Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Industry - David Kakabadze

 

Industry

David Kakabadze

Original Title: ინდუსტრია

Date: 1927

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ξυπνήστε τους νεκρούς!

 


Μ' ένα μπουκάλι βότκα

κι ένα με ουίσκι

τον κόσμο να ξυπνάω

η νύχτα αυτή με βρίσκει

Τραγουδήστε μαζί μου οι νεκροί

κι οι ζωντανοί ελάτε

με μουσική μεταλλική 

τα μαύρα ξόρκια σπάστε

Κι ο θάνατος που ήρθε ήδη 

και που για μας θε να 'ρθει

μεθώντας και χορεύοντας

μαζί μας ας γιορτάσει!

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Ερινύες

 


Οι ερινύες ντύθηκαν

το επίσημό τους φράκο

πλένω ξανά τα χέρια μου

σα κείνον τον Πιλάτο 

Στις ομίχλες του Νοστράδαμου

το μέλλον μου ζητώ

πριν η καρδιά μου ζυγιστεί

του  Ανούβιδος να κρυφτώ

Κρύο νερό ζητώ να πιω

ποτήρι γεμάτο αίμα

οι αλήθειες που πάντα φώναζα 

πικρό και μαύρο ψέμα

Πνεύμα και ηθική

 


Τα τύμπανα χτυπήστε 

και πιο δυνατά τα ντέφια

υπάρχει λόγος άλλωστε

να μην έχετε κέφια;

Την ηθική διδάξτε μας

με τους ανήθικούς σας τρόπους

αφού αποθεώνουμε

όλους τους καιροσκόπους


πίνακας: MORALIST (2002)

Painting by Mikhail Pivovarov

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Τολστόι και Ντοστογιέφσκι

 


https://www.fosonline.gr/stiles/paraskinio/article/298370/h-megali-anatropi-o-tolstoi-itan-anagnostis-toy-ntostogiefski

Είναι πια γνωστό ότι τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Τολστόι είχε στο προσκεφάλι του το opus magnum του μεγάλου του αντιζήλου και το διάβαζε με προσοχή. Τι μπορεί να διάβαζε τώρα ο Τολστόι στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμόζοφ» δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς.


Ο Τολστόι είναι αναμφίβολα ο απόλυτος μετρ των μεγάλων αφηγήσεων. Είναι αυτός που τελειοποίησε το όραμα του ρεαλισμού φέρνοντας την απόλυτη ισορροπία στην ανασύσταση της πραγματικότητας με ύφος και γλώσσα λαμπρού στυλίστα. Με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε σε θεματοφύλακα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα.


Από τη μεριά του ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας ανοικονόμητος πειραματιστής που ανήκει στο μέλλον. Άνισος, αταξινόμητος, αντιφατικός αλλά μεγαλοφυής όσον αφορά τη σύλληψη μιας λογοτεχνίας που ερχόταν από το μέλλον. Και δεν είναι μόνο οι αντιήρωες ή τα ηθικά διλήμματα που επινοεί συνεχώς. Ο Τολστόι θαυμάζει πιθανότατα στον Ντοστογιέφσκι πράγματα που ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει: Μια συμπαγή, δραματική αφήγηση που εκτυλίσσεται μέσα σε λίγες μέρες ή ακόμα και λίγες ώρες. Αφηγηματικές ακρότητες που ο ίδιος δεν επιδοκιμάζει χωρίς όμως να σημαίνει πως δεν τις θαυμάζει. Εκείνο όμως που σίγουρα θαυμάζει στους Αδερφούς Καραμάζοφ είναι οι μορφολογικές καινοτομίες του Ντοστογιέφσκι. Με το μυθιστόρημα ξεκινά επί της ουσίας ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία. Ο Ντοστογιέφσκι μοιάζει να χτίζει τα κεφάλαιά του με τη λογική της σπείρας, σε μια καμπύλη πάνω στην οποία πρόσωπα και γεγονότα περιστρέφονται και απομακρύνονται συνεχώς από ένα αρχικό δοσμένο στοιχείο. Κανένα άλλο μυθιστόρημα δεν παρουσιάζει αυτή τη μορφολογική καινοτομία. Είναι κάτι το οποίο οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας δεν έχουν ακόμα επισημάνει, πιθανόν γιατί ένα μεγάλο έργο μας αποκαλύπτεται συν τω χρόνω και αφήνει σιγά-σιγά να αποκαλυφθούν οι αρετές του.


Το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι μας εισάγει επίσης στον εξπρεσιονισμό, με τον τρόπο ίσως που το κάνει ο Βαν Γκογκ στη ζωγραφική. Τα παραμορφωτικά στοιχεία που αλλοιώνουν τους χαρακτήρες και τα γεγονότα δίνουν μια ξεχωριστή δραματική ένταση στην αφήγηση. Στους Αδερφούς Καραμάζοφ έχεις την αίσθηση ότι η αφήγηση καλπάζει σαν ένα ατίθασο άλογο κι εσύ ως αναγνώστης δεν έχεις παρά να τρέχεις ξωπίσω του συνεχώς έστω και αν σου κόβεται η ανάσα.


Ασφαλώς ο Τολστόι έφυγε από την ζωή με την πεποίθηση ότι ο ίδιος ήταν ο θεός της λογοτεχνίας αλλά και με την αμφιβολία σχετικά με την επιδραστικότητά του στο μέλλον. Αναγνώριζε προφανώς ότι ο Ντοστογιέφσκι και οι καινοτομίες του θα είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για τις ερχόμενες γενιές συγγραφέων. Το αντιλαμβανόταν κι ο ίδιος ότι θα έπρεπε να είναι πιο τολμηρός μορφολογικά αλλά δεν θα διακινδύνευε την ισορροπία και την τελειότητά του για τίποτα στον κόσμο.

Η Χώρα των Θαυμάτων



Οι κόρακες φορούν

πολύχρωμες φτερούγες

αλάτι οι γαύροι λούζονται

να γίνουνε αντζούγιες

Γύρω πετούν ελέφαντες 

και σαλιγκάρια τρέχουν

ζητούν οι πλούσιοι δανεικά

και οι φτωχοί ξοδεύουν

Οι χελώνες κελαηδούν,

χτενίζοντας καβούκια

οδοντογλυφίδες γίνονται

και τα ψηλά παλούκια

Τη σούμα κάνετε αυτών

των θαυμαστών πραγμάτων

περάστε απ' τον καθρέφτη σας  

στη Χώρα των Θαυμάτων


πίνακας: Milić Od Mačve

Surreal landscape, dated 1969

oil on canvas

Το μνήμα

 


Μπροστά στο μνήμα στέκομαι

στην πόρτα του την ορθάνοιχτη

Μια φωνή άγνωστη μα και τόσο γνωστή

με καλεί, να μπω μέσα με προσκαλεί

Κοιτάζω γύρω μου και ψάχνω 

κάτι να με κρατήσει, το κατώφλι μη διαβώ

τις σκάλες μη κατέβω

Βλέπω τόση ομορφιά!

Φύση, άνθρωποι, κτίρια

με παροτρύνουν να μείνω μαζί τους 

έστω για λίγο ακόμα.

Χαμογελώ θλιμμένα για λίγο πριν παραδοθώ

στο γοητευτικό σκοτάδι που με περιμένει...

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Το όνειρο του Μέλμοθ



Έριξε ένα τελευταίο απεγνωσμένο βλέμμα στο ρολόι της αιωνιότητας - το σηκωμένο μαύρο χέρι έμοιαζε να σπρώχνει μπροστά το δείκτη του ρολογιού - έφτασε στο χρονικό διάστημα που είχε οριστεί - ο Περιπλανώμενος έπεσε - βούλιαξε - άστραψε - έβγαλε μία κραυγή! Τα φλεγόμενα κύματα σκέπαζαν το κεφάλι του που βυθιζόταν ολοένα και το ρολόι της αιωνιότητας σήμανε τη φρικτή αναγγελία του - "Κάντε χώρο για την ψυχή του Περιπλανώμενου!" - και τα κύματα του φλεγόμενου ωκεανού απάντησαν, καθώς μαστίγωναν τα βράχια, "Υπάρχει χώρος για περισσότερους!" - ο Περιπλανώμενος ξύπνησε.

Charles Maturin - Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος - εκδ. Gutenberg

Πατρίδα



Πατρίδα μου είναι εκεί 

που ο αέρας είναι πνιγηρός

εκεί που η γη αργοπεθαίνει,

τα δέντρα στάχτη γίνονται

και κάρβουνο οι πέτρες

Τα πουλιά έχουν όλα 

στριγκές φωνές

και τα ζώα τρέφονται 

μόνο με κουφάρια

Ψάρια δε κολυμπούν

στα μαύρα τα νερά της

Οι άνθρωποι δε μιλούν

γρυλίζουνε με μίσος

Τα αστέρια στον ουρανό

νεκρική σχηματίζουνε πομπή

η νύχτα φεύγει μοναχά

για να 'ρθει πάλι νύχτα

Πατρίδα μου είναι εκεί

όπου οι άγγελοι κάθε μέρα κλαίνε




Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Το καλοκαίρι ενός υποψήφιου αυτόχειρα

 


Ποια στρεβλή μελωδία

τα χελιδόνια τραγουδούν;

Κοιτάζω ψηλά 

μα ο ήλιος τα μάτια μου τυφλώνει

περπατώ στην αμμουδιά,

η θάλασσα καίει τις πληγές μου

Πονάνε τα πόδια μου 

σε κάθε μικρό μου βήμα

οι περίπατοι μου μοιάζουν

με ανέβασμα στον Γολγοθά

Στη γωνία του δωματίου τη σκοτεινή

η θηλιά μοιάζει πια με περιδέραιο ακριβό


Μετά το ηλιοστάσιο




Πέρασε και το ηλιοστάσιο τούτο,
η μέρα πια μικραίνει
Τι παράδοξο!
Στου θέρους τη ζεστή καρδιά
γεννιέται του χειμώνα
το κρύο χαμόγελο
Αλλά γιατί έκπληξη μου κάνει τούτο;
Στην ενθουσιώδη χαρά του πρώτου βλέμματος
δεν έχει φυτευτεί του χωρισμού
το θλιμμένο δάκρυ;

Η σκιά στο κάστρο

 


Πάνω από τη θάλασσα

στέκει μισογκρεμισμένο

το παλιό εκείνο κάστρο

Και καθώς ο ήλιος δύει

το φως του το κοκκινωπό

τις σκιές στους τοίχους

αφήνει να ζωντανέψουν.

Ανάμεσά τους βρίσκεται

μια σκιά θλιμμένη

που διηγείται κλαίγοντας

τις παλιές της ιστορίες,

τότε που με τους ζωντανούς

κι εκείνη περπατούσε

Τόσο πολύ της άρεσε η ζωή

που ξέμεινε στον κόσμο τούτο

Νοσφεράτου



Ψάχνω στις σκιές
το φως που χάθηκε παλιά
στον καθρέφτη αναζητώ 
μια αόρατη αντανάκλαση
κοιτάζω το ρολόι 
μα ο χρόνος έπαψε να κυλά
το αίμα πηγή μιας ζωής
ίδιας με θάνατο αιώνιο
στέκομαι στο παράθυρο
ο ήλιος πριν ανατείλει
εύχομαι να βρω το θάρρος
να τον αφήσω να με κάνει στάχτη

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Οι λύκοι - Κωστής Παλαμάς


https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-kostis-palamas-1859-1943-5/

Μάννα μου, ο κόσμος χάνεται,

Μάννα, η πατρίδα χάνεται,

μέτρα και ρίμες  και σκοποί

κι ανώφελα κι αδιάντροπα.

Η λύρα σαν ξετσιπωσιά,

και σάμπως να χοροπηδά,

στων πάντων τον ξολοθρεμό.

Κι αυτά τα λόγια τα χρυσά,

κι αυτά ένας κάλπικος παράς,

κορόϊδεμα της συφοράς.


Μάννα, η πατρίδα χάνεται,

Μάννα μου, ο κόσμος χάνεται.

Τσέτης τζελάτης χύμησε,

με τα σπαθιά με τα δαυλιά,

σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά,

παραμονεύει ο Βούλγαρος,

κι ο Μόσκοβος φοβέρα είναι.

Κι ο Φράγκος ο άρχοντας, ω! πώς

τα σούφρωσε τα φρύδια του,

και πώς ανασηκώνοντας

τους ώμους, παραμέρισε

στο ανταριασμένο διάβα μας,

για να μη γγίξη απάνου μας!


Στ’ αμπελοχώραφα φωτιά,

στις φαμελιές τσεκούρωμα,

τα σπίτια ρεπεθέμελα,

καλύβια και παλάτια, βάϊ!


Φρένα και σπλάχνα και κορμιά,

των πανελλήνων τα παιδιά

σπίθες και σβύνουν, και καπνοί

απάνω από τα κάψαλα.


Μάννα, μου μάλλιασε η καρδιά,

είμαι ο Χελμός, και το παλιό

χιόνι προτού να λυώση, βάϊ:

καινούριο, πάει, με πλάκωσε.


Μάννα, δε στέκει τίποτε

γερό κι αντρίκειο μέσα μου,

είμαι άρρωστος χίλιες φορές,

μύριες φορές είμαι άναντρος,

τι αγκομαχάει στα μέσα μου

σακάτης κόσμος και κοσμάς!

Πέρα για πέρα τσάκισμα!

Σαπιοκάραβο, σύψυχο

σε καρτεράει το βούλιασμα!


Μάννα, ένας κόσμος χάνεται,

γιατί η πατρίδα χάνεται.

………………………….


Της λύρας κάμε σκοινιά τις κόρδες για μια κρεμάλα,

ή στα σκουπίδια, να μη βαραίνη μας τη φευγάλα!

Α! η σαστισμάρα! Της φαγομάρας ω! το σκουλίκι…

Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!

H σπορά

 


Αστέρια φύτεψα στον ουρανό

μα ήταν μεσημέρι,

έκαψε ο ήλιος τη σπορά

μέχρι το βράδυ να' ρθει

Η σελήνη δάκρυσε 

βλέποντάς τα καμένα 

τα έκανε πικραλίδες

ο άνεμος να τα πάρει

Το βαλς των σκώρων

 


Τα πούπουλα μετράς 

στα φτερά μιας κότας

Μα πόσα αυγά να φας

στη σκιά της πόρτας;

Μην ανακατεύεσαι

με πίτουρα και σπόρους

στη νύχτα μέσα φτερούγισε

θαυμάζοντας τους σκώρους

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Για ένα μάτι

 


Τους στίχους τούτους έγραψα

για το αριστερό σου μάτι

αυτό που διαβάζει κείμενα

σαν το δεξί κοιμάται

Μα πρόσεχε τη σειρά

των λέξεων μην αλλάξεις

απ' τα αριστερά στα δεξιά

συνέχισε να διαβάζεις

αλλιώς το νόημα 

θα γενεί

πουλάκι και θα πετάξει

Ένα κορίτσι

 



Κι εκείνο το θαυμάσιο κορίτσι, μακάρι να ήξερα το όνομά του! Ξαφνικά ένας άνθρωπος, ένας ζωντανός άνθρωπος, έσπασε τον θαμπό γυάλινο κώδωνα της νέκρας και μου άπλωσε το χέρι, ένα χέρι καλό, ωραίο, ζεστό! Ξαφνικά υπήρχαν πάλι πράγματα που κάπως μ' ενδιέφεραν, που θα μπορούσα να σκέπτομαι με χαρά, με φροντίδα, με αδημονία. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα και η ζωή ήρθε μέσα, σ' εμένα! Ίσως να μπορούσα να ζήσω και πάλι, μπορεί να ξαναγινόμουν άνθρωπος. Η ψυχή μου, που είχε αποκοιμηθεί στο κρύο και σχεδόν είχε παγώσει, ανάσανε ξανά, άρχισε να χτυπά νυσταγμένη τις μικρές αδύναμες φτερούγες της.....Ένα κορίτσι με πρόσταξε να φάω, να πιω, να κοιμηθώ, μου πρόσφερε φιλικότητα, με κορόιδεψε, με αποκάλεσε κουτό αγόρι. Κι αυτή η θαυμάσια φίλη μου μίλησε ακόμα και για τους αγίους και μου έδειξε ότι ακόμα και στις πιο ιδιόρρυθμες υπερβολές μου δεν ήμουν μόνος και ακατανόητος, μια αρρωστημένη εξαίρεση, ότι έχω αδελφούς, ότι κάποιοι με καταλαβαίνουν. Άραγε θα την ξανάβλεπα; Ναι, σίγουρα, ήταν αξιόπιστη. "Ο λόγος είναι λόγος". 


Έρμαν Έσσε, Ο Λύκος της Στέπας, εκδ. Μίνωας

Ουροβόρος

 


Ο πόνος, ο χρόνος, ο τροχός

πώς να σπάσει η αέναη κίνηση

που τον πόνο με πόνο εναλλάσσει; 

Το φίδι τρώει την ουρά του

χωρίς ποτέ την πείνα του να χορταίνει

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Απαγχονισμός

 


Στάχτη βγάζουν τα πηγάδια

του καταραμένου τόπου

τα αυγά κρύβουν μέσα τους

ιοβόλα φίδια

Κι εγώ Ιούδας διψασμένος

να κρεμιέμαι κάθε τόσο

για μια σταγόνα νερό

με τα πόδια δαγκωμένα

Εγωισμός

 


Σαν τον πρώτο πεσμένο άγγελο

στο θρόνο μου καθισμένος

κοιτάζω ψηλά στον ουρανό

με πόνο αναστενάζω

Η λίμνη μπροστά μου καίει

αιώνια πυρακτωμένη

θειάφι γεμάτος ο αέρας

μου πνίγει τα ρουθούνια

Πίσσα γεμάτα δάκρυα, 

οργής και πόνου τρέχουν

το βασίλειο που πόθησα 

μου έγινε πικρή φυλακή.


πίνακας: Lucifer, 1890, Franz Stuck


Ο σοφός δεν πεθαίνει

 


Ο σοφός δεν πεθαίνει γιατί είν' από πριν κιόλας νεκρός:

Νεκρός για κάθε ματαιότητα, νεκρός για ό,τι δεν είναι Θεός


Άγγελος Σιλέσιος, εκδ. Χερουβικός Οδοιπόρος, εκδ. Περισπωμένη

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Περιδιαβαίνοντας την κόλαση

 




Διαβαίνοντας της κόλασης τα μονοπάτια

βρήκα τον δειλό να κλαίει

μαζί με τον προδότη

Φίδια δάγκωναν τα πόδια τους

και ράμφη κορακιών 

τα μάτια τους τρυπούσαν

Λίγο νερό σταμάτησα να τους δώσω

μα μ' εμπόδισε ο δαίμονας που τους φυλούσε

έκανα πίσω και γύρισα στο δρόμο μου

μήπως αυτό κι εμένα δειλό δε με κάνει

ή προδότη;


πίνακας: Inferno

Franz Stuck

Date: 1908

Όνειρο και ποίηση

 


Το όνειρο είναι συχνά σημαντικό και προφητικό, επειδή είναι φυσική, ψυχική επενέργεια και συνεπώς στηρίζεται σε τάξη συνειρμική. Είναι σημαίνον, όπως η ποίηση - αλλά επίσης για τον λόγο αυτό ακανόνιστα σημαίνον-, απολύτως ελεύθερο

Νοβάλις, Σκέψεις, εκδ. Στιγμή

Τα αηδόνια

 


Τα αηδόνια πια 

σαν κουρούνες κρώζουν

τα φτερά τους σιγά σιγά

μαυρίζουν με κάθε

φτερούγισμά τους

Γεμίζουν οι νύχτες

κραυγές και εφιάλτες

Η νέα σελήνη 

μόλις που ξεπρόβαλλε


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Κάθε ελπίδα

 


Σέρνεται στο χώμα

της αρρώστιας η μυρωδιά,

βαθιά παίρνω αναπνοή,

γίνομαι δέσμιός της

Με τρώει από μέσα,

ο πόνος μου αυξάνει

Όταν το κατώφλι πέρασα

θυμάμαι καλά...

πως άφησα κάθε ελπίδα

Ο Θάνατος

 


Κανείς τον Θάνατο δεν βλέπει

Κανείς το πρόσωπο δεν βλέπει του θανάτου

Του Χάρου τη φωνή κανείς δεν την ακούει

Κι όμως ο άγριος Θάνατος αρπάζει τους ανθρώπους

Για πάντα χτίζουμε ένα σπίτι;

Κάνουμε μια φωλιά για πάντα να διαρκέσει;

Χωρίζουνε για πάντα τ' αδέρφια την κληρονομιά;

Πόσον καιρό θα υπάρχει η εχθρότητα στη χώρα;

Φουσκώνει πάντα φέρνοντας πλημμύρα το ποτάμι

Για να κυλάν ανάσκελα οι λιβελλούλες

Κοιτάζοντας τον ήλιο καταπρόσωπο;

Και ξαφνικά τελειώνουν όλα

Οι κοιμισμένοι κι οι νεκροί είναι το ίδιο

Του θανάτου είναι ίδια η εικόνα


Ο Ουτναπίστιμ(ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του επιβίωσαν από τον Μεγάλο Κατακλυσμό) εξηγεί στον Γιλγαμές τον Θάνατο


Henrietta McCall, Μύθοι της Μεσοποταμίας, εκδ. Δημ. Παπαδήμα

Νεργκάλ



Τη κόλαση γύρω μας

χτίζουμε μέρα μέρα,

χαρούμενοι προσφέρουμε

στον Νεργκάλ θυσίες

Φωτιά! Βάλτε φωτιά

και κάψτε κάθε μέλλον

με μίσος ή με αδιαφορία

το καύσιμο, ποια σημασία έχει;


Νεργκάλ: Ο Σουμέριος θεός του θανάτου, του πολέμου και των ασθενειών


Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Κάποτε ήσουν τυφλός

 


Κάποτε ήσουν τυφλός

Μα τώρα, είσαι μέλλον

Τώρα διαβάζεις τα μονοπάτια, τον αέρα

τα δέντρα, τους αγρούς,

διαβάζεις τους ανθρώπους


Άδωνις, ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη, εκδ. Πατάκη

Ο θρήνος της άμμου



Άκου τα δέντρα που τραγουδούν

ένα μοιρολόι κρυφό

Ο ζεστός αέρας φέρνει 

των Σουμερίων το στερνό

θρηνητικό τραγούδι

Η άμμος που σκέπασε 

του Γκιλγκαμές τον τάφο

καλύπτει τώρα ολόκληρη τη γη



Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Ο Ελληνικός Ρομαντισμός (1830-1880) Πεζογραφία και Πεζογράφοι της περιόδου

 


https://edromos.gr/o-ellinikos-romantismos-1830-1880-2/

του Θανάση Μουσόπουλου*


Ο Ελληνικός Ρομαντισμός, όπως διαπιστώσαμε στην πρώτη ενότητα, εκφράστηκε μέσα από μια σειρά ποιητικών έργων. Στη συνέχεια θα διερευνήσουμε τον χώρο της πεζογραφίας. Μου έκαναν εντύπωση κάποιες διαπιστώσεις του Γεώργιου Καλαματιανού στη «Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (έκδ. της Εστίας), ότι «Οι Φαναριώτες διακρίνονται περισσότερο για την ευρωπαϊκή τους μόρφωση και λιγότερο από το λογοτεχνικό τους ταλέντο […] Οι Φαναριώτες είχαν το μεγάλο ελάττωμα να μη γνωρίζουν καλά τη σύγχρονη τους νεοελληνική ζωή» (σελ. 63-68).


Ο Μάριο Βίττι διαπιστώνει ότι «Με τα ανεπανάληπτα βήματα του Κοραή, του Κάλβου και του Σολωμού περάσαμε βαθμιαία από τη δεοντολογία του διαφωτισμού σε μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη, αυτή που ανταποκρίνεται στα καλέσματα του ρομαντισμού». Ενώ στην ποίηση έχουμε συνεχή «ροή», αντίθετα «Η διαμόρφωση εκείνου του αφηγηματικού είδους σε πεζό λόγο, που ονομάστηκε τελικά μυθιστόρημα, καθυστέρησε να εμφανιστεί στη νεοελληνική λογοτεχνία με τη μορφή που κυκλοφορούσε στον δυτικό πολιτισμικό χώρο».


Ποιητές ασχολήθηκαν και με την πεζογραφία, όπως οι Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσοι και ο εξάδελφός τους Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Επιπλέον ο Ιάκωβος Πιτσιπιός και ο Γρηγόριος Παλαιολόγος κατέθεσαν έργα πεζού λόγου, τα οποία στην εποχή τους, 1830-1880, δεν εκτιμήθηκαν ούτε αξιολογήθηκαν, στις μέρες μας όμως επαναξιολογούνται θετικά.


Όπως τονίζει ο Λάμπρος Βαρελάς, καθηγητής του ΑΠΘ: «Η εικόνα βέβαια που έχουμε σήμερα για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880 έχει αλλάξει άρδην από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 […] Το υλικό που αναδείχτηκε από τη συστηματική βιβλιογραφική έρευνα και τη διεξοδική μελέτη ειδικότερων θεμάτων αποκάλυψε μια ποικίλη λογοτεχνική παραγωγή με πλήθος μυθιστορημάτων και διηγημάτων ».


***


Εμείς θα παρουσιάσουμε σύντομα μερικά κείμενα της περιόδου, ξεκινώντας από τον «Λέανδρο» (1834) του Παναγιώτη Σούτσου που εμφανίζεται με μορφή επιστολών:


«Τὴν αὐτὴν ἡμέραν. [14 Ἰανουαρίου 1834])


Περιφέρομαι μόνος, βιασμένος νὰ βλέπω ξένα πρόσωπα καὶ νὰ ἔχω συνοδοιπόρον μου μόνον τὸν ἐρημίτην συλλογισμόν· φεύγω· ποταμοὶ, βουνὰ, μένουσιν ὀπίσω μου· κάθε βῆμά μου μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Κοραλίαν μου, καὶ τῆς παρελθούσης εὐτυχίας μου αἱ τελευταῖαι σκηναὶ βαθμηδὸν ἐξαλείφονται.


Πόσον εἶναι σκληρὰ ἡ προσήλωσις τῆς λύπης! οἰκτείρω μόνος ἐμαυτόν· τόσοι βαδίζουσι μετὰ φαιδροῦ προσώπου εἰς τὴν κοινὴν ὁδν, καὶ ἡδονὴν εὑρίσκουσιν εἰς τὰς μονοτόνους σκηνὰς τῆς ζωῆς!».


Ο Αλέξανδρος Σούτσος στο έργο του «Ο εξόριστος του 1831» –εκδόθηκε το 1835– αποτυπώνει το κλίμα της εποχής:


«Ο Έλλην ούτος ήτον ενδεδυμένος την αρματωλικήν στολήν. Αλλά το ήμερον ήθος του και ο τρόπος της ομιλίας του εμαρτύρουν, ότι αυτός δεν ήτον ο συνήθης ιματισμός του. Τριακονταετής μόλις, εβαρύνετο τον κόσμον και απέφευγε τους ανθρώπους. Περιελθών μέρος πολύ της Ευρώπης και μη ευρών αρέσκειαν εις εκνενευρισμένας και μονοτόνους κοινωνίας, επανήλθεν εις την Ελλάδα, προκρίνων την αρχέτυπον και πυρώδη φυλήν των τέκνων της. Αλλ’ εις την Ελλάδα δεν εδύνατο με αδακρύτους οφθαλμούς να βλέπη την Ελευθερίαν, το είδωλον της σταθεράς λατρείας του, καταπατουμένην».


***


Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, στο έργο του «Ο Αυθέντης του Μορέως» (1850) μας πηγαίνει στις αρχές του 14ου αιώνα. Όπως γράφει στην Εισαγωγή ο αείμνηστος καθηγητής μας στο ΑΠΘ Απόστολος Σαχίνης: «Είναι ιπποτικό μυθιστόρημα· έτσι, στις σελίδες του δεσπόζει η εξωτερική περιπέτεια. Δεν υπάρχει ψυχογραφικό ενδιαφέρον του συγγραφέα εδώ, ούτε μαθαίνουμε τίποτα από τον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του […] Μέγα προτέρημα του μυθιστορήματος αποτελούν οι πολλοί, φυσικοί και άνετοι, διάλογοι ανάμεσα στα πρόσωπα, που αποδεικνύουν και τις δυνατότητες του Α. Ρ. Ραγκαβή ως θεατρικού συγγραφέα». Ένα μικρό δείγμα:


«Εν ωραία ημέρα του Οκτωβρίου του έτους 1209, η Λακεδαίμων ενεδύθη την εορτάσιμόν της στολήν. […]


– Τύφλα! έκραξεν είς των συνδραμόντων, απωθών βιαίως αγροίκον ποιμένα, αρνακίδας περιβεβλημένον, όστις, εν ω εσπούδαζε να κερδήση εν βήμα προς τα εμπρός, τω είχε πατήσει τον πόδα.


– Τόπον! είπεν ο ποιμήν χειρονομών. Θέλω να έμβω.


– Αν θέλης να έμβης, πάτει εις τους πόδας σου, και όχι εις τους πόδας των άλλων.


– Πατώ όπου ευρίσκω, απεκρίθη ο ποιμήν, επιδείξας δύο ηρακλείους γρόνθους, ικανούς και εις τον θρασύτερον να επιβάλωσι σέβας».


***


Αναφέρουμε και τα έργα δύο άλλων σημαντικών λόγιων της εποχής: Ιάκωβου Πιτσιπίου «Ο Πίθηκος Ξουθ» (1848) και του Γρηγόριου Παλαιολόγου «Ο πολυπαθής» (1839).


Ο Ιάκωβος Πιτσιπίος (1800-1869) είχε πλούσιο έργο, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, βρέθηκε πνιγμένος στον Βόσπορο. Από τον Πίθηκο Ξουθ ένα στιγμιότυπο:


«– Σὲ παρακαλῶ, ἀξιέραστε Σουλτανίτζα, μὴν ὐβρίζης τὸν ἔρωτά μου διὰ προτάσεων ἀναξίων τῆς μεγαλοπρεπείας τοῦ χαρακτῆρός μου· ἐξ ἐναντίας καθικετεύω νὰ δεχθῇς τὸν στολισμὸν τοῦτον ὡς μικρὸν δῶρον, ἐκ μέρους μου διὰ τὴν πλησιάζουσαν ἐορτὴν τῶν Γενεθλίων μου.


– Οὐδέποτε, οὐδέποτε θέλω στέρξει τὸ τοιοῦτον.


Ἀλλ’ ὁ Καλλίστρατος γονατίσας ἐνώπιον τῆς Σουλτανίτζας, καὶ λαβὼν τὴν χεῖρα αὐτῆς ἐντὸς τῶν δύο αὐτοῦ χειρῶν καὶ σφίγγων μεθ’ ὅσης εἶχε δυνάμεως ἔκραξε: δὲν θέλω ἐγερθῆ ἐντεῦθεν, ἐὰν σκληρὰ δὲν συγκατανεύσῃς εἰς τὴν αἴτησίν μου ταύτην».


«Ο πολυπαθής» του Παλαιολόγου είναι από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα :


«Είχον την τύχην να σύρω την προσοχήν εμπόρου, όστις ήξευρε τινάς λέξεις ιταλικάς, και μαθών ότι γνωρίζω αυτήν την γλώσσαν, με εμίσθωσε διά να τον διδάξω την αριθμητικήν. Ευχαριστήσας την Ειμαρμένην και δι’ αυτήν την μικράν της παραμυθίαν, ήρχισα το διδασκαλικόν επάγγελμα με τόσην επιτυχίαν, ώστε μετά τριμηνίαν ο τεσσαρακοντούτης και πολυγένειος μαθητής μου επροχώρησεν αρκετά και σπανίως πλέον μετεχειρίζετο τον κομβολογικόν πίνακα, με τον οποίον οι Ρώσοι συνηθίζουν εν γένει να λογαριάζουν».


***


Κλείνουμε με το έργο «Θάνος Βλέκας» (1855) του Παύλου Καλλιγά, που αποτελεί διαχρονικά ένα από τα πιο αγαπητά της περιόδου, ενώ θεωρήθηκε πρόδρομος της ηθογραφίας. Ο Παύλος Καλλιγάς (Σμύρνη, 1814-1896) ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος, ιστορικός, λογοτέχνης και πολιτικός. Ένα δείγμα:


«Μετὰ τὸ μεσονύκτιον οἱ ἱππεῖς ἔφθασαν εἰς τὴν καλύβην τοῦ Θάνου, ἀλλ’ οὐδένα εὗρον ἐντὸς αὐτῆς. Ἀνάψαντες φῶς παρετήρησαν ἴχνη πρόσφατα παρουσίας ἀνθρώπων, ὅθεν ὑπέθεσαν, ὅτι ἴσως λείπουν οἱ κάτοικοι τῆς καλύβης καταγινόμενοι εἰς τὰ ἔργα των ἢ εἰς κρυφὰς συνεννοήσεις, ἀλλ’ ὅτι μέχρι τῆς πρωΐας θέλουν ἐπιστρέψει. Ἐπειδὴ δὲ ἡ καλύβη δὲν παρεῖχε κατάλληλον θέσιν διὰ τοὺς ἵππους των, κατέβησαν εἰς τὸ ἁλώνιον καὶ τοὺς ἔδεσαν μεταξὺ τῶν θημωνιῶν διὰ νὰ τρώγουν τὸ ἄχυρον. Τοιουτοτρόπως, ἔλεγον, ἂν ὑποπτεύωνταί τι ὁ Θάνος καὶ ἡ μήτηρ του, ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν καλύβην δὲν θέλουν μᾶς ἰδεῖ. Ἡ νὺξ ἦτο τερπνοτάτη, οἱ ἀστέρες ἔλαμπον ἐπὶ τοῦ στερεώματος καὶ αὖρα λεπτὴ ἐδίωκε πτερυγίζουσα πανταχόθεν τὸ καῦμα τῆς ἡμέρας».


Στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με θεατρικά έργα της περιόδου, ενώ σε επόμενες ενότητες θα μιλήσουμε ξεχωριστά για δύο σημαντικά έργα της περιόδου: «Πάπισσα Ιωάννα» (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη και «Λουκής Λάρας» (1879) του Δημήτριου Βικέλα.


* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Θηρίο

 


Σαν θηρίο πρωτόγονο

έρχεσαι να με κατασπαράξεις

κι εγώ θήραμα πρόθυμο

προσφέρομαι στα νύχια σου

και λαχταρώ

τη θανάσιμη δαγκωματιά σου

Στιλέτο

 




Η καλοκαιρινή ψιχάλα

καυτή πάνω μου πέφτει

δάκρυα κάποιου θεού

που κοιμάται προδομένος.

Στον αχνό που βγαίνει από τη γη

βλέπω τη μορφή σου,

μια οπτασία οδυνηρή,

ένα αιχμηρό στιλέτο.

Κόψε με, μη διστάζεις

ζεστό αίμα θα τρέξει

να ανακατευτεί με το νερό

που πάνω στο χώμα βράζει


Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Ο Ελληνικός Ρομαντισμός (1830-1880) - Η Ποίηση της περιόδου

 


https://edromos.gr/o-ellinikos-romantismos-1830-1880/

του Θανάση Μουσόπουλου*


 Οι δύο αιώνες νεοελληνικού λόγου, που δηλώνει η σειρά των κειμένων μας, ξεκινούν με την ίδρυση του κράτους. Όπως σημειώνει στην «Ιστορία της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» ο Λίνος Πολίτης (Θεσσαλονίκη 1969): «Με την αποκατάσταση του ελληνικού κράτους ύστερ’ από τον δεκάχρονο αγώνα της Επανάστασης αρχίζει και για την πολιτική και για την πνευματική ιστορία μια καινούρια εποχή» (σελ. 44).


Όπως γράφω σε ένα παλιότερο κείμενό μου: «Η κατάσταση μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους είναι ασφυκτική και εκρηκτική. Τα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη αντικατοπτρίζουν πιστά την κατάσταση. Οι Φαναριώτες επικρατούν σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Επιβάλλεται η “καθαρεύουσα” και ο ρομαντισμός.


Παρά την απωθητικότητα του σημερινού αναγνώστη προς τα δημιουργήματα της περιόδου αυτής, μερικά ποιητικά έργα διασώζουν στα ποιήματά της το κλίμα της περιόδου.


Στην πεζογραφία η “Πάπισσα Ιωάννα” του Εμμανουήλ Ροΐδη και ο “Θάνος Βλέκας” του Παύλου Καλλιγά ξεχωρίζουν και διαβάζονται ως τις μέρες μας. Στο χώρο του Θεάτρου η “Βαβυλωνία” του Δημήτριου Βυζάντιου είναι μια από τις καλύτερες κωμωδίες του νεοελληνικού δραματολογίου» (Θ. Μουσόπουλου, Προσεγγίσεις στη Λογοτεχνία της Β΄ ενιαίου λυκείου, 1999, σελ. 13).


Για τους Φαναριώτες έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη ενότητα [«Νεοελληνική Λογοτεχνία 1669-1821» (18/11/23)]. Να προσθέσουμε ότι μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, έρχονται στο νέο εθνικό κέντρο κουβαλώντας εμπειρία και παιδεία. Η διανόηση του νέου ελληνισμού κατά κύριο λόγο αποτελείται από Φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης και του απόδημου ελληνισμού, κυρίως από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αυτοί αποτελούν και τον κορμό όχι μόνο της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου 1830-1880, αλλά και του πολιτισμού εν γένει.


Οι Φαναριώτες εισάγουν στην Αθηναϊκή Λογοτεχνία τον Ρομαντισμό, ένα γενικότερο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη και Αμερική κατά τον 19ο αιώνα, σε όλες τις τέχνες, και όχι μόνο. Ο Ρομαντισμός, σε αντιδιαστολή με τον τότε επικρατούντα κλασικισμό, χαρακτηρίζεται από στροφή στη φαντασία και στο συναίσθημα, από επιστροφή στη φύση, γενικότερα από μια ελευθερία στη μορφή και στην έκφραση. Μπορούμε να προσθέσουμε τη στροφή στο ένδοξο παρελθόν, τις πατριωτικές κορώνες, τη χρήση της καθαρεύουσας – ή και της αρχαΐζουσας, μερικές φορές τη μελαγχολία και το πομπώδες ύφος.


Στην πρώτη ενότητα θα αναφερθούμε στην ποίηση της περιόδου, ενώ στην επόμενη θα προσεγγίσουμε την πεζογραφία και το θέατρο.


***


Όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης, «παρ’ όλη την καθαρεύουσα και παρ’ όλον τον ρομαντισμό, δίπλα στους πολλούς μέτριους ή κακούς ποιητές ξεχωρίζουν οι λίγοι που αρθρώνουν μια γνησιότερη λυρική φωνή και κατορθώνουν κάποτε να μεταβάλουν και το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή» (Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, 1969, σελ. 46).


Η πρώτη ομάδα φαναριωτών ποιητών είναι δύο αδέλφια και ένας ξάδελφός τους.


Ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έζησε στην Αθήνα, πεζογράφος και ποιητής. Το εκτενές ποίημά του «Ο Οδοιπόρος» (1831) θεωρείται το πρώτο του αθηναϊκού ρομαντισμού.


Ένα απόσπασμα από τον «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ ΕΙΣ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ»:


Σεβασθήτε τους ολίγους ημάς άνδρας του αγώνος!

