Λοιπόν, ξέρω πως σου υποσχέθηκα να μη γράψω ποτέ αυτή την ιστορία. Αλλά θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν είναι άνθρωπος που κρατά το λόγο του. Αποφάσισα λοιπόν να μοιραστώ ετούτη την ανάμνηση, ετούτη την εμπειρία με γνωστούς και αγνώστους. Άλλωστε δε θα μπορούσε κάτι τέτοιο να μείνει μεταξύ μας μόνο. Προκαταβολικά σου ζητώ συγγνώμη αν και ξέρω ότι δε θα σου πει και πολλά αυτή η συγγνώμη. Ειλικρινά, ούτε κι εμένα μου λέει τίποτα. Θυμάσαι; Το μπαλκονάκι ήταν μικρό αλλά η θέα όμορφη. Βλέπαμε τον ήλιο καθώς έδυε. Με ρώτησες αν μπορώ να τον πιάσω και σου ζήτησα γάντια μαγειρέματος. Πήγες και μου τα έφερες γελώντας και χωρίς δεύτερη σκέψη. Τόσο σίγουρη ήσουν πως πράγματι θα το προσπαθούσα. Έβαλα λοιπόν τα γάντια, να μη με κάψει κιόλας ο ήλιος, και τέντωσα τα χέρια μου για να τον κατεβάσω και να στον προσφέρω. Και αν και αντιστάθηκε και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τα βουνά, κατόρθωσα να τον πιάσω και αν τον ξεκολλήσω από τον ουράνιο θόλο. Γύρισα χαμογελώντας, σίγουρος πως η επιτυχία μου θα σε ενθουσίαζε μα εσύ ήδη κοιτούσες το φεγγάρι που σιγά σιγά ξεπρόβαλλε. Άφησα τον ήλιο να φύγει και σε ρώτησα μήπως το φεγγάρι θα το προτιμούσες δίπλα σου καθώς θα έπινες τις τελευταίες γουλιές του παγωμένου τσαγιού σου αντί να το βλέπεις ψηλά στον ουρανό. Χαμογέλασες και μου είπες πως αποκλείεται να το έκανα αυτό. Σου ζήτησα ένα κρυστάλλινο ποτήρι, γιατί το φεγγάρι πιάνεται μόνο με κρυστάλλινο ποτήρι και ποτέ με γυάλινα μπουκάλια ή πορσελάνινα φλιτζάνια. Μου το έφερες συνοδευόμενο με εκείνο το πολύ δροσερό χαμόγελο που προηγούταν του ξεσπάσματος του μελωδικού σου γέλιου. Πράγματι, γέλασες με τη ψυχή σου όταν με είδες να σηκώνω το ποτήρι προς τη μεριά του φεγγαριού. Η σελήνη, κλείνοντάς μου το μάτι, πήδηξε αμέσως στο ποτήρι. Όταν γύρισα να στη χαρίσω, ήδη κοιτούσες αλλού λέγοντας πως αυτά τα πράγματα είναι καλά μόνο για τα παραμύθια κοιτάζοντας το πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Η σελήνη ανασήκωσε τους ώμους της και ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα λυπημένο πήδηξε από το ποτήρι και γύρισε στον ουρανό παρέα με τα αστέρια. Γύρισα σε σένα ξανά, να σε ρωτήσω μήπως ήθελες με δίχτυ να τα πιάσω για να στολίσω τα μαλλιά σου με αυτά. Αλλά ήδη είχες πάρει το στυλό και έκανες τους λογαριασμούς σου. Έσκυψα και έμεινα για λίγη ώρα σκεφτικός. Ξεδίπλωσα τα φτερά δρακόμυγας που είχα πάντα τυλιγμένα σαν πουκάμισο γύρω μου και πέταξα στο απέναντι δέντρο περιμένοντας να δω τι θα κάνεις. Πέρασε περίπου μισή ώρα όταν σήκωσες το κεφάλι σου από τα χαρτιά σου και κοίταξες γύρω σου. Απόρησες για λίγο, σήκωσες τους ώμους σου και βγήκες στο μπαλκόνι. Μάζεψες τις καρέκλες και έκλεισες τη μπαλκονόπορτα. Η ώρα είχε περάσει πια. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα μακριά. Το φεγγάρι και τ' αστέρια, θέλησαν να μου τραγουδήσουν κάτι για να μου φτιάξουν το κέφι. Μα ήταν πολύ αργά για τραγούδια. Και πολύ νωρίς για παρηγοριά....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου