τὴν ἀναφορὰ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῶν Σλάβων δικαιώνει, θὰ λέγαμε ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ ὅταν παρατηρεῖ ὅτι «οἱ Σλαῦοι, οἵτινες κατὰ πρόνοιαν Θεοῦ παρέλαβον καὶ χρησιμοποιοῦν ἐπὶ αἰῶνας εὐλογημένην γλῶσσαν διὰ τὴν λατρείαν, τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὰ προσευχάς, οὐδέποτε μετεχειρίσθησαν αὐτὴν διὰ τὰς κατωτέρας βιοτικὰς ἀνάγκας, οὐδὲ εἰσέτι διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν φιλολογίαν («Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», σ. 376).


2. Ὀδ. Ἐλύτη, « Ἡ Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», Ἀθήνα 1986, σ. 19

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού στα Χριστούγεννα και στα Θεοφάνεια

apostoliki-diakonia.gr

Θεοδώρου Ξύδη, Η ποίηση Ρωμανού του Μελωδού στα Χριστούγεννα και στα Θεοφάνεια, Αθήνα 1949, σελ. 17-22

Στα «Analecta Savra», επίσης, στο τόμ. 'A, σελ.16-23, έχει καταχωρηθεί το Κοντάκιο Ρωμανού του Μελωδού «Εις τα 'Aγια Θεοφάνεια». Αποτελείται από το προοίμιο και 18 στροφές ή οίκους, ά- ιή.

Η περίληψη των οίκων του Κοντακίου «Εις τα 'Aγια Θεοφάνεια» του Ρωμανού μάς δίνει αυτό το σύντομο σχήμα: Στο προοίμιο απευθύνεται στον Χριστό ως προς φως που εσημειώθη στους ανθρώπους, στον α΄ οίκο ο υμνογράφος διηγείται στους πιστούς το εγκόσμιο φανέρωμα του Χριστού, στον β΄ μάς μεταφέρει στον θεό και στους πρωτόπλαστους, στον γ΄ μάς παρουσιάζει τον Χριστό στον Ιορδάνη, στον δ΄ τον φόβο του Ιωάννη, στον ε΄ την επίκληση του δέους του Ιωάννη απέναντι στον Χριστό, στον στ΄ την παράκληση του Ιωάννη τη ζωγραφίζει θερμότερη, στον ζ΄ συνεχίζεται η ικεσία σε τόνο εσωτερικότερο, στον η΄ αρχίζει η απάντηση του Χριστού, στον θ΄ η απάντηση αυτή αποβαίνει πιο επίμονη, στον ι΄γίνεται εντονώτερη, στον ια΄ επίσης επιβλητική, στον ιβ΄ ανταπαντά ο Ιωάννης υποταγμένος στο θείο θέλημα, στον ιγ΄ ο Χριστός δίνει νέα απόκριση όπου αναπνέει η επουράνια χάρη, στον ιδ΄ πάλι ο Ιωάννης ανταποκρίνεται υποτασσόμενος τελικά και προβλέπει στον Ιησού έτοιμος για τη βάπτιση, στον ιε΄ χειροθετεί ο Ιωάννης τον Χριστό, στον ιστ΄ ο βαπτιστής Ιωάννης μιλάει στους πιστούς σχετικά με το βάπτισμα, στον ιζ΄ εξακολουθεί η ομιλία του στους πιστούς στον ίδιον ευλαβή τόνο για το βαπτιζόμενο, στον ιη΄ ο Ιωάννης βαπτίζει τον Χριστό.

Ακόμα πιο σύντομα, η περίληψη των οίκων, με τα πρόσωπα της Βαπτίσεως, έχει έτσι: Ο υμνογράφος προς τον Χριστό ( προοίμιο), ο υμνογράφος προς τους πιστούς (α'), ο Χριστός προς τον Ιωάννη ( γ', η', θ', ι', ια', ιγ'), ο Ιωάννης προς τον Χριστό (ε', στ', ζ', ιβ', ιδ'), ο Ιωάννης προς τους πιστούς (ιστ', ιζ'). Επίσης, ο υμνογράφος παραθέτει τα κατά τους Πρωτοπλάστους (β'), τον δισταγμό του Ιωάννη (δ'), τη χειροθεσία (ιε') και το θείο βάπτισμα (ιη').

Το προοίμιο «Εις τα 'Aγια θεοφάνεια » είναι:

Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη, και το φως σου, Κύριε, εσημειώθη εφ΄ ημάς, εν επιγνώσει υμνούντας σε·

Ήλθες, εφάνης, το φως το απρόσιτον.

Έτσι αρχίζει ο ύμνος του Ρωμανού, που μας θυμίζει το παμπάλαιο είδος αυτό της ποιήσεως, που είναι στη γενικότητα του ο Ύμνος, καθώς το διατηρούσε η ανθρώπινη μνήμη, κι όπως ανάγεται στους προομηρικούς χρόνους, κι από τότε με τη συνοδεία μουσικού οργάνου εμεγάλυνε λατρευόμενες θεότητες. Από τον πανάρχαιο υμνικό ποιητή, τον Ορφέα, αυτό το νόημα έχει ο πρωτεϊκός ύμνος. Εδώ, στο προοίμιο του Ρωμανού, καθώς και στους οίκους που ακολουθούν, όπως και σε άλλους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, περικλείεται η ορθόδοξη αντίληψη περί δογμάτων, και γι' αυτό σπεύδει ο υμνογράφος, επειδή πρόκειται για τα Επιφάνεια, ν' αναφωνήσει ευθύς αμέσως τόσο εύλαλα :

Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη,

Και ν' αναφερθεί στη λάμψη της θείας εορτής, όπως προσκαλεί στο υμνολόγημα της:

Και το φως σου, Κύριε, εσημειώθη εφ' ημάς, εν επιγνώσει υμνούντας σε.

Ακολουθεί το εφύμνιο του Προοιμίου: 
Ήλθες, εφάνης, το φως το απρόσιτιν.

Από τους δύο στίχους του εφυμνίου του Προοιμίου, τον δεύτερο: 
Το φως το απρόσιτον 
τον βρίσκουμε έτσι και στους 18 οίκους του Κοντακίου (α'-ιη').

Τον πρώτο στίχο: 
Ήλθες, εφάνης

Τον συναντάμε όμοιο μόνο στους οίκους α΄ και β΄. Στα εφύμνια όμως των οίκων γ΄, δ΄, θ΄, ια΄, ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄, ιζ΄, ιη΄, ο πρώτος στίχος είναι διαφορετικός. Οι οίκοι ε΄ και στ΄ έχουν μεταξύ τους όμοιο τον πρώτο στίχο του εφυμνίου. Επίσης, με μικρή παραλλαγή, μοιάζει ο πρώτος στίχος του εφυμνίου στους οίκους ζ΄ και ιε΄, και κάπως στον η΄. Ακόμα, με παραλλαγή, μοιάζει ο πρώτος στίχος του εφυμνίου στους οίκους ι΄ και ιστ΄.