Σεις ω παίδες! ημάς όσους αυτός σέβεται ο χρόνος

Εις καλύβας πενιχράς

Εκρεμάσετε δεμένες των πασάδων της Βτράτης

Των πασάδων της Αιγύπτου, των πασάδων της Βαγδάτης

Τας μακράς αλογουράς;

Είχετε σεις τους μεγάλους και λαμπρούς ημών αγώνας;

Είχετε σεις Θερμοπύλαις, είχετε σεις Μαραθώνας;

Είχετε σεις Πλαταιάς;

Αι εικόνες σας διήλθον τας οδούς της Γερμανίας;

Σας επεκελέσθη ζώντας εις το βήμα της Γαλλίας

Λαφαγέτης ή Φοάς;

Εις το έδαφος πατούντες, το αισθάνθητε σεις τρέμον

Από Νείλον εις Ευφράτην, από Ταίναρον εις Αίμον;


Ο Αλέξανδρος Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1803 – Σμύρνη 1863), αδελφός του Παναγιώτη, ασχολήθηκε με ποίηση, πεζογραφία και θέατρο. Το έργο του έχει σατιρικό χαρακτήρα, που χτυπούσε τους πολιτικούς της εποχής του.


Ένα χαρακτηριστικό δείγμα για τον νόμο περί τύπου του Όθωνα:


Ένας γερουσιαστής μας με το στόμα γελαστό, / Σούτσ’ ελεύθερε με λέγει, συχαρίκια σε ζητώ / Πρόβαλα υπέρ του τύπου δεκαπέντε άρθρα νόμου / και ιδού το σχέδιόν μου: / Είν’ ελεύθερος ο τύπος φτάνει μόνο να μη θίγει / της αρχής τους υπαλλήλους, τους κριτάς, τους υπουργούς μας / και των υπουργών τους φίλους. / Είν’ ελεύθερος ο τύπος, φτάνει μόνο να μη γράφει!


Ξάδελφος των προηγούμενων είναι ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Εκτός από ποιητής και πεζογράφος, ήταν καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολιτικός και διπλωμάτης. Περίφημο είναι το ποίημα « Διονύσου πλους » που αποτελείται από εκατό πεντάστιχες στροφές.


Ἡ ἔκτασις τοῦ ἀχανοῦς

Αἰγαίου ἐκοιμᾶτο,

κ’ ἔβλεπες δύω οὐρανούς·

ὁ εἷς ἦν ἄνω κυανοῦς,

γλαυκὸς ὁ ἄλλος κάτω.


Αἱ διαλείπουσαι πνοαὶ

τοῦ ἔαρος ἐφύσων

ἀμφίβολοι καὶ ἀραιαί·

μακρὰν δ’ ἐφαίνοντ’ ὡς σκιαὶ

αἱ κορυφαὶ τῶν νήσων.


Περίφημο είναι και το τραγούδι «Ο ελεύθερος Έλλην» που αρχίζει:


Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά

στους βράχους πέφτει χιόνι

μες στ’ άγρια, στα σκοτεινά,

μέσα στας πέτρας, στα στενά,

ο Έλλην ξεσπαθώνει.


Οι επόμενοι ποιητές δημιουργούν στα χρόνια της παρακμής του ελληνικού ρομαντισμού. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (Αθήνα 1843-1873), γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ασχολήθηκε με θέατρο και ποίηση. Πέθανε νέος από εγκεφαλικό. «Ματαιότης Ματαιοτήτων», ένα απόσπασμα:


Ματαιότης! λέγουν όσοι κύπτοντες υπό το γήρας

Της νεότητος φθονούσι την ακμαίαν ηλικίαν·

Και τα σκωριώντα όπλα παρατάττοντες της πείρας,

Την σταγόνα της πικρίας ρίπτουσιν εις την καρδίαν.

[…] Είναι όνειρον ο βίος· αλλά τώνειρον εκείνο

Κάλλιον γλυκύ ας είναι και με ρόδα ας κοσμήται.

Συνεχούς οδύνης μάλλον σύντονον χαρά προκρίνω

Λησμονείται η οδύνη, η χαρά δεν λησμονείται.


Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (Πάτρα 1845 – Παρίσι 1874) πέθανε επίσης νέος από φυματίωση. Ασχολήθηκε με ποίηση και θέατρο. Ενώ ο Αχιλλέας Παράσχος (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895) είναι από τους τελευταίους εκπροσώπους του ρομαντισμού. Λέγει ο Βασιλειάδης:


Είναι τυφλή η μοίρα μας, γριά ξεμωραμένη / χώνει στη γη το σμάραγδο, στη νύχτα άστρα ραίνει / στον ξηραμένο πλάτανο πλέκει κισσού κλωνάρια / στολίζει και το θάνατο με νιες και παλικάρια!


Κλείνουμε με το ποίημα Εις το Ωρολόγιον της αγοράς του Αχιλλέως Παράσχου:


Βάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες

Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη·

Είναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες,

Ολόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη…

Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει·

Στο έθνος; σ’ όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία·

Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει·

Μία του Ικτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία!


Στην επόμενη ενότητα θα αναφερθούμε στην Πεζογραφία και στο Θέατρο της περιόδου 1830-1880.


* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Ο χορός

 


Με το αίμα μου υπέγραψα

να σε αποκτήσω

Μα τρέχει ο χρόνος τώρα,

σώνεται η άμμος στην κλεψύδρα

κι εσύ είσαι πια μακριά

Μ' ένα γέλιο σαρκαστικό

ο Μεφιστοφελής

εκστατικά μπροστά στα μάτια μου χορεύει

Ο Ελληνικός Ρομαντισμός (1830-1880) - Το Θέατρο της περιόδου

 


https://edromos.gr/o-ellinikos-romantismos-1830-1880-3/

του Θανάση Μουσόπουλου*


Το Θέατρο διαχρονικά είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του πολιτισμού, γιατί δεν είναι μόνο το κείμενο του θεατρικού συγγραφέα, αλλά και οι άλλες τέχνες που συντελούν στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου. Μιλώντας για το θέατρο κατά την περίοδο του Ελληνικού Ρομαντισμού, να λάβουμε υπόψη ότι στα Εφτάνησα, όπως θα παρουσιάσουμε σε επόμενη ενότητα, το θέατρο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, με τις «ομιλίες» και τους επώνυμους θεατρικούς συγγραφείς (όπως Δ. Γουζέλης με τον «Χάση» και Αντ. Μάτεσης με τον «Βασιλικό»).


***


Θα φωτίσουμε το θέατρο της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, 1830-1880. Η ιστορικός-μεταφράστρια Άννα Βατίκαλου, σε σχετικό άρθρο της, σημειώνει:


«Το Νεοελληνικό Θέατρο του 19ου αι. καλείται να ερμηνεύσει τον “εθνικό του” ρόλο. Ενώ το λεγόμενο “προεπαναστατικό” θέατρο αναζητά το “εθνικό” στίγμα τού Νεοέλληνα και πασχίζει για την ιδεολογική του αφύπνιση, μετά την Επανάσταση και τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους η θεατρική πράξη δείχνει να επικεντρώνεται στο πέρασμα από τη “νεοκλασική τραγωδία” στο “ιστορικό δράμα” σε μια ταυτόχρονη κίνηση συγκερασμού των νεοκλασικών και των ανερχόμενων ρομαντικών στοιχείων που λειτουργούσαν κάτω από ένα “εθνικό” σκέπαστρο.


Σπουδαίοι ρομαντικοί συγγραφείς, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλερ, ο Σαίξπηρ, ο Ουγκώ μεταφράζονται και γίνονται γνωστοί στο ελληνικό κοινό, μετά το 1840. Σημειώνουμε, δε, ότι το 1835 ανοίγει το πρώτο υπαίθριο θέατρο.


Ωστόσο, δίπλα στις μορφές του “ιστορικού δράματος” και της “νεοκλασικιστικής τραγωδίας”, κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια αναπτύσσεται και η κωμωδία, που εμπλουτίζει το σκηνικό ρεπερτόριο του 19ου αι. Κύριος προσανατολισμός της είναι η πολιτική και κοινωνική σάτιρα, ενώ μετά το 1850, στρέφεται προς την κωμωδία ηθών».


Οι γραμματολόγοι εξετάζουν το θέατρο από την πλευρά του κειμένου. Ο Λίνος Πολίτης σημειώνει:


«Όπως η πεζογραφία, έτσι και η θεατρική παραγωγή δεν ήταν το είδος που το ευνοούσε ο ρομαντισμός και η καθαρεύουσα. Έγραψαν βέβαια και οι ποιητές της Αθηναϊκής σχολής έργα δραματικά, χωρίς όμως πραγματική θεατρική πλοκή και σε αφύσικη και αντιθεατρική καθαρεύουσα […] Το μόνο πετυχημένο θεατρικό έργο είναι η κωμωδία “Βαβυλωνία” του Δημήτριου Βυζάντιου» (σελ. 181).


Ο Κ. Θ. Δημαράς, επίσης, στο 16ο κεφάλαιο «Ο Αγώνας» αναφέρεται στα Ρητορικά, Παραινετικά, Θούριους, Δημοτικό τραγούδι, Καραγκιόζη, Θεατρικά και τη Βαβυλωνία. Παρατηρεί:


«Τα νεοκλασικιστικά θεατρικά έργα, που επιδιώκουν να φρονηματίσουν το κοινό, βρίσκονται πολύ μακριά από την κάθε λογής πραγματικότητα […] Το μόνο έργο που βγήκε αληθινά μέσ’ από την εποχή του, είναι η περίφημη “Βαβυλωνία” του Βυζάντιου […] Η ελληνική κοινωνία, όπως την ζωγραφίζει ο Βυζάντιος στην “Βαβυλωνία”, δεν είχε βέβαια ακόμη την ιδανική συγκρότηση που θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλα έργα λογοτεχνικά: ανώριμη, ασύνδετη, παρουσίαζε συνείδηση κοινή, προϋπόθεση της ομαδικής ενέργειας, αλλά δεν είχε ακόμη φθάσει στη σύνθεση» (σελ. 249-250).


Ρομαντικά δράματα γράφονταν και παίζονταν τότε όπως “Η κόρη του παντοπώλη” του Άγγελου Βλάχου, “Ο οδοιπόρος” (1830) του Παναγιώτη Σούτσου, “Ο τυχοδιώκτης” (1835) και “Ο χαρτοπαίκτης” (1835) του Μιχάλη Χουρμούζη, “Του κουτρούλη ο γάμος” (1846) του Αλέξανδρου Ρίζου, “Βαβυλωνία” (1836) του Δημητρίου Βυζάντιου, “Φαύστα” (1893) και “Μαρία Δοξαπατρή” (1858) του Δημητρίου Βερναρδάκη, “Γαλάτεια” (1872) του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη.


Κάποια έργα αποτυπώνουν την εποχή. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε δύο που συγκινούν και τον/την σύγχρονο/η αναγνώστη και αναγνώστρια: τη “Βαβυλωνία” και τη “Μαρία Δοξαπατρή”.


***


Ο Δημήτριος Βυζάντιος (1790-1853, αληθινό όνομα: Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζή-Ασλάνης), ήταν κωμωδιογράφος και αγιογράφος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μορφωμένος και γλωσσομαθής, ανέλαβε πολλές θέσεις όπως διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδας και γραμματέας της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Κατά την περίοδο του Όθωνα, για πολιτικούς λόγους αποσύρθηκε στην Πάτρα, όπου εργάστηκε ως αγιογράφος. Έργα του: «Η Βαβυλωνία» (1836), «Μύθοι, μυθιστορίαι και διηγήματα ηθικά και αστεία, εκτεθέντα προς διασκέδασιν των Ελλήνων» (1839), «Ο Σινάνης» (1838), «Η Γυναικοκρατία» (1841), «Ο Κόλαξ» (1856).


Η «Βαβυλωνία» αναφέρεται σε εορτασμούς που λαμβάνουν χώρα μετά τη νίκη των μεγάλων δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), σε ένα πανδοχείο του Ναυπλίου. Το έργο έχει σχέση με τον τρόπο «επικοινωνίας» των Ελλήνων.


Ο Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (μετ. Ευ. Ζουγρού και Μ. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, 1996), γράφει:


«Στις διαλέκτους των επτά διαφορετικών περιφερειών που μιλιούνται από τα πρόσωπα της “Βαβυλωνίας” του Βυζάντιου προστίθεται μια όγδοη, η γλώσσα του σοφολογιότατου, ο οποίος […] έχει δημιουργήσει μια νέα διάλεκτο δική του στην προσπάθεια να αντικαταστήσει τις κοινές λέξεις με τις αρχαίες αντίστοιχές τους» (σελ. 381).


Ο Μάριο Βίττι σημειώνει: «Την πανσπερμία που κατακλύζει το Ναύπλιο αναπαριστά “Η Βαβυλωνία”(Ναύπλιο 1836), σατιρική κωμωδία του Βυζάντιου, ψευδώνυμο του Δημήτριου Χατζηασλάνη (περ. 1790-1853). Ο Βυζάντιος ανεβάζει επί σκηνής Έλληνες κάθε προέλευσης, που ο καθένας τους μιλά και τη δική του διάλεκτο “ώστε η συναναστροφή […] να καταντά Βαβυλωνία”» (σελ. 208). Ένα μικρό δείγμα:


ΣΚΗΝΗ Α΄


(Ξενοδοχεῖον ὅπου εἰσέρχονται οἱ ἐν τῇ σκηνῇ) Ἀνατολίτης, καὶ ὁ Ξενοδόχος.


«Ξεν. Καλὲ σεῖς! ποιὸς μιλλᾷ μέσα; ἔν ἀκούτενε; ἴντα θέτενε νὰ σᾶς χαρῶ;


Ἀνατ. Ἄδαμ! τρεῖς ὥραις εἶναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντὲν ἀκούγει..


Ξεν. Κι’ ἴντα θέτενε;


Ἀνατ. Ἐντῶ πέρα τὶ εἶναι;


Ξεν. Λοκάντα.


Ἀνατ. Ἔϊ! ἐντῶ πέρα ἀπ’ οὕλα εἶναι, ἀμμὰ φαγιὰ ντὲ γλέπω· τὶ τρῶνε ἐντῶ γιά;


Ξεν. Εἶστεν κι’ ἄλλη βολὰ φερμένος ἄματις σὲ λοκάντα;


Ἀνατ. Ὄχι».


***


Ο δεύτερος δημιουργός είναι ο λόγιος, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Δημήτριος Βερναρδάκης (γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα Λέσβου το 1833 – πέθανε στη Μυτιλήνη το 1907), που έγραψε –εκτός από τα πολλά επιστημονικά– αρκετά θεατρικά έργα. Ξεχωρίζω τη «Φαύστα» (1893) και τη «Μαρία Δοξαπατρή» (1857).


Ο Κ. Θ. Δημαράς αναφέρει: «Ο Δημήτριος Βερναρδάκης μελετάει τις δυνατότητες και τις ανάγκες ενός ελληνικού εθνικού, δηλαδή ρομαντικού, δράματος. Όσο για το ίδιο το έργο, έχει φανερή την επίδραση του Σαίξπηρ· αλλά ανεξάρτητα κι από τη γλώσσα του, ψυχρή καθαρεύουσα, δεν κατορθώνει, όχι πια να φτάσει στο ύψος του προτύπου του, αλλά καν να ζωντανέψει οπωσδήποτε πρόσωπα επάνω στη σκηνή» (σελ. 345).


Πατέρας της Μαρίας ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, θρυλικός Έλληνας πολεμιστής, Λακωνικής καταγωγής που έζησε στα τέλη του 12ου αι., πέθανε το 1205 ή το 1207 πολεμώντας τους Φράγκους. Τον ηρωισμό του πατέρα της ακολουθεί και η Μαρία.


ΣΚΗΝΗ Δ΄


ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ καὶ ΜΑΡΙΑ μετημφιεσμένη εἰς ἄνδρα.


ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ


Ὦ κόρη μου, τί τόλμη! Κ’ ἡ αἰτία τίς;

Τί ἀφροσύνη! Τὸ λοιπὸν ἀπώλεσεν

ἡ μήτηρ σου τὰς φρένας της;


ΜΑΡΙΑ


Ἡ μήτηρ μου

δὲν τὸ γνωρίζει· μόνη καὶ ἀπ’ ἐμαυτῆς

νὰ σ’ ἴδω ἦλθον, ἐπειδὴ ἐνόμισα

τὰς περιστάσεις ἐπειγούσας.


ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ


Τότε πλὴν

φρικτὴν ἀνοησίαν, κόρη, ἔπραξας.