Η χριστιανική υμνογραφία παρουσιάζει τη σπουδαιότατη ανάπτυξή της ιδίως από τον 5 ο έως τον 8 ο αιώνα. Κυριότερα, στα μοναστήρια έχουμε την καλλιέργεια των ύμνων. Ο Ρωμανός ακμάζει στο τέλος του πρώτου τετάρτου του στ΄ αιώνα έως τις αρχές του τελευταίου τετ άρτου του ίδιου αιώνα. Η ποίηση του Ρωμανού, καθώς και όλη η υμνογραφία, έχει πηγή γλωσσική ελληνική, αφού μάλιστα ο Ύμνος εβλάστησε στην Ελλάδα και από αυτή μεταφυτεύθηκε κι αλλού, αλλά απλώνει και προς την ποίηση των Εβραίων τις ρίζες της και με τη βοήθεια της καρποφορεί. Γιατί η εβραϊκή ποίηση ήταν κοντά στον χριστιανισμό. Από την ποίηση των Εβραίων, έτσι μόνο τις συνήθεις διαθέσεις των ανθρώπων, αλλά είναι της θρησκευτικής λατρείας, η κυριότερη ενάσκηση. Είναι εκείνη η ιερή εντύπωση των Εβραίων, που ιδανικό της ποιήσεώς τους ήταν η συναίσθηση του θείου, και οι ωδές, όπως και το κρούσμα των χορδών, έκαναν επιδεικτική την ψυχή τους της πιο υψηλής αποκαλύψεως. Με την ποίηση του Ρωμανού θυμόμαστε της αρχαίας ελληνικής λατρείας τις ποιητικές και μουσικές καθιερώσεις, όπως είναι ο παιάνας στον Απόλλωνα, η εξωτερίκευση της τιμής στη Δήμητρα με τον ούλο, η φιληλιάς ωδή για την εμφάνιση του ήλιου, η παράκληση προς την 'Aρτεμη με τη βοήθεια του ουπίγγου, ο θρήνος στον τάφο με τον Ιάλεμο, η μονώδια των ιερέων με τη λύρα στους ιερούς τόπους, τ' άσματα στον Διόνυσσο, η Φόρμιγγα των Ευμολπίδων.

Η εβραϊκή ποίηση, που τόσο εμπνέει τον Ρωμανό τον Μελωδό, ένα μόνο είδος ποιήσεως εγνώρισε : τη λυρική. Το έπος και το δράμα είναι άγνωστο στην ποίηση των Εβραίων. Το έπος βρίσκει γόνιμο έδαφος σε λαούς που έχουν μύθους ως παράδοση, κι' ακόμα πολυθεϊστική θρησκεία. Έτσι, Έπος εδημιούργησαν οι Έλληνες, και οι Ινδοί, όπως κι' άλλοι λαοί, και το δράμα ελληνικό δημιούργημα είναι επίσης. Από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μόνο ο «Ιώβ» μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έπος, αλλά πάλι δεν καλύπτεται η όλη ιδιοτυπία του.

Η διαυγής διάνοια του Ρωμανού, απλώνοντας τα φτερά της στους ελληνικούς κι' εβραϊκούς ορίζοντες, προ παντός την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας έχοντας προορισμό της, με μεγάλη αποτελεσματικότητα εισδύει στις πτυχώσεις του ποιητικού θέματός της κάθε φορά. Η οξύτατη ματιά του ακριβώς καρφώνεται στην αιωνιότητα, για να επιστατήσει σε μια πλούσια εικονοσυλλογή, από την οποία έχει εύκολα την παραβολική εξιδανίκευση. Με τον τρόπο αυτό, ο Ρωμανός αποφεύγει της εκδηλώσεις της κραυγής του πάθους. Έτσι, το ενδότερο βάθος του εκδηλώνεται σε αναδίπλωση της διηγήσεως:

Τον εν ερήμω ποταμόν

Και ορόσον εν καμίνω

Και όμβρον εκ Παρθένου ιδών ο Ιωάννης, εν Ιορδάνη τον Χριστόν, φόβω εταράχθη.

Αφού μιλήσαμε πιο πάνω για τη συνομιλία της βαπτίσεως, που έχει ο Ιωάννης με τον Ιησού στον Ιορδάνη, καθώς απλώνεται στη σειρά των οίκων, που τους προαναφέραμε, πρέπει να προσθέσουμε πως αυτό πλαταίνει στις στροφές του Κοντακίου ο Ρωμανός είναι σύντομα διαταγμένο στην ευαγγελική περικοπή του Ματθαίου. Θ' αρκεστώ σ' ένα σημείο της περικοπής αυτής του Ματθαίου ( γ΄, 14-15)

Ο δε Ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων· εγώ χρειάν έχω υπό σου βαπτισθήναι και συ έρχη προς με; Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτόν· 'Aφες άρτι· Ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην.