Νὰ σ’ ἐπιπλήξω θέλω· θέλω αὐστηρὰ

νὰ σ’ ἐπιπλήξω, ἄσκεπτον παιδίον, πλὴν

τὰ δάκρυά μου μ’ ἐμποδίζουσιν. (Τὴν ἐναγκαλίζεται καὶ ἀσπάζεται) […]


Στην επόμενη ενότητα θα περάσουμε στην Εφτανησιακή Σχολή.


* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Εδέμ

 


Κι αν καταριέμαι 

σε όλους τους δαίμονες

τη μέρα που 

οι δρόμοι μας συναντηθήκαν

δεν θα την άλλαζα 

για μια αιωνιότητα στην Εδέμ

Ανάμνηση - Λόρδος Μπάυρον

 


Τελείωσε! - Το είδα στα όνειρά μου!

Ελπίδα δεν έμεινε στο μέλλον μου φως·

και οι ευτυχισμένες μέρες μετρημένες·

ριγώντας στης ατυχίας μου τη βαρυχειμωνιά

η αυγή της ζωής μου έσβησε.

Αγάπη, Ελπίδα και Χαρά, όλες μαζί, αντίο!

Ας γινόταν να προσθέσω και τη θύμηση!


Επιλογές από επιστολές, ημερολόγια και ποιήματα, εκδ. Οδός Πανός    

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Παράλληλα





Τόσες φορές 
περπατήσαμε πλάι πλάι
μα ποτέ μαζί

Χωρίς Τέλος - Χίβα Παναχί

 


Τα φύλλα των λέξεων

Μια σκιά χαμένη πίσω μου

Και ο δρόμος του ποιήματος


Τα Μυστικά του Χιονιού, εκδ. Μαϊστρος

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Καθρέφτης

 


Μέσα από τη ματιά σου

κοίταξα τον εαυτό μου

Δεν ήσουν πια κοντά 

να δεις τα δάκρυά μου

Ίσως καλύτερα έτσι...

Η άνοιξη είναι του λαγού - Βελιμίρ Χλέμπνικωφ

 



Η άνοιξη είναι του λαγού,

Το μάτι όρια δε γνωρίζει

Η άνοιξη είναι άτολμη και τρομαγμένος ο λαγός.

Με κίτρινη μοχθηρή μπογιά

Της άνοιξης ο κίτρινος κάτοικος.

Από τη χαίτη μέχρι την κωπηλασία

Παντού φύλλα νεκρά και βλαστοί. 

Και το μάτι τυφλό σταματάει, δίχως να ξέρει, τίνος-

Της άνοιξης είναι το τομάρι ή του λαγού;


Λαντομίρ και άλλα έργα, εκδ. φίλντισι

Χτύπος

 


Αδιανόητο

η καρδιά μου να χτυπά

μα όχι για σένα

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Ο Λύκος της Στέπας(απόσπασμα) - Έρμαν Έσσε



Κανένας άνθρωπος δεν είχε πιο βαθιά, πιο παθιασμένη ανάγκη για ανεξαρτησία απ' όσο αυτός. Στα νεανικά του χρόνια, όταν ήταν ακόμα φτωχός και πάσχιζε να κερδίσει το ψωμί του, προτιμούσε να πεινάει παρά να κυκλοφορεί με κουρελιασμένα ρούχα, μόνο και μόνο για να διασώσει ένα μικρό κομμάτι ανεξαρτησίας. Ποτέ δεν πουλήθηκε για το χρήμα και την καλοπέραση, ούτε στις γυναίκες ούτε στους ισχυρούς, και είχε απορρίψει και αποκρούσει εκατό φορές αυτό που στα μάτια του κόσμου θα ήταν γι' αυτόν προνόμιο και τύχη, μόνο και μόνο για να διατηρήσει την ελευθερία του. Καμία ιδέα δεν του ήταν πιο μισητή και πιο αποκρουστική από το να αναγκαστεί να εξασκήσει τα καθήκοντα του δημοσίου υπαλλήλου, να τηρήσει τον καταμερισμό της ημέρας και του χρόνου και να υπακούσει σε άλλους.  Ένα γραφείο, μια γραμματεία, μια δημόσια υπηρεσία, του ήταν τόσο μισητά όσο ο θάνατος, και το φρικτότερο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ήταν η φυλακή ενός στρατώνα. όλες αυτές τις καταστάσεις ήξερε να τις αποφεύγει, συχνά όμως με μεγάλες θυσίες. Εδώ βρισκόταν η δύναμη και η αρετή του, εδώ ήταν άκαμπτος και αδιάφθορος, ο χαρακτήρας του ήταν σταθερός και ευθύς. Μ' αυτήν την αρετή όμως είχαν στενή σχέση ο πόνος και η μοίρα του. Συνέβαινε και σ' εκείνον ό,τι συμβαίνει σε όλους: Ό,τι αναζητούσε και επεδίωκε επίμονα από τη βαθύτερη παρόρμηση της ύπαρξής του το αποκτούσε, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι είναι ωφέλιμο για τον άνθρωπο. Αυτό που αρχικά ήταν το όνειρο και η ευτυχία του γινόταν ύστερα το πικρό πεπρωμένο του.  Τον άνθρωπο της εξουσίας τον καταστρέφει η εξουσία, τον άνθρωπο του χρήματος το χρήμα, τον δουλοπρεπή η δουλοπρέπεια, τον φιλήδονο η ηδονή. Κι έτσι ο Λύκος της Στέπας καταστράφηκε από την ανεξαρτησία του.  Πέτυχε τον σκοπό του, γινόταν όλο και πιο ανεξάρτητος, κανένας δεν τον διέταζε, δεν χρειαζόταν να συμμορφωθεί με κανέναν, καθόριζε τη συμπεριφορά του ελεύθερος και μόνος. Γιατί κάθε δυνατός άνθρωπος πετυχαίνει αλάθητα αυτό που μια αληθινή ορμή τον αναγκάζει να επιδιώξει. Ο Χάρρυ ωστόσο, μέσα στην ελευθερία που απέκτησε, αντιλήφθηκε πως η ελευθερία του ήταν ένας θάνατος, ότι στεκόταν μόνος, ότι ο κόσμος τον είχε αφήσει στην ησυχία του με έναν φριχτό τρόπο, ότι οι άνθρωποι δεν τον ενδιέφεραν πια, και ασφαλώς ούτε ο ίδιος ο εαυτός του, ότι ασφυκτιούσε σε μια ατμόσφαιρα που όλο αραίωνε,  μια ατμόσφαιρα μοναξιάς, στερημένη από σχέσεις. Γιατί τώρα είχαν αλλάξει τα πράγματα., τώρα η μοναξιά και η ανεξαρτησία δεν ήταν πλέον η επιθυμία και ο σκοπός του, αλλά η μοίρα του, η καταδίκη του, τώρα είχε εκπληρωθεί η μαγική ευχή του και δεν ακυρωνόταν, τώρα ήταν μάταιο πλέον να απλώσει τα χέρια γεμάτος λαχτάρα και καλή θέληση, έτοιμος για δεσμούς και συντροφικότητα· τώρα οι άλλοι τον άφηναν μόνο. Αυτό δεν σήμαινε πως οι άνθρωποι τον μισούσαν και τον αποστρέφονταν.  Αντίθετα είχε πολλούς φίλους. Πολλοί τον συμπαθούσαν. Αλλά αυτό που έβρισκε ήταν πάντα μόνο συμπάθεια και φιλικότητα, τον προσκαλούσαν, του έκαναν δώρα, του έγραφαν συμπαθητικά γράμματα, αλλά κανένας δεν τον πλησίαζε περισσότερο, κανένας δεσμός δεν γεννιόταν, κανένας δεν ήταν πρόθυμος και ικανός να μοιραστεί τη ζωή του. Τώρα τον περιέβαλλε ο αέρας της μοναξιάς, μια σιωπηλή ατμόσφαιρα, μια απομάκρυνση του περιβάλλοντος, μια ανικανότητα για σχέσεις, μπροστά στην οποία καμία θέληση και καμία επιθυμία δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ζωής του.


Ο Λύκος της Στέπας, εκδ. Μίνωας