Να μοιράσουμε την περικοπή σε όσα προβάλλει ο Ιωάννης και σε όσα απαντά ο Χριστός, αναζητώντας τα στις επιδράσεις στον Ρωμανό. Στον οίκο ζ΄ θα δούμε αυτήν την παράταξη ερωτημάτων του Ιωάννη από τον Ρωμανό:

Επέστης ρέθροις δια τι; 
Τι θέλων αποπλύναι, 
Η ποίας ανομίας 
Ο δίχα αμαρτίας και συλληφθείς και γεννηθείς; 
Συ μεν έρχη προς με· 
Ουρανός δε και η γη 
Τηρεί, ει προπετεύομαι · 
Λέγεις μοι · βάπτισον με, αλλ ' άνωθεν 
'Aγγελοι σκοπούσι.

Διάφορες ανθρώπινες σκέψεις, που γίνονται ελατήρια πράξεων, διαδέχονται η μια την άλλη αστραπιαία. Σειρά ερωτημάτων δεν κάνει τιποτ ' άλλο, παρά να ξετυλίγει το δέος μπροστά στον θεό, να προβάλλει με ταπείνωση την αμαρτία μπροστά στο υπέρτατο αγαθό.

Και η απάντηση του Χριστού. Θα την αναζητήσουμε πρώτα στον οίκο η΄, όπως σχετίζεται κάπως άμεσα προς το δεύτερο μέρος της ευαγγελικής περικοπής·

Όμως άφες άρτι· 
Ούτω γαρ πρέπον εστίν 
Πληρώσαι α προώρισα · 
'Aφες άρτι και τέως αποσείσαι ταύτην 
Την δειλίαν · 
Λειτουργίαν χρεωστείς μοι 
Και δει σε νυν ταύτην εκπληρώσαι.

Όμως στον παρακάτω οίκο θ΄, το ίδιο νόημα της αποκρίσεως του Χριστού θα το συναντήσουμε σε άλλες εκφράσεις, έμμεσα προσομοιάζουσες στην επιταγή του Ιησού προς τον Πρόδρομο, που είναι περιγραφικές μιας δράσεως. Σ' αυτή τη δράση δεν θα διαπιστώσουμε τη σύγκρουση, εκείνη που είναι απεχθής ή δαιμονική, αλλά την αλληλοδιαδοχή του καθαρού αθλήματος, την πλημμύρα της αγάπης του θεού και του σεβασμού του ανθρώπου, που δεν αλληλοδιώκονται, την υπερίσχυση του αγαθού και την επικράτησή του:

Την δεξιάν μόνον δάνεισόν μοι · 
Και πνεύμα σου κρατώ 
Και όλον σε έχω, 
Την παλάμην δε τη σην, 
Πως ου κιχράς μοι ; 
Ένδον σου ειμί 
αι έξωθεν· τι με φεύγεις; 
Στήθι, και κράτει 
Το φώς το απρόσιτον.

Η Ορθοδοξία αποδέχεται το βάπτισμα του πιστού ως μέσον αναγεννητικό του ανθρώπου. Σωρεία από δωρεές αθανασίας παραδέχεται για τον βαπτιζόμενο άνθρωπο, και μάλιστα στο νήπιο: εξαφανίζει την αρχέγονη αμαρτία, και την προσωπική ακόμα. Αυτή τη θεία χάρη θέλει να τη σμίξει ο υμνογράφος με την πίστη στον οίκο ιά, γιατί αυτή προσδιορίζει την ενέργεια του μυστηρίου της βαπτίσεως:

Τι δε μέλλω 
Χαρίζεσθαι τοις αγαπητοίς μου· 
Ανοίγω ουρανούς, κατάγω το Πνεύμα, 
Τούτο χορηγώ αυτοίς εις αρραβώνα. 
Δεύρο ουν και συ 
Προσέγγισον, ίνα μάθης 
Πόθεν αστράπτει 
Το φως το απρόσιτον.

Ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, το βάπτισμα των πιστών: Η πίστη των γονέων και του αναδόχου αναπληρώνει συμβολικά την πίστη του νηπίου, που φυσικά λείπει- τόσο απαραίτητο στοιχείο είναι. Κι ακόμα, από το στόμα του Ιερέα στο βάπτισμα των πιστών σε τρίτι πρόσωπο απαγγέλεται η ιερουργία, που τελλείται από αυτόν- και αυτό δεν γίνεται τυχαία. Η κατάδυση του Ιησού στον Ιορδάνη, καθώς την αφηγείται ο Ματθαίος, ή καθώς την τραγουδάει ο Ρωμανός, έδωσε υπόσταση στο μυστήριο του χριστιανικού βαπτίσματος- ο συμβολισμός φτάνει στις τελευταίες λεπτομέρειες.

Ο μετρικός τονικός τύπος, που εμφανίζεται ιδίως από τον 4 ο αιώνα, στον Ρωμανό παρουσιάζεται με τεχνικότατους συνδυασμούς μέτρων. Λιγοσύλλαβοι στίχοι παρουσιάζουν ολόκληρο νόημα. Παίρνω για παράδειγμα ολόκληρο τον οίκο ιδ΄ :

Μετά δε ταύτα τα φρικτά 
Ο γόνος Ζαχαρίου 
Εβόησε τω πλάστη· 
Εγώ ουκ αντερίζω, 
Αλλ ' ο κελεύεις μοι τελώ. 
Ταύτα λέξας τότε, τω σωτήρι προσελθών, 
Δουλοπρεπώς ητένιζε, βλέπων ευλαβώς μέλη γυμνούμενο 
Του εντελλομένου 
Ταις νεφέλαις περιβάλλειν 
Τον ουρανόν, δίκην ιματίου, 
Και πάλιν θεωρών 
Εν μέσω των ρείθρων 
τον πότε παίδων τριών 
μέσον φανέντα 
δρόσον εν πυρί, 
νυν πυρ εν τω Ιορδάνη 
λάμπον, πηγάζον, 
το φως το απρόσιτον.

Η ίδια διάταξη είναι και στους άλλους οίκους. Ένας 8σύλλαβος στίχος ακολουθείται από τρεις 7σύλλαβους. Στη συνέχεια άλλος 8σύλλαβος συνοδεύεται από έναν 6σύλλαβο, έναν 7σύλλαβο, κι έναν 8σύλλαβο. Στην επόμενη συνέχεια ένας 11σύλλαβος συνοδοιπορεί με έναν 6σύλλαβο κι έναν 8σύλλαβο. Στην παρακάτω συνέχεια ένας 10σύλλαβος συντροφεύεται από δύο 6σύλλαβους, έναν 7σύλλαβο και δύο 5σύλλαβους. Και στην τελευταία συνέχεια ένας 8 σύλλαβος συμβαδίζει με έναν 5σύλλαβο κι έναν 7σύλλαβο.

Το σχήμα αυτό ίσως θεωρηθεί κάπως αυθαίρετο. Αλλά υπακούει σε μια συνέπεια: θέτει ως οδηγός τούς σχετικά πολυσυλλαβότερους στίχους, που συναντάμε στο δρόμο του οίκου.

Αλλά περ ' από το σχήμα, ο αναγνώστης διαβάζει στους στίχους αυτούς κάτι σα συνέχεια πανάρχαιων ποιητικών και μουσικών προϊόντων της πρώτης λατρείας, κάτι που σμίγει με τη Μωϋσαϊκή ωδή και τον Δαβιδικό ψαλμό, κάτι που θυμίζει τον ύμνο των αγγέλων. Ύστερα, οι στίχοι αυτοί, έτσι όπως ποικίλοι, φαίνονται σα ν' ακολουθούν κάτι όχι ομοιόμορφο, κάτι σαν τη μουσική κλίμακα των ήχων. Η εκκλησιαστική ποίηση συνδυάζεται πάντοτε με τη μουσική των εκκλησιαστικών μελωδών.

Δεν πρέπει να παρασυρθεί κανένας από κάποιους αναλυτικούς στίχους του Ρωμανού. Αν τους προσέξει βαθύτερα, θα ανακαλύψει ένα φαινόμενο σαν εκείνο των διπλών αστεριών του ουρανού, που το γυμνό μάτι τα βλέπει σαν ένα. Όμοια και οι στίχοι: ας φαίνονται πως αντιλαμβάνονται, όμως είναι ανεξάρτητοι, μόνο που έχουν την ίδια κίνηση, την ίδια ψυχική στροφή, κι ο ένας στίχος περιπολεί γύρω από τον άλλο ή τους άλλους.

Ως παράδειγμα, οι δύο στίχοι:

Δρόσον εν πύρι,

Νυν πυρ εν τω Ιορδάνη,

Που ο ένας αναφέρεται στους τρεις παίδας κι ο άλλος στη Βάπτιση. Είναι ακριβώς ποιητική αναπροσαρμογή, ο πρώτος τυπικά και ο δεύτερος πραγματικά, εκείνου που στον Λουκά ( γ΄ 16) εκτίθεται:

Αυτός υμάς βαπτίσει εν πνεύματι 'Aγιω και πυρί.

Αλλά και η όλη ποίηση του Ρωμανού Ένας «αστεροειδής» ουρανούς είναι. Όπως στον άπειρο θόλο του ουρανού αναρτώνται σαν πολύτιμοι λίθοι τ' αστέρια, με την ίδια αίγλη στον μυστηριώδη κόσμο της ποιητικής δημιουργίας εμπνέεται κατανυκτικά ο Ρωμανός και οι άλλοι υμνογράφοι. Ειν ' ένα χέρι αόρατο, το χέρι του ποιητή, που επιθετεί, σαν τ' άστρα στον ουρανό, τις λέξεις των ποιημάτων του στερεώματος, τις στροφές, απειράριθμα φωτεινά σημεία κι εκείνες. Στα λόγια του Ιωάννη, όπως απευθύνονται «τοις ορώσι », στον ιε΄ οίκο του Ρωμανού, κατά τη στιγμή της χειροθεσίας, είναι δογματικοί αφορισμοί, προερχόμενοι από τη θεία αποκάλυψη. Στο βάθος της Αποκαλύψεως αυτής, όπως και του ορθού λόγου, παραστέκει ο ίδιος ο θεός. Όπως εκφράζονται οι λέξεις αυτές, είναι προσιτές στην πίστη, αν και υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο μυστηριακός δογματικός χαρακτήρας διατηρείται, και το βάπτισμα προσδιορίζεται στα λόγια του Ιωάννη και από την ανθρώπινη νόηση, στηριζόμενο πάντοτε στην θεία αυθεντία.

Μαρτυρίες αιώνων επενεργούν στη μυστική ιδιοφυΐα του ποιητή. Τα εκφραστικά τεκμήρια έχουν μια τέτοια προτεραιότητα ώστε γίνονται αφορμή σε μια πίστη φωτισμένη. Έτσι ακεραιώνεται ο ύμνος, και ως πόνημα δεν παραγκωνίζει καμμιά σχισμή του ψυχικού βάθους. Εκεί κάποιο ωραίο σημείο από τον ψαλμό ΛΕ΄, 9:

Τον χείμαρρουν της τρυφής σου ποτιείς αυτούς 
Εντάσσεται σε μια αγαστήν ενότητα: 
Τον χριστόν χειροθετεί 
Κράζων τοις ορώσι · 
Την εκούσιον βροχήν 
Εν Ιορδάνη βλέπετε, 
Της τρυφής τον χειμάρρουν, ως γέγραπται, 
Εν τοις διεξόδοις 
Των υδάτων, Θεωρείτε 
Ρν ποταμώ θάλασσαν μεγάλην.

Η ευσεφροσύνη κηρύσσεται σε όλο το κοντάκιο αυτό του Ρωμανού. Ένας διδακτικός σκοπός, που έχει ως έμβλημα την ανανέωση της πίστεως πρώτα, και μαζί τη γνήσια ηθική ζωή, δεν λείπει ποτέ από τους οίκους. Η θεία ενέργεια εξαγγέλεται στον οίκο ιστ, από τον Ιωάννη, για να γίνει δεκτή στην ολομέλεια των χριστιανικών οπαδών:

Νωθρόν μεν όντα, ως θνητόν, 
Αυτός, ως θεός πάντων, 
Ενεύρωσε, βοήθας.

Το αγαθό αυτό φρόνημα, που είναι μια άγια διάθεση της ίδιας χάριτος, η οποία θρονιάζει στην ανθρώπινη ψυχή, γίνεται ακάθεκτη εσωτερική δύναμη του ανθρώπου. Αυτήν θέλει να μας δείξει, όπως κρατύνεται μέσα του, ο Ιωάννης, στον οίκο ιζ΄. Είναι ο φωτισμός, όπως λέγεται το βάπτισμα, που κάνει νεοφώτιστο τον νεοβάπτιστο. Προς αυτό το μυστήριο του βαπτίσματος- και μάλιστα του βαπτίσματος ενός θεού- προχωρεί ο Ιωάννης, δείχνοντας το ως μέσον δικαιώσεως.

Ίδου γαρ εκ βημάτων 
Επί την κάραν προχωρω 
Γην πατω ουκέτι, 
Αλλ ' αυτόν τον ουρανόν 
Α γαρ τελώ ουράνια, 
Μάλλον δε και τα άνω παρέδραμον : 
Και λίγο πιο κάτω, στον ίδιο οίκο ιζ΄ : 
Ευφραίνου, ουρανέ, 
Και γη επαγάλλου · 
Αγιασθήτε, πηγαί, 
Αι των υδάτων· 
Πάντα γαρ φανείς 
Επλήρωσεν ευλογίας.

Έτσι, όπως σφραγίζεται στον ιη΄ οίκο το Κοντάκιο των Θεοφανείων του Ρωμανού, η πυκνή εμβρίθεια του ποιητή και ο θρησκευτικός μετεωρισμός ευτυχούν κατά τέτιο τρόπο, ώστε προσδίνουν στο κείμενο την ποιητική οριστικότητα:

Υπερεπήρε ουν τον νουν 
Τη θεία διατάξει 
Ο γόνος Ζαχαρίου … 
Λούει τούτον ρείθροις 
Και λοιπόν άγει εις γην 
Τον γης και πόντου Κύριον, 
Όντινα ουρανόθεν υπέδειξεν, 
Φθόγγω, ως δακτύλω 
Ο γέννησας.

Η αίσθηση των διδαγμάτων μιας θείας Πολιτείας είναι πλήρης σε όλο το Κοντάκιο. Ο ποιητής εποικοδομεί προσευχόμενος και τελετουργεί ψαλμωδώντας.

Οι συντακτικοί, οι λεξιλογικοί και οι φραστικοί χαρακτήρες δεν επιτρέπουν καμιά τραχύτητα στα κοντάκια του Ρωμανού. Ο λόγος μένει λεπτεπίλεπτος και λάβρος, καθώς μάλιστα η χρήση και η σημασία του δεν είναι από την καθημερινή ζωή. Επίσης, λείπει και ο πλεονασμός ή η οικειότερη έκφραση. Με το ότι πάλι δεν έχουμε αναπαράσταση της ομιλούμενης δοκιμάζουμε την επίταση του υπερβατικού.

Είναι τόσο ευαίσθητη η ελέγχουσα εποπτεία του Ρωμανού, ώστε η ανεύθυνη ακαταστασία απουσιάζει και το σημείο της απροσδιοριστίας απομονώνεται. Ο ιερός συλλογισμός δεν είναι διαβατικός αλλά συνεχής και η περιπλάνηση της ψυχής δεν είναι ποτέ εσπευμένη αλλά σιωπηλή. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται από τα Κοντάκια του Ρωμανού οποιοσδήποτε παράχορδος τόνος και το σύνολο τους παίρνει τη μορφή του ακριβώς καθορισμένου, του ενιαίου.

Έτσι, με την ποιητική ευρυθμία του, μακρυά από κάθε βάναυσο φθόγγο, ο Ρωμανός κάνει ν' αντηχεί μέσα από τα Κοντάκια αυτά των Χριστουγέννων και των θεοφανείων ένας αδιάπτωτος ύμνος, στον οποίο με πλήρη εσωτερική οικονομία εκφράζονται ιερώτατες ιδέες.